Η μητέρα μου και ο πατέρας μου κατάγονταν από τον Πόντο, από την Κερασούντα, και είχαν έρθει στις Σέρρες με τους διωγμούς.
Εγώ, η αδερφή μου και ο αδελφός μου γεννηθήκαμε εδώ.
Ο πατέρας μου ήταν στα ρέματα, τετραγώνιζε πέτρες και τις έδενε, τεχνίτης ήταν με ένα σφυρί και δούλευε στα νερά των ποταμών, ήμασταν πάμφτωχη οικογένεια.
Η μαμά δούλευε στα χωράφια, θέριζε, τσάπιζε βαμπάκια κτλ.
Εμείς πηγαίναμε σχολείο, αλλά βοηθούσα κι εγώ τη μαμά. μάλιστα, σε ηλικία 12 ετών δούλευα σε οπωροπωλείο, έκανα θελήματα, καβαλούσα ένα ποδήλατο και πήγαινα τις παραγγελίες, τα φρούτα, στα σπίτια των πελατών.
Μόλις τελείωνα από το σχολείο τα μαθήματα, πετούσα την τσάντα και πήγαινα στην αλάνα, μέχρι το βράδυ που γυρνούσε η μητέρα μου από τη δουλειά.
Τότε δεν υπήρχε τηλεόραση, στις γειτονιές παίζαμε τα μικρά παιδιά ποδόσφαιρο και μ’ άρεσε κι εμένα να παίζω τερματοφύλακας.
Δεν είχαμε μπάλες εκείνη την εποχή, έπαιρνα εφημερίδες παλιές, τις τύλιγα με έναν σπάγκο και έφτιαχνα κάτι σαν μπάλα, έβαζα τα γειτονάκια μου μπροστά σε δύο πέτρες σε μια αλάνα, μου πετούσαν δεξιά και αριστερά την μπάλα και εγώ την επέστρεφα.
Ήταν θέλημα Θεού να επιλέξω από τόσο μικρός τη θέση του τερματοφύλακα, είχα ταλέντο και μόνο αυτή η θέση μου άρεσε, τίποτα άλλο.
Κανονική μπάλα στα πόδια μου είδα σε ένα γήπεδο του Πανσερραϊκού, όταν ήμουν 14 χρόνων, μέχρι τότε παίζαμε η κάτω γειτονιά με την απάνω γειτονιά.
Τα παπούτσια τα τρυπούσα και έτρωγα ξύλο από τους γονείς μου, οι οποίοι μου έλεγαν «σου πήραμε πάνινα παπούτσια για καλά και εσύ πας και παίζεις μπάλα».
Έλεγα «ρε μάνα, άσε με να παίζω, μια μέρα θα σε κάνω περήφανη», δεν ήξερε από ποδόσφαιρα και τέτοια.
«Τι περήφανη θα με κάνεις; Δεν βλέπεις; Εδώ δεν έχουμε να φάμε κι εσύ χαλάς τα παπούτσια», αλλά εγώ εκεί.
Μετά που πήγα στο οπωροπωλείο και δούλεψα, λέω στ’ αφεντικό «επειδή βλέπω ότι ξεφορτώνεις καρπούζια απ’ τα φορτηγά, δεν με βάζεις και εμένα να ξεφορτώνω, να μου δίνεις ένα χαρτζιλικάκι;».
«Καλά, πώς θα σου πετάω από ψηλά καρπούζια; Δεν μπορείς, μικρός είσαι, θα σου σπάνε», μου είπε και του απαντάω «έλα να δοκιμάσουμε».
Κι έτσι λοιπόν αυτός τα πετούσε, εγώ τα έπιανα και απορούσε τι γινόταν. Και αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, γιατί έκανα χέρια-τανάλιες. Το καρπούζι ήταν πέντε-έξι κιλά και η μπάλα τετρακόσια γραμμάρια. Γι’ αυτό λέω ότι με τα καρπούζια έγινα τερματοφύλακας, όχι με τη μπάλα.
Για καλή μου τύχη τότε, το 1965 που είχε ιδρυθεί ο Πανσερραϊκός, ένας παίκτης της ομάδας είχε τραυματιστεί, έκανε μόνος του προπόνηση στο γήπεδο και φωνάζει «ρε, έναν τερματοφύλακα, ποιος θα έρθει;».
Απαντάω «θείο, θείο, θείο, εγώ θα ‘ρθω», μου λέει «έλα ρε, εσύ είσαι κοντός, δεν κάνεις» και του απαντάω ξανά «βάλε με κάτω από την εστία και θα δεις».
Το κάνει και το αποτέλεσμα ήταν ότι, σε όσα ήταν στο ύψος μου και λίγο πιο ψηλά, η μπάλα δεν έμπαινε με τίποτα μέσα.
Ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που αμέσως πήρανε τηλέφωνο έναν φωτογράφο, με βγάλανε φωτογραφία και κάναμε δελτίο στην ομάδα.
Αυτός ήταν ο Φραγκόπουλος, αρχηγός του Πανσερραϊκού, με τον οποίον μετέπειτα και για πέντε χρόνια έπαιξα μαζί παρέα. 17 ετών έπαιξα στην πρώτη ομάδα του Πανσερραϊκού.
Το ποδόσφαιρο παλιά δεν ήταν όπως είναι τώρα. Όταν, σαν νέο παιδί κι εγώ, κυνηγούσα κοπέλες, όλοι οι γονείς έλεγαν «οι ποδοσφαιριστές είναι αλήτες, μην κάνετε σχέσεις μαζί τους», δεν μας συμπαθούσαν τότε, το ποδόσφαιρο ήταν πάρα πολύ πίσω, μετά έγινε αυτό που έγινε.
Το ύψος μου 1.82, αρκετό ήταν για την εποχή εκείνη, αλλά είχα πολύ εκτόπισμα και ήταν σαν να ήμουν 1.96.
Είχα επίσης πολύ αλτικότητα και φοβερή έξοδο. όταν έβγαινα έξω από τα δοκάρια ή στο τετ α τετ, ο παίκτης φοβόταν και αυτό έχει μείνει στην ιστορία.
Ο μακαρίτης ο Γιώργος Γεωργίου είχε πει «ο Κελεσίδης στην έξοδό του θυμίζει ακυβέρνητη νταλίκα που, όταν σπάνε τα φρένα, παρασέρνει όποιον βρει μπροστά του».
Και όποιον ποδοσφαιριστή ρωτήσει κανείς θα πει αμέσως για εμένα «έξοδος».
Θυμάμαι ένα παιχνίδι ανάμεσα στον Πανσερραϊκό και την Καβάλα, στο οποίο παιζόταν ποιος θα μείνει στην Α’ Εθνική.
Έπαιξα εκείνη την ημέρα πάρα πολύ καλά, απέκρουσα πέναλτι, κερδίσαμε 2-0 μέσα στις Σέρρες, στην Καβάλα ήρθαμε 0-0 και έγραφαν για εμένα οι εφημερίδες «ήρωας ο ταλαντούχος Κελεσίδης»
Κάπως έτσι πήρα τη μεταγραφή στον Ολυμπιακό, η οποία ήταν δύσκολη, γιατί εγώ λόγω Βορείου Ελλάδος λογικά θα πήγαινα στον ΠΑΟΚ, εκείνος είχε τον πρώτο λόγο.
Με είχανε λοιπόν οι ΠΑΟΚτσήδες έτοιμο να με πάρουν, αλλά κατόπιν διαταγής του Γενικού Γραμματέα Αθλητισμού, Κωνσταντίνου Ασλανίδη, πήγα στον Ολυμπιακό, ο οποίος είχε πρόβλημα γκολκίπερ.
Είχε τον Πολέτι, έναν ξένο, για τον οποίον, ενώ ήταν ένας από τους καλύτερους γκολκίπερ στον κόσμο, εδώ διαπιστώθηκε ότι το ένα του πόδι ήταν πιο κοντό και είχε πρόβλημα.
Το εντόπισε ο Πετρόπουλος, λέει «θέλω τον Κελεσίδη» και έτσι με άρπαξαν μέσα από τα χέρια του ΠΑΟΚ.
Εγώ τότε προτιμούσα τον ΠΑΟΚ, γιατί όλοι οι παίκτες στην Βόρεια Ελλάδα ήμασταν ΠΑΟΚτσήδες, αλλά, όταν ήρθα και υπηρέτησα τον Ολυμπιακό, έσβησαν όλα τα άλλα, δεν τον αλλάζω με τίποτα.
Όταν πήγα στην ομάδα, θαύμαζα τον Γιώργο Σιδέρη, τον Γιώργο Κούδα, τον Μίμη Δομάζο, όλους εκείνους τους οποίους έπαιζα στα “χαρτάκια” που λέμε. πού να φανταζόμουν ότι εγώ μια μέρα με αυτούς θα ήμουν συμπαίκτης στην Εθνική και αντίπαλος μες στον αγωνιστικό χώρο.
Θυμάμαι, όταν πρωτοεμφανίστηκα στην προπόνηση, μου είπαν οι συμπαίκτες μου «καλώς το βλαχάκι που ήρθε από την επαρχία». εκείνη την εποχή τους παίκτες από την επαρχία που πήγαιναν σε μεγάλες ομάδες τους έβλεπαν με διαφορετικό μάτι.
Μου έλεγαν «ήρθες στον Ολυμπιακό να παίξεις; Πώς να παίξεις έτσι; Ξέρεις πού ήρθες;» κι εγώ τους απαντούσα «εγώ πού ήρθα; Θα δείτε».
Την πρώτη χρονιά ξεκίνησα με δύο μεγάλα παιχνίδια, με την Κάλιαρι στην Ιταλία και με την Τότεναμ μέσα στο Λονδίνο, όπου και απέκρουσα δύο πέναλτι του καλύτερου παίκτη και αρχηγού της Εθνικής Αγγλίας, του Πίτερς.
Την πρώτη φορά τον “ψώνισα”, έπεσε δεξιά και έπιασα την μπάλα, δείχνει επανάληψη ο διαιτητής, λέγοντας πως κουνήθηκα, εγώ σκέφτηκα ότι αποκλείεται να το στείλει απ΄ την ίδια γωνία και θα το στείλει από την άλλη, οπότε το βρήκα ψηλά εκεί στο γάμα, την απέκρουσα και μετά ο Πίτερς με χάιδεψε.
Το παιχνίδι όμως που έμεινε στην ιστορία ήταν αυτό κόντρα στον Παναθηναϊκό στη Λεωφόρο, το 0-1, στο οποίο ήμουν ήρωας!
Μάλιστα, ο Αντώνης Αντωνιάδης, φίλος μου, όπως και ο Μίμης Δομάζος, σε μια τελευταία απόκρουση που έκανα λέει του Μίμη «πάμε να φύγουμε, ρε, σήμερα δεν μπαίνει γκολ με τίποτα».
Εκεί με αποκάλεσε και ο Διακογιάννης «Γκόρντον Μπανκς της Ελλάδας». μαζί με τον Γιασίν ήταν οι καλύτεροι τερματοφύλακες στον κόσμο.
Τελειώνοντας το παιχνίδι, πάω σπίτι στο Παλιό Φάληρο να κοιμηθώ, απ’ την κούραση δεν προλαβαίνω καν να δω τις αθλητικές ειδήσεις, ξυπνάω το πρωί, πάω στο περίπτερο από κάτω να πάρω μια εφημερίδα να δω τι γίνεται και βλέπω πρώτη σελίδα «Παναθηναϊκός-Κελεσίδης 0-1», τρελάθηκα!
Και είναι ένας δίπλα μου που λέει «βρε φίλε, αυτό το κωλόπαιδο πού το βρήκανε και το φέρανε εδώ; Έπιανε τα άπιαστα, στο σουτ του Αντωνιάδη έσπασα την τηλεόραση». Δεν με ήξερε ακόμη ο κόσμος και γυρίζω και του λέω «κοίτα με, ρε», με κοιτάει, του ξαναλέω «κοίτα και εκεί» και επί πέντε λεπτά πήγαινε δεξιά-αριστερά το κεφάλι κι έλεγε «δεν είναι δυνατόν», γυρίζει, με αγκαλιάζει και από τότε γίναμε φίλοι!
Συγκινήθηκα πολύ και σκέφτηκα τι κάνει το ποδόσφαιρο! Ενώνει, δεν χωρίζει!
Στον Πανσερραϊκό εκτίμησα πολύ τον Αντώνη Γεωργιάδη, ο οποίος με προπονούσε, όταν ήμουν στα τσικό. Μάλιστα, όταν είχε φύγει, είπε «φεύγω και αυτόν τον μικρό να τον προσέξετε, μια μέρα θα μιλάει η Ελλάδα για αυτόν», είχε μάτι και έβλεπε μπροστά.
Στον Ολυμπιακό εκτίμησα τον Πετρόπουλο, με τον οποίον πήραμε τρία Νταμπλ, ενώ πολύ καλοί προπονητές ήταν και ο Τόζα Βεσελίνοβιτς και ο Βίκτορ Μπάκιγχαμ, ο οποίος είχε έρθει από τον Εθνικό και είχε βγάλει τον Κρόιφ ως προπονητής της Μπαρτσελόνα.
Οι γονείς μου με πρόλαβαν στα ντουζένια μου και κράτησα τον λόγο μου όσον αφορά στην υπόσχεση που τους είχα τάξει, όταν έφυγα και μου έδωσαν την ευχή τους, ότι θα τους κάνω υπερήφανους μια μέρα!
Ο πατέρας μου ήταν μεγάλος σε ηλικία και δεν έμπαινε μες στο γήπεδο, γιατί φοβόταν μην χτυπήσω, έκανε βόλτες απ’ έξω και, μόλις τέλειωνε το παιχνίδι, με αγκάλιαζε και με φίλαγε.
Ζούσαν στις Σέρρες και δεν ήθελαν να έρθουν στην Αθήνα, γιατί ένιωθαν φιλοξενούμενοι και βαριόντουσαν, έλεγαν «όχι, πάμε πίσω στο σπίτι» .
Ένιωθαν πολύ υπερήφανοι για μένα οι δικοί μου, μια μέρα μάλιστα ο πατέρας μου πήγαινε στη γειτονιά του με το αστικό λεωφορείο, είχε το «Φως» στη μασχάλη του από κάτω και ήταν όρθιος, δεν είχε κάθισμα να καθίσει, του λένε «ρε παππού, στην ηλικία αυτή το “Φως” διαβάζεις;», τους λέει «ξέρετε ποιος είναι ο γιος μου; Είναι ο Κελεσίδης!» και για πότε σηκώθηκαν δέκα άτομα να του δώσουν τη θέση τους!
Όταν ήταν ο Γουλανδρής Πρόεδρος, παίρναμε λεφτά, αλλά εμένα λόγω καταγωγής από την επαρχία με τύλιξαν και μου τα φάγανε κάτι λαμόγια που ήταν δίπλα μου. βοηθούσα πολύ κόσμο, γιατί ξεκίνησα πολύ φτωχός!
Στα 29 μου, τότε που έβγαζα οχταετία στον Ολυμπιακό, θα έπαιρνα πολλά χρήματα, αλλά είχα την ατυχία να τραυματιστώ. σε ημιτελικό Κυπέλλου κόντρα στον Πανιώνιο μέσα στο Καραϊσκάκης, ματς στο οποίο κερδίσαμε 3-2, επάνω σε μια έξοδο που έκανα χτύπησα και βγήκα αλλαγή, πολύ καλύτερα να το έσπαγα το πόδι, διαλύθηκαν όλοι οι χιαστοί κι εκείνη την εποχή χιαστός σήμαινε τέρμα το ποδόσφαιρο.
Πολλές φορές βλέπω τον Αναστόπουλο (Ολυμπιακός, ακόμα και τότε που ήταν στον Πανιώνιο) και του λέω «ρε φίλε, τι ήθελες να κάνεις εκείνη τη σέντρα περίπου στο πέναλτι και εγώ βγήκα και απέκρουσα;» και μου απαντάει «Έλα ντε».
Ο Νταϊφάς με έδιωξε και τον είχα αποκαλέσει «νεκροθάφτη της καριέρας μου».
«Είχα χτυπήσει μες στο γήπεδο, δεν είχα χτυπήσει στα μπουζούκια, Πρόεδρε. Κάνε με καλά και, άμα δεν με θέλεις, να φύγω», του είπα.
Ούτε καλά με έκανε ούτε την οχταετία μού έδωσε, «Φύγε από τον Ολυμπιακό», μου λέει.
Την ημέρα που έφυγα πήγα στα αποδυτήρια και τους είπα «εύχομαι να μη βρεθεί κανένας στη θέση μου, μας στύψανε σαν το λεμόνι και μας πετάξανε».
Επί Νταϊφά δεν πήγαινα ούτε γήπεδο.
Μόλις ήρθε ο Κόκκαλης, με αγκάλιασε και, επειδή δεν μπορούσα να δουλέψω λόγω κομμένου χιαστού, με βοήθησε να βγάλω ένα χαρτζιλίκι, κάνοντας τον προπονητή τερματοφυλάκων στα μικρά παιδάκια.
Αργότερα, ήρθε ευτυχώς και ο μεγάλος Πρόεδρος, Βαγγέλης Μαρινάκης, ο οποίος με έχει βοηθήσει πάρα πολύ σε όλες τις καταστάσεις.
Τα πολλά λεφτά δεν με συγκίνησαν ποτέ, μόνο να ζω μια καλή ζωή και τίποτ’ άλλο.
Δυστυχώς “φύγανε” και τρεις αγαπημένοι μου φίλοι, δύο απ’ το ποδόσφαιρο, ο Τάκης Συνετόπουλος και ο Λάκης Γκλέζος, και ο τραγουδιστής Δημήτρης Μητροπάνος. Ήταν οι κολλητοί μου.
Τρομερή σχέση έχω όμως και με τον Ανδρέα Μπονόβα, είναι “αδερφός”. όταν έπαιζε, εγώ τον ήξερα και τον παρακολουθούσα, δεν έχουμε παίξει μαζί, γνωριστήκαμε στους παλαίμαχους και γίναμε κολλητοί.
Ως προς την εξωτερική μου εμφάνιση, είχα πάντα μακριά τα μαλλιά μου, νόμιζα ότι μου πήγαιναν και ήταν και το γούρι μου!
Να σημειωθεί ότι τότε ο Γενικός Γραμματέας, Ασλανίδης, δεν άφηνε τους ποδοσφαιριστές να έχουν μαλλιά, αλλά, επειδή με είχε φέρει αυτός στον Ολυμπιακό, έλεγε «ο Κελεσίδης να τα διατηρήσει έτσι τα μαλλιά του».
Ένιωθα σαν τον Γολιάθ με τα μαλλιά μου, ότι έχω δύναμη, ένα περίεργο πράγμα, ακόμη και τώρα τα έχω μακριά.
Για τους φιλάθλους του Ολυμπιακού ήμουν και είμαι ακόμη «το Λιοντάρι του Θρύλου». Η σχέση μας ήταν τρομερή, αφενός γιατί έβλεπαν ότι τα δίνω όλα μες στον αγωνιστικό χώρο, αψηφώντας και τον κίνδυνο να τραυματιστώ, αφετέρου επειδή είχα και λίγη τρέλα πάνω μου ως γκολκίπερ, πράγμα που τους άρεσε πάρα πολύ.
Και τώρα εισπράττω πολύ αγάπη και συγκίνηση και πικράθηκα αρκετά που έφυγα στα 29 μου από το ποδόσφαιρο. όταν πήγαινα στο γήπεδο να παρακολουθήσω έναν αγώνα και άκουγα τα λόγια των φιλάθλων, «α ρε Κελεσίδη, να ‘σουν εδώ», έπεφτα πολύ, εδώ ο Νικοπολίδης έκανε καριέρα στα 35 του, δεν θα κάναμε εμείς μέχρι τα 37; Αλλά…
Στην Προοδευτική με είχε πάει ο παλιός τερματοφύλακας του Ολυμπιακού, ο Αντώνης Τζανετουλάκος, ήμουν σε πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση, μου προτείνει «έλα να πάρεις 300.000», του λέω «δεν μπορώ καθόλου», μου ξαναλέει «έλα, θα παίζεις με ένα πόδι» και κάπως έτσι, με τα λίγα και με τα πολλά, με έπεισε και πήγα.
Εκεί έπαιξα κάτι παραπάνω από έξι μήνες, γιατί έφυγε ο Αντώνης από την τεχνική ηγεσία και μετά δεν μας πλήρωναν.
Πάντως, μου έφερε γούρι η Προοδευτική, γιατί κέρδισα πολλά λεφτά στο λαχείο και αποχαιρέτησα τα όπλα, σκέφτηκα «άσε, τώρα να ζήσουμε».
Αν γύριζα πίσω, θα άλλαζα τα πάντα, να ήμουν γερός και να έπαιζα ποδόσφαιρο αυτήν την εποχή. Και θα είχα σώσει κόσμο πολύ, την οικογένειά μου, τους φίλους μου, εγώ πάντα τα μοιραζόμουν, δεν ήμουν μονοφαγάς, βοηθούσα πολύ και ήμουν δοτικός, επειδή προερχόμουν από πολύ φτωχή οικογένεια και δεν ήθελα να βλέπω ανθρώπους να μην έχουν, αντιθέτως ήθελα τον συνάνθρωπό μου να τον εξυπηρετώ.
Και βέβαια, την καριέρα μου θα ήθελα να την κλείσω στον Ολυμπιακό. Μόνο Ολυμπιακός! Είχα πει στα φόρτε μου ότι ούτε στον Άγιαξ, τότε την πρώτη ομάδα της Ευρώπης, δεν θα πήγαινα!
Πέρασα και μια μεγάλη περιπέτεια υγείας, αλλά με τη βοήθεια του Θεού κατευθύνθηκαν οι γιατροί για το τι πρέπει να κάνουν για να γίνω ξανά γερός, δόξα τω Θεώ.
Έχω μεγάλη πίστη, εδώ και πάρα πολύ καιρό κάθε χρόνο νηστεύω 50 μέρες κι έχω επισκεφτεί πολλούς Αγίους, πχ τον Άγιο Σάββα στην Κάλυμνο, τον Άγιο Νεκτάριο στην Αίγινα, στη Σύμη έχω πάει τρεις φορές και θα ξαναπάω.
Δεν έχω βρίσει στη ζωή μου ποτέ και, όταν ακούω κάποιον να το κάνει, του λέω «Δεν ντρέπεσαι, ρε; Γιατί βρίζεις την Παναγία; Βρίζεις τη μάνα σου; Ιερό πράμα δεν είναι η μάνα; Η Παναγιά είναι το πιο ιερό απ’ όλα!».
Αυτή η πίστη μού δίνει δύναμη και με κρατάει όρθιο τόσα χρόνια τώρα!
Ο Παναγιώτης Κελεσίδης είναι πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: Ανδρέας Μπονόβας: Ανεξήγητη Δύναμη
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Φώτης Στρακόσια: Γράμμα στο γιο μου
Φάνης Κατεργιαννάκης: Έμαθα να λέω «μη φοβάσαι»
Δημήτρης Ελευθερόπουλος: Δεν είσαι τα πάντα. Δεν είσαι το τίποτα.
Στέφανος Κοτσόλης: Η μέρα που καθόρισε τη ζωή μου
Αλέξανδρος Τζόρβας: Αλλάζοντας Γάντια / Ιστορίες Απ’το Τέρμα
Θόδωρος Κάντας: Εκπαιδεύοντας τερματοφύλακες
Το ημερολόγιο ενός τερματοφύλακα / Ο ευτυχισμένος θάνατος του Αλμπέρ Καμύ