Είναι μια πρόκληση να γράψει κανείς για τον Λάρι Μπερντ.
Κρύβει παγίδες συναισθηματικού και ρητορικού χαρακτήρα, ελλοχεύει ο κίνδυνος ρουστίκ έως αγοραίων αναφορών, ειδικότερα σε όσους δεν είναι υποτυπωδώς συνδεδεμένοι με το μύθο και την τροχιά που διέγραψε στα χρόνια που μεσουρανούσε.
Χρειάζεται μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση, λιγότερο ελκυστική αλλά ειλικρινής και με την αύρα της δικής του στάσης απέναντι στη ζωή την ίδια, η οποία ήταν γεμάτη οξύμωρα.
Το οξύμωρο, σύμφωνα με την ανάλυση του σχήματός του, συνίσταται στη συντακτική ένωση μεταξύ δύο αντιφατικών όρων, έτοιμων να συγκλίνουν στην ίδια οντότητα.Το αποτέλεσμα που εξάγεται είναι αυτό ενός φαινομενικού παραδόξου, όπως η “εκλογικευμένη τρέλα”.
Ο Λάρι δεν ήταν το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος.
Παραμένει όμως το μοναδικό ελκυστικό ασχημόπαπο που πάτησε ποτέ παρκέ, και μάλιστα όχι οποιοδήποτε αλλά εκείνο το “σταυρωτό” και ακανόνιστα τακτοποιημένο του παλιού Boston Garden.
Είναι ιστορικό και αθλητικό καθήκον και πάνω απ’ όλα ηθική υποχρέωση να εξηγηθεί στις νεότερες γενιές που μεγαλώνουν με το σύγχρονο και “εξωστρεφές” ΝΒΑ η σημασία του συγκεκριμένου ανθρώπου στη θεμελίωση του ίδιου του οικοδομήματος.
Ο Λάρι, δια μέσου της αντιπαλότητάς του με τον Μάτζικ, άλλαξε τα πάντα και ενήργησε σαν κινητήριος μοχλός της οριστικής εξόδου του μπάσκετ από τον δικό του σκοτεινό Μεσαίωνα.
Ο αντίκτυπος του Μπερντ στην ηθική και τεχνική αναγέννηση ενός από τα πλέον αναγνωρίσιμα και επιτυχημένα brands των καιρών μας μπορεί να συγκριθεί μόνον με την καλύτερη εποχή του Λεονάρντο Ντα Βίντσι.
Το γεγονός ότι κανείς μέχρι σήμερα δεν αποφάσισε να δημοσιεύσει ή δεν φρόντισε να απεικονίσει τον Βιτρουβιανό Άνθρωπο με τα χαρακτηριστικά του ξανθού βλαχαδερού τύπου με το «33» των Σέλτικς, εκλαμβάνεται απλώς ως εγκληματική αμέλεια ή -αν προτιμάτε- υπολανθάνουσα αμάθεια.
Γι’ αυτό, στο παρόν κείμενο θα μπουν τα πράγματα στη θέση τους.
Τέλη της δεκαετίας του ’70. Το ΝΒΑ έχει μόλις απορροφήσει το παραπαίον και δίχως οικονομικούς πόρους ΑΒΑ, προκειμένου να δοθεί μια τελευταία ευκαιρία στο άθλημα με την πορτοκαλί μπάλα.
Το ΑΒΑ, παρά το γεγονός ότι οικτίρετο και ειδικά στην Ελλάδα το γνωρίζουν και έχουν ασχοληθεί μαζί του μόνον οι επαΐοντες, ήταν μια πρωτοποριακή λίγκα γεμάτη ιδέες και νεωτερισμούς, πολλούς από τους οποίους βλέπουμε ακόμη και σήμερα.
Εκείνη την εποχή το “προϊόν” μπάσκετ ήταν φτωχό, οι σούπερ σταρ ήταν άγνωστοι στο ευρύ κοινό και το άθλημα απευθυνόταν σε ολίγους εκλεκτούς που θεωρούντο “εξειδικευμένο φίλαθλο κοινό” και αναμφίβολα πολύ μακριά από τα δεδομένα του σήμερα.
Ακόμα και οι τελικοί του Πρωταθλήματος δεν πουλούσαν, μεταδίδονταν σε μαγνητοσκόπηση, τα κλειστά γέμιζαν με πολύ μεγάλη προσπάθεια και τα χρήματα στο τραπέζι ήταν αυτά που ήταν, λίγα και ατάκτως διανεμημένα.
Η δέσμευση που απαιτείτο από τον φανατικό θεατή ήταν ανάλογη μια κλειστής σέχτας με πολύ απαιτητικά κριτήρια και απέναντι σε αυτό το μικρό και φανατικό κοινό δέσποζε μια “παρασιτική” παρουσία πρωταγωνιστών, η οποία εγκόλπωνε τις ενοχές μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Σε μια Αμερική που εξακολουθούσε να προβληματίζει και να προβληματίζεται από τις ταξικές εντάσεις και μια κοινωνία που προσπαθούσε να έλθει αντιμέτωπη με τη σταδιακή αντίληψη και διεκδίκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ένα άθλημα «afro», όπως το αποκαλούσαν οι περισσότεροι, ήταν πολύ μακριά από τις προτεραιότητες της πολυπληθούς μεσαίας τάξης.
Με λίγα λόγια, η αμερικανική κοινωνία εκείνη την εποχή βρισκόταν σε μια ξέφρενη αναζήτηση ενός μόνιμου κέντρου βάρους, ενός σταθερού άξονα που θα της επέτρεπε να ισορροπήσει στις ενοχές της.
Αυτό που απαιτείτο, για να βγουν οι ΗΠΑ από το limbo των μετατραυμάτων του Βιετνάμ και του ρατσισμού, ήταν ένα μεγάλο σοκ, μια ανώμαλη μετάβαση με φρέσκα, νέα πρόσωπα γεμάτα αισιοδοξία και θετικισμό.
Στις περισσότερες βαλτωμένες κοινωνίες, αυτό το «σοκ» το προσφέρει μια τεχνητή αντιπαλότητα, ένας διαχωρισμός που επί της ουσίας ενώνει.
Στην αφροαμερικάνικη μήτρα του μπάσκετ έπρεπε με κάθε τρόπο να βρεθεί ένα λευκό αντίπαλο δέος, μια φιγούρα πιστευτή, ταλαντούχα και άκρως ανταγωνιστική, η οποία θα έδινε και στο ΝΒΑ την ώθηση για να πάψει να απασχολεί ολίγους. Κι αυτή η φιγούρα βρέθηκε και μάλιστα εκτός ΝΒΑ.
Το παιχνίδι που άλλαξε τον ρου της ιστορίας του ΝΒΑ δεν ήταν ένα παιχνίδι ΝΒΑ. Είπαμε, η αφήγηση είναι και θα είναι γεμάτη οξύμωρα.
1979, Σολτ Λέικ Σίτι, τελικοί NCAA, Michigan State εναντίον Indiana. Ψυχρές, απόλυτες φράσεις στην αφήγηση, στην πραγματικότητα πρόκειται για το πρώτο κεφάλαιο της Παλαιάς Διαθήκης του μπάσκετ.
Ακολούθησαν δεκάδες παρόμοιες μάχες εκείνου του θαύματος που ήταν ο Ίρβιν «Μάτζικ» Τζόνσον με το ξανθό, αντιτουριστικό αγόρι από την Indiana.
Μόνο που εκείνον τον καιρό το ξανθό αγόρι είχε πάρει από το χέρι ένα μικρό και άσημο Πανεπιστήμιο με ανύπαρκτη μπασκετική παιδεία και ιστορία και το είχε συμπαρασύρει μέχρι το σημαντικότερο παιχνίδι του εθνικού πανεπιστημιακού συστήματος μπάσκετ.
Αναλογιστείτε τα μεγέθη και τις δυνατότητες του ανθρώπινου είδους τού τότε, συνυπολογίστε την ανύπαρκτη τεχνολογική εξέλιξη, τη μηδενική ικανότητα μετάδοσης της πληροφορίας και φτιάξτε νοητά το σενάριο μιας ταινίας.
Ο Λάρι τότε ήταν 22 χρόνων, είχε-δεν είχε αρθρώσει πάνω από εκατό λέξεις μπροστά σε μικρόφωνο -και μάλιστα τις περισσότερες ανόρεχτα και από υποχρέωση- κι όμως η ζωή του έμοιαζε με βετεράνου.
Από πού είχε ξεφυτρώσει εκείνο το ωχρό, άξεστο και ψηλό παιδί;
Οι περισσότεροι βιάστηκαν να τον αποκαλέσουν σύγχρονο Τομ Σόγιερ, έμοιαζε ξένος με το άθλημα, παράταιρος, αταίριαστος. Ήταν αργός, δεν είχε αθλητικά προσόντα, το στυλ του ήταν παλιομοδίτικο, η αύρα του περίεργη, απόμακρη, “ακατάλληλη”.
Ένα τέτοιο παιδί μπορούσε να έχει μεγαλώσει μόνο στο φτωχό και αγροτικό Midwest, στον τόπο που οι αγρότες αφήνουν τον ιδρώτα τους ολημερίς στο χωράφι και το βράδυ διασκεδάζουν παίζοντας με τα παιδιά τους στην αυτοσχέδια μπασκέτα της “πίσω αυλής”.
Ο Λάρι στην “πίσω αυλή” έμενε με τις ώρες. Στην αρχή έριχνε σουτάκια, μετά δοκίμαζε να σουτάρει και από πιο μακριά, πιο μετά χωρίς ισορροπία, στο τέλος με κάποιον φανταστικό αντίπαλο να τον εμποδίζει.
Ξεκινούσε το απόγευμα και τον έπαιρνε η νύχτα, στα τελευταία σουτ καταλάβαινε πότε ευστοχούσε μόνο από τον ήχο που έκανε το διχτάκι, όταν το διαπερνούσε η μπάλα.
Η υπόλοιπη ζωή του δεν είχε τίποτε το πρωτότυπο, απολύτως καμία αξιοσημείωτη αναφορά.
Μια πολυπληθής αγροτική οικογένεια στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών, στη μικρότερη Πολιτεία των Ηπειρωτικών ΗΠΑ, με έξι παιδιά και δυο γονείς που πάσχιζαν να γεμίσουν το τραπέζι μέρα με τη μέρα. Μια ζωή σκληρή, δύσκολη, μονίμως ανηφορική.
Δεν υπήρχε άλλος τρόπος κι άλλη ζωή στο Φρεντς Λικ, μόνον αυτή ήταν.
Ο πατέρας του, ο Τζο, ένας βετεράνος του πολέμου στην Κορέα, βράδυ παρά βράδυ κυνηγούσε τους δαίμονές του με ένα μπουκάλι στο χέρι, δάγκωνε την ψυχή του και έψαχνε παρηγοριά στη δυστυχία του.
Ακρογωνιαίος λίθος της οικογένειας ήταν η μητέρα, η Τζόρτζια. Όταν ο Τζο χάθηκε στο αλκοόλ, η γυναίκα το πάλεψε μόνη της με τρεις δουλειές, πριν αποφασίσει ότι η μόνη λύση είναι να πάρει τα παιδιά και να απομακρυνθεί από τον γενναιόδωρο αλλά προβληματικό σύζυγο.
Ο Λάρι συναίνεσε, γιατί μέσα του ήξερε, πλην όμως ποτέ του δεν κατόρθωσε να απομακρυνθεί από τον πατέρα του.
Ακόμα κι όταν μετακόμισαν με τη μάνα και τ’ αδέρφια του, επέστρεφε να δει τον Τζο, περνούσε να αλλάξει έστω δυο κουβέντες, να κλέψει ένα φευγαλέο χάδι, έναν καλό λόγο.
Μέχρι που μια μέρα γύρισε στο πατρικό και είδε τον Κλοντ Τζόζεφ «Τζο» Μπερντ, τον πατέρα του, σωριασμένο και πλημμυρισμένο στο αίμα του. Οι δαίμονες τον είχαν νικήσει κι ο Τζο άρπαξε το τουφέκι και έδωσε το τέλος μόνος του.
Ο Λάρι αντέδρασε με τον μοναδικό τρόπο που γνώριζε από μικρός. Κοντοστάθηκε, έβγαλε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε το δρόμο του.
Και ο μοναδικός δρόμος που βγάζει κάπου στην Ιντιάνα είναι το μπάσκετ.
Στην αρχή, τα μεγαλύτερα αδέρφια του τον πήραν στο ψιλό, στις οικογενειακές μάχες έτρωγε ανελέητο ξύλο. Και πραγματικό και ψυχολογικό. Πάντοτε όμως επέμενε.
Όταν τ’ αδέρφια του επέστρεφαν σπίτι και στις δουλειές τους, ο Λάρι έμενε στο γηπεδάκι για να σουτάρει. Ξανά. Και ξανά. Και ξανά.
Προϊόντος του χρόνου, είχε κι αυτή την αίσθηση του ανθρώπου που αντιλαμβάνεται ότι βελτιώνεται, αυτό το μοναδικό συναίσθημα της συνειδητοποίησης ότι ο κόπος δεν πάει χαμένος και φέρνει αποτέλεσμα.
Ήξερε ότι πια είχε γίνει καλός, πολύ καλός για να το παρατήσει. Αντιλαμβανόταν ότι είχε ταλέντο, ήξερε όμως ότι, χωρίς να το εξασκήσει, χωρίς ατέλειωτες ώρες προπόνησης και επανάληψης, το ταλέντο θα τον αφήσει και θα σβήσει.
Προπόνηση, ατέλειωτες ώρες προπόνηση.
Μέσα σε μια διετία το συμπαθητικό παικτάκι του Spring Valley High School έγινε ο καλύτερος παίκτης, εκείνος που τον χαιρετούσε όλο το σχολείο.
Κι όταν η μοίρα τού επέστρεψε ένα μέρος των οφειλομένων και ψήλωσε απότομα, τότε κατάλαβε ότι θα γίνει μπασκετμπολίστας.
Σε έξι μήνες είχε ξεπεράσει τα 2μ., πλέον διέθετε και το σημαντικότερο συστατικό για να παίξει μπάσκετ. Το ύψος. Ήταν στην Γ’ Λυκείου, στην κρισιμότερη καμπή για να σχεδιάσει το φιλμ της ζωής του.
Η φήμη του ξεπέρασε πολύ γρήγορα το Φρεντς Λικ, στην Πολιτεία ταξίδευε ο μύθος του ξανθού αγοριού που αγωνίζεται με ευχέρεια και στις πέντε θέσεις και μάλιστα με την ίδια αποτελεσματικότητα.
Πιστέψτε με, όταν καθιερώνεται μια φήμη μπασκετικού ταλέντου σε μια Πολιτεία όπως η Ιντιάνα, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι βρισκόμαστε ενώπιον κάτι πολύ εξαιρετικού.
Η Ιντιάνα είναι μια Πολιτεία που ζει (ζούσε) και αναπνέει (ανέπνεε) για το μπάσκετ, το λογίζει σαν θρησκεία, το θεωρεί πολύ πιο σοβαρή υπόθεση απ’ ό,τι πραγματικά είναι.
Εκείνα τα χρόνια το μονοπάτι οποιουδήποτε ξεπερνούσε τα στενά όρια της περιοχής του ήταν προδιαγεγραμμένο. Η κατεύθυνση έγραφε Μπλούμινγκτον, Indiana University, στο βασίλειο του Μπόμπι Νάιτ, ενός από τους καλύτερους -αν όχι του καλύτερου- προπονητές στην ιστορία του κολλεγιακού μπάσκετ.
Το πεπρωμένο του Λάρι ήταν να γίνει Hoosier, να παίξει για τον Μπόμπι και να μετατραπεί στο καμάρι της οικογένειας Μπερντ και ολόκληρου του ταπεινού Φρεντς Λικ.
Μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα.
Η πανεπιστημιούπολη της Ιντιάνα ήταν ό,τι πιο ογκώδες και πολυπληθές είχε αντικρύσει ο Λάρι στη ζωή του. Ένιωσε αμέσως ξένος στην πόλη, ντροπαλός καθώς ήταν, απέτυχε να εξοικειωθεί, δεν ενσωματώθηκε, δεν έκανε φιλίες, δεν εγκλιματίστηκε.
Πριν καν συμπληρώσει 40 μέρες στο Πανεπιστήμιο, μάζεψε τα πράγματά του και επέστρεψε στο Φρεντς Λικ και την ασφάλεια των οικείων του.
Η Τζόρτζια εξεπλάγη, δεν περίμενε ποτέ ο γιος της να παραιτείται, δεν μπορούσε να αποδεχθεί ότι το παιδί της θα χάσει τη μοναδική ευκαιρία στη ζωή του να ξεφύγει από τη μιζέρια και να γίνει επιτυχημένος και κατηρτισμένος ακαδημαϊκά άνθρωπος.
Δεν του μίλησε για βδομάδες, αρνείτο να υποστηρίξει την απόφασή του, πονούσε η ψυχή της να τον βλέπει χαμογελαστό να δουλεύει στον τοπικό Δήμο οδηγώντας το απορριμματοφόρο.
Του Λάρι όμως του άρεσε εκείνη η ζωή, ήθελε τη θαλπωρή της μικρής, κλειστής κοινωνίας, αναζητούσε τη διαφυγή από τα προβλήματα, γύρευε πάντα τα ίδια, οικεία πρόσωπα.
Μέσα του είχε απορρίψει την πιθανότητα να γίνει μπασκετμπολίστας, ήταν ευτυχισμένος, αισθανόταν καλά, ένιωθε έτοιμος για μια ήρεμη, απλή ζωή, χωρίς ευθύνες και προβολείς. Αυτό που δεν ήταν έτοιμο να τον αφήσει όμως ήταν το ίδιο το μπάσκετ.
Ο Μπιλ Χότζες ήταν ένας κλασσικός βοηθός προπονητή σε ένα μικρό Κολλέγιο, το Indiana State, το οποίο βρισκόταν στο Τερ Οτ, μια πόλη σκάρτων 60.000 ψυχών κοντά στο Φρεντς Λικ.
Ο Μπιλ, φορτωμένος με σπουδή και επιμονή, αποφάσισε ότι η αποστολή της ζωής του θα γίνει να πείσει το Λάρι να ξαναπαίξει μπάσκετ.
Ώρες, μέρες, βδομάδες ολόκληρες ο Μπιλ Χότζες επέμενε και περίμενε στωικά το καταφατικό νεύμα του Λάρι όχι για να τον ακολουθήσει αλλά για να καθίσει απλώς να συζητήσει μαζί του την πιθανότητα να εγγραφεί στο ISU και να ξαναπαίξει μπάσκετ.
Ο Λάρι λύγισε, πιο πολύ τον εντυπωσίασε η επιμονή του Μπιλ, το γεγονός ότι ένας άνθρωπος που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του είχε αποκτήσει στόχο ζωής να τον κάνει να ξαναπαίξει μπάσκετ.
Τον πρώτο χρόνο που δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής, όπως όλοι όσοι αποφασίζουν να αλλάξουν Πανεπιστήμιο, προπονητές και συμπαίκτες έτριβαν τα μάτια τους.
Στις προπονήσεις ο Μπερντ ήταν μακράν ο καλύτερος όλων, οι μήνες απραξίας δεν τον είχαν αγγίξει, το διαμάντι μπορεί να ήταν ακατέργαστο, αλλά λαμποκοπούσε όσο κανένα άλλο σε ολόκληρη την Πολιτεία.
Όταν τον Σεπτέμβριο του 1976 ο Λάρι αποκτούσε το δικαίωμα συμμετοχής στους αγώνες, ο Μπιλ Χότζες είχε προβιβαστεί σε πρώτο βοηθό προπονητή και το Indiana State συμμετείχε στη Missouri Valley Conference, την κατηγορία με τις “Σταχτοπούτες”, όπως θα λέγαμε παραβολικά.
Πρωτοετής ο Λάρι “γράφει” 32.8 πόντους, 13 ριμπάουντ και μια κλήση στο National Invitation Tournament (NIT). Δευτεροετής “πέφτει” στους 30 μ.ο. με 11 ριμπάουντ, αλλά το επίπεδο των αντιπάλων είναι πολύ ανώτερο.
Το ταπεινό Indiana State (ISU) δειλά-δειλά μπαίνει στην εθνική κατάταξη, τρυπώνει στο ranking των μεγάλων πανεπιστημίων με τα αξιοζήλευτα προγράμματα. Το οφείλει σχεδόν αποκλειστικά στο ξανθό και άξεστο αγόρι από το Φρεντς Λικ.
Εκεί που γεννιέται ο θρύλος όμως είναι η τρίτη και τελευταία του χρονιά (θυμίζω ότι είχε χάσει την πρώτη εξαιτίας της επιλογής να παρατήσει το χαώδες Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα για να επιστρέψει στο Φρεντς Λικ), όταν ο προπονητής του ISU, Μπομπ Κινγκ, αφήνει τη θέση του στον Μπιλ Χότζες και ο Μπερντ οργιάζει.
Έχει ήδη συμβεί το απροσδόκητο και με μια κίνηση ύψιστης μεσομακροπρόθεσμης σημασίας ο πληρεξούσιος των Μπόστον Σέλτικς, Ρεντ Άουερμπαχ, τον έχει επιλέξει στο νούμερο 6 του draft στη λοταρία του 1978.
Ο Ρεντ ήξερε ότι ο Μπερντ δεν υπήρχε περίπτωση να παρατήσει το Κολλέγιο, αλλά, πείσμων καθώς ήταν, έπεισε τη διοίκηση των Κελτών να “σπαταλήσουν” το draft pick και μια ολόκληρη σεζόν, προκειμένου να χτιστεί η ομάδα γύρω από αυτό το παιδί.
Πιθανόν βέβαια ούτε ο μεγάλος Ρεντ δεν περίμενε το μέγεθος της έκρηξης του Λάρι στην τελευταία του σεζόν στο NCAA. Η χρονιά του Λάρι είναι σχεδόν σουρεαλιστική, παίζει εξωπραγματικό μπάσκετ σε παραφυσικά επίπεδα, κάνει ό,τι μπορεί και ό,τι δεν μπορεί για να κάνει εαυτόν και τους γύρω του καλύτερους.
Κάπως έτσι το απίθανο ISU -από το Τερ Οτ που κανείς δεν βρίσκει στο χάρτη- κάνει 33 (!) συνεχόμενες νίκες και το Φεβρουάριο φιγουράρει αήττητο στην κορυφή της εθνικής κατάταξης.
Σημειωτέον ότι το Indiana State δεν έπεσε από την κορυφή, ούτε όταν τελικά έχασε από το Michigan State στον Τελικό του March Madness. Α ναι, το Michigan State…
Παράδοση, κουλτούρα, ζηλευτά προγράμματα, πόροι, εγκαταστάσεις. Το Michigan State τα είχε όλα, κυρίως όμως διέθετε τον μοναδικό μπασκετμπολίστα που όχι μόνο μπορούσε να κοιτάξει τον Μπερντ στα μάτια αλλά να κρατήσει το βλέμμα σταθερό και να τον νικήσει.
Ο Μάτζικ ήταν μοναδικός, σε εκείνον τον Tελικό είχε και καλύτερους συμπαίκτες και καλύτερη απόδοση και δικαίως οδήγησε το Michigan στην κατάκτηση του τροπαίου.
Ο Λάρι σάρωσε στις ατομικές κατηγορίες, πρώτευσε παντού, αλλά στο μυαλό του όλα έμοιαζαν με παρηγοριά στον άρρωστο.
Χρειάστηκε και πάλι να σηκωθεί, να ανασκουμπωθεί, να πάρει μια βαθιά ανάσα και να πάρει το δρόμο του. Και ο δρόμος του ήταν οι Σέλτικς.
Παρά το γεγονός ότι μιλάμε πιθανότατα για την πιο γνωστή και ιστορική ομάδα ολόκληρου του ΝΒΑ, ο Μπερντ, με τον “επαρχιωτισμό” που τον διακατείχε, δεν γνώριζε πολλά πράγματα για την ομάδα που επέλεξε να επενδύσει επάνω του την ανοικοδόμησή της.
Γενικότερα όμως επρόκειτο για έναν πολύ ιδιαίτερο και sui generis χαρακτήρα.
Ο μύθος λέει ότι ακριβώς το καλοκαίρι που έχει υπογράψει με τους Σέλτικς το ακριβότερο συμβόλαιο ρούκι όλων των εποχών με 3.25 εκατ. δολάρια για πέντε χρόνια, έχει πάει με τους φίλους του να παίξει…σόφτμπολ.
Σε μια χαμηλή μπαλιά, οριζοντιοποιεί το βαρύ κορμί του και καταπλακώνει το δεξί του χέρι. Έχει πέσει άτσαλα και, με παντελή έλλειψη του τι συμβαίνει, σηκώνεται και το θέαμα είναι σοκαριστικό.
Ο δείκτης πλήρως εξαρθρωμένος, σε αφύσικη και απόλυτα οδυνηρή θέση για οποιονδήποτε φυσιολογικό άνθρωπο. Άπαντες παγώνουν, αμέσως το παιχνίδι σταματά και σπεύδουν επάνω του.
Ο Μπερντ δεν είναι χαρακτηριστικό δείγμα ανθρώπινου είδους. Οι πρώτες λέξεις που βγαίνουν από το στόμα του είναι «όχι ρε γαμώτο, μ’ αυτό το χέρι σουτάρω».
Δεν είπε τίποτ’ άλλο, όπως δεν ανέφερε και το συμβάν στο ιατρικό επιτελείο των Σέλτικς, πολλώ δε στον Άουερμπαχ. Αντ’ αυτού, επέστρεψε σπίτι και ξεκίνησε να καλλιεργεί την τρελή ιδέα να γίνει αριστερόχειρας (!) στο μυαλό του.
Λίγες μέρες μετά, με το δάχτυλο ακόμη να έχει εντελώς αντιαισθητική εικόνα αλλά τον πόνο να έχει υποχωρήσει αισθητά, διαπιστώνει ότι και με παραμορφωμένο δάχτυλο μια χαρά εξακολουθεί και λειτουργεί ο μηχανισμός στο σουτ του.
Δεν έπαψε ποτέ να δουλεύει και το αριστερό, σε ολόκληρη τη σταδιοδρομία του ήταν από τους ελάχιστους μεγάλους παίκτες που είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν και τα δυο χέρια, πλην όμως όσοι είχαν την τύχη να προλάβουν να τον δουν πριν από εκείνο το αθώο ατύχημα ορκίζονται ότι ο σουτέρ που γνωρίσαμε ήταν εξαιρετικός.
Ο σουτέρ που δεν γνωρίσαμε και εμφανίστηκε μια σεζόν στο NCAA είναι ο καλύτερος σουτέρ στην ιστορία του αθλήματος, συμπεριλαμβανομένων των σημερινών εξωγήινων τύπων που κυκλοφορούν στα παρκέ του ΝΒΑ.
Σε εκείνη τη φάση της ζωής του, ο Λάρι στο μυαλό του ήταν ένας εξαιρετικός μπασκετμπολίστας κολλεγιακού επιπέδου. Θεωρούσε ότι θα τα καταφέρει στο ΝΒΑ, θα κάνει μια καλή καριέρα, αν βοηθηθεί και από την ομάδα, εξαιρετική.
Αυτό που δεν είχε συνειδητοποιήσει ήταν πως το dna του επέτασσε να ξεχωρίζει μακράν των υπολοίπων, είχε κάποια γνωρίσματα που τον έκαναν μοναδικό και ανεπανάληπτο.
Κάνοντας μια μπασκετική χαρτογράφηση του ταλέντου του, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι δεν πρόκειται για κάποιο εξαιρετικό φυσικό ταλέντο.
Η μητέρα φύση δεν τον προίκισε με εκρηκτικότητα και ταχύτητα, μούσκουλα και άλμα. Απείχε και απέχει παρασάγγας από αυτό που λέμε “θεόσταλτα φυσικά προσόντα”, αφού ούτε το ύψος του ήταν δυσεύρετο ούτε τα άκρα του ιδιαίτερα.
Εκεί που η φύση το παράκανε ήταν στο κρανίο του και στους τόνους μπασκετικής ευφυΐας που απλόχερα του χάρισε.
Η μοναδικότητα του Μπερντ συνοψίζεται σε μια πρόταση. Ο εγκέφαλός του λειτουργούσε στο παιχνίδι σαν να το είχε καταγράψει σε σχήμα πρωθύστερο. Είχε μια τρομερή αντίληψη αυτού που συνέβαινε γύρω του, αλλά πάνω απ’ όλα ήξερε τι θα συμβεί, δευτερόλεπτα πριν συμβεί.
Τέτοια ένστικτα δεν είχαν εμφανιστεί ξανά στο παιχνίδι, δεν υπήρχε μέχρι τότε περίπτωση αθλητή να μεταδίδει την πληροφορία με τέτοια ταχύτητα από τον εγκέφαλο στα χέρια και τα πόδια όπως εκείνος.
Όπως πολύ γρήγορα ομολόγησαν οι ειδικοί και οι προπονητές, ο Λάρι Μπερντ με τον τρόπο παιχνιδιού του εισήγαγε στο μπάσκετ τους κανόνες του σκακιού.
Ρωτήθηκε κι ο ίδιος κάποτε γι’ αυτό και απόλυτα ταπεινόφρων απάντησε ότι όλα είναι αποτέλεσμα σκληρής και επίπονης δουλειάς, ότι από πολύ μικρός εξάσκησε εναλλακτικούς τρόπους επιβολής, γιατί στην αρχή έπρεπε να ξεπεράσει τον εμπόδιο των μεγαλύτερων αδελφών του, μετά των αντιπάλων στο Λύκειο, πιο μετά των ακόμα καλύτερων αντιπάλων στο Κολλέγιο, στο τέλος, στο παλκοσένικο του ΝΒΑ, των καλύτερων των καλυτέρων.
Το μεγαλύτερο ταλέντο του, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η φυσική ευχαρίστηση, η ηδονή που έβρισκε στην προπόνηση λόγω της επιφερόμενης βελτίωσης.
Τις περισσότερες φορές δεν αρκεί να είσαι ο καλύτερος της ομήγυρης. Επ’ ουδενί δεν πρέπει να εφησυχάζεις, να στέκεις αυτάρεσκα στην κορυφή και να απολαμβάνεις τα πρωτεία.
Η πρώτη σου σκέψη πρέπει να είναι η περαιτέρω βελτίωση, η συνεχής βελτίωση, η διαρκής στόχευση νέων ορίων του εαυτού σου.
Όταν οι γύρω βλέπουν το alpha male να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τις επιταγές της κοσμοθεωρίας του Μπερντ, είναι απόλυτα φυσιολογικό να σωπαίνουν και να ακολουθούν πράττοντας το ίδιο.
Ο Μπερντ ήταν ο απόλυτος παίκτης, τόσο με τη στατιστική έννοια όσο και υπό την έννοια της ενστικτώδους αντίληψης του παιχνιδιού.
Επαναπροσδιόρισε την έννοια του forward, μετατρέποντας τον “πλάγιο” πότε σε play maker, πότε σε center και πότε σε guard. Ο Λάρι δεν ήταν μόνο εξωπραγματικός σουτέρ. Ήταν πασέρ, ριμπάουντερ και, εν αντιθέσει με τον κοινό τόπο, υπήρξε και εξαιρετικός αμυντικός, τόσο πάνω στη μπάλα όσο και επάνω στον παίκτη.
Έχω την αίσθηση ωστόσο ότι εκείνο που τον καθόρισε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ήταν το γεγονός ότι όλα τα θετικά στοιχεία του παιχνιδιού του ανέβαιναν και δυο και τρεις σκάλες, όταν το χρονόμετρο μετρούσε αντίστροφα και οι αγώνες κρέμονταν σε μια κλωστή.
Θα ήταν πραγματικά άξιο μελέτης πώς είναι δυνατόν τα ποσοστά του από “φυσιολογικά” καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού να μετατρέπονται σε θανατηφόρα για τον αντίπαλο, όταν η μπάλα καίει και ακούγεται η κόρνα.
Ίσως αυτό να είναι το μεγάλο μυστικό στο οξύμωρο του Λάρι, οι αντιφάσεις του.
Ένας άνθρωπος με το δικό του παρουσιαστικό, ντροπαλός, με τις συγκεκριμένες καταβολές που καθόρισαν το χαρακτήρα του, απέδειξε ότι το μυστικό και η λύση κρύβονται πάντα στο μυαλό μας.
Τους πρώτους μήνες της καριέρας του στο ΝΒΑ διαδραμάτισε το ρόλο του “ιχνηλάτη”. Κάθισε αναπαυτικά στην άκρη του πάγκου, παρατήρησε συμπαίκτες, αντιπάλους και μηχανισμούς της λίγκας και (ξανα)έκανε αυτό που ήξερε καλά. Σηκώθηκε, πήρε μια βαθιά ανάσα και έγνεψε στο Ρεντ ότι «ήρθε η ώρα».
Έχοντας τα ηνία των Σέλτικς και σε αγωνιστικό και σε ψυχικό επίπεδο, τους συμπαρέσυρε στα χρόνια της βασιλείας του.
“Κυβέρνησε” τα αποδυτήρια, το παρκέ, τους αντιπάλους, τη λίγκα, τα time out, τα πάντα.
Η έμφυτη αυθάδειά του δεν είχε καμία σχέση με αλήτικες συμπεριφορές ή επιδειξιμανία.
Ο Μπερντ ήταν ο άνθρωπος που ακόμα και σε All Star Game πήγαινε στα αποδυτήρια και ρωτούσε ποιος αποφάσισε ότι θα βγει δεύτερος στην αναμέτρηση μαζί του στο διαγωνισμό των σουτ τριών πόντων. Όποτε το έκανε, κέρδισε.
Ο Μπερντ ήταν ο άνθρωπος που στο time out πήγε στο νεαρό και γεμάτο αδρεναλίνη, Μακ Ντάνιελ, και του εξήγησε πώς ακριβώς θα σκοράρει στο τελευταίο σουτ του αγώνα. Συνέβη ακριβώς με τον τρόπο που του εξήγησε, με κάθε λεπτομέρεια και δίχως καμία αλλαγή στον τρόπο εκτέλεσης.
Αυτή του η “αυθάδεια”, η οποία εξόργιζε τους αντίπαλους παίκτες και οπαδούς, πολύ γρήγορα έγινε το σήμα κατατεθέν του, το trademark του «Μεγάλου Λευκού» στο ΝΒΑ, το οποίο μέχρι πρότινος ήταν αποκλειστικά υπόθεση των Αφροαμερικανών.
Και εδώ ακριβώς υπεισέρχεται το ζήτημα του ρατσισμού στην κουβέντα.
Ο Μπερντ πρωτολανσαρίστηκε στη λίγκα με μια αγοραία φράση να τον συνοδεύει. «Η Μεγάλη Λευκή Ελπίδα».
Το ίδιο τσιτάτο χρησιμοποιούσαν οι διάφοροι Ντον Κινγκ στους αγώνες πυγμαχίας, προκειμένου να προσελκύσουν το εύπορο “λευκό” κοινό στις ΗΠΑ που ήθελε τους λευκούς να τα βάζουν -και δυνητικά να κερδίζουν- με τους ανίκητους Αλί, Φρέηζιερ, Φόρμαν κτλ.
Στο μπάσκετ οι “ανίκητοι” ήταν ο Τζούλιους Έρβινγκ, ο Καρίμ, ο Μάτζικ. Ο Μπερντ δεν έγινε ποτέ μέρος αυτού του -στην καλύτερη περίπτωση- διαφημιστικού κλισέ.
Δεν χρησιμοποίησε το χρώμα του δέρματός του, ούτε όταν προκλήθηκε ανοιχτά από τον Αϊζέια Τόμας στους Τελικούς της Περιφέρειας το 1987.
Το χρώμα του δέρματος δεν τον ενδιέφερε ποτέ. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να έχει συμπαίκτες που καταλάβαιναν το παιχνίδι (του), είτε ήταν χλωμοί καυκάσιοι από τη Μινεσότα, όπως ο Κέβιν Μακ Χέιλ, είτε θηριώδεις Αφροαμερικανοί από τη Λουιζιάνα, όπως ο «Chief» Ρόμπερτ Πάρις.
Δεν είχε απαντήσει στον Αϊζέια. Προτίμησε να κάνει το περίφημο κλέψιμο που έκρινε όλη τη σειρά, αυτό που οι Αμερικανοί θυμούνται με την ατάκα του εκφωνητή «Oh, now there’s a steal by Bird!» και του χάρισε τους τελευταίους Τελικούς της καριέρας του, σε μια χρονιά πόνου και τραυματισμών στην πολύπαθη μέση του.
Η επιρροή του και η ηγετική φυσιογνωμία του δέσποζαν σε μια από τις πιο ένδοξες αλλά και “δύσκολες” ομάδες στην ιστορία του ΝΒΑ.
Αναμφίβολα οι Σέλτικς βοήθησαν την καριέρα και το χτίσιμο του μύθου του, αλλά χωρίς εκείνον είναι εξαιρετικά απίθανο να είχαν αναγεννηθεί.
Ο Ρεντ ήξερε πολύ καλά σε ποιον και γιατί πόνταρε σε εκείνο το draft του 1978, μετά ήταν θέμα χρόνου να προκύψουν και τα υπόλοιπα κομμάτια στο παζλ.
Στρατηγικά, η κίνηση ματ του Άουερμπαχ υπήρξε η εκχώρηση της πρώτης επιλογής στο draft του 1980 για το δίδυμο Πάρις-Μακ Χέιλ, τους ακρογωνιαίους λίθους και ισάξιους συμπαραστάτες του Λάρι στην τρελή πορεία που απέφερε τους πέντε Τελικούς και τα τρία δαχτυλίδια Πρωταθλητή.
Ο Μπερντ έδειξε το δρόμο, ήταν το σημείο αναφοράς, ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης μιας ομάδας που από τη δεύτερη σεζόν του κάθισε στο θρόνο της, σηκώθηκε για τον τελευταίο χορό του «Doctor J.» και επέστρεψε αμέσως στην κορυφή. Με το Λάρι αναβίωσε ο μύθος του Boston Mystique αλλοτινών δεκαετιών, όταν οι Σέλτικς έβαλαν τα θεμέλια του μύθου τους.
Κι όταν στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 εμφανίστηκε το πρώτο πραγματικό αντίπαλο δέος, οι Λέικερς, είχε έρθει η στιγμή το ΝΒΑ να ανοίξει τα φτερά του και να προσγειωθεί σε όλες τις άκρες του πλανήτη.
Μάτζικ, Καρίμ, Γουώρθι. Πιο δυνατοί, πιο ελκυστικοί, πιο ταλαντούχοι. Ας είμαστε ρεαλιστές, είναι απόλυτα ορθό ότι η αξία του ηττημένου δίνει τη δόξα στο νικητή.
Πολλές φορές όμως έχει σημασία και ο τρόπος και ο σκοπός. Το 1984 οι Λέικερς προηγήθηκαν με 2-1, ανάγκασαν τον Μπερντ να μπει στα αποδυτήρια και να κοιτάξει μεγάλους άνδρες στα μάτια και να τους πει «κότες».
Η τελευταία χρονιά του Ρεντ (ο οποίος πια είχε τον τίτλο του General Manager στην ομάδα) δεν ήταν δυνατόν να ολοκληρωθεί χωρίς Πρωτάθλημα στο μυαλό του Λάρι.
Με ρεσιτάλ αυταπάρνησης και υπερβάλλοντας εαυτούς, οι Σέλτικς κατέβαλαν τους Λέικερς και κατέκτησαν τον 15ο τίτλο της ιστορίας τους.
Από εκείνον τον τίτλο κι έπειτα, όλες οι ΗΠΑ περίμεναν τους επόμενους τελικούς και είχαν χωριστεί στα δυο. Οι Λέικερς απάντησαν το 1985 κι έμοιαζε σχεδόν βέβαιο ότι θα το επαναλάβουν και το 1986.
Εκείνη τη χρονιά όμως συνέβη η πρώτη και μοναδική συνωμοσία των πλανητών στην ιστορία του μπάσκετ.
Μια φορά την ημέρα το φεγγάρι ευθυγραμμίζεται με τη Γη, προκαλώντας παλίρροιες. Κάποιες ημέρες το μήνα, σε αυτή την αλληλεπίδραση προστίθεται και ο Ήλιος και η παλίρροια γίνεται ακόμα εντονότερη.
Με πάντα μειούμενες συχνότητες, κάθε μέρα αρκετοί πλανήτες ευθυγραμμίζονται και αλληλεπιδρούν και σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις προκύπτει αυτό που έχουμε μάθε να αποκαλούμε «συνωμοσία των πλανητών».
Το σωτήριον έτος 1986, ο πλανήτης Σέλτικς ευθυγραμμίστηκε με τον εαυτό του και παρήγαγε μια από τις πιο ξέφρενες και ανεπανάληπτες σεζόν στην ιστορία.
Τη σημασία των γεγονότων δεν την αντιλαμβανόμαστε ποτέ τη στιγμή που συμβαίνουν, χρειάζεται να περάσει χρόνος για να ωριμάσει μέσα μας η ιδέα, όπως χρειάζεται χρόνο ένα καλό κρασί για να γίνει μονάκριβο.
Εκείνη τη χρονιά το αμπέλι του Άουερμπαχ με το σπάνιο χώμα έβγαλε τον πιο εκλεκτό καρπό, γεμάτο εκρήξεις γεύσεων και επιγεύσεων που μετέτρεψαν τους Σέλτικς στο πιο επιτυχημένο franchise στην ιστορία του αμερικανικού αθλητισμού.
Ο Λάρι από την προετοιμασία στέλνει σε όλους το μήνυμα. Από νωρίς στο γυμναστήριο, τρεις ώρες πριν ξεκινήσει η προπόνηση. Πιο συγκεντρωμένος και αποφασισμένος από ποτέ. Αμίλητος και με το βλέμμα να σκοτώνει από το φροντιστή μέχρι τον καλύτερο συμπαίκτη.
Στρατιωτική στα όρια της παρεξήγησης πειθαρχία, ελάχιστες κουβέντες μόνο με τους παλιούς, στο επίκεντρο μόνο ο τελικός στόχος.
Κατά έναν περίεργο, μεταφυσικό τρόπο, αυτή η αλλόκοτη συμπεριφορά και νοοτροπία μόνιασε σε τέτοιο βαθμό τους Σέλτικς και τη συγκεκριμένη σεζόν ήταν η επιτομή της ομάδας.
Πάσαραν όσο ποτέ, καλύτερα από ποτέ, πιο αποτελεσματικά από ποτέ. Ο Λάρι στα χαρτιά είναι ο small forward, στην πραγματικότητα αγωνίζεται ως point forward και, για να μην πολυλογούμε, είναι ο καλύτερος point forward στην ιστορία του αθλήματος.
Σε απόλυτη αρμονία μαζί του, ο “θεσμικός” play maker, Ντένις Τζόνσον, ο άνθρωπος με τον οποίο ο Μπερντ συνεννοείτο σχεδόν τηλεπαθητικά.
Στο κέντρο, ένα ακόμα εύρημα του Ρεντ, ο Γουώλτον, ο καλύτερος center-πασέρ στην ιστορία.
Το παραγόμενο αποτέλεσμα συνοψίζεται σε ένα αλλεπάλληλο passing game, το οποίο 9/10 φορές κατέληγε σε ένα εύκολο lay up, συνήθως του καλού στρατιώτη, Μακ Χέιλ, με την αντίπαλη άμυνα αποσβολωμένη και αποκαμωμένη.
Προηγείτο μια απίστευτη ομαδική δουλειά στο ριμπάουντ και μια ιδιότυπη σκυταλοδρομία πάσας, σαν να παρακολουθούμε σπριντ 4×100 σε Τελικό Ολυμπιακών Αγώνων.
Προσθέστε τα “χειρουργικά” ποσοστά του Ντάνι Έιντζ από τα 5+ μέτρα, την κεκαλυμμένη άμυνα ζώνης με σταθερά τον «Chief» Πάρις, την απόλυτη φειδώ στη χρησιμοποίηση του σουτ για τρεις που είχε ήδη φέρει τα πάνω κάτω στην τακτική προσέγγιση του παιχνιδιού κι έχετε την πλήρη εικόνα εκείνων των Σέλτικς.
Και μετά ήταν εκείνος.
Υπενθυμίζω, σωτήριον έτος 1986.
Ο Λάρι εκείνη τη χρονιά εφηύρε το «step back jumper», ήταν ένας τύπος 2.08μ. που σούταρε ελεύθερα για τρεις, σούταρε σε στάση, off balance, με ταμπλώ, από τη γωνία, από τη διαγώνιο, απ’ όπου ήθελε και όπως ήθελε. Τα πάντα λειτουργούσαν βάσει σχεδίου, εκτός από τα “clutch” σημεία. Εκεί, ο κόουτς Τζόουνς (παλιά δόξα της ομάδας), έβγαζε το σακάκι και το έδινε στον Μπερντ μαζί με όλα του τα υπάρχοντα.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν άφηνε και περιθώριο σε κάποιον συμπαίκτη του ο Λάρι.
Κάθε που η μπάλα ζύγισε τόνους και η ομάδα έπρεπε να βρει λύσεις και απαντήσεις, εμφανιζόταν στην πλάγια γραμμή και απαιτούσε την μπάλα. Είτε τον φρουρούσαν είτε όχι. Είτε είχε 1/10 είτε 10/10 σουτ προηγουμένως.
Η κανονική περίοδος, με αυτά τα δεδομένα, ολοκληρώθηκε στο απίθανο 67-15. Στο Garden το κοντέρ έγραψε 40-1.
Στα playoffs το 3-0 με τους Μπουλς (παρά το περίφημο «Ο Θεός ντύθηκε Μάικλ Τζόρνταν απόψε» που είπε ο ίδιος ο Μπερντ στο παιχνίδι που ο «Air» σκόραρε 63), το 4-1 με την Ατλάντα, το 4-0 στους Τελικούς της Ανατολής με το Μιλγουόκι.
Ο Μπερντ περίμενε τους Λέικερς για τη μεγάλη ρεβάνς, αλλά δεν του έκαναν τη χάρη.
Χακίμ και Σάμσον απέκλεισαν τους θιασώτες του Showtime, χαρίζοντας στο Χιούστον τον τίτλο τιμής μιας συμμετοχής σε Τελικούς του ΝΒΑ.
Το ήξεραν από τη στιγμή που προκρίθηκαν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να διεκδικήσουν κάτι περισσότερο. Το αναμενόμενο 4-2 των Σέλτικς γιορτάστηκε δεόντως, ο Λάρι τελείωσε με δυο συνεχόμενα triple double.
Ειδικά το παιχνίδι του στο έκτο παιχνίδι της σειράς είναι για να αγοράσεις το DVD και να το παρακολουθείς κάθε χρόνο σαν ιεροτελεστία. 29 πόντοι, 12 ασίστ, 11 ριμπάουντ, αλλά αυτά ήταν το λιγότερο.
Αυτό που μετρούσε ήταν η συμπεριφορά, η νοοτροπία, η στάση, το attitude. Απόλυτα διαυγής καθ’ όλη τη διάρκεια, βοηθά στην άμυνα, κινείται παντού, κάμπτει, ανακάμπτει, αγγίζει, εκτρέπει, όλα.
Όταν ο «KC» τον αποσύρει τελευταίο από το παρκέ, όλο το Garden σηκώνεται στο πόδι και αναφωνεί αυθόρμητα «Lar-ry, Lar-ry, Lar-ry».
Είναι η κορυφαία στιγμή στην καριέρα του, ανακηρύσσεται MVP της σεζόν, MVP των Tελικών, MPV παντού. Όπως ομολόγησε στον Μπιλ Σίμμονς κάποια χρόνια μετά, «εκείνη ήταν η πιο σωστή στιγμή να σταματήσω, έπρεπε να αποσυρθώ, όταν το Garden φώναζε αυθόρμητα το όνομά μου».
Δεν έκανε ποτέ τα νούμερα του Γουίλτ Τσάμπερλεν, δεν διέθετε την αύρα του αήττητου όπως ο Μπιλ Ράσελ, δεν πλησίασε την “Ιερή Αερότητα” του Μάικλ Τζόρνταν, δεν είχε τη φαντασία και την έμφυτη καλλιτεχνική φλέβα του Μάτζικ, αλλά ο Λάρι ήταν ο άνθρωπος ανήκει δικαιωματικά στο πολύ κλειστό club των αναμορφωτών της λίγκας.
Έγραψε με την οξυδέρκεια και την μπασκετική ευφυΐα του την Παλαιά Διαθήκη του ΝΒΑ, παραδίδοντάς την στη νεότερη γενιά πλήρη και ολοκληρωμένη, με μοναδική αποστολή για τους επιγόνους να συγγράψουν την Καινή.
Η ύψιστη τιμή για την καριέρα και την προσφορά του ήρθε το 1992 με την τιμητική κλήση στην καλύτερη ομάδα όλων των εποχών, την «Dream Team» της Βαρκελώνης.
Δεν ήταν σε θέση να βοηθήσει, ήταν ένας 35χρονος στη δύση της καριέρας του, με μέση και πόνους 60χρονου, τις κακές μέρες χρειαζόταν έξι ώρες φυσικοθεραπεία -έστω- για να σηκωθεί.
Τον έβλεπα ξαπλωμένο στον πάγκο, οριζοντιοποιημένο να προσπαθεί να “κλέψει” ματιές από τα ανδραγαθήματα των συμπαικτών του στο παρκέ και ήμουν βέβαιος ότι με εκείνον στην πεντάδα θα έβλεπα ακόμα καλύτερο μπάσκετ.
Από την άλλη, σκεφτόμουν ότι κατέληξε έτσι ακριβώς λόγω της απέραντης αγάπης για αυτό που έκανε. Η μέση του τον πρόδωσε ακριβώς για εκείνες τις απανωτές βουτιές προκειμένου να σώσει μια χαμένη μπαλιά, για τις φορές που κατάκοπος μπούκαρε στο λάκκο των λεόντων μέσα στη ρακέτα για να βάλει το καλάθι ή να κερδίσει το φάουλ, για όλες τις φορές που έπαιξε στο όριο και με το όριο.
Ο «Άνθρωπος του Βιτρούβιου» είναι ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα που οδήγησαν στην Αναγέννηση, κι ας μην είναι το πιο προβεβλημένο έργο του Λεονάρντο Ντα Βίντσι.
Ο Λάρι Μπερντ ήταν και είναι το απόλυτο σύμβολο μπασκετικής συμμετρίας, κι ας ξεγελούσαν η μορφή και το παρουσιαστικό του.
Και η Μόνα Λίζα άλλωστε δεν είναι η πιο όμορφη γυναίκα, αλλά είναι το πιο σπουδαίο έκθεμα στο Λούβρο.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro