Στην οικογένειά μου δεν είχε κάποιος σχέση με το ποδόσφαιρο.
Αν κάποιος… ευθύνεται για την ενασχόλησή μου με την μπάλα, εκείνος είναι ο μεγαλύτερος, κατά έξι χρόνια, ξάδελφός μου. Τον έβλεπα να παίζει με τους φίλους του και… χωνόμουν και εγώ.
Ο συναγωνισμός με μεγαλύτερα παιδιά με “τσίτωνε”. Πείσμωνα, όταν με έσπρωχναν. Όταν τους έβλεπα να κάνουν πράγματα που εγώ δεν μπορούσα, πήγαινα μετά μόνος μου στον τοίχο της αυλής του σπιτιού μου και προσπαθούσα να τα κάνω και εγώ.
Ο πατέρας μου, άνθρωπος που είναι μέσα στον αθλητισμό, καθώς είναι κάτοχος Ολυμπιακού μεταλλίου στην ενόργανη, κατάλαβε την τρέλα μου και φρόντισε να μου διδάξει κάποιες πολύ χρήσιμες βασικές αρχές, τις οποίες και ακολουθώ από τότε.
Για παράδειγμα, ότι, για να είσαι καλύτερος, οφείλεις να δουλεύεις περισσότερο από τους άλλους και να ξεκινήσεις από τα απλά πράγματα που είναι και τα πιο χρήσιμα.
Δεν με πίεσε ποτέ. Απλώς, όταν είδε τη θέλησή μου να ασχοληθώ σοβαρά με το άθλημα, καθοδήγησε τη σκέψη μου, τη νοοτροπία μου, την καθημερινότητά μου. Θυμάμαι ότι μου έλεγε ότι, ακόμα και τις ώρες που δεν θα ασχολούμαι με το ποδόσφαιρο, το μυαλό μου πρέπει να το έχω σε αυτό, αν θέλω να πετύχω. «Ταλέντα υπάρχουν μεγαλύτερα από εσένα, αλλά συνήθως η δουλειά κερδίζει τα πάντα», μου έλεγε.
Η πρώτη μου ομάδα ήταν ο Πρωτέας, την οποία ανέλαβε ο Ντίνος Κούης, ο οποίος είχε την επίβλεψή μου. Βλέποντας τη θέληση που είχα, μου έκανε ατομικές προπονήσεις, ενώ με τον πατέρα μου δούλεψα σε φυσική κατάσταση και εκρηκτικότητα.
Έμεινα αρκετά χρόνια στον Πρωτέα, γιατί βόλευε στις μετακινήσεις. Στον Ηρακλή πήγα, όταν έγινα έφηβος.
Έπρεπε να πάω σε μια ομάδα που ο ανταγωνισμός θα ήταν μεγαλύτερος, για να πιέσω παραπάνω τον εαυτό μου και να δω τα όριά μου.
Ανεβοκατέβαινα στις Κ20 και Κ18 του Ηρακλή και με λίγη δόση τύχης, οποία πάντα χρειάζεται, με ανέβασαν στη Β’ ομάδα λόγω κάποιων τραυματισμών βασικών παικτών και τέλειωσα τη χρονιά εκεί.
Αυτό το “σκωτσέζικο ντους” συνεχίστηκε μέχρι τα 18, όταν μετά από ένα τουρνουά της ΕΠΣΜ στο εξωτερικό υπήρξε ενδιαφέρον από την Ιταλία.
Κατάφερα και πήρα την ελευθέρας μου από τον Ηρακλή και πήγα για δοκιμαστικό ενός μήνα στη Β’ ομάδα της Κάλιαρι. Παρότι πήγα καλά, δεν με πήραν, γιατί θεώρησαν ότι δεν ήμουν έτοιμος για την Α’ ομάδα. Ήμουν ήδη 18 και… άρα μεγάλος για τα δικά τους κριτήρια.
Έμεινα έξι μήνες χωρίς ομάδα και υπέγραψα στον Άρη, τη χρονιά που πήρε το τρόπαιο στη Β΄ ομάδα. Ήταν υπέροχη χρονιά. Στα τελευταία ματς μάς είχαν παραχωρήσει και το Κλεάνθης Βικελίδης για να πανηγυρίσουμε με τον κόσμο. Φανταστείτε πώς νιώθαμε.
Το καλοκαίρι έπρεπε να πάρω μια σημαντική απόφαση για το μέλλον μου. Βλέποντας ότι δεν υπήρχε πρόθεση να με κάνουν επαγγελματία, έπρεπε να αποφασίσω αν θα έμενα ακόμα μια χρονιά στη Β΄ ομάδα ή αν θα πήγαινα να παίξω κάπου αλλού επαγγελματικά.
Τελικά πήγα στον Αγροτικό Αστέρα (Β΄ Εθνική), με προπονητή τον Γιώργο Κούτση.
Συνέβη όμως το εξής περίεργο. Όλοι οι πρώην συμπαίκτες μου στον Άρη, λόγω των οικονομικών προβλημάτων της ομάδας, έγιναν επαγγελματίες και έπαιζαν στην Α’ ομάδα και μάλιστα στη Super League. Αυτό με έκανε να έχω δεύτερες σκέψεις για την απόφασή μου, αλλά πιστεύω ότι κάθε πράγμα γίνεται για κάποιον λόγο.
Έπαιξα σε όλα τα παιχνίδια εκείνη τη χρονιά, στο τέλος όμως κατάλαβα ότι έπρεπε να ταυτιστώ με μια θέση. Έπαιζα σε όλες τις θέσεις της επίθεσης, αλλά είχα σημειώσει μόλις ένα γκολ. Έκανα όλες τις άλλες “δουλειές”, αλλά για αυτό που στο τέλος θα κρινόμουν, το γκολ, είχα αποτύχει.
Την επόμενη σεζόν, σε μια πολύ φιλόδοξη χρονιά στη Δόξα Δράμας, δεν έπαιξα καθόλου κι αυτό με έτρωγε μέσα μου. Βιαζόμουν να παίξω και να αποδείξω πράγματα, γιατί έβλεπα ότι δούλευα και άξιζα να πάρω ευκαιρίες.
Στα μισά της σεζόν πήγα στην Αναγέννηση Γιαννιτσών, ομάδα στην οποία αγωνίστηκα κυρίως ως ακραίος επιθετικός.
Την επόμενη χρονιά στην Καβάλα άλλαξε εντελώς η νοοτροπία μου και αυτός που με βοήθησε πολύ ήταν ο Σάκης Πρίττας. Μου έλεγε ότι ως επιθετικός έπρεπε να κάνω καλά δυο δουλειές, αφενός να κρατάω την μπάλα και να μην χάνω μονομαχίες, αφετέρου να είμαι μέσα στις φάσεις στην περιοχή. Ήταν η πρώτη παραγωγική χρονιά για εμένα με οκτώ γκολ, αλλά ένας τραυματισμός στο χέρι τον τελευταίο μήνα δεν μου επέτρεψε να ξαναπαίξω και η ομάδα υποβιβάστηκε.
Κόντρα στην αδικία
Η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε το 2014 επέστρεψα στον Άρη, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ υποβιβαστεί λόγω οικονομικών προβλημάτων. Αργούσαν κάποιες συζητήσεις που έκανα με ομάδες Super League, με ζήτησε ο Άρης για να κάνω κάποιες προπονήσεις και τελικά υπέγραψα με την ομάδα.
Μόνο που για ένα μεγάλο διάστημα δεν ήξερε κανείς αν θα αγωνιζόμασταν στη Β’ Εθνική ή τη Γ’. Εγώ είχα όνειρο να παίξω στη μεγάλη κατηγορία και να ανταγωνιστώ στο υψηλότερο επίπεδο. Είπα μέσα μου «Αντώνη, ο Άρης είναι μια από τις μεγαλύτερες ομάδες στην Ελλάδα με πολύ κόσμο και θα ήταν μαγκιά, αν τα καταφέρεις».
Γνώριζα τις δυσκολίες που έχουν αυτές οι κατηγορίες αλλά και την πίεση που θα είχαμε στον Άρη. Εν προκειμένω, η πίεση μού έκανε καλό, αφού με βοήθησε να είμαι πιο συγκεντρωμένος στο παιχνίδι. Με έβαλε στη νοοτροπία ότι ο Άρης δεν άξιζε να βρίσκεται εκεί, συνεπώς έπρεπε να κερδίζουμε, όποιος κι αν ήταν ο αντίπαλος, ο οποίος πολλές φορές είχε και τους 11 παίκτες πίσω από τη μπάλα σε γήπεδα χωράφια.
Δεν ήταν όλα ρόδινα φυσικά. Κάθε χρόνο, με όποιον προπονητή ερχόταν, ξεκινούσα ως δεύτερη ή και τρίτη επιλογή, παρότι την πρώτη μου χρονιά έβαλα 13 γκολ και την επόμενη (που πήραμε και την άνοδο στη Super League 2) 21.
Στην αρχή με στεναχωρούσε ότι έπρεπε πάλι να ξεκινήσω από το μηδέν, αλλά μου γύρισε σε πείσμα και έλεγα μέσα μου ότι στο τέλος πάλι εγώ θα παίξω.
Την τελευταία μου χρονιά στον Άρη (σεζόν 2017-2018) κλήθηκα να πάρω μια από τις πιο δύσκολες αποφάσεις στην καριέρα μου. Να αποχωρήσω, αφού δεν έπαιζα, κάτι που με έτρωγε, γιατί είχα ματώσει για αυτή την ομάδα. Αγωνίστηκα στην πρεμιέρα με την Καλλονή, σκοράροντας και δίνοντας ασίστ μάλιστα, και μετά δεν ξαναέπαιξα!
Δεν ήθελα να επαναπαυτώ και να μείνω στον Άρη, παρότι από τον πρώτο γύρο φαινόταν ότι θα επέστρεφε στη Super League.
Ήθελα να βασίζομαι στον εαυτό μου, τις δικές μου δυνάμεις, τα δικά μου νούμερα.
Ήθελα να πάω κάπου αλλού, να παίξω και να γυρίσω.
Πήγα στη Δόξα, αλλά δεν έπαιξα.
Στον Εργοτέλη “πλήρωσα” τα οικονομικά προβλήματα και την απόφαση να προωθήσουν τα νέα παιδιά. Αισθάνθηκα την αδικία, αλλά, επειδή ήμουν βάρος οικονομικά για την ομάδα, αποχώρησα.
Συνέχισα στον Διγενή Μόρφου στην Κύπρο. Ήμουν όμως άτυχος και δεν μπόρεσα να εξαργυρώσω λόγω covid την καλή χρονιά που έκανα. Ενώ δηλαδή είχα προσυμφωνήσει με ομάδες της Α’ κατηγορίας, νέκρωσαν τα πάντα, έκαναν πίσω και έμεινα χωρίς ομάδα.
Τελευταία μέρα των μεταγραφών πήγα στην Ξάνθη, στη Β’ κατηγορία. Ήμουν πρώτος σκόρερ, αν και με τη μικρότερη συμμετοχή, σε ένα ρόστερ 40 ατόμων. Στο τέλος όμως χάσαμε την άνοδο στο μπαράζ με τον Παναιτωλικό και αμέσως μετά η ομάδα ουσιαστικά διαλύθηκε.
Ευτυχώς είχα ήδη συμφωνήσει με την Πανεβέζις στη Λιθουανία, η οποία συμμετείχε και στα προκριματικά του Conference League. Έπαιξα για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκή διοργάνωση, φτάσαμε στον Τελικό του Κυπέλλου, ενώ εξασφαλίσαμε εκ νέου ευρωπαϊκή έξοδο. Αν και είχα συμβόλαιο και την επόμενη χρονιά, οικογενειακοί λόγοι με ανάγκασαν να επιστρέψω στην Ελλάδα.
Η Βέροια ήταν ο επόμενος σταθμός στην καριέρα μου και έγινα θεατής στο ίδιο έργο, αφού χάσαμε την άνοδο στο μπαράζ από τη Λαμία. Είναι γενικά άδικο να βγαίνεις πρώτος και τελικά να μην αγωνίζεσαι στη μεγάλη κατηγορία. Σε κάνει να αναρωτιέσαι τι θα συνέβαινε, αν πετύχαινες την άνοδο.
Είχα πάντα στόχο να πηγαίνω σε ομάδες που κάνουν πρωταθλητισμό και για αυτό συνέχισα στα Χανιά.
Τον Γενάρη προέκυψε ενδιαφέρον από την Ιταλία για δεύτερη φορά. Δεν πρόλαβα χρονικά και έτσι κατέληξα στην Προοδευτική. Δυστυχώς όμως, με το που πήγα, έσπασα τη μύτη μου και ουσιαστικά έπαιξα ελάχιστα.
Είχα ζήσει τα πάντα στη Super League 2, είχα καταλάβει ότι η επιτυχία δεν εξαρτάται αποκλειστικά από σένα, δεν ήθελα να το ξαναπεράσω, οπότε το εξωτερικό ήταν πλέον μονόδρομος.
Αρχικά πήγα στη Σαν Λούκα, μετά στην Καλλίπολη και στη συνέχεια στην Ατσιρεάλε της Serie D.
Είδα πόσο διαφορετικά είναι εκεί τα πράγματα, ασχολούνται μόνο με το ποδόσφαιρο, ο κόσμος στηρίζει τις ομάδες και ο ποδοσφαιριστής έχει στο μυαλό του μόνο την προπόνηση. Ως χώρες βέβαια έχουμε και κοινές συνήθειες, το φαγητό είναι υπέροχο, οπότε το μετάνιωσα που δεν πήγα στην Ιταλία νωρίτερα. Εμπειρία που θα τη θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή, γιατί συνδυάστηκε και με τη γέννηση του παιδιού μου, στο οποίο μάλιστα έδωσα και ιταλικό όνομα, Λεονάρντο.
Από την άλλη, ίσως τα πράγματα να εξελίσσονταν διαφορετικά για εμένα, αν δεν έφευγα από τον Άρη. Λάθος μου που το έκανα, λειτούργησα εγωιστικά και με βάση το θυμικό.
Έχω κάνει πολλά λάθη και ο ίδιος προφανώς, αλλά η ζωή δεν είναι για να μετανιώνεις, είναι για να βελτιώνεις το από εδώ και πέρα και να αποφασίζεις ψύχραιμα και όχι βιαστικά.
Ο Αντώνης Καπνίδης είναι ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξης Σαββόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Σάκης Πρίττας: Με την πλάτη στον τοίχο
Βασίλης Ρόβας: Έκανα πολλά λάθη
Δημήτρης Σουνάς: Italian Dream