Δεν υπήρχε κανένας λόγος να τραγουδούν δυνατά με αυτά τα γλυκά μειδιάματα χαραγμένα στα πρόσωπά τους.
Μετά από χρόνια η ομάδα τους, η οποία είχε μάθε να πρωταγωνιστεί, βρισκόταν εκτός Ευρώπης, έκλεινε μια σεζόν βουτηγμένη στη μετριότητα και τα χειρότερα που έρχονταν ήδη είχαν αρχίσει να ταλανίζουν σαν δαίμονες τα μυαλά των πιο απαισιόδοξων.
Στη λήξη εκείνης της τελευταίας αγωνιστικής του 2017, οι οπαδοί της Σάλκε δεν είχαν λόγο να χαμογελούν, να ξελαρυγγιάζονται στην κερκίδα. Μόνο που αυτή η μέρα δεν είχε να κάνει με τη Σάλκε αλλά με τον Κλάας-Γιαν Χούντελααρ. Ή μάλλον με τον Χούντελααρ και τη Σάλκε.
Και δεν θα μπορούσαν να συγκρατήσουν τις σταγόνες ευτυχισμένης νοσταλγίας που αποτυπώνονταν στα μάτια και τα χείλη τους, αφού μπροστά τους, στις γιγαντοοθόνες της Veltins Arena, ξεδιπλώνονταν μερικές από τις πιο ηλιόλουστες αναμνήσεις τους. Μονομαχίες, γκολ, βραβεία, τίτλοι, πανηγυρισμοί. Στιγμές μιας ολόκληρης επταετίας συμπυκνωμένες -και άρα ακόμα πιο δυνατές- μπροστά στα βλέμματά τους.
Όλες με έναν κοινό ήρωα, κοινό παρονομαστή, λίγο πριν αυτός βρεθεί στο κέντρο του γηπέδου με ένα μικρόφωνο στο χέρι. Πώς κρατάς την ψυχραιμία σου σε μια τέτοια στιγμή; Όταν η καρδιά χτυπά τόσο δυνατά, πώς εντοπίζεις την αλήθεια σου; Και πώς καταφέρνεις να την υπηρετήσεις με ειλικρίνεια; Πώς δεν παρασύρεσαι από την αυταπάτη της λατρείας και της αποθέωσης; Πολλά ειπώνονται σε τέτοιες, γεμάτες συναίσθημα, στιγμές. Στο τέλος λίγα καμώνονται.
Εκτός αν μιλάμε για εκείνον. Τον Κλάας-Γιαν Χούντελααρ, ο οποίος έκανε πράξεις τα πιο βαρύγδουπα λόγια και στο τέλος νίκησε, χωρίς καν να νικήσει. Γράφοντας τη δική του ιστορία.
«Έχω στερέψει από δάκρυα, τα έκλαψα όλα. Η Σάλκε είναι κάτι που τρυπώνει κάτω από το δέρμα σου και δεν φεύγει ποτέ από μέσα σου».
Τα μαλλιά της ευκαιρίας
Δεν του στρώθηκε τίποτα, δεν βρήκε τίποτα έτοιμο. Παρά το πασιφανές ταλέντο του, το οποίο πάντα στεκόταν αφορμή αθώων τσακωμών με τους λιγότερο ταλαντούχους αδερφούς του, η ανάβασή του χρειάστηκε υπομονή και πέρασε από μπόλικες περιπέτειες.
Από την ομάδα της γειτονιάς στη Ντε Γκράφτσαπ στη Β’ κατηγορία της Ολλανδίας και από εκεί στην Αϊντχόφεν, στην οποία γαλουχήθηκε, δίχως ποτέ πραγματικά να γίνει μέλος της πρώτης της ομάδας. Παντού έδειχνε αυτά για τα οποία τον πίστευαν, αλλά ποτέ δεν έπαιρνε τις ευκαιρίες που μάλλον του άξιζαν. Δύο δανεισμούς στα χαμηλότερα ολλανδικά στρώματα μετά, η Χέρενφεεν πείστηκε και τον έπεισε πως μπορεί να του χαρίσει το μονοπάτι προς την καταξίωση.
Δεκαοκτώ μήνες μετά θα γινόταν η πιο ακριβή πώληση στην ιστορία της. Ο Χούντελααρ άρχισε να σκοράρει κατά ριπάς και ο Άγιαξ, γοητευμένος από τον 23χρονο τότε Ολλανδό, έκανε τα πάντα για να τον πάρει στο Άμστερνταμ. Ο «Αίαντας» βρισκόταν σε κακή κατάσταση, με τριγμούς στη διοίκηση, το γήπεδο και την κερκίδα, όμως ο Κλάας-Γιαν δεν νοιαζόταν για αυτό.
Ήταν η ομάδα που αγαπούσε από παιδί, ήταν η φανέλα που πάντα ήθελε να φορέσει.
«Όταν έφτασα στον Άγιαξ η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη από ό,τι στη Χέρενφεεν. Ήταν ένα χάος. Υπήρχε πίεση, αισθανόσουν την αναμπουμπούλα. Έμενα όμως με ένοιαζε απλώς να υπογράψω στον Άγιαξ, δεν έδινα προσοχή σε τίποτα άλλο», έχει πει.
Ήταν χειμώνας του 2006 και ένα παιδί στην πραγματικότητα καλούταν να σώσει ό,τι μπορούσε να σωθεί σε έναν τόσο τεράστιο σύλλογο. Ο Χούντελααρ δεν είχε στιγμή για χάσιμο, η ευκαιρία του ήταν μπροστά του. Στην αρχαιότητα απεικόνιζαν τον Καιρό, τη θεότητα της κατάλληλης στιγμής, σαν μια μορφή με φτερά στα πόδια και μια μοναδική τούφα μαλλιών στο μέτωπό του. Αν δεν τον έπιανες από τα μαλλιά, όταν περνούσε από μπροστά σου, πετούσε μακριά για πάντα. Όπως κάθε μεγάλη ευκαιρία. Σαν αυτή που δεν σπατάλησε ο Χούντελααρ.
Η σεζόν έκλεισε με εκείνον να αναδεικνύεται πρώτος σκόρερ της ομάδας, να ψηφίζεται παίκτης της χρονιάς, να μετρά ένα τέρμα για κάθε του συμμετοχή στο δεύτερο μισό του χρόνου και να φέρνει χαμόγελα σε μια κατά τα άλλα εφιαλτική περίοδο για τον Άγιαξ.
Τα σύννεφα ήταν ολόμαυρα και απειλητικά, εκφράστηκαν τέλεια στον ημιτελικό του Κυπέλλου, με τη Μπρέντα να προηγείται μέσα στο Άμστερνταμ και, όταν όλα έδειχναν αποκλεισμό, με τους φίλους του «Αίαντα» να αποχωρούν σωρηδόν και με αποδοκιμασίες από το γήπεδο. «Χρειαζόμασταν κάτι απόλυτα απρόβλεπτο», θυμάται ο Χούντελααρ για το ανάποδο ψαλίδι του στο 90’, το οποίο θα έστελνε το ματς στην παράταση κι έπειτα στην πρόκριση. Μα δεν έμεινε εκεί. Θα σκόραρε και τα δύο γκολ της ομάδας του στον νικηφόρο Τελικό απέναντι στην PSV.
Μέσα σε λίγους μήνες ο Χούντελααρ είχε γίνει όσα οι φίλοι του Άγιαξ ονειρεύονταν και ακόμα περισσότερα. Και οι υποσχέσεις για ένα παιδί που θα άφηνε τη δική του εποχή έδειχναν χρυσές.
Γράφοντας την ιστορία των άλλων
Τα γκολ συνέχισαν να έρχονται και μαζί τους τα βλέμματα άρχισαν να στρέφονται σε εκείνο το ψηλό παιδί με το δολοφονικό ένστικτο. Όλα έδειχναν θέμα χρόνου για τον Χούντελααρ. Η καταξίωση, το ενδιαφέρον των μεγαλύτερων συλλόγων, μια σπουδαία καριέρα. Κατά τας γραφάς. Τας γραφάς των άλλων ωστόσο, όχι του ίδιου.
Η Ρεάλ ήταν αυτή που βάλθηκε να τον ντύσει στα λευκά, προτού κάποιος άλλος τιτάνας το κάνει. Ίδρωσε, πάσχισε, πάλεψε μέχρι την τελευταία στιγμή το καλοκαίρι του 2008, αλλά δεν μπόρεσε να πείσει τον Άγιαξ. Επέμεινε, επέστρεψε και τα κατάφερε έξι μήνες μετά, τον Ιανουάριο. Ζούσε τη δική της μεταβατική εποχή, μα στα πόδια του έβλεπε τον διάδοχο του Φαν Νίστελροϊ και δεν δίστασε να βάλει βαθιά στην τσέπη το χέρι της. Όλοι έβλεπαν αυτό στον Χούντελααρ, τον επόμενο Ολλανδό στράικερ που θα λατρέψει η Μαδρίτη. Κάποιον που θα μάθει δίπλα στον «Van Gol» για να συνεχίσει την τέχνη του.
Μόνο που η πραγματικότητα είχε διαφορετικά σχέδια. Ο Χούντελααρ σκόραρε, ακόμα κι αν δεν είχε πρωταγωνιστικό ρόλο, έδειχνε ικανός να δικαιώσει τις υποσχέσεις. Αλλά βυθίστηκε στην τοξικότητα και μια μυστική ατάκα του που απρόσμενα βγήκε στο φως καταδίκασε στο σκοτάδι τις μέρες του στη «Βασίλισσα». «Χούντελααρ: “Θέλω να φύγω από τη Ρεάλ”», έγραψε ο κίτρινος τίτλος στο πρωτοσέλιδο της «AS».
Ο Κλάας-Γιαν πιάστηκε εξ απήνης, σοκαρίστηκε, αυτά τα λόγια δεν βγήκαν ποτέ από το στόμα του. Τουλάχιστον όχι σε αυτό το πλαίσιο. Μόλις το προηγούμενο βράδυ βρισκόταν σε ένα τραπέζι. Εκείνος και οι υπόλοιποι Ολλανδοί της ομάδας μόνο, Φαν Νίστελροϊ, Ρόμπεν, Σνάιντερ, Ντρέντε. Είχε ξεκινήσει βασικός μόνο σε ένα παιχνίδι, ήταν μόλις στον πρώτο του μήνα στην ομάδα. Χαριτολογώντας, είπε σε αυτούς που θεωρούσε φίλους του πως, αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, δεν βλέπει καλά τα πράγματα.
«Γιατί να το πει κάποιος αυτό; Ήταν ένα σχόλιο που λες σχεδόν για πλάκα στους φίλους σου. Προφανώς δεν μου άρεσε το ότι δεν έπαιζα όσο ήθελα, αλλά είχα υπογράψει εξαετές συμβόλαιο. Δεν θα έφευγα μετά από έναν μήνα. Το χειρότερο είναι πως φάγαμε μαζί το βράδυ και το επόμενο πρωί η υποτιθέμενη ατάκα μου έπαιζε παντού», έχει πει, ξεκαθαρίζοντας πως ποτέ δεν έμαθε ποιος από τους τέσσερεις συμπαίκτες του μίλησε. ,
Ο Χούντελααρ δεν έμαθε ποτέ τον προδότη του, αλλά εξαιτίας του είδε τη ζωή του στη Ρεάλ να εξοστρακίζεται, πριν καν καλά μπει στις ράγες της. Δεν μπόρεσε ποτέ να ξεφύγει από αυτή την ιστορία, δεν μπόρεσε να γίνει ο επόμενος Ρουντ ή ακόμα και κάτι μεγαλύτερο και η έξοδός του, μόλις έξι μήνες μετά την είσοδό του, έγινε μονόδρομος.
Έψαξε τη δική του κιβωτό σε ένα ακόμα μέρος που οι συμπατριώτες πρόγονοί του ακόμη αντηχούνταν με θρυλική χροιά. Η Μίλαν συνδέθηκε όσο λίγοι σύλλογοι με την Ολλανδία, με τον Φαν Μπάστεν, τον Γκούλιτ και τον Ράικαρντ, και ήλπιζε πως μετά από χρόνια θα δώσει συνέχεια σε αυτή την κληρονομιά με τον Χούντελααρ.
Ακόμα μια μεγάλη, ηχηρή κι ακριβή μεταγραφή, ακόμα μια ευθύνη για τη συνέχιση της ιστορίας. Ακόμα μια συνθήκη που δεν τον βοήθησε, δεν λειτούργησε για εκείνον.
«Θα του δώσω περισσότερες ευκαιρίες», ισχυριζόταν επίμονα ο Λεονάρντο, μετά από τις ολοένα αυξανόμενες ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Μα αυτό δεν συνέβη ποτέ. Δεν έπαιζε καν στη θέση του, συχνά αναγκαζόταν να εξοριστεί στα άκρα. Πάντα υπήρχε κάποιος μπροστά του, άλλοτε ο άοσμος Μποριέλο, άλλοτε ο 37χρονος Ιντσάγκι. Η ιστορία επαναλήφθηκε. Ο Χούντελααρ πέρασε ακόμα μια σεζόν στις σκιές όσων “έπρεπε” να πιάσει.
Μέχρι που κατάλαβε πολύ καλά πως δεν καλούταν να ακολουθήσει την ιστορία των άλλων. Αλλά να γράψει τη δική του.
Μπλε φλόγα
Δεκαοκτώ μήνες αφάνειας, ερωτηματικών και κατρακύλας ήταν πολλοί για ένα παιδί που λίγο καιρό πριν έδειχνε προορισμένο να σκαρφαλώσει σε τρομακτικά ύψη. Σίγουρα ήταν αρκετοί για πολλούς -πάρα πολλούς- να τον ξεγράψουν. Δεν τα είχε καταφέρει στην αφρόκρεμα της Ευρώπης, είχε σκοντάψει δις. Μπορεί στην πραγματικότητα να μην έφταιγε, αλλά, όπως και να είχε, το επόμενο βήμα του φάνταζε φοβερά κομβικό για τη συνέχειά του.
“Καμμένος” από τη λάμψη και τα λούσα, βρέθηκε στην ταπεινότερη αγκαλιά της Σάλκε. Για πρώτη φορά, την πιο κατάλληλη στιγμή. Όταν ο ίδιος τη χρειαζόταν για να πατήσει ξανά στα πόδια, όταν εκείνη τον χρειαζόταν για να την ανεβάσει ένα σκαλί.
Έρωτας με την πρώτη επαφή; Ίσως. Η φλόγα του αμοιβαίου πάθους ανάμεσα στον Χούντελααρ και τον λαό των «Βασιλικών Μπλε» φούντωσε από την πρώτη σπίθα.
Χρειάστηκε λίγο χρόνο για να βρει τα πατήματά του, την καλά αγνοούμενη συνέπειά του, μα για τους τρελούς με τα μπλε στην κερκίδα δεν είχε σημασία. Τον έβλεπαν αποφασισμένο να ακολουθήσει το μοτίβο της παράδοσης των εμφανίσεων στην Bundesliga, να βάλει το δικό του όνομα κάτω από αυτό της ομάδας δηλαδή, και αυτό τούς ήταν αρκετό. Ο σπόρος της πίστης και της λατρείας τους στα αλήθεια δεν θα μπορούσε να ανθίσει πιο όμορφα.
Λίγους μήνες μετά ο Χούντελααρ σκόραρε δις στον Τελικό του Κυπέλλου, για να χαρίσει στη Σάλκε τον πρώτο της τίτλο μετά από χρόνια, τον τελευταίο μέχρι σήμερα, και γκάζωνε προς τα καλύτερα που ήταν φανερό πως βρίσκονταν μπροστά και για τους δύο.
Ο Ολλανδός στράικερ κατέληξε να το σανιδώσει και να γίνει σημείο αναφοράς στη μάλλον καλύτερη έκδοση στη σύγχρονη ιστορία του συλλόγου. Έχοντας τον Ραούλ πίσω του, τους Ντράξλερ και Φαρφάν στο πλάι του, μπόρεσε να αναρριχηθεί στη δική του κορυφή, να μετατραπεί στο πρόσωπο μιας ομάδας που έφτανε μέχρι τους «4» του Champions League, που έκανε πρωταθλητισμό στη Γερμανία.
«Μέσα στο “κουτί” δεν υπάρχει καλύτερος επιθετικός από τον Χούντελααρ», έλεγε για χάρη του ο Φαν Χάαλ τότε. «Είναι απίστευτο το ότι πριν από κάποιο παιχνίδι τού λες να σκοράρει κι αυτός απλώς το κάνει, σαν να μην είναι κάτι», έλεγε ο τερματοφύλακας της ομάδας, Ραλφ Φάρμαν.
Ο Χούντελααρ είχε βγάλει την ασφάλεια και πυροβολούσε δίχως δεύτερη σκέψη, έφτασε να περνάει μακρές περιόδους στις οποίες σημείωνε ένα γκολ ανά παιχνίδι κατά μέσο όρο. Έφτασε να θεωρείται ένας από τους καλύτερους του είδους του, ένας oldschool σέντερ φορ που μύριζε αίμα στο “κουτί” και δεν συγχωρούσε το παραμικρό.
Το ρεκόρ του έλεγε όλη την αλήθεια για εκείνον. Ο ίδιος δεν μπήκε ποτέ στην ίδια κουβέντα μαζί τους, δεν έφτασε στα ίδια ύψη, κι όμως εκείνη την περίοδο της ποδοσφαιρικής του ζωής, όσο φορούσε την μπλε φανέλα δηλαδή, ο Χούντελααρ στο σκοράρισμα έβλεπε την πλάτη μόνο των Μέσι, Ρονάλντο, Ιμπραΐμοβιτς, Λεβαντόφσκι, Σουάρες, Αγουέρο και Καβάνι. Όχι κι άσχημη παρέα για κάποιον που ποτέ του δεν θεωρήθηκε άξιο μέλος της ελίτ, που ήταν αποτυχημένος πριν κάποια χρόνια.
Έγραφε πια την ιστορία με τη δική του πένα. Συνέπεια, παρά τους όχι σπάνιους τραυματισμούς του, εργατικότητα, γκολ, μπόλικες υπογραφές στις μεγάλες στιγμές. Πώς γινόταν να μην τον λατρέψει η Σάλκε; Πώς να μην τη λατρέψει κι αυτός;
Αποχώρησε την κατάλληλη στιγμή, μετά από επτά χρόνια, ως 33χρονος θρύλος, πριν γίνει βαρίδι. Μάλλον όμως δεν μπορούσε να προβλέψει πως η αγάπη θα τον καλούσε ξανά.
Πτώση χαλύβδωσης
Δεν ήταν δύσκολο να το προβλέψει κανείς, όταν ο Χούντελααρ ανακοίνωσε πως θα αποχωρήσει ως ελεύθερος από τη Σάλκε. Το μπλε κομμάτι της καρδιάς του είχε ραγίσει, αλλά υπήρχε ακόμη ένα μέρος της στα ερυθρόλευκα που χτυπούσε δυνατά. Δεν θα μπορούσε να μην επιστρέψει στον Άγιαξ.
Την τελευταία φορά που βρέθηκε στο Άμστερνταμ ήταν ένα λαμπερό υποσχόμενο παιδί. Επέστρεψε ως μπαρουτοκαπνισμένος βετεράνος, για να προσφέρει βασικά έξω από τις τέσσερεις γραμμές, ακόμα κι αν επέμενε να σκοράρει όσο περισσότερο μπορούσε. Ο ρόλος του, τα “θέλω” του συλλόγου από εκείνον είχαν αλλάξει.
Και, πλήρως ειρωνικά, εκφράστηκαν με απόλυτη ακρίβεια στην τελευταία του εμφάνιση με την ομάδα που υποστήριζε από παιδί. Ήταν Ιανουάριος του 2021, ο πίνακας του σκορ έγραψε 1-1 στο 89’. Ο Χούντελααρ περίμενε υπομονετικά στον πάγκο, εμψύχωνε τους νεότερους συμπαίκτες, τους ενέπνεε, όπως έκανε και στα αποδυτήρια. Μπήκε στο παιχνίδι ως αλλαγή και έκανε το 3-1 μόνος του, με δύο δικά του γκολ. Το απόλυτο “αντίο”, σαν κερασάκι στην τούρτα μιας φοβερά ώριμης τετραετίας με πολύπλευρη προσφορά.
Ο Ολλανδός επέστρεψε στο σπίτι του, έδωσε, κατέκτησε τίτλους, ανάμεσα στα παιδάκια του Τεν Χαγκ υπήρξε κομβικό μέλος στον φοβερό Άγιαξ του 2019 και πλέον είχε αποδεχθεί πως το τέλος έρχεται. Είχε ήδη ανακοινώσει πως στο τέλος της σεζόν θα κρεμούσε τα παπούτσια του.
Μόνο που δεν μπορούσε να προβλέψει πώς ακριβώς θα ερχόταν αυτό το τέλος.
Κάθε άλλος θα επέλεγε να το ζήσει με τη φανέλα του αγαπημένου του κλαμπ, με αγκαλιά ακόμα ένα αναπόφευκτο Πρωτάθλημα, σαν βασιλιάς. Κάθε άλλος, εκτός από εκείνον. Εκτός από τον Χούντελααρ. Δεν χρειάστηκαν πολλά, μόνο ένα νεύμα που χτύπησε κατευθείαν μια σκονισμένη μα απόλυτα ζωντανή ευαίσθητη χορδή της καρδιάς του. Μιας καρδιάς που δεν είχε ξεχάσει.
Όσο εκείνος μετρούσε αντίστροφα για τον λαμπερό του επίλογο, η αγαπημένη του Σάλκε κατρακυλούσε επικίνδυνα προς το σκοτάδι της. Χτυπημένη από τα οικονομικά της, από το εσωτερικό της χάος, η ομάδα με την οποία έζησε τις καλύτερες μέρες του γλιστρούσε βασανιστικά προς έναν σοκαριστικό -και μοιραίο- υποβιβασμό.
Είχε έξι μήνες για να επιχειρήσει να γλιτώσει από το αναπόφευκτο και έψαχνε απεγνωσμένα μια αχτίδα ελπίδας και έμπνευσης. «Το τέλος μου στον Άγιαξ θα ήταν πανέμορφο. Όμως η Σάλκε βρίσκεται σε δύσκολη θέση, έχει ανάγκη τη βοήθειά μου και δεν μπορώ να της αρνηθώ», εξήγησε με την απλότητα της τρέλας ενός ερωτευμένου εφήβου που έχει ξεχάσει πώς είναι να αποφασίζει με τη λογική.
Δεν είχε λογική, αλλά, αν είχε, δεν θα είχε και ομορφιά. Ο Χούντελααρ θυσίασε τους τελευταίους του έξι μήνες σε έναν μάταιο σκοπό. Βαφτίστηκε «Heilsbringer», «σωτήρας» δηλαδή, αλλά δεν γινόταν να σώσει τους «Μπλε». Έπαιξε, πάλεψε, σκόραρε, μα ήταν αδύνατον. Αδύνατο και σπουδαίο μαζί.
Πάντα τον φώναζαν «Κυνηγό» και στην Ολλανδία η φράση «De gestadige Jager wint» ή αλλιώς «Ο κυνηγός που επιμένει νικάει» έχει τη δική της δυναμική. Στη δική του περίπτωση, δεν επιβεβαιώθηκε. Δεν επέμεινε κανείς περισσότερο από εκείνον τον πεισμωμένο 37χρονο κυνηγό στο ποδοσφαιρικό του κύκνειο άσμα. Και δεν νίκησε, έπεσε αγκαλιά με τη Σάλκε.
Όσο έπεφτε βέβαια, χαλύβδωνε το όνομά του στις καρδιές των αγαπημένων του πιστών. Σε έναν κόσμο γεμάτο φρούδες ελπίδες, κλισέ ατάκες και ψεύτικες υποσχέσεις, ο Κλάας-Γιαν Χούντελααρ δεν παρέκκλινε ούτε σπιθαμή από τα λόγια του. Τόσο βαριά που κανείς δεν φανταζόταν πως μπορούν στα αλήθεια να υπηρετηθούν.
Όταν όμως εκείνος ο δακρυσμένος τύπος έλεγε πως «Η Σάλκε είναι κάτι που τρυπώνει κάτω από το δέρμα σου και δεν φεύγει ποτέ από μέσα σου», το εννοούσε όσο κανείς. Και το απέδειξε με τον πιο ρομαντικό τρόπο. Πέφτοντας μαχόμενος, χαρίζοντάς της την τελευταία του ανάσα, ακόμα κι αν ήξερε πως αυτή η δόση οξυγόνου δεν θα αποδειχθεί αρκετή. Δεν μπορούσε να την αφήσει. Και δεν την άφησε. Με τον ίδιο τρόπο που οι οπαδοί της δεν θα τον αφήσουν ποτέ να αποχαιρετήσει το θυμικό τους.
CHECK IT OUT: Γιώργος Σαμαράς: Ιπτάμενος Ολλανδός
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ρούουντ Βαν Νιστελρόι: Η γέφυρα του Μωυσή
Γουέσλι Σνάιντερ: Η μοναξιά του σχοινοβάτη