Το Χονσού εκτός από το μεγαλύτερο νησί της Ιαπωνίας, είναι και το έβδομο μεγαλύτερο νησί του κόσμου.
Mεγαλύτερο κι από ολόκληρη τη Μεγάλη Βρετανία για να γίνουν αντιληπτά τα μεγέθη.
Η πλειοψηφία των ιστορικών και σημαντικών πόλεων της Ιαπωνίας βρίσκονται στο Χονσού, μαζί με την πρωτεύουσα Τόκυο, συναντά κανείς τη Γιοκοχάμα, τη Ναγκόγια, το Κυότο, την Άκιτα, το Σεντάι, τη Φουκουσίμα, τη Νιιγκάτα, την πολύπαθη και ιστορική Χιροσίμα και τέλος το μεγάλο διεθνές λιμάνι του Κόμπε.
Από το μακρινό 1868, που άνοιξε τις πύλες του στο διεθνές εμπόριο, το Κόμπε έγινε μια πολυσυλλεκτική κοσμοπολιτική πόλη και το σταυροδρόμι της συνάντησης της ιαπωνικής παράδοσης με τις ξένες κουλτούρες.
Οι πρώτοι -κυρίως Σάξονες- ναυτικοί και έμποροι που γνώρισαν την πόλη και δοκίμασαν μεταξύ άλλων και την τοπική κουζίνα, έμειναν εντυπωσιασμένοι από το τοπικό βόειο κρέας, το περίφημο kobe που πήρε το όνομά του από την ίδια την πόλη και έγινε γνωστότερο σε Ευρώπη και βόρεια Αμερική σαν wagyu.
Η ίδια η λέξη wagyu δεν υποδεικνύει ούτε φυλή, ούτε ονομασία προέλευσης ή είδος, μάρκα κρέατος.
Χρησιμοποιήθηκε αδιακρίτως επί δεκαετίες παγκοσμίως για καθαρά εμπορικούς σκοπούς, ενώ στην πραγματικότητα κυριολεκτικά και απλά σημαίνει «ιαπωνικό βόειο».
Το kobe, λοιπόν, είναι ένα βόειο κρέας που έχει γενετικά την τάση για αυξημένη προδιάθεση σε ενδομυϊκό λίπος, παράγει υψηλό ποσοστό ελαιούχων ακόρεστων λιπών που μειώνουν την κακή χοληστερόλη και βοηθούν ακόμα και στην καταπολέμηση καρδιακών παθήσεων.
Πιθανόν κάποιοι να έχετε εικόνα για αυτό το «αυτοκρατορικό» κρέας με τις πολλές μυϊκές ραβδώσεις, να έχετε διαβάσει για την ειδική εκτροφή των ζώων, για το μασάζ, τη μπύρα και όλους τους υπόλοιπους μύθους που συνοδεύουν το kobe, το οποίο εν κατακλείδι είναι μια συναρπαστική αρμονία γλυκού και ντελικάτου κρέατος, με ένα πολύ ιδιαίτερο άρωμα και γεύση που λιώνει στο στόμα, μια πλούσια και τρυφερή γεύση πολύ διαφορετική απ’ όλες τις άλλες που εκπλήσσει οποιονδήποτε δοκιμάσει για πρώτη φορά.
Το φθινόπωρο του 1977, στο King οf Prussia, σε ένα φιλήσυχο προάστιο της πόλης που «σου ανταποδίδει την αγάπη» όπως λένε οι Αμερικάνοι, ο Τζο “Jellybean” Μπράιαντ, τοπικός ήρωας με τους τεράστιους Philadelphia 76ers του Τζούλιους Έρβινγκ, του Νταγκ Κόλινς, του Τζορτζ Μακγκίνις και όλης εκείνης της ομάδας που το 1977 είχε φτάσει στους τελικούς του ΝΒΑ εναντίον του Πόρτλαντ, είχε βγάλει την οικογένεια για φαγητό σε ένα από τα ακριβά και fancy εστιατόρια της πόλης
Ο Τζο, συνοδευόμενος από την έγκυο σύζυγο Παμέλα και τις δυο μικρές κόρες του, κάθισε στο καλύτερο τραπέζι του μαγαζιού, πήρε τον κατάλογο στο χέρι και σταμάτησε σε ένα πιάτο που δεν είχε ξαναδεί μήτε είχε ξανακούσει.
Έχοντας φοιτήσει στο σκληρό πανεπιστήμιο του La Salle διέθετε την κλασσική, καθολική παιδεία που βασίζεται στο σεβασμό και στη γνώση, και δεν δίστασε να φωνάξει τον υπεύθυνο του εστιατορίου για να του εξηγήσει περισσότερα πράγματα για αυτό το “wagyu” που είναι φτιαγμένο από “kobe beef”.
O μετρ ευγενικά εξηγεί μέσες άκρες αυτά που διαβάσατε στον πρόλογο, ο Τζο πείθεται, παραγγέλνει το kobe κι όταν σκάει στο στόμα του αυτή η μοναδική έκρηξη γεύσης είναι ξετρελαμένος και με το κρέας και με την ιστορία που σέρνει πίσω του.“Let’s name him Kobe, Pam. Yeah Kobe, like this unique piece of meat”, αποκρίνεται στην έκπληκτη Παμέλα απέναντί του.
Λίγο η εκκεντρικότητα, λίγο ο εντυπωσιασμός από την ιαπωνική κουλτούρα, πιο πολύ όμως αυτή η υπέροχη ιστορίας που θα διηγούνταν στο παιδί τους, παρακίνησαν τους Μπράιαντ να ονομάσουν όντως εκείνο το παιδί με το όνομα μιας ποικιλίας βοδινού κρέατος από την Άπω Ανατολή: να το πουν Kobe.
Στις 23 Αυγούστου του 1978, στο τέλος ενός πολύ θερμού καλοκαιριού για την ανατολική Πολιτεία της Pennsylvania, στον πέμπτο όροφο του Mercy Hospital, κλαίει για πρώτη φορά ο Kobe, το τρίτο παιδί της οικογένειας, o πολυπόθητος γιος για τον “Jellybean”.
Ήρθε στον κόσμο «σημαδεμένος», πριν καν δει το πρώτο φως της ημέρας και «καταδικασμένος» να είναι ξεχωριστός, όπως το όνομά του.
Η περιπλάνησή της ζωής του, το ταξίδι του, είχε και θα έχει μέσα του πάντοτε μια μπάλα του μπάσκετ.
Γιος μπασκετμπολίστα με καριέρα στο ΝΒΑ, ταξίδια εντός κι εκτός ΗΠΑ, διαφορετικές κουλτούρες, μια ολόκληρη ζωή γεμάτη μπάσκετ.
Δεν ήταν καν τριών όταν κολλούσε το πρόσωπό του στην οθόνη για να δει τον πατέρα του να παίζει μπάσκετ.
Η οικογένεια είχε μετακομίσει στο Σαν Ντιέγκο, ο Τζο είχε υπογράψει μετά τους 76ers στους Clippers, ήταν ένας αναλογικά για την εποχή μέτριος power-center, στα μάτια του γιου του όμως ήταν σούπερ ήρωας.
Η Παμέλα, η μάνα του, ορκίζεται ότι ο μικρός σταματούσε να κλαίει κάθε που τύχαινε να δείχνει μπάσκετ η τηλεόραση, λειτουργούσε για εκείνον περίπου όπως τα κινούμενα σχέδια.
Προσπαθούσε να μιμηθεί κινήσεις με τα χέρια του, ήταν μαγεμένος από την πορτοκαλί μπάλα και τα κόλπα των ηρώων του μαζί της.
Η οικογένεια δεν στέριωσε ούτε στην Καλιφόρνια, μετακόμισε ξανά στο Χιούστον, ο Τζο όμως δεν βρίσκει πατήματα ούτε στους Rockets.
Όταν λαμβάνει τη μεγάλη απόφαση να αφήσει το ΝΒΑ και τις Η.Π.Α. για να ξενιτευτεί στην Ευρώπη, ο μικρός Kobe είναι μόλις 6 ετών.
Το πολιτισμικό σοκ της αλλαγής από το Τέξας στο Rieti είχε μια τρομερή επιδραστικότητα στο νεότερο μέλος της οικογένειας Μπράιαντ.
Στην ηρεμία της κεντρικής Ιταλίας, ο πιτσιρικάς εξελίσσεται στη μασκότ της «μικρής» Sebastiani και η οικογένεια βρίσκει το λιμάνι της.
Οι Μπράιαντ προσαρμόζονται αμέσως στη μεσογειακή κουλτούρα, αφομοιώνουν τον ιταλικό τρόπο ζωής, λατρεύουν τοπία, συνήθειες, πολιτισμό, τα πάντα.
Ο Τζο και σαν βετεράνος θα βρει δουλειά, μετά τη Sebastiani υπογράφει στη Nazarena, στη Reggio Calabria, λατρεύει και λατρεύεται όσο λίγοι στο Ρήγιο της Κάτω Ιταλίας, μια πόλη με τεράστια ιστορία και πολλές αναφορές στη «Μεγάλη Ελλάδα» ακόμα και μέχρι τις μέρες μας.
Ο μικρός μεγάλωνε σε ιδανικό περιβάλλον και ταυτόχρονα η φύση έδειχνε ότι είχε φροντίσει να τον προικίσει με πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Ψηλόλιγνος κορμός, μεγάλα άκρα, σωματότυπος πολύ μακριά από το μέσο Αφροαμερικανό.
Σε συνδυασμό με τις λεπτές γραμμές στο πρόσωπο, ο Kobe από την προεφηβεία «είχε κάτι» το εξωτικό επάνω του, κάποια χαρακτηριστικά του παρέπεμπαν ακόμα και στην Άπω Ανατολή, θαρρείς και το όνομά του επαληθεύτηκε στην όψη του.
Στη Nazarena που θρονιάστηκε ο πατέρας του και έγινε τοπικός ήρωας, θα ξεκινήσει να παίζει μπάσκετ σε ομαδικό επίπεδο και ο μικρός Kobe.
Δεν έπαιζε με μέσον, δεν τον έβαζαν να παίξει επειδή ήταν ο γιος του αστέρα της ομάδας. Ήταν καλός, πολύ καλός για την ηλικία του, γι’ αυτό και προβιβάστηκε αμέσως στην ομάδα με τα μεγαλύτερα παιδιά.
Ήταν σε τέτοιο βαθμό καλός που οι γονείς των υπόλοιπων παιδιών διαμαρτύρονταν στον πρώτο του προπονητή, τον Di Fazio, ότι «το αμερικανάκι κοροϊδεύει τα παιδιά τους με τα κόλπα του, τα κάνει να αισθάνονται άχρηστα και γυρνάνε σπίτι κλαμένα».
Ο Kobe στην Ιταλία αποκτά «ευρωπαϊκό αέρα», μπορεί οι κινήσεις του μπασκετικά να παραπέμπουν στο κλασσικό παιδί του Αμερικανού star της ομάδας, στις συνήθειές του όμως εκτός παρκέ δεν είναι καθόλου «γιάνκης».
Εκλεπτυσμένο γούστο, μεσογειακό ταμπεραμέντο, ιταλικές διατροφικές συνήθειες, ευρωπαϊκό, ιταλικό ύφος και στυλ.
Ακόμα και το κούρεμά του δεν είναι το χαρακτηριστικό μοδάτο κούρεμα των αφροαμερικανών της εποχής, αντικατοπτρίζει την κουλτούρα που αναβλύζει γύρω του.
Στο μεταξύ, ο Τζο διάγει τις πιο χρυσές μέρες της καριέρας του, μετά τη Reggio έρχεται η Pistoia, πιο μετά η Reggiana, η οικογένεια Μπράιαντ λατρεύεται και λατρεύει την Ιταλία.
Ο πατέρας του Kobe θα ανακηρυχθεί δύο φορές mvp του ιταλικού All Star Game, θα επιτύχει ρεκόρ καριέρας με 69 πόντους σε ένα παιχνίδι, θα τελειοποιήσει τομείς του παιχνιδιού του που ως ρολίστας στο ΝΒΑ δεν θα μπορούσε να βελτιώσει ποτέ.
Παντού τον ακολουθεί το πεινασμένο βλέμμα του γιου του που στο σχολείο λέει και ξαναλέει στους συμμαθητές του ότι θα γίνει μπασκετμπολίστας και μάλιστα καλύτερος από το μπαμπά του.
Όταν μπαίνει στην εφηβεία, ο μικρός «παρεκκλίνει» του πατρός, θαυμάζει και ξεπατικώνει κινήσεις του Magic που έχει φέρει επανάσταση στο μπάσκετ.
Όπως όλοι, έτσι κι ο Kobe είναι μαγεμένος από το showtime των Lakers, από τις no look πάσες και τα ζογκλερικά του Magic και του αρέσει να παίζει στην περιφέρεια και όχι μέσα στη ρακέτα.
Το 1991, που ο πατέρας του κλείνει το κεφάλαιο Ιταλία, ο Kobe μιλάει άπταιστα ιταλικά, σκέπτεται ιταλικά, τρώει και συμπεριφέρεται ιταλικά.
Μόνο στο μπάσκετ ακολουθεί το δικό του μονοπάτι, εκεί έχει αναπτύξει μια πάρα πολύ έντονη ατομικότητα, ήδη από τα 13 του χρόνια αισθάνεται ο καλύτερος, αναζητά το ένας εναντίον ενός, ψάχνει στην πρώτη ευκαιρία το σουτ, νιώθει το πρώτο βιολί της ομάδας.
Ο μικρός υπηρετεί τη δική του μπασκετική κοσμοθεωρία που θα αποδειχθεί και θετική και αρνητική σε ολόκληρη την καριέρα του.
Μετά το σύντομο πέρασμα από τη Mulhouse στη Γαλλία, η οικογένεια Μπράιαντ, επιστρέφει στην Αμερική.
Κοντά μια δεκαετία στην Ευρώπη, σχεδόν όλα τα παιδικά χρόνια του Kobe πέρασαν σε όλες τις άκρες της μπότας.
Ο Τζο στα 38 κλείδωσε τα παπούτσια στο φοριαμό, κρέμασε τη φανέλα και αποφάσισε να ασχοληθεί με την προπονητική.
Η οικογένεια επέστρεψε στα περίχωρα της Philadelphia, επί της ουσίας ξεκίνησε ξανά από την αρχή.
Έμειναν στο Ardmore, ένα γραφικό προάστιο της πόλης, ο Kobe πήγε σχολείο στο τοπικό (και ταπεινό) Lower Merion High School και από το παιδί του μεγάλου σταρ της τοπικής κοινωνίας, έγινε απλώς ο γιος ενός παλιού ρολίστα των Sixers.
Η απότομη προσγείωση του έκανε καλό, τον πείσμωσε, τον εξανάγκασε να βελτιώσει βασικούς τομείς του παιχνιδιού στους οποίους υστερούσε.
Το σουτ του έγινε με τον καιρό πιο σταθερό, αν και εξακολουθούσε να σουτάρει πολύ περισσότερο από όσο του επέτρεπε το παιχνίδι.
Είχε ήδη ψηλώσει αρκετά, με τα 195 εκατοστά του και κυρίως τα φυσικά του προσόντα και την πλαστικότητα των κινήσεων κέρδισε σύντομα το σεβασμό και την εμπιστοσύνη προπονητών και συμπαικτών, παρά την έφεση στο «δικό του» ατομικό μπάσκετ.
Στο Highschool, θα κάνει καταπλητικά πράγματα. Από τη freshman σεζόν του, ανακηρύχθηκε rookie της χρονιάς με απλησίαστα νούμερα: 31 πόντοι, 10.4 ριμπάουντ, κάθε παιχνίδι ήταν κι ένα ατέλειωτο οne man show.
Κάθε σεζόν είναι και καλύτερος σε ατομικό επίπεδο, ψηφίζεται παίκτης της χρονιάς, όλος ο κόσμος αρχίζει να ανακαλύπτει τον επόμενο superstar, τον «επόμενο Τζόρνταν», όπως ήταν η μόνιμη επωδός της εποχής.
Το ρεκόρ νικών του Merion High στην τετραετία Kobe είναι ένα τρομακτικό 77-13, ο ίδιος σπάει και το καταραμένο ατομικό ρεκόρ πόντων του μεγάλου Γουίλτ Τσάμπερλαιν στη South Pennsylvania, η Αμερική μιλάει για εκείνον και δεν έχει βγάλει ακόμα το λύκειο.
Όλες οι Η.Π.Α. περιμένουν το παιδί θαύμα, τα media αδημονούν για τον επόμενο μεγάλο, το κοινό διψάει για νεαρούς «που σπάνε το pattern», παρακάμπτουν το american way με το κολλέγιο και στοχεύουν απ’ ευθείας στο ΝΒΑ.
Μεγάλο ρόλο στην απόφαση του Kobe να δηλωθεί στο draft, θα παίξει ο Κέβιν Γκαρνέτ και η φρενίτιδα του 1995.
Την επόμενη χρονιά, ο Kobe δεν έχει καν κλείσει τα 17, όταν επιλέγεται στο #13 του draft από τους Charlotte Hornets. Ο μύθος λέει ότι ο θρυλικός Τζέρι Γουέστ, φρόντισε σε ένα δοκιμαστικό στο pre-draft να βάλει απέναντι στον αναιδή πιτσιρίκο τον Μάικλ Κούπερ σε ένα ιστορικό «μονό», όπως αποδείχτηκε αργότερα.
Ο μικρός διέλυσε τη μέση και τα γόνατα του Κούπερ κι ανάγκασε το μεγάλο Τζέρι να θυσιάσει τον Βλάντε Ντίβατς για να πάρει το draft pick από τη Charlotte.
O Kobe, όπως ήταν φυσιολογικό για ένα παιδί της ηλικίας του, τρελάθηκε. Στις πρώτες του δηλώσεις μετά το μεγάλο deal, θα πει το ιστορικό “once a Laker, always a Laker”, εξευρωπαΐζοντας ακόμη και το ίδιο το ΝΒΑ που ήταν παντελώς άμαθο σε φανατισμούς και συναισθηματισμούς ανάλογου ύφους.
Στην ηλικία των 18 ετών και 72 ημερών, ο Kobe Bean Bryant γίνεται ο νεότερος (τότε) παίκτης στην ιστορία του ΝΒΑ.
Με μια μικρή γκρίνια από τον τότε κομισάριο της λίγκας Ντέηβιντ Στερν, διότι «παρακάμφθηκε η γραμμή παραγωγής μέσω κολλεγίων».
Ο πανούργος όμως κομισάριος ήξερε πολύ καλά ότι η ανάγκη να βρεθεί «ο επόμενος», ήταν επιτακτική για να έχει συνέχεια η διαρκής και αδιάλειπτη ανάπτυξη του πρωταθλήματος και συνεπώς και των οικονομικών μεγεθών.
Η «πιάτσα» του L.A. είναι η ιδανικότερη δυνατή, το «παιδί θαύμα» ο ιδανικός εκκολαπτόμενος star, την ιδανικότερη στιγμή.
Στη rookie σεζόν του, αλλάζει τον Έντι Τζόουνς, το κοινό διψάει για τον arrogant πιτσιρίκο που είναι πιο ατομιστής απ’ όσο χρειάζεται «αλλά κι ο Τζόρνταν έτσι ξεκίνησε».
Οι Λιμνάνθρωποι ωστόσο είναι πολύ μακριά από την ομάδα που θα καταδυναστεύσει τη λίγκα, αποκλείονται στον πρώτο γύρο των playoffs, ο «μικρός» τελειώνει με 7.6 μ.ο., οι οποίοι όμως την αμέσως επόμενη σεζόν διπλασιάζονται.
Η σύγκριση με τον Τζόρνταν από κοινό και media είναι τόσο συχνή που καταντάει κουραστική: ο Kobe κερδίζει το διαγωνισμό καρφωμάτων (ο νεότερος στην ιστορία), ψηφίζεται και συμμετέχει στο All Star Game (και πάλι ο νεότερος στην ιστορία) το 1999, χαρίζει θέαμα και είναι μια μηχανή που σκοράρει και καρφώνει.
Η ελαστικότητα στις κινήσεις του πραγματικά θυμίζει κάτι από Air, είναι όμως τόσο άκαιρη η σύγκριση που καταλήγει άδικη και για τους δύο.
Ο Kobe είναι ακόμη παιδί, μπορεί να αιτιολόγησε την επιλογή του να παρακάμψει το κολλέγιο με διάφορες δικαιολογίες, δεν ωρίμασε ποτέ όμως πριν μπει να πολεμήσει στο μπάσκετ των ενηλίκων, στο μπάσκετ που μετράει.
Κι αν στην κανονική περίοδο μπορούσε να κάνει «τα δικά του», στα playoffs που το πράγμα σοβάρευε απότομα, η προσαρμογή ήταν πάρα πολύ δύσκολη.
Γίνεται ηλίου φαεινότερον ότι και ο ίδιος ο Kobe ξεπατικώνει κινήσεις του Air, επιλέγει χαρακτηριστικά plays του Τζόρνταν, κάνει καρμπόν προσεγγίσεις στο παιχνίδι, όπως εκείνη την προστασία στο post με το λύγισμα της μέσης.
Στη «λειψή» λόγω του lock out σεζόν του millenium, ξεκινά βασικός και στα 50 παιχνίδια, εκείνο το καλοκαίρι όμως θα πραγματοποιηθεί η κομβικότερη αλλαγή της ίδιας του της καριέρας.
Ο Φιλ Τζάκσον συμφωνεί και υπογράφει με τους Lakers, θέτει σε ισχύ το τελευταίο του μεγάλο project που πλην Μπράιαντ, έχει ως κορωνίδα την εφαρμογή της τριγωνικής επίθεσης του τεράστιου Τεξ Γουίντερ και κυρίως την απόκτηση του φαινομένου Σακίλ.
Είναι η μεγαλύτερη διαφορά σε σχέση με τους Bulls, το δίδυμο Kobe-Shaquille είναι από τα τρομακτικότερα δίδυμα κοντού-ψηλού στην ιστορία του ΝΒΑ.
Ο ίδιος ο Kobe δουλεύει πάρα πολύ ακόμα και στην off season, αυξάνει το μυϊκό του όγκο, προπονείται ακατάπαυστα για να γίνει ο επόμενος βασιλιάς.
Οι μνήμες του Τζόρνταν είναι νωπές, ο Air εξακολουθούσε να εκθέτει κόσμο ακόμα και λίγο πριν τα 40 με την ελαφριά φανέλα των Wizards.
Ο Μπράιαντ στα 22 δείχνει πιο ώριμος, πιο έτοιμος, πιο συγκεντρωμένος, πιο προσηλωμένος, πιο πεινασμένος.
Το L.A. κλείνει με 67 νίκες την κανονική περίοδο, το mvp καταλήγει στον Shaq, ο Μπράιαντ θα μιλήσει στον έβδομο τελικό της περιφέρειας εναντίον του Portland με τρομερά νούμερα: 25 πόντοι, 7 ασίστ, 11 ριμπάουντ, 4 τάπες.
Από την πρώτη κιόλας σεζόν, το «ζεν» του Φιλ δείχνει να του ταιριάζει γάντι.
Το 4-2 εναντίον των Pacers του μεγάλου Ρέτζι Μίλερ φέρνει τον τίτλο στην Καλιφόρνια μετά από δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Και ήταν μόνο η αρχή.
Η επόμενη σεζόν είναι η απόλυτη αποθέωση, ίσως η καλύτερη στην εποχή Shaq-Kobe στο L.A..
Οι Lakers θα χάσουν μόνο ένα παιχνίδι στα play offs, εκείνο από τον μοναδικό Άιβερσον σε ένα τρομακτικό ένας εναντίον όλων του θρύλου Allen I.
Υποκλίθηκαν οι Blazers, οι Kings, οι Spurs, ο Kobe έκλεισε με 29.4 πόντους, 7.3 ριμπάουντ, 6.1 ασίστ και ο Shaq μετά το δεύτερο δαχτυλίδι και το back2back, δηλώνει σε ζωντανή μετάδοση ότι ο Kobe είναι το #1 σε ολόκληρο το ΝΒΑ.
Οι ειδικοί όμως ακόμα διαφωνούν: «δεν είναι καν clutch player, δεν έχει καν κρίνει τελικό». Θα το κάνει την αμέσως επόμενη σεζόν και παρά τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό των haters.
Ο Μπράιαντ του πλαστικού παρκέ στη Reggio Calabria, στα 23 του χρόνια φοράει ήδη τρίτο δαχτυλίδι, παίρνει το τρίτο O’Brien Trophy σπίτι του.
Στο έβδομο ματς με τους τρομερούς Kings των Κρίστι, Μπίμπι, Ντίβατς και του «δικού μας» Πέτζα, ο Kobe θα γίνει και clutch player.
Οι τελικοί με τους Nets είναι ένα αστείο μπροστά σε εκείνη τη συγκλονιστική σειρά με το Sacramento.
H πρόκληση πια ήταν το 4 στα 4, «αυτό που δεν έκανε ούτε ο Τζόρνταν».
Παρά τις σαραντάρες και το ατέλειωτο σκορ (ειδικά το Φεβρουάριο δεν είναι απλώς on fire αλλά κάτι περισσότερο) στους τελικούς της περιφέρειας με το San Antonio, δεν υπάρχει αντίδοτο στον Γκρεγκ Πόποβιτς.
Οι Spurs, σε έξι παιχνίδια, σφουγγίζουν το όνειρο των Lakers, την προσωπική νέμεσι του ίδιου του Μπράιαντ που πλέον δεν αισθάνεται ότι έχει να αποδείξει οτιδήποτε σε οποιονδήποτε.
Και συν τοις άλλοις, έρχεται και «εκείνη η νύχτα στο Colorado».
Χρήζει ξεχωριστής αναφοράς εκείνη η κατηγορία για το βιασμό της 19χρονης, είναι μια ιστορία πολύ σκοτεινή, πολύ ασαφής, πολύ σύνθετη για να είναι είτε αληθινή είτε ψεύτικη.
Το Cordillera Lodgeand Spa στο Edwards του Colorado είναι ένα μεσαιωνικού ρυθμού resort στις παρυφές της κοιλάδας του Vail Beaver Creek.
Εκείνο το απόγευμα κυλάει ράθυμα, σχεδόν βασανιστικά, το ξενοδοχείο είναι σχεδόν άδειο, μόνον τέσσερις από τις 56 πολυτελείς σουίτες είναι κλεισμένες.
Την πέμπτη θα την ζητήσει και θα την κλείσει ένα ταξιδιωτικό γραφείο για λογαριασμό κάποιου κυρίου “Javier Hernandez”.
Ο διευθυντής και η υπάλληλος στην υποδοχή του resort, μετά από μια ανταλλαγή email, αντιλαμβάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά και δέχονται ένα τηλεφώνημα και από τη διάσημη κλινική Steadman-Hawkins στο Vail, στο οποίο ενημερώνονται ότι στην πόλη βρίσκεται incognito o Kobe για μια επέμβαση στο γόνατο.
Μπαίνουν ψύλλοι στ’ αυτιά της receptionist που αποφασίζει να κάνει υπερωρίες, περιμένοντας τον «κύριο Fernandez» και δεν σχολάει στη συνηθισμένη της ώρα.
Κατά τις 10 το βράδυ, εμφανίζονται δύο θεόρατοι τύποι, εύκολα αναγνωρίσιμοι για κάποιον φανατικό του μπάσκετ: είναι ο Μάικ Ορτίθ και ο Τζο Κάρλσον, οι σωματοφύλακες του Kobe, ο οποίος φορώντας μια λευκή φόρμα με κουκούλα και γυαλιά ηλίου, τους ακολουθεί από απόσταση.
Η υπάλληλος τον αναγνωρίζει αμέσως, μαζεύεται όλο το προσωπικό, ο Kobe υπογράφει αυτόγραφα, δείχνει ευδιάθετος παρόλο που «η μυστική επιχείρηση» στέφθηκε με πανηγυρική αποτυχία.
Η receptionist ήταν πολύ όμορφη και ο παντοτινός θαυμαστής του ωραίου φύλου Μπράιαντ ήταν αδύνατον να αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη.
Οι λιγοστοί πελάτες επιβεβαιώνουν ότι οι δυό τους φλέρταραν ανοιχτά, ότι αστειεύονταν για το τατουάζ της κοπέλας, ένα ζευγάρι θαμώνων κατέθεσε ότι τους είδε ακόμα και να φιλιούνται.
Είναι το τελευταίο περιστατικό που αποδέχονται και οι δύο πλευρές, στο εξής όλα υπόκεινται στην ερμηνεία του δικαστηρίου.
Την 1η Ιουλίου, η receptionist τηλεφωνεί στην αστυνομία, δίνει πολύωρη κατάθεση στο σπίτι της μητέρας της στη Σερίφη του Eagle County, Μάρσα Ριτς και στον ντετέκτιβ Νταγκ Γουίντερς.
Ισχυρίζεται ότι ο Μπράιαντ την κακοποίησε σεξουαλικά και κατόπιν τη βίαζε για περίπου ένα πεντάλεπτο, πριν την υποχρεώσει να πλυθεί σχολαστικά και να αφήσει το δωμάτιό του.
Η κοπέλα εξετάζεται στο ομοσπονδιακό νοσοκομείο και πράγματι διαφαίνονται κάποια τραύματα στη γενετήσια περιοχή που παραπέμπουν σε υποχρεωτική τέλεση σεξουαλικής πράξης.
Ο -παντρεμένος τότε- Μπράιαντ ασφαλώς αρνείται τα πάντα, καταθέτει ότι απεναντίας με την κατάθεσή της, η κοπέλα τον παρέσυρε σεξουαλικά και εκείνος όταν τα πράγματα «ξέφυγαν» δεν έκανε πίσω.
Οι λεπτομέρειες των καταθέσεων είναι άκρως ακατάλληλες, παραπέμπουν σε πορνογραφία και στην αδηφάγο Αμερική των media προκάλεσαν τεράστιο σάλο.
Ξέσπασε ένα δαιδαλώδες σκάνδαλο, ενεπλάκη η σύζυγος του Kobe, τα παιδιά του, οι Η.Π.Α. χωρίστηκαν στα δύο και όλα τα συμπαρομαρτούντα.
Γεγονός είναι ότι με εκείνη την ιστορία πληγώθηκε βάναυσα η δημόσια εικόνα του αθλητή και ειδώλου Μπράιαντ, για πράγματα που η Αμερική δύσκολα συγχωρεί.
Αφ’ ενός, η φυσική παραδοχή του ότι απατούσε τη γυναίκα του κατ’ εξακολούθηση στην άκρως πουριτανική αμερικανική κοινωνία και αφ’ ετέρου η ανατριχιαστική περιγραφή του σχετικά με τη σεξουαλική πράξη και τις απαιτήσεις του, σόκαραν τις Η.Π.Α. και μετέτρεψαν την υπόθεση στην πιο πολύκροτη υπόθεση από τα χρόνια της δίκης του O.J. Simpson.Ο Μπράιαντ συνελήφθη, η υπόθεση έλαβε ρατσιστικές προεκτάσεις, αφού η κοπέλα ήταν πιο λευκή από Λετονή που δεν την έχει δει ποτέ ο ήλιος και πιο ξανθιά και από τη Μέριλιν, ενώ και η κίνηση του Kobe να δωρίσει ένα δαχτυλίδι τεσσάρων εκατομμυρίων δολαρίων στη γυναίκα του, θεωρήθηκε ex officio αποδεικτικό ενοχής.
Η δίκη έγινε στην αίθουσα Δικαστηρίου του Eagle, μια αίθουσα 22 καθήμενων, στην οποία υπήρχαν μέσα και πέριξ αυτής πάνω από 500 άτομα, στην πλειοψηφία τους ρεπόρτερς και κάμερα-μεν.
Ο άτεγκτος δικαστής Τέρι Ράκριγκλ απήγγειλε την κατηγορία που επέσυρε ποινή από τέσσερα χρόνια έως ισόβια για τον super star του ΝΒΑ, ενώ όλες οι Η.Π.Α. παρακολουθούσαν τη διαδικασία με κομμένη την ανάσα.
Ο Μπράιαντ υπέπεσε σε πολλές αντιφάσεις κατά τις καταθέσεις του, από τα πραγματικά στοιχεία συνάγεται ωστόσο ότι η πράξη τελέστηκε εν μέρει κοινή συναινέσει.
Η στρατιά δικηγόρων του Μπράιαντ μετέρχεται μιας ερμηνείας του rape shield law, ενός νόμου που περιορίζει την ικανότητα εισαγωγής αποδεικτικών στοιχείων ή διασταυρώνει τους καταγγέλλοντες βιασμού σχετικά με τη σεξουαλική τους συμπεριφορά στο παρελθόν και απαγορεύει τη δημοσίευση της ταυτότητας ενός θύματος βιασμού.
Οι δικηγόροι ωστόσο δεν έμειναν μόνον εκεί.
Μετά από σωρεία πανάκριβων εξετάσεων dna, κατάφεραν να αποδείξουν στο δικαστήριο ότι η κοπέλα, τουλάχιστον 15 λεπτά πριν τη συνουσία με τον Μπράιαντ, είχε σεξουαλική επαφή και με άλλον άνδρα, ο οποίος ήταν λευκός.
Η κοινή γνώμη είδε ξανά με συμπάθεια τον Kobe, οι κατηγορίες στο ποινικό μέρος εκπίπτουν, αλλά οι δικηγόροι της κοπέλας ασκούν νέα αγωγή «για στρες κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας που οδήγησε σε νευρικό κλονισμό».
Ο Μπράιαντ αποδέχεται τις κατηγορίες χωρίς δεύτερη κουβέντα (έχοντας αποφύγει τις ποινικές κυρώσεις), αποζημιώνει γενναιόδωρα την κοπέλα και συν τοις άλλοις εκδίδει και δελτίο Τύπου, διά του οποίου ζητά επανειλημμένως συγνώμη από το θύμα (όπως αναφέρει ο ίδιος), την οικογένειά της, τους θαυμαστές του, τη δική του οικογένεια.
Κανείς δεν ξέρει με ασφάλεια τι συνέβη εκείνη τη νύχτα στο Colorado, ακόμη και σήμερα η κοινή γνώμη των Η.Π.Α. δεν έχει αποφασίσει με ποιου το μέρος είναι το δίκαιο, εάν ο Μπράιαντ είναι αθώος ή ένοχος.
Υπεισέρχεται η θολή κρίση αφ΄ενός επειδή επρόκειτο για διάσημο αθλητή και αφ’ ετέρου επειδή η υπόθεση ουδέποτε παρουσιάστηκε ως είχε από τα αδηφάγα media και την «κίτρινη» μανία των -κατά τα άλλα πουριτανών- Αμερικανών.
Ο Kobe, μετά από εκείνο το συμβάν, κλείστηκε ακόμη περισσότερο στον εαυτό του, το παιχνίδι του έγινε ακόμη πιο ατομικό, παρόλο που οι Lakers τον έκαναν να αισθανθεί «βασιλιάς» και τον επέλεξαν αντί του Shaquille και για την επόμενη μέρα του franchise.
Ο ίδιος έμοιαζε να λειτουργεί εντελώς αυτόνομα μέσα στο παρκέ, να τον ενδιαφέρουν μόνο τα νούμερα και η υστεροφημία του, έβγαζε έναν θυμό και μια ανάγκη αυτοεπιβεβαίωσης μέσω της πορτοκαλί μπάλας, πολύ ακραίας και δύσκολα ψυχολογήσιμης.
Χρειάστηκε χρόνο για να αφήσει πίσω την πολύ δύσκολη προηγούμενη περίοδο, το 2006 σταθεροποιήθηκε στους 27 πόντους μ.ο., η ομάδα ωστόσο έμεινε εκτός playoffs μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια.
Ο ίδιος, βέβαια, είχε κερδίσει το μεγαλύτερο παράσημο πόντων στην καριέρα του, με τους 81 εναντίον των Raptors στις 22 Ιανουαρίου του 2006, αλλά η προσέγγισή του στο παιχνίδι είχε αλλάξει πάρα πολύ.
Θρυλείται πως είχε μελετήσει τον ρόλο και των υπόλοιπων συμπαικτών του στην πεντάδα για να κρίνει ο ίδιος εάν κάνουν τη σωστή επιλογή στον σωστό χρόνο και πότε πρέπει να πασάρουν σε αυτόν.
Εν ολίγοις, μιλάμε για τη «σκοτεινή εποχή του», περίοδο όπου ο Μπράιαντ χωρίς τον Shaquille, έδειχνε να μην έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν, πλην του εαυτού του.
Μπορεί να ήταν πολύ elegant αλλά ήταν και «ποζεράς» ταυτόχρονα, κόπιαρε αβυσσαλέα τον Τζόρνταν χωρίς να τον ενδιαφέρει πια, αδικούσε το ταλέντο του με τον ατομισμό και την εμμονή στα δικά του νούμερα, με αποτέλεσμα να ζημιώνει την ομάδα.
Ευτυχώς, το 2008 βγήκε από το τούνελ και επήλθε η αναγέννηση.
Μη δίνετε σημασία στο γεγονός ότι και την προηγούμενη σεζόν έχει ανακηρυχθει mvp, σκοράροντας 35.4 μ.ο., οι αριθμοί δεν λένε πάντα την αλήθεια.
Η αναγέννηση ήρθε τρόπον τινά με «επιστροφή στην Ευρώπη».
Ο ερχομός του Πάου Γκασόλ στο Los Angeles ήταν θείο-δώρο, η μεσογειακή αύρα του Ισπανού ήταν το έναυσμα για μια δεύτερη καριέρα, για μια σταδιακή επανάκτηση της εμπιστοσύνης στο ίδιο το παιχνίδι και εν τέλει στην ενθρόνισή του στην κορυφή του ΝΒΑ.
Δεν είναι τυχαίο ότι σκόραρε λιγότερο και το τρόπαιο του πρωταθλητή επέστρεψε στην Καλιφόρνια.
Ούτε είναι συμπτωματικό ότι ο καθαγιασμός ήρθε την αμέσως επόμενη σεζόν με θύματα κατά σειρά Houston, Denver, Utah και εν τέλει τους Magic.
Εκείνοι οι τελικοί ήταν οι καλύτεροι της καριέρας του, το πρωτάθλημα ήταν το «πιο γλυκό» όπως θα το χαρακτηρίσει ο ίδιος, μετά από μια συγκλονιστική σειρά επτά αγώνων εναντίον των Celtics.
Γκασόλ και Αρτέστ είναι οι υπαξιωματικοί του, οι συμπαίκτες που ξενακέρδισαν την εμπιστοσύνη του και μας χάρισαν τον Kobe των καλών φεγγαριών.
Στην αναζήτηση για το έκτο δισκοπότηρο το 2010, ξεπέρασε και τον μέχρι τότε ανυπέρβλητο Τζέρι Γουέστ στην κορυφή των σκόρερ όλων των εποχών για τους Lakers, αλλά -παρά την πολύ ώριμη σεζόν- τον σταμάτησαν στους τελικούς οι Mavericks.
Στο μεταξύ, κατακτά ένα όνειρο καριέρας με την “Redeem Team” παρέα με Γουέηντ και Λεμπρόν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008 στο Πεκίνο (θα το ξανακάνει σαν «βετεράνος» το 2012 στο Λονδίνο) με το χρυσό μετάλλιο να αποτελεί εξαγνισμό και καθαρτήριο μια ολόκληρης «σκοτεινής» περιόδου, όχι τόσο στα νούμερα όσο στον ψυχισμό του.
Ομόφωνα ανακηρύσσεται mvp του All Star Game, πανηγυρικά κάνει την είσοδό του στο (πολύ) κλειστό club των top 5 σκόρερς στην ιστορία του ΝΒΑ ξεπερνώντας τον άλλοτε διόσκουρο Shaq, οι διακρίσεις είναι συνεχείς και ατέρμονες.
Αυτό που του λείπει είναι το επόμενο δαχτυλίδι και κάνει τα πάντα για να το κατακτήσει.
Θα τον σταματήσει ο καταπληκτικός Ντουράντ στους ημιτελικούς της περιφέρειας το 2012.
Παρά τον ερχομό και την πολύτιμη βοήθεια του Στιβ Νας και του Ντουάιτ Χάουαρντ, το δαχτυλίδι δεν ήρθε.
Ο ίδιος ήταν κάτι περισσότερο από συγκινητικός, τραυματίστηκε, επέστρεψε σε χρόνο ρεκόρ, στα 35 έμοιαζε με έφηβο.
Το ματς εναντίον των Raptors, εκείνο με τα τρία «αδύνατα» εύστοχα σουτ τριών πόντων, είναι από τα highlights της καριέρας του, το κάρφωμα της παράτασης μέσα από θεούς και δαίμονες είναι το δείγμα του μεγαλείου του, το ταλέντο του ξεδιπλωμένο και γυμνό στα μάτια θαυμαστών και επικριτών, οι οποίοι -όσο περνούν τα χρόνια- γίνονται ολοένα και λιγότεροι.
Ο τραυματισμός θα φόβιζε και ένα νεαρό παιδί στο ξεκίνημα, θα λύγιζε και τον πιο δυνατό χαρακτήρα, ο Kobe όμως υποσχέθηκε ότι θα επιστρέψει. Και επέστρεψε. Με περισσότερη θέληση από πριν, αφού έλιωσε στο γυμναστήριο, στα βάρη, στο φυσιοθεραπευτήριο.
Πάλεψε σαν rookie στις προπονήσεις με τους συμπαίκτες του, κυρίως μόχθησε να κερδίσει τη δυσπιστία όσων τον θεώρησαν ξοφλημένο.
Παρά το γεγονός ότι οι Lakers, λόγω λάθος επιλογών και διοικητικής ασυναρτησίας δεν λάμπουν όσο στην ένδοξη ιστορία τους, ο Kobe, με 15 συναπτά χρόνια στο Los Angeles, είναι ο ζωντανός θρύλος της ομάδας, ένας El Cid που έμοιαζε νεκρός, αλλά αναστήθηκε.
Τον Δεκέμβριο του 2014, ξεπέρασε και την Αυτού Μεγαλειότητα στον πίνακα των σκόρερς όλων των εποχών, ο Τζαμπάρ, ούτως ή άλλως ήταν άπιαστος, ο Καρλ Μαλόουν δύσκολα προσεγγίσιμος.
Πλέον, ο κόσμος έδειχνε να τον έχει καταλάβει, είτε τον λάτρευε είτε τον μισούσε, σίγουρα δεν τον λόγιζε «αδιάφορο».
Ο Τζόρνταν κάποτε είπε “he wants it so bad, that he’s willing to go to the extremes” – «το θέλει τόσο πολύ που έχει τη θέληση να το φτάνει στα άκρα» και έχει απόλυτο δίκιο.
Έτσι ήταν ο Kobe. Έπαιζε ένα πολύ extreme μπάσκετ, κυνηγώντας κάτι που μόνον ο ίδιος είχε προσδιορίσει.
Ήταν το όνειρό του;
Ένα ακόμη πρωτάθλημα;
Οι δαίμονές του;
Τα προσωπικά ρεκόρ;
Κανείς δεν ξέρει.
Δύσκολο να είναι κανείς αντικειμενικός μαζί του, ακόμα πιο δύσκολο να τον κατατάξει εκεί που ανήκει.
Σταμάτησε το 2016 και η ιστορία δεν έχει ακόμα αποφασίσει που και με ποιους θα μπει ο Kobe, γιατί το νόμισμα έχει δύο όψεις.
Όσο είναι ο πρώτος σκόρερ της ιστορίας των Lakers, άλλο τόσο είναι και αρνητικός ρέκορντμαν των άστοχων σουτ στην ιστορία του ΝΒΑ.
Ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό λεύκωμα “The Mamba Mentality: How I Play”, το οποίο δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2018, αποφεύγει να απαντήσει για τη θέση που του ανήκει στην ιστορία.
Έχει δίκιο, είναι νωπές οι μνήμες από τότε που σταμάτησε και δύσκολο να κριθεί ακριβοδίκαια ακόμα.
Γενικότερα, έχω την αίσθηση ότι και πολλά χρόνια θα εξακολουθεί να τον συνοδεύει η διχογνωμία για το αν ανήκει στο πάνθεον ή το πάνθεον ανήκει σε εκείνον, απλούστατα διότι το κυνήγησε όσο κανείς άλλος στη σύγχρονη ιστορία του μπάσκετ και «αυτοπιστοποιήθηκε».
Και το Kobe για να πιστοποιηθεί και να αποκτήσει το πολυθρύλητο «Σύμβολο του Αυτοκράτορα» με το σήμα του χρυσάνθεμου, πρέπει να πληροί δέκα χρυσούς κανόνες.
Ο Kobe τους κανόνες τους ξεγέλασε.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Γιώργος Λιμνιάτης: «Το μάθημα του Κόμπι»
Κόμπι Μπράιαντ, η εκτυφλωτική νοοτροπία του «τίποτα δεν πάει χαμένο»…
Θρύλοι, όπως ο Κόμπι Μπράιαντ, δεν πεθαίνουν ποτέ…
«Ο Κόμπι μου έδωσε τη μπάλα! Ο Κόμπι!»
Η Σαμπρίνα Ιονέσκου παίζει για τις ρίζες της, τις γυναίκες και τον Κόμπι