Τα περισσότερα παιδιά ή βάζουν γκολ με τα πόδια ή βάζουν καλάθι με τα χέρια. Εγώ διάλεξα να βάζω γκολ με τα χέρια.
Και πήγα εκεί συνειδητά. Ή μάλλον συνέχισα εκεί συνειδητά.
Ξεκίνησα στο σχολείο να παίζω ποδόσφαιρο.
Εγώ είμαι μεγαλωμένος δυτικά στη Θεσσαλονίκη, Νεάπολη, Συκιές. Εκεί είναι τα μέρη μου. Εκεί, ο ΒΑΟ διοργάνωνε κάθε χρόνο τουρνουά χάντμπολ μεταξύ των Δημοτικών σχολείων.
Όταν έκανε ομάδα το δικό μου σχολείο, δήλωσα συμμετοχή.
Έπαιξα και με διάλεξαν στην ομάδα και συνέχισα σε δυο ταμπλό. Ήμουν και στην ομάδα ποδοσφαίρου και σε αυτή του χάντμπολ.
Κάποια στιγμή και οι δυο προπονητές μού μίλησαν και μου είπαν ότι θα πρέπει να διαλέξεις μια από τις δυο ομάδες.
Πολλές φορές είχαμε κοινή ώρα προπονήσεις αλλά και αγώνες και δεν πήγαινε άλλο. Ήταν και το σωστό δηλαδή, θα γινόταν κάποια στιγμή.
Και επέλεξα το χάντμπολ. Μου άρεσε πολύ η σωματική εμφάνιση, ο δυναμισμός του αθλήματος, η εναλλαγή στο σκορ. Μου άρεσε, αφομοιώθηκα.
Από το σχολείο άρχισαν να με καλούν στα κλιμάκια, στις Εθνικές και τότε ήταν που άρχισα να κάνω όνειρα.
Στην εποχή που ήμουν πιτσιρικάς δεν είχαμε το ίντερνετ να τρελαινόμαστε με διάφορα πράγματα.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν να μπορέσω να κατέβω στην Αθήνα, διότι εκεί ήταν οι καλές ομάδες, όπως ο Πανελλήνιος και ο Δούκας, οι οποίες πρωταγωνιστούσαν και στην Ευρώπη.
Δούλεψα πολύ, διότι είχα στόχο να πηγαίνω κάθε χρόνο και καλύτερα.
Τελικά, έφτασα να κατέβω στην Αθήνα το 2005 για τον Αθηναϊκό.
Ήταν η στιγμή που μπήκε το μικρόβιο για την Ευρώπη. Εκεί που είπα ότι θα κάνω ό,τι μπορώ για να βγω “έξω”.
Στα ταξίδια με τον Αθηναϊκό είδα τον τρόπο με τον οποίον σε άλλες χώρες αντιμετώπιζαν το χάντμπολ και είπα «αυτό θέλω να το ζήσω».
Το μικρόβιο μπήκε, όταν πήγαμε με την Εθνική ομάδα στην Ισπανία, στην Αλμερία, για τους Μεσογειακούς Αγώνες.
Ήταν τότε που ερωτεύτηκα την πόλη και την Ισπανία γενικότερα.
Τότε έγινε στόχος όχι απλά να πάω στο εξωτερικό αλλά να πάω στην Ισπανία.
Το 2006 μια διαμάχη της Ομοσπονδίας με τον Αθηναϊκό έφερε την αναστολή του τμήματος. Όλα παγώνουν και δεν ξέρω τι να κάνω.
Γύρισα Θεσσαλονίκη και ήμουν στα χαμένα. Ψαχνόμουν…
Και, από το πουθενά, ένας Σέρβος τερματοφύλακας, ο οποίος έπαιζε στον Πανελλήνιο, με πήρε τηλέφωνο και με ρώτησε «θες να παίξεις Ισπανία»; Είπα «ναι» με το που το άκουσα. Δεν ρώτησα τίποτε άλλο.
Κλείσαμε το τηλέφωνο, μετά από λίγο μου ήρθε μήνυμα ότι μου έκλεισαν εισιτήρια και την επόμενη μέρα έφυγα.
Δε με κρατούσε τίποτα. Ούτε μισή δεύτερη σκέψη.
Μετά την Ισπανία, είχα 12 χρόνια στον ΠΑΟΚ.
Γεμάτα χρόνια. Με τίτλους, με γεμάτα γήπεδα, με πάθος, με τρέλα, με, με, με, αλλά αυτά τα δυο χρόνια στην Ισπανία όλα αυτά δεν τα φτάνουν.
Νομίζω ότι δεν μπορώ να το περάσω αυτό που έζησα, όπως το έζησα. Για μένα είναι η απόλυτη εμπειρία.
Στις πρώτες προπονήσεις που πήγα εκεί, πίσω από τον πάγκο ήταν οκτώ άτομα τιμ, να τρέχουν για μας.
Ένιωθες ότι εκεί σε σέβονται ως αθλητή, ότι σέβονται πάνω από όλα το χάντμπολ.
Στην Ισπανία ένιωσα ότι είμαι αθλητής. Δεν έχεις να ασχοληθείς με τίποτε άλλο εκτός από τις προπονήσεις και τα παιχνίδια. Ούτε αν θα βρεις γιατρό, ούτε αν θα πληρώσεις τον γιατρό. Όλα αυτά ήταν λυμένα. Εκεί, υπήρχε και η αναγνωρισιμότητα.
Είχα πάει στην ομάδα του Χιχόν.
Εκεί, μετά την ποδοσφαιρική ομάδα, την Σπόρτινγκ, η έννοια της πόλης ήταν η ομάδα χάντμπολ.
Η τρέλα τους με την ομάδα ποδοσφαίρου είναι το κάτι άλλο.
Στα 200 μέτρα από το γήπεδο ποδοσφαίρου ήταν η έδρα της ομάδας χάντμπολ και στα εντός έδρας το πρόγραμμα ήταν έτσι ώστε, μόλις τελείωνε το ποδόσφαιρο, να είναι ο αγώνας χάντμπολ.
Λίγο πριν ξεκινήσει ο αγώνας μας, άνοιγαν οι πόρτες και έρχονταν όλοι από το ποδόσφαιρο σε εμάς.
Όταν πήγαινα στο μάρκετ, στο περίπτερο, με αναγνώριζαν τα παιδιά. Φώναζαν «ο Έλληνας» και ζητούσαν να βγούμε φωτογραφίες.
Είναι αυτές οι στιγμές που νιώθεις πως είσαι αθλητής. Και όλο αυτό το ζούσα στο χάντμπολ…
Στο Χιχόν έμεινα δυο χρόνια.
Είχα ξεκαθαρίσει στους γονείς μου ότι θα μείνω στην Ισπανία, θα ζήσω εδώ, δεν ήθελα να γυρίσω.
Ήθελα να συνεχίσω να παίζω χάντμπολ στην Ισπανία και, μετά από δυο χρόνια στο Χιχόν, είχα συμφωνήσει να πάω στην Παμπλόνα, στη χώρα των Βάσκων.
Και τότε ίσχυσε το «όταν εσύ κάνεις σχέδια, Κάποιος γελάει»…
Είχα συμφωνήσει για ένα πολύ καλό συμβόλαιο και, μια μέρα πριν έρθει ο μάνατζέρ μου να με πάρει με το αυτοκίνητο για να πάμε στην Παμπλόνα, μου τηλεφωνεί η μητέρα μου: «Ο μπαμπάς είναι στο νοσοκομείο». Εμφανίστηκε πρόβλημα στην καρδιά του.
Ο πατέρας μου έχει αποθήκη ζαχαροπλαστικής με πρώτες ύλες και έπρεπε να μεταβιβάσει το 50% για γραφειοκρατικούς λόγους. Θα έβγαινε μια αναπηρική σύνταξη.
Τα παράτησα όλα και γύρισα στη Θεσσαλονίκη. Ήρθαν όλα ανάποδα.
Όταν γύρισα, εκείνο το καλοκαίρι, έλεγα πως δεν υπάρχει περίπτωση να παίξω.
Ένιωθα τόσο γεμάτος από αυτό που είχα ζήσει στην Ισπανία, ώστε δεν ήθελα να παίξω στην Ελλάδα.
Έλεγα μέσα μου πως το όνειρό μου το έκανα.
Ήταν τότε που ο πατέρας μου μού είπε «αν δεν παίξεις χάντμπολ, θα το έχω τύψεις. Παίξε για μένα». Τότε ήταν που το ξανασκέφτηκα.
Μια μέρα βρεθήκαμε σε ένα καφέ με τον Γρηγόρη Πετρίτη, τον έφορο του ΠΑΟΚ.
«Τι σκέφτεσαι να κάνεις»;
«Τίποτα».
«Θα έρθεις στον ΠΑΟΚ»;
«Θα έρθω».
Έτσι έκλεισε η δουλειά. Σε δυο λεπτά, όπως το ακούς. Ούτε συνεννόηση ούτε συζητήσεις. Μια κουβέντα και τέλος.
Τον πρώτο καιρό έκανα κακό στον εαυτό μου με τον τρόπο με τον οποίον σκεφτόμουν. Και αυτό με πήγε πίσω.
Τι έκανα; Έκανα συνεχώς σύγκριση των όσων είχα ζήσει στην Ισπανία στο χάντμπολ με αυτά που ζούσα εδώ.
Ήταν λάθος μου. Με πήγε πίσω, αλλά κάποια στιγμή το σταμάτησα.
Πλέον τα δυο χρόνια στην Ισπανία έχουν γίνει μια καλή ανάμνηση.
Ο ΠΑΟΚ έγινε ομάδα βήμα-βήμα.
Ο Ερασιτέχνης έκανε συγκεκριμένες κινήσεις με παιδιά όπως εγώ που είχα ξεκινήσει από τον ΒΑΟ, παιδιά από την ΧΑΝΘ, παιδιά που ήδη είχε.
Οι περισσότεροι ήμασταν σε νεαρή ηλικία. Είχαμε έναν ενθουσιασμό που σιγά-σιγά άρχισε να τιθασεύεται. Και μας βγήκε σε καλό.
Τη σεζόν 2008-09 δεν είχαμε κάνει καλό ξεκίνημα. Στα μισά της χρονιάς ήμασταν τέταρτοι ή πέμπτοι. Μας είχαν ξεγραμμένους.
Από τον Ιανουάριο και μετά όλα άλλαξαν.
Δε μ’ αρέσουν καθόλου τα κλισέ, αλλά ήμασταν ένα “τρένο”. Δέσαμε εντός και εκτός γηπέδου. Ήμασταν μαζί στην προπόνηση, βγαίναμε ως παρέα, μαζευόμασταν σε σπίτια όλοι μαζί, δεθήκαμε και στο τέλος καταφέραμε να πάρουμε ένα Πρωτάθλημα που δεν το περίμενε κανένας.
Ήταν η αρχή μιας πορείας 12 ετών στον ΠΑΟΚ.
Μέσα από τον ΠΑΟΚ δεν έκανα φίλους, έκανα αδερφικές σχέσεις. Με αυτά τα παιδιά έχουμε γελάσει, έχουμε κλάψει, έχουμε τσακωθεί στα αποδυτήρια και όλα αυτά μας έδεσαν για πάντα.
Και αυτή η παρέα έγραψε την ιστορία της.
Τα χρόνια περάσανε, αλλά υπάρχει κόσμος που με σταματάει στον δρόμο και μου λέει για τα μεγάλα ματς, για τους τίτλους που πήραμε.
Ξέρουν όλοι τι ομάδα είμαι. Είμαι «γριά», όχι απλώς «γριά», Ηρακλάρα. Δεν το έκρυψα ποτέ. Με ξέρουν όλοι άλλωστε.
Με σταματάνε όμως ΠΑΟΚτσήδες και μου λένε «ρε φίλε, αν και «γριά», τα έδωσες όλα».
Εμένα αυτό μου φτάνει. Ή μάλλον, όχι μου φτάνει, με γεμίζει, τα λέει όλα.
Αυτός ήμουν, λιγότερα δεν θα έδινα ποτέ.
Ο τρόπος με τον οποίον σταμάτησα δεν ήταν αυτός που θα ήθελα.
Θα ήθελα να σταματήσω με κόσμο στο γήπεδο, με έναν τίτλο, αλλά δεν έγινε αυτό.
Η όλη κατάσταση με τον κορωνοϊό τα άλλαξε όλα, τα χρόνια πέρασαν και είπα να σταματήσω την παρουσία μου στον ΠΑΟΚ.
Το χάντμπολ βέβαια δεν το άφησα.
Μένω στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και με πλησίασαν οι άνθρωποι της ΧΑΝΘ. Μου εξήγησαν τι θέλουν και τα βρήκαμε. Τα παιδιά μου είναι στην ακαδημία ποδοσφαίρου της ΧΑΝΘ.
Στην ηλικία μου είναι ένας τρόπος άθλησης, διότι ο κορωνοϊός με πήγε πίσω και σε αυτό.
Πλέον συνεχίζω τη δουλειά που είχε ο πατέρας μου και το χάντμπολ δεν το αφήνω.
Κοιτάζοντας πίσω, αυτό που μου μένει είναι ένα.
Το ταβάνι των ονείρων μας, το ορίζουμε εμείς. Ό,τι και να βρεθεί στον δρόμο σου, θα πρέπει να κοιτάζεις μπροστά. Ο αθλητισμός είναι ένα μεγάλο διέξοδο από τις πολλές παγίδες της εποχής και τα όνειρα σού δίνουν ώθηση να προσπαθείς, να παλεύεις.
Ο Νίκος Κοκκώνης είναι πρώην παίκτης του χάντμπολ.
Επιμέλεια κειμένου: Αντώνης Τσακαλέας
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: