Η Ελλάδα, είτε το θέλουμε είτε όχι και είτε το αντιλαμβανόμαστε ή επιμένουμε να το κρύβουμε, είναι μία μικρή αγορά με πολλές στρεβλώσεις.
Είναι δύσκολο σε αυτό το μέρος, εκτός αν είσαι από πλούσια ή δικτυωμένη οικογένεια, να προχωρήσεις και να φτάσεις στο υψηλότερο επίπεδο του τομέα σου. Ο αθλητισμός, ωστόσο, είναι ίσως ο πιο δίκαιος, ο πιο αξιοκρατικός χώρος που υπάρχει.
Στο γήπεδο δεν μπορείς να κρυφτείς. Μπορεί να σε «σπρώχνουν», όμως δεν έχεις την ευχέρεια να καλυφθείς και να παραπλανήσεις.
Και αυτό, πάντως, είναι μία… στρέβλωση, διότι η ζωή είναι συχνά άδικη. Πρέπει να λέμε στα παιδιά ότι το μπάσκετ, τουλάχιστον μέχρι ένα σημείο, είναι κάτι που πρέπει να γίνεται με αγάπη, με δουλειά, προσπάθεια, αλλά να είναι δευτερεύον. Η προτεραιότητα είναι οι σπουδές μας και το πώς θα δημιουργήσουμε ευκαιρίες για τον εαυτό μας, ώστε να αποκατασταθούμε στο μέλλον. Η ζωή, βεβαίως, δεν είναι μόνο αποφάσεις εκ του ασφαλούς, αλλά και επιλογές στις οποίες δεν υπάρχει Plan-B.
Κι εμένα, στην επαγγελματική καριέρα μου μετά το μπάσκετ, μου συνέβη. Αν δεν άνοιγα μία πόρτα, δεν θα άνοιγε μία άλλη.
Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, και σε ψυχολογικό επίπεδο και στο κομμάτι της αυτοπεποίθησης, να γνωρίζεις ότι δεν στηρίζεσαι μόνο σε ένα πράγμα, ακόμη κι αν αυτό είναι τα σπορ και είσαι καλός σε αυτά.
Στο επαγγελματικό μπάσκετ στην Ελλάδα, αν φανείς αδύναμος και χρειαστεί να συμβιβαστείς, θα συμβιβάζεσαι συνεχώς. Ειδικά αν δεν είσαι ή δεν γίνεις ο κορυφαίος.
Θα φτάσεις σε ένα σημείο που θα χάσεις τον εαυτό σου και θα έχεις χάσει, ενδεχομένως, τις αξίες και τις αρχές σου. Πολλές φορές, ο αθλητισμός δεν απαιτεί εξιδανίκευση, τίποτα δεν είναι αγγελικά πλασμένο…
Αποφάσισα να σταματήσω το μπάσκετ σε ηλικία 24 ετών. Δεν έχασα, όμως, τον εαυτό μου, γιατί αποχώρησα συνειδητά.
Μετά τη θητεία μου στο NCAA επέστρεψα στην Ελλάδα το 2006, όμως δεν μπορούσα να συμβιβαστώ με την ιδέα ότι θα περιμένω να πληρώνομαι από έναν «εγκληματία στο όριο»… Εγκληματίας δεν είναι μόνο ο δολοφόνος. Εγκληματίας είναι και αυτός που δεν πληρώνει, δεν τηρεί συμφωνίες και λειτουργεί στα όρια, ή πέρα από αυτά, της παρανομίας.
Πολλά παιδιά, πάντως, το δέχονται αυτό και βρίσκονται στο έλεος ανθρώπων που δεν αξίζουν τη συναναστροφή τους. Δεν θέλω να είμαι απόλυτος, όμως ίσως χρειάζεται όλο το οικοδόμημα να διαλυθεί και να γίνει ερασιτεχνικό, ώστε να «χτιστεί» από νέες βάσεις.
Ξέρω ότι είναι μία εύκολη κουβέντα από μέρους μου, καθώς από αυτό επιβιώνουν πολλές οικογένειες και δεν έχουν την πολυτέλεια να πουν κάτι τέτοιο, για ένα αποδεδειγμένα, πάντως, σαθρό σύστημα.
Για έναν νέο άνθρωπο που έχει στόχο να γίνει επαγγελματίας στο μπάσκετ, όμως, αυτός δεν είναι ο μοναδικός δρόμος. Υπάρχει κι άλλος, εκείνος της δικής του επιλογής, ο δικός του δρόμος.
Φοίτησα και αγωνίστηκα στο πανεπιστήμιο του Νιου Χάμσιρ, έχοντας παίξει αρχικά στον Πανιώνιο.
Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα μετά τις σπουδές μου, είχα την επιθυμία και την εντύπωση ότι ο Πανιώνιος, στην εποχή του Ηλία Λιανού, που διεκδικούσε θέση στην πεντάδα της Α1, θα μου κάνει πρόταση. Κάτι που δεν έγινε… Τότε, στα 22 μου, δεν ήμουν πλέον απλώς φέρελπις. Έπρεπε να είμαι έτοιμος για αυτό το επίπεδο, αλλά είναι αλήθεια πως δεν ήμουν. Ο Πανιώνιος καλά έκανε και δεν «επένδυσε» σε μένα… Με ενόχλησε μόνο ότι δεν μου το είπαν ανοιχτά.
Ήταν άλλη μία επιβεβαίωση για τη νοοτροπία στην Ελλάδα, όπου δεν μπορούν και δεν θέλουν να λένε τις σκληρές, τις ευθείς κουβέντες.
Επέλεξα να αγωνιστώ στην ομάδα του Αλίμου, που μετείχε στη Β΄ Εθνική, την τρίτη τη τάξει κατηγορία της χώρας.
Το σκεπτικό μου ήταν να πάρω όσο περισσότερα χρήματα μπορούσα, για να συνεχίσω τις μεταπτυχιακές σπουδές μου.
Ένα περιστατικό, μερικές μέρες νωρίτερα, με έκανε να αποφασίσω μάλλον εύκολα να σταματήσω το μπάσκετ, μετά τον Άλιμο. Μία ιστορική ομάδα της Αθήνας, που αγωνιζόταν στην Α2, μου ζήτησε να μιλήσουμε.
Ο τότε νεόκοπος κόουτς, ο οποίος ήταν εξαιρετικός ως παίκτης αλλά δεν μου έκανε ως άνθρωπος, μου μιλούσε σαν να ήθελε να με πείσει να παίξω μόνο για εκείνον. Επέμενε πως θα ήταν τιμή μου να παίξω για αυτόν…
Μάνατζερ της ομάδας ήταν ένας παλαίμαχος διεθνής, ο οποίος καθόταν απέναντι μου στις συζητήσεις. Όταν ο πρόεδρος μού έκανε κήρυγμα περί «φανέλας» κι εγώ του απάντησα ότι θα ήθελα να μου εξηγήσουν τι θέλουν από μένα και τι προσφέρουν, αποκρίθηκε «κοιτά που ο μικρός ήρθε για διαπραγμάτευση!». Ο μάνατζερ άρχισε να γελάει και εκεί ένιωσα για άλλη μια φορά τον χλευασμό από ανθρώπους η οποίοι δεν ήταν άξιοι σεβασμού…
Δεν μπορούσα να αποδεχτώ πως για να παίξω μπάσκετ θα έπρεπε να ανεχτώ μείωση της προσωπικότητας μου ξανά και ξανά.. Εκείνο που με έκανε να θυμώσω, όμως, ήταν ότι συζητώντας με φίλους, μου έλεγαν ότι επέλεξα λάθος στάση και ήμουν ανόητος! Ότι έπρεπε να πάω γιατί θα πληρωνόμουν εκεί.
Δεν πρόσβαλα κανέναν. Το μόνο που επιθυμούσα ήταν να μάθω τι θέλουν εκείνοι από μένα. Ήταν η μέρα που ήξερα ότι το μπάσκετ τελείωσε για μένα…
Προτίμησα να παίξω για μία σεζόν τον Άλιμο, με κόουτς τον Λευτέρη Καλογήρου. Έναν καταπληκτικό άνθρωπο, ο οποίος δεν άκουσε τους ατζέντηδες που δεν με ήξεραν αλλά διέδιδαν ήδη ότι είμαι προβληματικός και ότι δεν θα παίξω.
Δέχθηκα την πρόταση του Αλίμου, κι ας ήταν κατά 7.000 ευρώ λιγότερα από τις δικές μου απαιτήσεις, γιατί ο κόουτς Καλογήρου μου φέρθηκε με σεβασμό και ήταν ξεκάθαρος όσο αναφορά το πλάνο για μένα και την ομάδα.
Απόλαυσα τη σεζόν 2006-2007, όμως ήδη προετοιμαζόμουν για τη συνέχειά μου, εκτός μπάσκετ. Έπαιζα μεν για τα χρήματα του μεταπτυχιακού μου, αλλά κάναμε και μία εξαιρετική χρονιά.
Αν και ήμουν γκαρντ, αναδείχθηκα δεύτερος ριμπάουντερ της κατηγορίας και σκόραρα και περίπου 15 πόντους ανά αγώνα. Οι επιδόσεις μου οδήγησαν σε κάποιες προτάσεις από τις υψηλότερες κατηγορίες, αλλά είχα πάρει την απόφασή μου.
Ο Άλιμος έφτασε να μου οφείλει περίπου 6.000 στο τέλος της χρονιάς. Ο μάνατζερ της ομάδας μού πρότεινε να μείνω. Αποφάσισα να θέσω κάποιους δικούς μου όρους. Τους αντιπρότεινα να λάβω 4.000, να χαρίσω το υπόλοιπο της οφειλής και να υπογράψω την ανανέωση του συμβολαίου μου. Γνώριζα ότι μόνο έτσι δεν θα χάσω τα οφειλόμενα.
Πήγα στα γραφεία την ίδια μέρα, πήρα τα τέσσερα χιλιάρικα, συμφώνησα με λιγότερα από την πρώτη χρονιά, όμως δύο μέρες μετά τους ανακοίνωσα ότι φεύγω για την Αγγλία. Οι 4.000 με βοήθησαν πολύ στο μεταπτυχιακό μου.
Το γεγονός ότι αποχώρησα από αυτό που αγαπώ, ωστόσο, όσο συνειδητή επιλογή κι αν ήταν, το ξεπέρασα έπειτα από μία πενταετία… Τον πρώτο χρόνο, με τον ενθουσιασμό των μαθημάτων, δεν το σκεφτόμουν πολύ.
Όταν βγήκα στη αγορά εργασίας για μία δουλειά εκτός μπάσκετ, έψαχνα απεγνωσμένα μία θέση, ένα πόστο που να μου προσφέρει το ίδιο κίνητρο, το ίδιο συναίσθημα που αισθανόμουν στο στομάχι πριν από κάθε αγώνα…
Υπήρχαν μέρες στη δουλειά, στο γραφείο, που έτρεμα στην κυριολεξία γιατί δεν είχα αυτή την αδρεναλίνη της προπόνησης και του ματς.
Για πέντε χρόνια, στην Αγγλία, άλλαζα διαρκώς δουλειές, καθώς δεν έβρισκα κάτι που να με «γεμίζει». Επέλεξα να γυρίσω στην πατρίδα, προκειμένου να πάω φαντάρος και να ηρεμήσω για λίγο.
Στην Αγγλία αγωνίστηκα σε μία ομάδα. Αρχικά συμφώνησα με σύλλογο της Α2, στο Χέρντφορσιρ, το οποίο όμως ήταν μακριά από το Λονδίνο. Προτίμησα μία τοπική ομάδα, για μία σεζόν, και στη συνέχεια δεν ακούμπησα πορτοκαλί μπάλα για τέσσερα χρόνια!
Έφτασα στα όρια της κατάθλιψης… Ένιωσα «σχεδόν» καταθλιπτικός. Αισθανόμουν χαμένος και δεν ήθελα ούτε καν να παρακολουθώ αγώνες ή να μιλώ με φίλους στην Ελλάδα που συνέχιζαν να παίζουν. Αυτό που διαπίστωσα, και λέω σε νέα παιδιά όταν με ρωτούν, είναι πως όταν έχεις παίξει ανταγωνιστικό μπάσκετ, η μετάβαση είναι δύσκολη, είτε είσαι ο Σπανούλης, ο Διαμαντίδης ή ο Παπαλουκάς, με τον οποίο ήμουν για μία σεζόν συγκάτοικος σε κάποιες αποστολές του Πανιωνίου.
Δεν γνωρίζω πώς αντιμετώπισαν αυτοί οι σπουδαίοι αθλητές το τέλος της καριέρας τους. Δεν έχω μιλήσει μαζί τους, αλλά πιστεύω πως ήταν δύσκολο και για εκείνους. Για μένα ήταν δυσκολότερο, γιατί ήταν απότομο. Η κανονική, η «δεύτερη» ή «άλλη» ζωή, είναι ζόρικη, μπαίνοντας σε χώρους που δεν σε ξέρει κανένας και πρέπει να αρχίσεις από το μηδέν.
Τώρα δεν έχω πρόβλημα να μου συμπεριφέρονται ως «κανέναν», όμως τότε δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Αυτό είναι κάτι που έχει αναπτύξει εξαιρετικά ο παλαίμαχος παίκτης και νυν καθηγητής, Γιώργος Παυλίδης. Τότε δεν γνώριζα ακόμη ότι κι εγώ χρειαζόμουν ψυχολογική βοήθεια.
Πριν από πέντε χρόνια ο Κώστας ο Χατζηχρήστος, ο γυμναστής της ΤΣΣΚΑ Μόσχας, είχε μιλήσει ανοιχτά για το θέμα της πνευματικής υγείας των αθλητών. Με το θάρρος της γνωριμίας μας επικοινώνησα μαζί του,, ζητώντας να μου προτείνει έναν αθλητικό ψυχολόγο. Είχα αποδεχθεί ότι αδυνατώ να ελέγξω όλα αυτά τα συναισθήματα.
Ο Κώστας μού σύστησε την Μαρία Σαμιώτη, η οποία έχει εργαστεί και στις ακαδημίες της ΑΕΚ. Δουλεύουμε μαζί πέντε χρόνια και τώρα μπορώ να πω ότι είμαι καλά. Το νιώθω πως είμαι καλά. Σταμάτησα το 2008 και τώρα, 13-14 χρόνια μετά μπορώ να ισχυριστώ ότι έχω αποδεχθεί τις καταστάσεις και είμαι εντάξει με τον εαυτό μου. Μπορεί να μην έζησα τον επαγγελματισμό στο υπέρτατο επίπεδο, όμως είχα το μπάσκετ μέσα μου, το λάτρευα και ήθελα να ζήσω από αυτό.
Όταν βγεις από την αθλητική ρουτίνα, είσαι σε πολλά μόνος σου. Στα 18 μου, στον Πανιώνιο και με κόουτς τον Παναγιώτη Γιαννάκη, υπήρχε ο μάνατζερ της ομάδας, ο Σταύρος Ελληνιάδης, που έτρεχε ακόμη και για δικά μου ζητήματα. Δεν είναι απλό και εύκολο ακόμα και να υποχρεωθείς να πας μόνος σου στην τράπεζα, όταν δεν είσαι πια αθλητής. Στην Αμερική υπήρχαν επίσης άνθρωποι που έκαναν δουλειές για εμάς.
Με το μπάσκετ είναι πιο εύκολο ακόμη και να γνωρίσεις κοπέλες και να συναναστραφείς ανθρώπους που σε άλλη περίπτωση δεν θα τους πλησίαζες. Το σπορ σού δίνει αυτή την ταυτότητα και την αυτοπεποίθηση και το «μετά» μπορεί αρχικά να σε μπερδέψει…
Χρειάζεται πολλή προσπάθεια να μην γίνεις αντικοινωνικός ή να διαχειριστείς όλα τα συναισθήματά σου, ώστε να προσαρμοστείς στα νέα δεδομένα της νέας, «περίεργης» ζωής σου. Μίας ζωής που είναι πολύ διαφορετική, που χάνεις το «ναρκωτικό» τού να σε αποθεώνει το κοινό ακόμη και σε ένα μικρό γήπεδο.
Ήμουν πάντα συναισθηματικός παίκτης, αν και δεν πουλούσα «οπαδιλίκι». Στον Άλιμο αισθάνθηκα ηγέτης και αυτό, εύλογα, σε «τρέφει».
Όταν, σε ηλικία δέκα ετών, ξεκίνησα στον Πανιώνιο, το έκανα γιατί μου άρεσε και όχι ως μία μελλοντική καριέρα. Με πήρε ο κόουτς Βαγγέλης Βλάχος και από τα μίνι και μεταπήδησα απευθείας στο παιδικό τμήμα.
Τότε σκέφτηκα ότι για να με εμπιστεύονται τόσο, ίσως μπορώ να παίξω. Το μεγάλο όνειρό μου, αν και μεγάλωσα στην Ηλιούπολη, ήταν να παίξω μία μέρα στην πεντάδα του Πανιωνίου! Έγινα οπαδός του, παρότι ο πατέρας μου ήταν φίλαθλος της ΑΕΚ.
Αγάπησα τον σύλλογο που, τότε, λίγο μετά τον χαμό του Ανδρέα Βαρίκα, ήταν ακόμη οικογένεια. Ήμασταν «τα παιδιά» του Αργύρη του Κορωναίου, ο οποίος ερχόταν στα ματς μέχρι τα 95 του. Το όνειρό μου ήταν να βρεθώ βασικός στον Πανιώνιο και για αυτό δυσκολεύτηκα να παίξω σε άλλες ομάδες.
Αφοσιώθηκα στο μπάσκετ κυρίως όταν βρέθηκα σε όλες τις «μικρές» Εθνικές, αν και «κοβόμουν» πάντα από την τελική επιλογή της 12αδας… Στην Παίδων, μάλιστα, αδικήθηκα και ήταν η πρώτη αδικία που δυσκολεύτηκα να διαχειριστώ. Δεν ήμουν ο κορυφαίος, αλλά καλύτερος από κάποιους που επιλέχτηκαν.
Από την άλλη, παρακολουθούσα στις προπονήσεις τον Βασίλη Σπανούλη και τον Νίκο Ζήση και καταλάβαινα ότι είναι καλύτεροι από μένα. Αυτό ήταν παράλληλα και αποτρεπτικό αλλά και παράδειγμα.
Στα 16 μου έκανα προπόνηση με το παιδικό, το εφηβικό και το ανδρικό του Πανιωνίου και μία μέρα λιποθύμησα από την κούραση… Οι γονείς μου, άνθρωποι που δεν είχαν γνώση του αθλητισμού, θορυβήθηκαν και μου ζήτησαν να επιλέξω τι θα κάνω. Δεν μπορείς να δουλέψεις τόσο πολύ αν δεν το αγαπάς ο ίδιος.
Ο Ιταλός προπονητής, Αντρέα Ματσόν, ήταν εκείνος που με προώθησε στην πρώτη ομάδα του Πανιωνίου. Συνεργάστηκα επίσης με τον Λευτέρη Σούμποτιτς και τον Παναγιώτη Γιαννάκη, ο οποίος με πίστεψε στα ματς προετοιμασίας.
Ωστόσο, θέλησε να με παραχωρήσει δανεικό στον Μίλωνα και εκείνη τη στιγμή νόμιζα ότι χάνεται ο κόσμος μου… Δεν είχα ανθρώπους να μου εξηγήσουν ότι όλα γίνονται βήμα-βήμα και απογοητεύτηκα.
Τελικά δεν έπαιξα ούτε στον Μίλωνα ούτε στο Φάληρο και έμεινα μία σεζόν δίχως συμβόλαιο. Πήρα την απόφαση να φύγω για τις Η.Π.Α., οι οποίες ήταν πάντα στο μυαλό μου.
Ο Πανιώνιος μάς είχε πάει δύο συνεχείς χρονιές με το εφηβικό για φιλικά σε Σικάγο και Βοστόνη και εντυπωσιάστηκα από τις εγκαταστάσεις και τη νοοτροπία. Ήθελα εξαρχής να το κάνω, όμως δεν γνώριζα πώς.
Η υποτροφία ήταν περιπετειώδης και «σενάριο» για ταινία. Ζήτησα από τον τότε γενικό διευθυντή του Πανιωνίου, τον Θανάση Κωνσταντώνη, να με βοηθήσει. Οι γονείς μου μού αγόρασαν ένα εισιτήριο, πήγα μόνος μου στη Νέα Υόρκη και βρήκα τον καλό μου φίλο Στράτο Κωσταλά (ξάδερφο του προσφάτως αποβιώσαντος, Στράτου, ο οποίος εργαζόταν ως μάνατζερ σε συλλόγους της Ρωσίας) και τον θρυλικό κυρ-Γιάννη Κωσταλά.
Ένας Έλληνας φίλος κανόνισε μία προπόνηση με το Νόρθιστερν, στη Βοστόνη, το οποίο μόλις είχε εγγράψει τον Πορτορικανό, Τζέι Τζέι Μπαρέα, ο οποίος στη συνέχεια έκανε αξιοπρόσεκτη καριέρα στο ΝΒΑ. Δεν ένιωσα όμως άνετα στα αποδυτήρια και αυτό με απέτρεψε από το να μείνω.
Έπειτα από μερικές μέρες, ψάχνοντας τον Ελληνοαμερικανό κόουτς Σταν Σπίρου, στο Σάουθερν Νιου Χάμσιρ, ζήτησα από το κέντρο να με συνδέσουν με το σχολείο. Κατάλαβαν, ωστόσο, Νιου Χάμσιρ και όχι Σάουθερν Νιου Χάμσιρ… Νόμιζα ότι καλούσα τον Σταν Σπίρου, όμως ο κύριος στην άλλη γραμμή μου είπε: «Δεν έχουμε κανέναν Σπίρου εδώ… Φιλ Ρόου. Εγώ είμαι ο χεντ κόουτς».
Του συστήθηκα, του εξήγησα πως αναζητώ μία υποτροφία και με κάλεσε για προπόνηση την επομένη. Το κολέγιο ήταν στη Division I. Μου είπαν ότι πήγα καλά, αλλά δεν είχαν διαθέσιμη υποτροφία.
Έφυγα για τη Νέα Υόρκη, ώστε να δοκιμαστώ στο Μάριστ και το Σεντ Μέρι’ς. Σε ένα φιλικό, ωστόσο, γύρισα το πόδι μου. Ουσιαστικά το ταξίδι είχε τελειώσει…
Η ζωή, πάντως, αλλάζει συχνά τα δεδομένα αστραπιαία. Μία από τις επόμενες μέρες, πριν αναχωρήσω για την Ελλάδα, ήμουν στον κινηματογράφο με τον Στράτο Κωσταλά. Χτύπησε το τηλέφωνό του και ένας υπεύθυνος του Νιου Χάμσιρ μού ανακοίνωσε ότι θα μου προσφέρουν υποτροφία! Δεν το πίστευα.
Το σκέφτομαι τώρα και ανακαλώ στη μνήμη μου τις στιγμές εκείνες που σε κάνουν να διαπιστώνεις ότι η επιμονή ανταμείβεται και μπορεί να πραγματοποιήσει όνειρα που μοιάζουν να χάνονται, να σβήνουν.
Τώρα, με τη δουλειά που κάνω με την αθλητική ψυχολόγο, αναγνωρίζω τι κατάφερα. Παλαιότερα έλεγα «δεν έγινε και κάτι».
Η ομάδα, πάντως, ήταν σχετικά μέτρια. Ως πρωτοετής αγωνιζόμουν 28 λεπτά ανά αγώνα. Ως sophomore έπαιζα μόλις 13΄, γιατί είχα τσακωθεί με τους προπονητές. Τυπικός Ελληναράς!
Δεν γνώριζα την αμερικανική νοοτροπία. Γκρίνιαξα και μετά απορούσα που δεν με έβαζαν στο παρκέ. Παραπονέθηκα με αιτία για τον τρόπο χρησιμοποίησής μου, αλλά το έκανα με λάθος τρόπο και δεν σεβάστηκα την ιεραρχία. Ως τελειόφοιτος, στην τέταρτη σεζόν, με νέο προπονητή, έπαιζα μεν 20 λεπτά, όμως κάθε σχολείο «χτίζει» πια με νεότερους αθλητές. Αφομοίωσα τον ρόλο του 6ου παίκτη.
Στην τετραετία μου στο NCAA, είχα προτάσεις από την Ελλάδα, όμως επέλεξα να ολοκληρώσω τις σπουδές μου. Το καλοκαίρι μετά τη freshman χρονιά μου, η Νήαρ Ηστ με τους φίλους μου, Βασίλη Ξανθόπουλο, Κώστα Καϊμακόγλου και προπονητή τον Νίκο Λινάρδο, μού πρόσφερε συμβόλαιο. Έκανα μερικές προπονήσεις, όμως δεν το αποφάσισα, γιατί ο κόουτς Λινάρδος μού έλεγε ότι αν και με θέλει, θα ήταν καλύτερα να επιστρέψω στην Αμερική και να μην αφήσω το κολέγιο στη μέση.
Την επόμενη χρονιά μίλησα με τον Ηλία Ζούρο και το Περιστέρι, στο οποίο θα υπήρχε ξένος σούτινγκ γκαρντ και θα ήμουν στη θέση «2» πίσω και από τον Δημήτρη Τσαλδάρη. Δεν το τόλμησα. Προτίμησα τις σπουδές, αν και ο συνδυασμός μπάσκετ και μαθημάτων είναι εξοντωτικός. Σε «καίει» σωματικά και πνευματικά. Ακόμη και στο ρεπό πηγαίναμε για σουτ.
Θυμάμαι ότι σε πρώτη προπόνηση για τη σεζόν έκανα τρεις φορές εμετό, από την κούραση.
Η θητεία μου εκεί, όμως, με έβαλε σε άλλο δρόμο. Δούλευα σκληρά τα καλοκαίρια με γυμναστή τον Παύλο Μπασδέκη και τους Κώστα Μάγλο, Βαγγέλη Σκλάβο, έμαθα να φροντίζω το σώμα μου και να αισθάνομαι και να συμπεριφέρομαι ως επαγγελματίας. Το κολεγιακό μπάσκετ μού δίδαξε να αξιοποιώ τον χρόνο μου και να είμαι παραγωγικός. Πλέον, χρησιμεύουν σε κάτι ακόμη και 30 δευτερόλεπτα από το ένα τηλεφώνημα στο άλλο, στο γραφείο. Είναι σαν ένα νοητό χρονόμετρο επίθεσης στο μυαλό μου!
Εκτός από τα μαθήματα στις τάξεις, συμμετείχαμε σε σεμινάρια για συμπεριφορά, για time management και για διαχείριση χρημάτων. Εκείνο το πολυεθνές περιβάλλον μού άνοιξε τα μάτια, καθώς αν και προερχόμουν από μία συντηρητική οικογένεια, απέκτησα Τούρκους φίλους και έμαθα να ψάχνω και να βλέπω τα πράγματα πιο σφαιρικά.
Το μπάσκετ με βοήθησε να γνωρίσω τον κόσμο, να καταλάβω ότι τα σχέδια ενός νέου ανθρώπου δεν χρειάζεται να περιορίζονται στην Αθήνα.
Ωστόσο, αποφάσισα να αποχωρήσω πρόωρα από το άθλημα, σε μία επιλογή που ακόμη και σήμερα ξέρω πως ήταν από τις δυσκολότερες της ζωής μου. Θύμωσα με την τότε κοπέλα και νυν σύζυγό μου, γιατί της άρεσε η ιδέα των σπουδών στην Αγγλία και η πρώτη απάντηση, σαφώς εγωιστικά, που έδινα στον εαυτό μου ήταν ότι έφταιγε εκείνη που σταμάτησα…
Το ξεπέρασα γρήγορα, όμως. Στην πορεία, χωρίς αθλητισμό, έβλεπα να αλλάζει το σώμα μου. Αντιδρούσα περίεργα, αλλά ευτυχώς η σύντροφός μου επέδειξε αξιοζήλευτη υπομονή και εκείνη είναι και ο λόγος που το ξεπέρασα όλο αυτό.
Πριν το καταφέρω, ένιωθα ότι βρισκόμουν διαρκώς μπροστά σε αδιέξοδα. Το 2008 παντρευτήκαμε και ζήσαμε για έναν χρόνο στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στους γονείς της συζύγου μου.
Είχα συνεχείς μεταπτώσεις και θέλησα άμεσα να επιστρέψω στην Ελλάδα. Βρήκα κάποιες δουλειές στην Αθήνα. Ήμουν τυχερός γιατί δεν έμενα εκτός αγοράς εργασίας. Ο σημερινός εαυτός μου θα σας έλεγε ότι εκείνος ο νέος «τα είχε χάσει!».
Από την άλλη, δεν θεώρησα ποτέ ότι θυσίασα κάτι είτε για το μπάσκετ είτε, στην πορεία, για την επαγγελματική καριέρα μου εκτός παρκέ. Δεν ήταν θυσία, αλλά συνειδητή επιλογή, όπως και το να αποχωρήσω και να ασχοληθώ με κάτι άλλο.
Το μπάσκετ σού μαθαίνει τη συνύπαρξη, τη συνεργασία. Σε βοηθά να κοινωνικοποιηθείς, έστω και αν, πλέον, δεν μπορεί να αποτελεί για έναν έφηβο Έλληνα σοβαρό δρόμος επαγγελματικής αποκατάστασης.
Συχνά τα πιτσιρίκια πιέζονται περισσότερο από τους γονείς. Αυτό κάνει τους νέους να καταλήγουν να μην αγαπούν το μπάσκετ. Να το βλέπουν ως αγγαρεία και ως εκπλήρωση προσδοκιών κάποιων άλλων…
Το γήπεδο, όμως, παραμένει ένας χώρος για μαθήματα, για να «φας τα μούτρα σου» και ίσως να αδικηθείς από τους προπονητές. Όμως το παιδί είναι εκείνο που θα το βιώσει και θα μάθει να διαχειρίζεται τις καταστάσεις, με διακριτική την επίβλεψη των γονέων.
Κι εγώ ίσως να μην γούσταρα το μπάσκετ το ίδιο, αλλά λάτρευα τον γενικότερο ανταγωνισμό. Γι’ αυτό και ήταν λίγο πιο εύκολο να αφήσω τη μπάλα και να μπω σε ένα γραφείο.
Αυτό που δεν έχω απαντήσει ακόμη μέσα μου είναι αν ο πρωταθλητισμός σού δημιουργεί ψυχολογικά προβλήματα. Είσαι διαρκώς «στα κόκκινα». Ο κάθε Σπανούλης και ο κάθε Γιαννάκης είναι σχεδόν… ψυχασθενείς! Ο κόουτς Γιαννάκης μού είπε την πρώτη μέρα στον Πανιώνιο ότι «αν χάσεις μία προπόνηση, χρειάζεσαι 40 μέρες για να την καλύψεις». Αυτό είναι τρελό και δεν ισχύει και επιστημονικά. Αυτός ο άνθρωπος, όμως, έτσι το αντιλαμβανόταν και το αντιλαμβάνεται ακόμη. Αυτή είναι η νοοτροπία του, γιατί ακόμη αγαπά να μαθαίνει και να βοηθά τα παιδιά.
Το μπάσκετ, ωστόσο, «ευθύνεται» για ό,τι έχω καταφέρει στη ζωή μου και δεν αντέχω να ακούω και τις κουβέντες περί «αδικίας» και «κυκλωμάτων». Όσο ταλαντούχος ή όχι κι αν είσαι, κανένας δεν θα σου κόψει το μπάσκετ. Δεν μου αρέσουν οι δικαιολογίες. Το ίδιο, στη συνέχεια, θα ισχύει και για τις δουλειές ή την προσωπική ζωή σου.
Ακόμη κι αν πω ότι κάποιες φορές αδικήθηκα, το μπάσκετ δεν μου το έκοψαν. Μόνος μου το έκανα, συνειδητά.
Έκανα άπειρα λάθη στη ζωή και τη σύντομη καριέρα μου. Ο 38χρονος Γιάννης θα είχε παίξει στα 18 του στον Πανιώνιο. Θα είχα πάρει άλλες αποφάσεις και θα είχα προετοιμαστεί να δουλέψω επαγγελματικά. Ήμουν ένα παιδί και δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ. Η στάση μου, πάντως, δεν θέλω να ερμηνεύεται ότι αποτρέπω τα παιδιά από το να ασχοληθούν με τα σπορ. Δεν είναι αυτό το μήνυμα.
Είναι σημαντικό, βεβαίως, να έχεις δημιουργήσει για τον εαυτό σου μία εναλλακτική πορεία. Αυτό θέλησα να κάνω με τις σπουδές μου. Πλέον εργάζομαι στην εταιρία Gartner, τη μεγαλύτερη συμβουλευτική και ερευνητική φίρμα στον τομέα του IT στον κόσμο. Είμαι στο κομμάτι της στρατηγικής συμβολαίων.
Ξεκίνησα επαγγελματικά ως αγοραστής στον κλάδο της τεχνολογίας και αγάπησα τις αγορές και την τεχνολογία. Λάτρεψα την πορεία μου, η οποία άρχισε με φόβο.
Ο φόβος υπάρχει είτε σταματήσεις το μπάσκετ στα 24 είτε στα 35. Ο 35χρονος μπορεί να τρομάζει και περισσότερο. Εγώ ήμουν 24 ετών και μόλις είχα ολοκληρώσει τις σπουδές μου. Ο 35χρονος έχει άλλες υποχρεώσεις και άλλη λογική, παρότι ενδεχομένως να είναι λίγο πιο ώριμος.
Γιατί ο αθλητής μαθαίνει, καλώς ή κακώς, να τον νταντεύουν και λίγο… Μέσα στο γήπεδο παραμένει παιδί και ωριμάζει σε άλλα πράγματα.
Σταματώντας πρόωρα το μπάσκετ, με τρόμαξε το ίδιο το μυαλό μου. Δεν είχα αμφιβολίες για το τι θα κάνω, καθώς διέθετα εφόδια να επιλέξω ό,τι επιθυμώ για τη ζωή και την επαγγελματική αποκατάστασή μου.
Είχα αυτοπεποίθηση και γι’ αυτό άλλαζα με ευκολία δουλειές. Οι σπουδές και το υπόβαθρο των ξένων πανεπιστημίων μού άνοιξαν πόρτες.
Ένας ακούσιος φόβος ήταν αν η δεύτερη καριέρα μού προσφέρει την αναγνωρισιμότητα που φιλοδοξούσα να μου φέρει το μπάσκετ. Είναι ένα περίεργο συναίσθημα. Τώρα το έχω καταφέρει στον κλάδο μου και νιώθω ήρεμος. Δεν το αναφέρω με αλαζονεία, όμως μπορώ να επιλέγω και πόστο και εργασίες, εταιρίες. Είναι ο δικός μου πρωταθλητισμός, με πολλή δουλειά και παραγωγικά 14ωρα σε ένα γραφείο.
Δεν επαναπαύομαι, αλλά αισθάνομαι περήφανος για την πορεία μου. Το είχα ανάγκη αυτό, διότι σκεφτόμουν πολλές φορές ότι παράτησα το μπάσκετ γιατί φοβήθηκα τις δυσκολίες…
Η αλλαγή δεν είναι εύκολη και ο αθλητής πρέπει να προετοιμάζεται συνειδητά για τη μετάβαση. Στην Ελλάδα τα πράγματα δεν είναι άκρως επαγγελματικά.
Υπάρχουν προσιτές επιλογές, όπως πλέον και η Αμερική, και εκτός γηπέδου. Πολλές φορές αυτό δεν είναι αυτονόητο και είναι καλό τα νέα παιδιά να ενημερώνονται σχετικά.
Εδώ και καιρό κάνω mentorship στους παίκτες του πανεπιστήμιου του Νιου Χάμσιρ.
Μερικά λόγια μπορεί να ακούγονται σκληρά, όμως είναι πιο σκληρό να κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Είναι και πιο εύκολο… Όσο εύκολο είναι, αν παραμείνεις συνειδητοποιημένος, να ορίζεις την τύχη σου και να επιλέγεις εσύ τον δικό σου δρόμο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Γιώργος Παυλίδης: «Δύο καριέρες, μία ζωή» / Μπατούλι Καμαρά: «Οι ευκαιρίες αλλάζουν τον κόσμο»
Κώστας Χαρίσης: «Η άλλη ζωή» / «Εμπειρία Ζωής»
Ζήσης Σαρικόπουλος: «Αφοσίωση» / Ελεάννα Χριστινάκη: «Στρατιωτική Βάση για την Επιτυχία»
Ανδρέας Γλυνιαδάκης: «Κυνήγησε το όνειρό σου» / «Όταν σβήνουν τα φώτα» / «Πώς χρεοκοπούν οι αθλητές»
Εβίνα Μάλτση: «Γιατί Πρέπει Να Τελειώνει;» / Ευθύμης Ρεντζιάς: «Να έκλεβα λίγο χρόνο»
Τάκης Καρατζουλίδης: «Εναλλακτικές προτάσεις σπουδών μέσω του αθλητισμού»
Νίκος Κεραμέας: «Γονείς, μη βιάζεστε» / Αντώνης Ασημακόπουλος: «Κάντε ησυχία, παίζω μπάσκετ»
Ο Ζάζα Πατσούλια κατάλαβε ότι το ΝΒΑ είναι «μπίζνες», πριν γίνει επιχειρηματίας
Η Ντάρια Αμπράμοβιτς είναι το καθαρό βλέμμα των αθλητών στο… κενό
ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΛΕΓΙΑΚΟ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ / ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΡΙΕΡΑ
ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ / ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ