Θα μέναμε μόνο δύο-τρεις μέρες στο Ολυμπιακό Χωριό και θέλαμε να ζήσουμε κάπως την εμπειρία, να πάρουμε “αέρα” Χωριού, πριν φύγουμε για το ξενοδοχείο μας, το οποίο βρισκόταν κοντά στον στίβο των αγώνων.
Δεν είχαμε καν συνειδητοποιήσει πού είμαστε, το καταλάβαμε, όταν μπήκαμε εκεί, και προσπαθούσαμε να τα δούμε όλα, να τα προλάβουμε όλα. Ήταν απίστευτη εμπειρία το να βλέπουμε όλους τους αθλητές όλων των αθλημάτων και χωρών γύρω μας, αν και ακόμη δεν είχε μαζέψει πάρα πολύ κόσμο. Θέλαμε να δούμε με τη Ζωή κάποιους Έλληνες αθλητές, είδαμε πχ τον Πετρούνια, αλλά δεν είχαν φτάσει ακόμη οι περισσότεροι συμπατριώτες μας. Ανταλλάσσαμε με τους ξένους pins και νιώθαμε ένα φιλικό, οικείο, κλίμα. Αλλά, πέραν του κόσμου, ήταν και κάποιες δραστηριότητες που μας προσέφεραν οι διοργανωτές, game rooms, να κατασκευάσουμε δικά μας παγουρίνα, αυτοκόλλητα, τα κάναμε όλα, όσα προλάβαμε δηλαδή.
Όσον αφορά στη ρουτίνα μας, εμείς προσπαθούμε γενικά σε κάθε αγώνα, είτε είναι Ολυμπιακοί είτε Πανελλήνιο Πρωτάθλημα, να κρατάμε την ίδια, αυτή που λειτουργεί για τον καθένα μας και την κρατάμε ως έχει. Έτσι, για εμάς η παραμονή του Τελικού ήταν ένα απλό βράδυ.
Καθόμασταν με τη Ζωή να ξεκουραστούμε, μιλήσαμε λίγο με τους δικούς μας, μιλήσαμε μεταξύ μας και κοιμηθήκαμε. Δεν μπήκαμε στα social, γενικά ως αθλητές το αποφεύγουμε πριν από την κούρσα να μπαίνουμε στους λογαριασμούς μας και να απαντάμε σε μηνύματα, γιατί μας αποσπά κάπως. Κοιμηθήκαμε νωρίς λοιπόν, γιατί θέλαμε να συμπληρώσουμε εννιάωρο, και μπορώ να πω ότι το πήρα σερί, δεν με επηρέασαν το άγχος και η πίεση του Τελικού. Ήμασταν ψύχραιμες, ίσως και γιατί είχαμε πάει με πολύ καλή ψυχολογία και ξέραμε τι πηγαίνουμε να κάνουμε, οπότε θέλαμε απλώς να το απολαύσουμε.
Ξυπνητήρι είχαμε βάλει 06:30-07:00, είχαμε πρωινή προπόνηση πριν από την κούρσα. Είμαστε στα ελαφρά βάρη, οπότε πρέπει να πιάσουμε ζύγιση στα 57 κιλά μέσο όρο, άρα φάγαμε κάτι πολύ ελαφρύ για πρωινό και επιπλέον στην προπόνηση, όπως πάντα, ντυθήκαμε αρκετά καλά, ώστε να χάσουμε κάποια γραμμάρια για τη ζύγιση.
Ήταν ένα μουντό πρωινό, με αέρα και συννεφιά, χωρίς όμως να βρέχει. Γενικά η Γαλλία είχε ένα πολύ ιδιαίτερο κλίμα, όλες τις μέρες που ήμασταν εκεί.
Θυμάμαι, ξύπνησα χαρούμενη, ανυπόμονη και αγχωμένη, πολλά συναισθήματα. Είχαμε συνεννοηθεί και με τη Ζωή ότι δεν θα αγχωθούμε μέχρι την κρίσιμη στιγμή, ότι θα αρχίσουμε λίγο να αγχωνόμαστε πάνω στο ζέσταμα, περίπου μιάμιση ώρα πριν την κούρσα. Πιο πριν το άγχος είναι περιττό και δεν βοηθάει, μετά το χρειαζόμαστε για να γίνει δημιουργικό. Και από τη στιγμή που είδαμε στη ζύγιση ότι ήμασταν καλά στα κιλά, χωρίς κατακρατήσεις κτλ, χαλαρώσαμε.
Πριν από τις κούρσες μάλιστα η καθεμία μας ακούει τη δική της μουσική. Εγώ σε κάθε αγώνα βρίσκω ένα διαφορετικό τραγούδι που το ακούω αρκετές φορές, τραγούδι πιο χαλαρωτικό, γενικά δεν ακούω ραπ ή παρόμοια. Ακούγοντας κάθε φορά το ίδιο, μπαίνω με την ίδια διάθεση και, καθώς βλέπω ότι αυτό λειτουργεί, το συνεχίζω. Στο Παρίσι λοιπόν άκουγα το «People help the people», μου άρεσε το ύφος του.
Όλη τη χρονιά επίσης φορούσα το κομποσκοίνι μου με τον Ταξιάρχη, μάλιστα με τη Ζωή έχουμε και τάμα προσκύνημα στη Μυτιλήνη.
Γούρι-γούρι δεν είχα, ίσως όμως ως γούρι θεωρηθεί το ότι αλλάζω τις λαβές μου. Μου έχουν πει, και από ένα σημείο και μετά άρχισα να το παρατηρώ κι η ίδια, ότι μπορούμε να αλλάξουμε τις λαβές μας στα κουπιά, να βάλουμε καινούργιες για να μην μας γλιστράνε. Εγώ λοιπόν σε κάθε αγώνα άλλαζα τις λαβές μου για να σκέφτομαι ότι «δεν υπάρχει περίπτωση να μου γλιστρήσουν και να έχω κάποιο θέμα», είναι καθαρά ψυχολογικό.
Στην κούρσα μπήκαμε με τη Ζωή με την τακτική να κρατήσουμε δυνάμεις, σε αντίθεση με το 2023 που φεύγαμε πολύ γρήγορα το πρώτο 1000άρι και μετά μας έπιαναν οι αντίπαλες. Αλλάξαμε πολύ την τακτική μας και τον τρόπο προπόνησής μας, προσπαθούσαμε να φεύγουμε μαζί με τις άλλες και στο δεύτερο 1000άρι να ανεβαίνουμε, οπότε κάπως έτσι δούλεψε και στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Μας είχε βγει το φορμάρισμα πολύ καλά και είδαμε κιόλας ότι μέχρι τα 1.000μ. ήμασταν καλά, αρκετά ανάλαφρες και όχι τελείως “πεθαμένες”, κάτι που είναι και ο σκοπός άλλωστε. Είδαμε ότι μπορούσαμε να πιάσουμε τις Νεοζηλανδές στα 800-600μ. πριν τον τερματισμό και είπαμε «ή τώρα θα φύγουμε ή δεν θα μπορέσουμε να τις πιάσουμε», μετά θα μπορούσαν να αντιδράσουν. Πρέπει όλο αυτό να γίνει νωρίς, ώστε, εάν ο άλλος είναι πιο κουρασμένος από εμάς, να μην έχει την ψυχολογία να αντιδράσει. Το κάναμε και μας βγήκε!
Έχω περάσει πολύ πιο δύσκολες κούρσες, σε σημείο να πρέπει μετά να με κουβαλάνε, αλλά στον Τελικό των Ολυμπιακών Αγώνων δεν ήταν έτσι και αυτό συνέβη, γιατί εκτός των άλλων ήμασταν πολύ καλά φορμαρισμένες.
Ωστόσο, τώρα που το σκέφτομαι, εκείνη την ημέρα είχα ξυπνήσει άρρωστη, με γαστρεντερίτιδα, και κάπως είχα μπει στην κούρσα φοβισμένη, ίσως και γι’ αυτό κάναμε και τόσο μεγάλη αλλαγή στα δεύτερα 1.000μ., καθώς έπρεπε πρώτα να δω αν στα πρώτα αντέχει ο οργανισμός μου. Ε, αφού είδα ότι μου έβγαινε, το κάναμε με τη Ζωή.
Στις συνεντεύξεις μετά όμως οριακά στεκόμουν όρθια, δεν έβλεπα μπροστά μου, ζαλιζόμουν, μου έφερναν νερά για να μείνω όρθια, είχα ανεβάσει πυρετό, στο ξενοδοχείο που γύρισα είχα 39.1, και χρειάστηκαν τρεις-τέσσερεις μέρες για να συνέλθω.
Δεν ξέρω μετά από αυτό το μετάλλιο, μετά από αυτήν την επιτυχία, τι μπορεί να “σημαίνω” για το νησί μου, τη Λέσβο. Και γενικότερα δηλαδή δεν έχω συνειδητοποιήσει ακόμη τι έχουμε κάνει. Πάντως, όταν ανέβηκα στο βάθρο, δεν μπορώ να το εξηγήσω ακριβώς, αλλά τα συναισθήματά μου ήταν πολύ περίεργα. Το πιο έντονο συναίσθημα ήταν η υπερηφάνεια.
Όταν φέρνω ένα μετάλλιο και έχω κοντά μου τους γονείς μου, τους ανθρώπους που αγαπάω, τους προπονητές μου, τους ανθρώπους δηλαδή που με νοιάζονται περισσότερο, πάντα νιώθω αλλιώς. Ήξερα ότι όλοι αυτοί με έβλεπαν και το ζούσαν μαζί μου. Αυτό με χαροποιούσε πιο πολύ απ’ όλα, όχι το γεγονός ότι πήρα το μετάλλιο.
Κάποια στιγμή μάλιστα, όταν είχα κάνει ένα τατουάζ, το χέρι του Θεού και του ανθρώπου, μου είχε πει η μητέρα μου ότι «το δεύτερο, εάν προκριθείς στους Ολυμπιακούς, θα είναι οι Ολυμπιακοί κύκλοι».
Άκουγα λοιπόν τη μάνα μου να ουρλιάζει και να κλαίει από τις κερκίδες, ήταν συγκλονιστικό!
Την άκουσα κυρίως στις απονομές, γιατί μέσα στην κούρσα δεν καταλαβαίναμε και πολλά. Μόνο σε μια περίπτωση άκουσα τον πατέρα μου που έβγαλε μια κραυγή, ήταν η μόνη φορά που άκουσα κάποιον δικό μου να φωνάζει έτσι.
Έχω αλλάξει κάποιες φορές ζευγάρι, έχω αγωνιστεί πχ και με την Ευαγγελία. Δεν θέλω να περιαυτολογώ, αλλά θεωρώ ότι προσαρμόζομαι πολύ καλά σε αυτόν που έχω μπροστά μου, γι’ αυτό και θεωρώ ότι είμαι καλό “2άρι”. Ποτέ δεν βάζω κάποιες διαφορές πάνω από τα αγωνιστικά και προσπαθώ πάντα να προσαρμοστώ, γιατί ουσιαστικά αυτή είναι η δουλειά του αθλητή που είναι στο “2”, να κάνει αυτό ακριβώς που κάνει το “1”. Και όσο καλύτερα το κάνει το “2άρι” τόσο καλύτερα θα πάει η βάρκα.
Οπότε έχω μάθει, όποιον και να έχω μπροστά, ό,τι και να έχει συμβεί, να πηγαίνω όσο καλύτερα μπορώ μαζί του, γιατί έτσι θα έρθει το αποτέλεσμα.
Πλέον όμως το σκιφ ελαφρών βαρών δεν θα είναι Ολυμπιακό αγώνισμα, οπότε τόσο εγώ προσωπικά όσο και η Εθνική Ελλάδος δεν θα εστιάσουμε σε μη Ολυμπιακά αγωνίσματα. Θα προσπαθήσω λοιπόν, όσο μπορώ, απ’ τα 57 κιλά να ανέβω στις βαριές κατηγορίες και να αντεπεξέλθω εκεί. Στόχος μου είναι να φτάσω στα 65 κιλά, τα οποία είναι αρκετά για το σώμα μου, κάτι όμως που δεν είναι εύκολο να το καταφέρω, καθώς θέλω να τα χτίσω μυικά, έτσι ώστε να με βοηθάνε.
Επίσης, οι βαριές αθλήτριες έχουν πάνω από 1.80 ύψος και πάνω από 80 κιλά βάρος, ενώ εγώ έχω 1.70 ύψος. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε κάποιο μειονέκτημα, παραμένουμε ανταγωνιστικές.
Η κωπηλασία μού αρέσει, γιατί είναι ελευθερία. Όταν μπαίνω στη βάρκα, φεύγουν όλα μου τα προβλήματα και νιώθω ότι κάνω μόνο αυτό που αγαπάω. Προφανώς και υπάρχουν οι δύσκολες στιγμές κατά τις οποίες μπορεί να είμαι πολύ κουρασμένη και να έχω σκέψεις που δεν είναι και πολύ θετικές.
Όταν όμως κάνουμε κάτι που αγαπάμε τόσο πολύ για τόσο μεγάλο διάστημα και χωρίς να έχουμε χάσει την αγάπη μας γι’ αυτό, χτίζεται μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα σε εμάς και το ίδιο το άθλημα.
Εξαιτίας της κωπηλασίας μάλιστα, έχω παγώσει και τις σπουδές μου στην Ιατρική. Όταν τελειώσω όμως με τις υποχρεώσεις του πρωταθλητισμού, θα την ακολουθήσω, πάντα μου άρεσε να γίνω γιατρός, δεν ξέρω ακριβώς ειδικότητα, αλλά σκέφτομαι να το συνδυάσω με τον αθλητισμό.
Και εν πάση περιπτώσει, στη ζωή λέμε ««τραβάω κουπί» για κάτι που είναι πολύ δύσκολο. Ο θεατής μπορεί να βλέπει μόνο τα επτά λεπτά που διαρκεί μια κούρσα κωπηλασίας και να μην καταλαβαίνει πόσος πόνος υπάρχει από πίσω. Λόγω αυτής της μεγάλης δυσκολίας λοιπόν έχει προκύψει το «τραβάω κουπί».
Και δεν είναι μόνο θέμα πόνου, είναι κάτι παραπάνω, είναι θέμα αντοχής και θέλησης.
Η Μηλένα Κοντού είναι Χάλκινη Ολυμπιονίκης στην κωπηλασία.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: Παρίσι 2024 | Η ελληνική κωπηλασία τραβάει σωστά τα κουπιά
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Στέφανος Ντούσκος: Ζώντας Ένα Θαύμα
Ευαγγελία Αναστασιάδου: Κωπηλασία, το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής μου