Κάθε κίνηση των ποδιών, κάθε απαλό χάδι στο κορμί της μπάλας, κάθε υποδοχή και κάθε σπριντ.
Όλα προς την ίδια κατεύθυνση, όλα αφιερωμένα στον ίδιο σκοπό. Σε αυτό το συναίσθημα μιας άγνωστης πηγής, βαθιά χωμένης στο πίσω μέρος του μυαλού, σχεδόν κρυμμένης στα άδυτα του ασυνείδητου. Καταχωνιασμένης στο Εκείνο. Τη συνιστώσα του ανθρώπινου ψυχικού οργάνου όπου για τον Φρόυντ βρίσκει το ασφαλές της καταφύγιο, τη στέγη της, κάθε δαιμονοποιημένη ανθρώπινη ανάγκη, κάθε ένστικτο.
«Όλοι προσεγγίζουμε το Εκείνο με αναλογίες. Το αποκαλούμε χάος, ένα καζάνι γεμάτο κοχλάζουσες ενορμήσεις που δεν παράγει μια ολοκληρωμένη θέληση, παρά μόνο μια προσπάθεια να ικανοποιήσει τις ενστικτώδεις ενορμήσεις, τις υποκείμενες στην αρχή της ευχαρίστησης», υποστήριζε ο Αυστριακός.
Κι αυτό, στο δικό του μυαλό, στη δική του θεωρία, βρισκόταν σε έναν συνεχή πόλεμο, σε μια διαρκή διαδικασία εκατέρωθεν καταπίεσης με το Υπερεγώ. Το μέρος που αποσκοπεί σε μια τελειότητα εξαρτώμενη από όσα ορίζει το status quo. Ενέργειες οργανωμένες στην εντέλεια, χωρίς περιθώρια λάθους, χωρίς συναίσθημα, χωμένες σε κουτάκια, κουτάκια κι ακόμα περισσότερα κουτάκια απομακρυσμένα από την έκθεση στο κίνδυνο, από την άγρια ομορφιά της πραγματικότητας.
Την ίδια ομορφιά που σταδιακά δείχνει να χάνει και το καλύτερο παιχνίδι του κόσμου. Αυτό που με δίψα αναζητεί και με δυσκολία βρίσκει ένα πολύτιμο επιφώνημα στιγμιαίου θαυμασμού σε κάποια εντυπωσιακή ντρίμπλα, σε ένα vintage σλάλομ με την μπάλα, στην «ικανοποίηση μιας ενστικτώδους ενόρμησης» του παίκτη εκείνου που θα τολμήσει να πασπαλίσει με λίγη αγνή ποδοσφαιρική αστερόσκονη ένα κοντρολαρισμένο παιχνίδι.
Για τον Φαμπρίσιο Ραβανέλι, άλλοτε επιθετικό της Γιουβέντους, στον κόσμο «βλέπεις όλο και λιγότερους παίκτες σαν εκείνον».
Πράγματι. Μα για αυτό ο Κβίτσα Κβαρατσχέλια είναι τόσο ξεχωριστός.
20.000 καρεκλάκια
Μερικά χιλιόμετρα μακριά από το σημείο που τα, κατά κανόνα παγωμένα, νερά της Μαύρης Θάλασσας βρέχουν εκείνη τη μικρή χώρα, τα φώτα του δίνουν ζωή στον νυχτερινό ουρανό. Αμέτρητα λεντάκια φορεμένα στην εντυπωσιακή του οροφή, αλλάζοντας χρώμα, ζωγραφίζοντας με τον δικό τους τρόπο το τοπίο της πόλης.
Πολλοί απόρησαν. Γιατί να χρειάζεται ένα τόσο σύγχρονο, μα κυρίως τόσο μεγάλο γήπεδο το Μπατούμι, στη νοτιοδυτική ακτή της Γεωργίας; Περίπου 20.000 καρεκλάκια τοποθετήθηκαν, μα η τοπική ομάδα, η Ντιναμό, συνήθως μάζευε, το πολύ, τον μισό περίπου κόσμο.
Μέχρι την άνοιξη του 2022. Προ του Κβίτσα Κβαρατσχέλια, αν θέλετε. «Η πόλη ζούσε και ανέπνεε για το επόμενο ματς, τα πάντα άλλαξαν δραστικά», θα πει ένας από τους ένθερμους οπαδούς της Ντιναμό. Τα παιχνίδια της Εθνικής Γεωργίας έπαιξαν κι αυτά τον ρόλο τους.
Τα εισιτήρια του Batumi Stadium πλέον έκαναν φτερά. Για λίγους μήνες το ένα sold out διαδεχόταν το άλλο. Προφανώς όχι εξαιτίας μόνο των φιλάθλων της Μπατούμι. Ο καθένας στη χώρα ήθελε τη δική του δόση Κβαρατσχέλια, ο καθένας θα εκμεταλλευόταν την παραμικρή ευκαιρία να δει από κοντά τον νεαρό ακραίο επιθετικό, ενώ ακόμα και η πιο απλή επαφή του με την μπάλα συνοδευόταν από μια μάζα συσσωρευμένων επευφημιών.
Άλλωστε, όλοι ήξεραν πως σε μερικά χρόνια θα μπορούσαν περήφανα να ισχυρίζονται πως τον θαύμασαν, πριν ακόμη εκτοξευτεί. Κι όλα αυτά σχεδόν απροσδόκητα, όταν οι πάντες πίστεψαν πως το άστρο του θα έλαμπε για το υπόλοιπο της καριέρας του μακριά από την πατρίδα του.
Δεν ήταν επιλογή, περισσότερο ανάγκη ή μια καλή προσωρινή λύση το να επιστρέψει στο Πρωτάθλημα της χώρας του, να του δώσει λάμψη. Λίγο καιρό μετά βέβαια, πιο γρήγορα από όσο θα περίμενε και ο πιο αισιόδοξος θαυμαστής του, θα έκανε το ίδιο στο υψηλότερο επίπεδο.
Οι υποσχέσεις στη Ρωσία
Ο Γιούρι Σέμιν δεν μπορούσε να το πιστέψει, πονούσε πραγματικά που έχανε μέσα από τα χέρια του αυτόν τον παίκτη. Για τον ίδιο οι Γεωργιανοί ανέκαθεν ήταν οι Βραζιλιάνοι της Σοβιετικής Ένωσης, όσον αφορά στο τι μπορούσαν να κάνουν με μια μπάλα στα πόδια. Και αυτό το παιδί το παρακολουθούσε για χρόνια, από όταν ήταν 15 χρόνων ακόμη, έχοντας μια ξεκάθαρη εικόνα για εκείνον, η οποία επιβεβαίωνε την πεποίθησή του περί Γεωργιανών ποδοσφαιρικών καλλιτεχνών.
Όσο έπαιζε στη Ρούσταβι, έχοντας προηγουμένως αναδυθεί στην επιφάνεια του εγχώριου ποδοσφαίρου μέσω της Ντιναμό Τιφλίδας, οι data nerds έβλεπαν τα σύγχρονα metrics τους να κοκκινίζουν και να πικάρουν χωρίς προηγούμενο. Κι αυτό, γιατί ο Κβίτσα μετρούσε κατά μέσο όρο περισσότερες από 10 ντρίμπλες ανά παιχνίδι. Ασύλληπτες επιδόσεις στο #1 δυνατό του στοιχείο, που δεν θα μπορούσαν να τον κρατήσουν για πολύ μακριά από ένα καλύτερο Πρωτάθλημα. Τότε ήταν που ο Σέμιν αποφάσισε να τον πάει στη Μόσχα για να φορέσει τη φανέλα της Λοκομοτίβ, σε ηλικία 18 ετών.
Επτά παιχνίδια έπαιξε υπό τις οδηγίες του Ρώσου τεχνικού, μα κι αυτά ήταν αρκετά να τον γοητεύσουν, να του αποδείξουν πόσο δίκιο είχε για αυτό το πιτσιρίκι. Κι όμως, η μοίρα του τα έφερε έτσι που θα έβλεπε έναν παίκτη τον οποίον αισθανόταν ως δικό του “διαμαντάκι” να φεύγει μακριά του, πριν προλάβει να τον αναδείξει όπως ιδανικά θα ήθελε. Ο εξάμηνος δανεισμός του έληξε, η διοίκηση της Λοκομοτίβ, παρά την επιθυμία του ίδιου του Σέμιν, δεν έκανε κάποια κίνηση για τον Κβάρα κι εκείνος κατέληξε στο Καζάν για τη Ρουμπίν.
Όταν το 2018 ο σιδηρόδρομος που είχε για όνομα είχε αρχίσει να ταξιδεύει στα αφτιά των scouts που αναζητούσαν την επόμενη ποδοσφαιρική αποκάλυψη, ελάχιστοι πέρα των συμπατριωτών του τον γνώριζαν. Κι όμως, το ίδιο, όχι και ευανάγνωστο, όνομα ξεπρόβαλλε ανάμεσα σε αυτά παικτών όπως ο Ροντρίγκο της Ρεάλ Μαδρίτης και ο Μέισον Γκρίνγουντ στη λίστα της «Guardian» με τα μεγαλύτερα ταλέντα του ποδοσφαιρικού κόσμου, θαρρείς κάποιος έπεσε με το κεφάλι στο πληκτρολόγιο, πατώντας τυχαία σύμφωνα στη σειρά.
Τα σύμφωνα αυτά βέβαια σύντομα θα γίνονταν ο πιο δημοφιλής γλωσσοδέτης στα χείλη δημοσιογράφων και παρουσιαστών και το πιο δύσκολο σύνθημα σε αυτά των οπαδών.
Στη Ρουμπίν Καζάν με τις εμφανίσεις του άρχισε να δικαιώνει για τα καλά τις προσδοκίες, αφήνοντας υποσχέσεις για το μέλλον, τις οποίες διέκοψε βίαια ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ο Κβίτσα έλυσε το συμβόλαιό του με τον ρωσικό σύλλογο κι από εκεί επέστρεψε προσωρινά στη Γεωργία για να γεμίσει το Batumi Stadium. Μέχρι να μετακομίσει στη Νάπολη και το «Κβαρατσχέλια» να ακουστεί σε κάθε γωνιά του ποδοσφαιρικού κόσμου.
Ένας αμοιβαίος κεραυνοβόλος έρωτας
Αυτά τα τσιμέντα δεν είναι συνηθισμένα, έχουν μάθει να υπολογίζουν διαφορετικά, να αγαπούν διαφορετικά. Κι αυτά τα χείλη έχουν μάθει στα τραγούδια τους να βρίσκουν διαφορετικές μούσες. Γιατί αυτά τα μάτια έχουν δει την ελπίδα να ζωντανεύει μπροστά τους, να παίρνει σάρκα και οστά και στο τέλος να κυριαρχεί μέσα από τα πόδια ενός παίκτη.
Και από τότε βρέθηκαν στο μηδέν, αναζητώντας και πάλι, πέρα από τον όποιο τίτλο, κάποια ελπίδα να λατρέψουν, έναν νέο ενθουσιασμό που θα ανεβάσει το tempo στους χτύπους της καρδιάς τους. Κι αυτά τα βρήκαν χωμένα ανάμεσα στα απανωτά σύμφωνα του πιο διάσημου γεωργιανού ονοματεπωνύμου.
Ο «Κβάρα» στη Νάπολι ήταν απλώς κάτι σωστό, από την πρώτη στιγμή εξέπεμπε μια αίσθηση ορθότητας και ικανοποίησης, σαν να βρίσκεις το σωστό κομμάτι του παζλ, να το κολλάς στο σωστό σημείο και να ταιριάζει απόλυτα.
Από ένστικτο το χέρι θα πάει στο ίδιο κομμάτι, από ένστικτο η ψυχή θα γυρίσει το βλέμμα της στον ίδιο παίκτη, εκεί θα ψάξει τη δική της ελπίδα και ευτυχία. Με παρόμοιο, ενστικτώδη, τρόπο κινείται κι εκείνος στο γήπεδο. Από πάντα. Ορμώμενος υποσυνείδητα, σαν να τον καλεί μια ωμή βιολογική ανάγκη, ικανή να τον τρελάνει, να παίξει με το μυαλό του. Σαν να τον προστάζει να τρέξει μπροστά, να κολλήσει την μπάλα στα πόδια και να την κουβαλήσει όσο δεν πάει. Μαγνήτης η αντίπαλη περιοχή, μαγνήτης το πλεκτό.
Και ταυτόχρονα σαν να τον οπλίζει με την απαιτούμενη δύναμη και ορμή, αυτή που χρησιμοποιεί για να διαλύσει κάθε αντίπαλο αμυντικό τείχος, να περάσει από μέσα του σαν πολιορκητικός κριός και να χαθεί στον άνεμο με ένα άπιαστο σπριντ. Ή να χορέψει στην πίστα του πράσινου χαλιού, να ξεγελάσει και να σπάσει με τις προσποιήσεις του τους αστραγάλους όποιου θαρραλέου τολμήσει να τον πλησιάσει.
Πολλές φορές δεν είναι απαραίτητο, μα είναι ανάγκη κι αυτό μετρά. Ακόμα κι αν δίπλα του υπάρχει πάσα. Και ποιος να του πει τι; Ποιος θα τον δει να παίζει με τον καταστροφικά άναρχο, με την καλή έννοια, και απρόβλεπτο δικό του τρόπο και θα του κουνήσει το δάκτυλο;
Στα πόδια του «Κβάρα» μιλούσαν, μιλούν και θα μιλούν οι ενστικτώδεις ενορμήσεις του Εκείνου. Το εσωτερικό κρυμμένο χάος του νου του που καταλήγει να χαώνει τις αντίπαλες άμυνες. Χωρίς λογική εξήγηση. Σαν έγκληση ενός ψιθύρου βυθισμένου στην άβυσσο του υποσυνείδητου. «Θέλω να σε περάσω, θα σε περάσω. Ό,τι και να γίνει».
Πώς να μην τον λατρέψουν από την πρώτη στιγμή στη Νάπολι, πώς να μην τον χρίσουν διάδοχο; Για τον Σπαλέτι, ο οποίος του χάρισε τον απαραίτητο χώρο για να λάμψει, είναι «στρατοσφαιρικός», για τον Αρίγκο Σάκι «καταστροφικός», μα για τους φίλους των «Partenopei» είναι ο «Κβαραντόνα».
Κι αυτό τα λέει όλα, για όλη την ελπίδα που τους έχει χαρίσει, για όλη τη χαρά που εκρήγνυται στην ατμόσφαιρα σε κάθε του επαφή.
Κι αυτή η σχέση, όπως πολλά που συμβαίνουν στον ιταλικό Νότο ή όπως το παιχνίδι του Κβίτσα, βασίστηκε στο ωμό συναίσθημα, στο ένστικτο. Σαν αμοιβαίος κεραυνοβόλος έρωτας. Σαν την «ικανοποίηση μιας ενστικτώδους ενόρμησης». Την ίδια δύναμη πίσω από κάθε περίτεχνη ενέργεια του Κβίτσα, πίσω από κάθε κούρσα, κάθε ντρίμπλα, κάθε ασίστ και κάθε γκολ.
Μια σχέση αγάπης τόσο ξεχωριστή, τόσο “υπό εξαφάνιση”, όσο και ο ίδιος ως παίκτης στο γήπεδο. Χωρίς καλούπια, χωρίς πλαίσια, χωρίς τα κουτάκια της καταπίεσης του όποιου Υπερεγώ. Μόνο ανάγκη, μόνο ένστικτο.
«Τώρα κάθε παιδί θέλει να γίνει ο Κβίτσα»
Το Diego Armando Maradona λατρεύει τον νέο του ήρωα όσο τίποτα. Περίπου 3.000 χιλιόμετρα μακριά όμως, ένα ακόμα στάδιο, το οποίο επίσης αγάπησε με όλη του την ψυχή τον Κβίτσα Κβαρατσχέλια και τα όσα μπορεί να κάνει με την μπάλα στα πόδια, στέκει πιο “χλωμό” από ποτέ. Λες και το Batumi Stadium περιμένει καρτερικά τον καλύτερο ποδοσφαιριστή της χώρας, να του βάλει τη σπίθα με τις ενέργειές του, να ανάψει τη φλόγα, να του δώσει ζωή. Τα εντυπωσιακά πολύχρωμα λεντάκια στην οροφή δεν αρκούν, ίσα που λάμπουν χωρίς εκείνον. Η εξάμηνη παρένθεση έκλεισε, ο Κβίτσα άφησε ξανά τη Γεωργία, την πατρίδα του.
Όλοι το ήξεραν πως η θέση του ήταν στο κορυφαίο επίπεδο, ίσως απλώς να μην περίμεναν να γίνουν όλα τόσο γρήγορα. Ίσως να τους λείπει και λίγο. Μπα, χωρίς ίσως. Σίγουρα. Η αναμονή της επόμενη Κυριακής δεν είναι βουτηγμένη στην ίδια αγωνία, στον ίδιο ενθουσιασμό. Και η εύλογη απορία κρέμεται ξανά από τα χείλη των σχετικών και των άσχετων, κατοίκων και τουριστών της πόλης. Τι να το κάνει το Μπατούμι ένα στάδιο 20.000 θέσεων; Οι υπομονετικά στριμωγμένοι στα καρεκλάκια πιστοί της μπάλας απολαμβάνουν πλέον την άπλα τους, το γήπεδο άδειασε, γιατί το χορτάρι έχασε την πιο μαγική του ιδιότητα, δεν είναι πια ο δικός του καμβάς, δεν μετατρέπεται στον δικό του πίνακα ζωγραφικής.
Κι όμως, ακόμα κι αν δεν φαίνεται, ο ποδοσφαιρικός κύκλος δεν έκλεισε, αντίθετα έχει μόλις ανοίξει. Το στάδιο μπορεί να είναι άδειο σε σχέση με όσα συνέβαιναν πριν λίγο καιρό, μα η ακαδημία πλημμυρίζει.
«Οι εγγραφές μας χωρίς υπερβολή δεκαπλασιάστηκαν φέτος, έχουμε γύρω στους 800 νέους παίκτες», δηλώνει ένας από τους υπευθύνους της ακαδημίας της Ντιναμό Μπατούμι. «Πρέπει να χτίσουμε νέα γήπεδα, να βρούμε νέους προπονητές, κάνουμε τα πάντα», προσθέτει. Εκατοντάδες μπόμπιρες μαγεμένοι από τον δικό τους ήρωα, αποφασισμένοι να μάθουν κι εκείνοι να είναι ξεχωριστοί στο χορτάρι, αποφασισμένοι να γίνουν “από τους λίγους”, όπως εκείνος. Να μάθουν να ντριμπλάρουν, να παίζουν το πιο όμορφο παιχνίδι, με στόχο αγνό, για την «ικανοποίηση μιας ενστικτώδους ενόρμησης».
Άλλωστε, όπως ομολογεί ο ίδιος ο Πρόεδρος της Γεωργιανής Ομοσπονδίας, Λέβαν Κομπιασβίλι, «Μόλις πριν μερικά χρόνια όλα τα παιδιά είχαν στόχο να γίνουν ο Μέσι ή ο Ρονάλντο. Τώρα κάθε ένα από αυτά θέλει να γίνει ο Κβίτσα».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: