Το έναυσμα για να ασχοληθώ με το ποδόσφαιρο το πήρα από τον αδερφό μου, ο οποίος είναι δυο χρόνια μεγαλύτερος και έπαιζε στις ακαδημίες του Άρη.
Εγώ ήμουν στην τυχερή γενιά που μπορούσαμε ακόμη να παίζουμε μπάλα στο σχολείο ή τις αλάνες.
Εκεί με είδαν και με έπεισαν στα 10 μου να γραφτώ και εγώ.
Τότε οι ακαδημίες του Άρη κάναμε προπόνηση στη Νέα Ελβετία, στο περίφημο εκείνο ξερό γήπεδο.
Πέρασα από όλα τα τμήματα (παιδικό, προπαιδικό, εφηβικό, ερασιτέχνες) και στο τέλος βρέθηκα και στην πρώτη ομάδα.
Οι άνθρωποι που έβαλαν στο μυαλό μου την προοπτική ότι μπορούσα από ερασιτέχνης να γίνω επαγγελματίας ήταν οι κύριοι Μιχαλήτσος και Σεμερτζίδης, τους οποίους και θα ευγνωμονώ πάντα, γιατί μου άλλαξαν τον τρόπο σκέψης.
Ήταν πάντα το όνειρό μου να αγωνιστώ στην πρώτη ομάδα, αλλά αυτοί οι δυο άνθρωποι με πίεσαν και με παρότρυναν να προσπαθήσω περισσότερο ώστε να μην αφήσω τίποτα στην τύχη.
Αν και μόνιμα Πρωταθλητής με τους μικρούς του Άρη και τους ερασιτέχνες, ήταν δύσκολο να γίνουμε επαγγελματίες.
Πάντα στον Άρη δίνουν πιο εύκολα χρόνο στους παίκτες που έρχονται από έξω και καμία πίστωση στους γηγενείς.
Από το 1996 έκανα προπονήσεις με τους επαγγελματίες, αλλά το ντεμπούτο μου το έκανα στη Β’ Εθνική σε εκείνο το παιχνίδι με τους Λύκους στο Καλοχώρι.
Η ποδοσφαιρική ενηλικίωσή μου έγινε σε μια δύσκολη χρονιά, σε μια ομάδα με πολλά νέα παιδιά όπως εγώ και αρκετή αβεβαιότητα σε όλους τους τομείς.
Και ξαφνικά την επόμενη χρονιά εμφανίστηκε ο Δημήτρης Κοντομηνάς και ακόμα και εγώ, από τους πιο χαμηλόμισθους λόγω ηλικίας, μόνο από τα πριμ έπαιρνα υπέρογκα ποσά.
Το πιο σημαντικό από όλα όμως ήταν η αίσθηση ασφάλειας που νιώθαμε, ξέραμε ότι θα πάρουμε τα χρήματά μας και το μόνο που σκεφτόμασταν ήταν το ποδόσφαιρο.
Στην καριέρα μου αυτό το έζησα μόνο επί Κοντομηνά στον Άρη και τα τρία πρώτα χρόνια του Πηλαδάκη στη Λάρισα.
Με τον Κοντομηνά βγήκαμε κατευθείαν στην Ευρώπη και η ομάδα εκείνη έχω την αίσθηση ότι θα μπορούσε να γίνει μεγάλη.
Δεν ξέρω τον λόγο που έφυγε, αλλά ήταν λάθος.
Τα λεφτά που έδινε για τον Άρη εκείνη την εποχή ήταν λίγα για εκείνον και δεν θα τον ενδιέφερε αν συνέχιζε να τα δίνει.
Και από τον Κοντομηνά πήγαμε στον Ζαχουδάνη, σε κάτι Άραβες που κορόιδευαν τον Άρη.
Εμφανίζονταν ως σωτήρες και έτρωγαν μπουγάτσες και γύρους, τα οποία δεν ξέρω αν είχαν να τα πληρώσουν κιόλας.
Δύσκολα χρόνια. αν δεν ήταν το ελληνικό στοιχείο, δεν ξέρω αν θα επιβίωνε η ομάδα.
Θυμάμαι ότι παίρναμε εμείς τηλέφωνο άλλους Έλληνες ποδοσφαιριστές να τους πείσουμε να έρθουν να βοηθήσουν.
Ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες καταφέραμε να πάμε σε έναν Τελικό, να βγάλουμε την ομάδα στην Ευρώπη.
Δεν παίρναμε λεφτά, αλλά είχαμε την τρέλα- τουλάχιστον εγώ- ότι παίζαμε για τον Άρη.
Ήμασταν γέννημα θρέμμα και τα ξεχνούσαμε όλα κάθε Κυριακή.
Ο Γιώργος Φοιρός, για παράδειγμα, ο πρώτος που με έβαλε να παίξω, γυρνούσε πάντα για να βοηθήσει.
Οι μεγάλοι προπονητές που ήρθαν (πχ ο Μισέλ) έφευγαν στα δύσκολα και γυρνούσε πάντα ο Φοιρός.
Όσον αφορά στα χρήματα από το άρθρο 44 που έχει επανέλθει στην επικαιρότητα, να διευκρινίσω απλώς ότι δεν αφορούν στον Άρη, αλλά είναι θέμα της Πολιτείας.
Νομίζω ότι εύκολα οι τότε διοικούντες θα μπορούσαν να καταβάλουν τα χρήματα που μας χρωστούσαν, γιατί δεν ήταν πολλά.
Κάποιες άλλες ομάδες το χειρίστηκαν διαφορετικά.
Θα έπρεπε να σκεφτούν ότι κάποια παιδιά έπαιξαν δύο-τρία χρόνια στην ομάδα χωρίς λεφτά και να τους αποζημιώσουν έστω ηθικά.
Λειτούργησαν όμως με βάση το συμφέρον τους.
Εμείς μείναμε και παίζαμε, γιατί “νιώθαμε” από Άρη, αλλά ήρθαν αυτοί και μας πέταξαν, σαν να μην υπήρχαμε.
Εκείνη τη χρονιά ξεκινήσαμε 11 άτομα και στο τέλος της σεζόν παίξαμε Τελικό Κυπέλλου.
Έφυγα και εγώ, όπως και τόσοι άλλοι, με το απωθημένο ενός τίτλου…
Πήγα στον Πανιώνιο και κατάφερα να παίξω στην Ευρώπη, με προπονητή τον Μπουμπένκο που εισήγαγε τότε την άμυνα ζώνης.
Ο Πανιώνιος είναι μια ιστορική ομάδα, με κόσμο και νοοτροπία νικητή.
Βίωσα μια όμορφη χρονιά στην Αθήνα, αλλά, όταν προσπάθησαν να μου αλλάξουν το συμβόλαιο, αποφάσισα να φύγω.
Μετά τον Πανιώνιο έκανα ίσως το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας μου. πίστεψα έναν προπονητή που με παρακαλούσε όλο το καλοκαίρι να πάω στην Κέρκυρα και μετά έβλεπε φαντάσματα.
Στο νησί μπορεί να πέρασα ωραία, αλλά όχι και στο ποδοσφαιρικό κομμάτι.
Να φανταστείτε πήρα άδεια από τον προπονητή και έφυγα από τον Νοέμβριο, αφού δεν με υπολόγιζε, χωρίς να έχω κάποια ομάδα.
Μετά από έναν μήνα ο Πρόεδρος, ο κύριος Καλογιάννης, μου ζήτησε να επιστρέψω, αλλά εγώ ήμουν απόλυτος ότι ήθελα να λύσω το συμβόλαιο.
Δυστυχώς δικαιώθηκα σε όσα του είπα για την ομάδα, ότι δεν θα σωθεί και ότι ο ίδιος θα χάσει τα χρήματά του.
Όλα όμως γίνονται για κάποιον λόγο, αφού μετά την Κέρκυρα βρέθηκε στον δρόμο μου η Λάρισα, η οποία αποτέλεσε ένα πολύ σημαντικό σταθμό στην καριέρα μου.
Πίστεψα στο πλάνο του κυρίου Πηλαδάκη και του Δώνη, τότε προπονητή της ομάδας, και έμεινα τελικά οκτώμισι χρόνια.
Όταν πήγα τον Γενάρη του 2004, η ομάδα ήταν 13η στη Β’ Εθνική και ανεβήκαμε πρώτοι. Τρέλα!
Ήταν 18.000 μέσα στο Αλκαζάρ.
Με σταματούσαν οι παππούδες στον δρόμο απλώς για να μου πουν τι χαρά τους δώσαμε, καθώς η ΑΕΛ είχε πολλά χρόνια που απουσίαζε από τη μεγάλη κατηγορία.
Η Λάρισα έγινε το δεύτερο σπίτι μου, με υποδέχθηκαν με πολύ αγάπη και ακόμη και σήμερα διατηρώ επαφή με κόσμο και διοικούντες.
Είναι μια πολύ ποδοσφαιρική πόλη. Είναι μια ξεχωριστή ομάδα. Εκεί είσαι Λάρισα και τίποτα άλλο. Οι οπαδοί της πιστεύουν ότι υποστηρίζουν τη μεγαλύτερη ομάδα στον κόσμο.
Νιώθω ευγνωμοσύνη που κατάφερα και έπαιξα εκεί, πήρα έναν τίτλο και κάθε χρόνο έβλεπα την ομάδα να προοδεύει και να αγωνίζεται μέχρι και στους ομίλους ευρωπαϊκής διοργάνωσης.
Για μένα που ήμουν σε μια ώριμη ποδοσφαιρική ηλικία ήταν τα πιο παραγωγικά χρόνια, με έναν καταπληκτικό προπονητή που έχτιζε πάνω στην ομάδα και σε ένα συγκεκριμένο πλάνο, στο οποίο αφομοιώνονταν όσοι ποδοσφαιριστές έρχονταν.
Ο Δώνης είναι ένας προπονητής δίκαιος που παίρνει το 100% από τον ποδοσφαιριστή.
Ρισκάρει πολύ μέσα στον αγώνα και δεν δίσταζε, όταν βρισκόμασταν πίσω στο σκορ μέσα στο Αλκαζάρ, να αλλάζει τον σχηματισμό, γιατί πίστευε στη νίκη.
Αυτός μου άλλαξε την νοοτροπία ότι πρέπει να τα κερδίζουμε όλα, ανεξάρτητα με ποιον παίζαμε.
Πήγαμε παίξαμε, για παράδειγμα, στην Έβερτον, μπορεί να χάσαμε, αλλά εμείς κατεβήκαμε για να κερδίσουμε.
Σου μετέδιδε αυτό που πίστευε.
Έπεσα βέβαια και σε μια καλή φουρνιά Ελλήνων, όπως ο Βενετίδης, ο Φωτάκης, ο Νταμπίζας.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πτωτική πορεία της Λάρισας ξεκίνησε, όταν έφυγε ο Δώνης και άλλαξε η δομή.
Άρχισαν να αλλάζουν κάθε χρόνο πολλούς ποδοσφαιριστές, προπονητές, δεν υπήρχε χημεία και το 2012 ήρθε ο υποβιβασμός.
Έμεινα και τη χρονιά της Β’ Εθνικής, ήθελα να βοηθήσω, επειδή μου είχε δώσει τόσα πολλά αυτή η ομάδα, αλλά, όταν δεν υπάρχει πλάνο, δεν μπορείς να τα καταφέρεις.
Πήγα δυο χρόνια στον Ολυμπιακό Βόλου, στη Β’ Εθνική.
Κάναμε και τις δυο χρονιές πρωταθλητισμό, τη μια χάσαμε την άνοδο στα μπαράζ από την Ξάνθη και την άλλη λόγω της αλλαγής συστήματος ανόδου.
Μετά τον Βόλο έκανα το χατίρι της συγχωρεμένης της μητέρας μου που ήταν Πόντια και πήγα στον Απόλλωνα Καλαμαριάς.
Εκεί, ενώ είχαμε καλούς παίκτες, δεν υπήρχαν χρήματα, το γηπεδικό ήταν μεγάλο πρόβλημα και θυμάμαι ότι αλλάξαμε πέντε προπονητές.
Είχα φτάσει στα 36 πια, ήταν η τελευταία μου σεζόν και το ποδόσφαιρο είχε αρχίσει να αλλάζει.
Στη δεύτερη κατηγορία δεν σέβονται τον ποδοσφαιριστή και εμένα που είχα ζήσει χρόνια με αίγλη δεν μου άρεσε.
Δεν μπορώ να δεχθώ ότι ένας νέος ποδοσφαιριστής με όνειρα πάει να προπονηθεί και δεν έχει γήπεδο να το κάνει. Του καταστρέφεις το όνειρο.
Είχα ήδη αρχίσει το επόμενο επαγγελματικό μου βήμα στον χώρο της εστίασης και είπα μέσα μου «Παναγιώτη, μην τυραννιέσαι άλλο».
Είμαι από τους ανθρώπους που πάντα επιζητούν το κάτι παραπάνω, να πετύχουν περισσότερα.
Πολλές φορές ήμουν στο τσακ να κάνω κάτι διαφορετικό.
Επί Κοντομηνά, θυμάμαι, για παράδειγμα, μετά την πρώτη χρονιά που πήγα καλά, είχαμε πάει στα Κανάρια Νησιά για φιλικά με Λας Πάλμας, Μούρθια, Βαγιαδολίδ.
Εγώ ήμουν στα ντουζένια μου, έπαιζα στην ομάδα που γούσταρα, στην πόλη μου, είχα χρήματα.
Παίζουμε με τη Λας Πάλμας (το ματς έληξε 4-4) σε μια αρένα ταυρομαχιών που την είχαν μετατρέψει σε γήπεδο.
Το ίδιο βράδυ ήρθαν οι άνθρωποι της Λας Πάλμας και με ζήτησαν, προσφέροντάς μου ένα τρελό ποσό σε εκατομμύρια για τα δεδομένα της εποχής. Θα έσωζα την οικογένειά μου. Αντέδρασε ο κόσμος και κάπως έτσι έμεινα στην ομάδα. Ίσως δεν το χειρίστηκα καλά και εγώ τότε, θα έμπαινα σε άλλα καλούπια, θα άλλαζε λογικά ολόκληρη η καριέρα μου.
Στο ποδόσφαιρο έκανα πολλούς και αδελφικούς φίλους.
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε πολλά παιδιά μαζί στον Άρη και την ΑΕΛ μάς έφεραν κοντά.
Οι φίλοι μου είναι από τότε, με κάποιους μάλιστα γίναμε κουμπάροι ή συνέταιροι σε δουλειές.
Μου λείπει ο χώρος του ποδοσφαίρου, ειδικά την πρώτη χρονιά που σταμάτησα. Η αίσθηση του χορταριού είναι μαγεία, το ότι σε βλέπουν εκατομμύρια.
Έχω αποκτήσει κάποια διπλώματα προπονητικής, αλλά δεν θα μπορούσα να γίνω προπονητής στις μικρές ηλικίες.
Είναι ωραίο να βλέπεις ανθρώπους που έχουν γράψει ιστορία στις ομάδες τους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, όταν αποφασίζουν να σταματήσουν το ποδόσφαιρο.
Θα ήθελα να το βλέπω να συμβαίνει και στον Άρη αυτό, όχι φυσικά χαριστικά, δεν μπορεί από μια τόσο μεγάλη δεξαμενή να μην υπάρχουν δυο-τρεις που να μπορούν να προσφέρουν.
Ο Παναγιώτης Κατσιαρός είναι πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξης Σαββόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιώργος Κολτσίδας: Έτσι έπρεπε να ήμουν
Φάνης Κατεργιαννάκης: Έμαθα να λέω «μη φοβάσαι»
Αλέξανδρος Τζιόλης: 6 / Στέφανος Κοτσόλης: Η μέρα που καθόρισε τη ζωή μου
Στέλιος Βενετίδης: Όταν νιώσαμε ότι μπορούμε να ανατρέψουμε το κατεστημένο