Μακριά από την επιφάνεια της πραγματικότητας.
Εκεί όπου τα φώτα, που έκαναν τη νύχτα μέρα, δεν έλαμπαν ακριβώς, αλλά αχνοφαίνονταν. Εκεί όπου οι εκκωφαντικές κραυγές, τα συνθήματα, τα πνευστά, ο θόρυβος των πανηγυρισμών δεν τρυπούσαν τα αφτιά, αλλά μάλλον αντηχούσαν διακριτικά. Εκεί βρισκόταν η αλήθεια του.
Εκείνο το βράδυ, της 18ης Δεκεμβρίου του 2022, δεν θα το ξεχάσει ποτέ, όπως κανένας άλλος Αργεντινός. Πρώτα ίδρωσε, μετά αγχώθηκε, μετά πανηγύρισε. Έκλαψε, αγκάλιασε τους συμπαίκτες του και την οικογένειά του, φόρεσε το Χρυσό μετάλλιο στον λαιμό του και σήκωσε το Κύπελλο. Ήταν Παγκόσμιος Πρωταθλητής. Γιόρτασε, χόρεψε, ήπιε.
Μα, όταν γύρισε; Όταν έμεινε μόνος με τις σκέψεις του; Βαθιά μέσα του, ήταν στα αλήθεια γεμάτος; Έκλεισε τα μάτια του και κάθε μισή στιγμή πέρασε από μπροστά του, κάθε ευκαιρία, κάθε κακό κοντρόλ, κάθε κακό τελείωμα. Ευτυχώς για εκείνον, τον Μέσι, τον Σκαλόνι και τους εκατομμύρια Αργεντινούς, ο Τελικός του Μουντιάλ το 2022 δεν τον βρήκε μοιραίο. Αλλά ούτε και ήρωα.
Απωθημένο. Φυσικά και ήταν ευτυχισμένος, μα ο εγωισμός του δεν του επέτρεπε να μην αισθάνεται μισός. Ήξερε πως μπορούσε, πως -μάλλον- έπρεπε, να έχει κάνει περισσότερα. Και δεν τα έκανε. Το “έξω” του ήταν χαμογελαστό, μα το “μέσα” του ραγισμένο. Δεν έχεις κάθε μέρα την ευκαιρία να χαρίσεις στη χώρα σου έναν μεγάλο τίτλο με ένα γκολ στο τέλος. Κι εκείνος τη σπατάλησε. Τη σπατάλησε κι έσπασε, έγινε κομμάτια.
Μα, αφού περιπλανήθηκε στον λαβύρινθο εκείνης της βραδιάς και της γλυκόπικρης γεύσης της, τα μάζεψε. Ο Λαουτάρο Μαρτίνες πήρε τα σπασμένα του κομμάτια και τα ένωσε με ένα χρυσό γκολ, για να φτιάξει κάτι πιο όμορφο.
Κάποιες φορές τα πράγματα είναι πιο όμορφα, επειδή έσπασαν και κόλλησαν ξανά, πανηγυρίζοντας την ανθεκτικότητά τους, την άρνησή τους να παραμείνουν θρύμματα. Σαν την ψυχή του Λαουτάρο. «Ήξερα ότι εγώ, ως Λαουτάρο, χρωστούσα κάτι στην Αργεντινή. Έψαχνα τη λύτρωσή μου για το Μουντιάλ», είπε τον Ιούλιο του 2024. Αφού φρόντισε να σβήσει το χρέος του και να ξεριζώσει το αγκάθι μέσα του.
Το παιδί που κανείς δεν ήθελε απέναντί του
Σαν μικρό Γαλατικό Χωριό. Το σπίτι των Μαρτίνες έστεκε σαν τέτοιο στην καρδιά της Μπαΐα Μπλάνκα, μιας ήσυχης συνοικίας μεσαίας τάξης στο Μπουένος Άιρες, πάνω στα κύματα του Ατλαντικού. Βλέπετε, με κάποιον τρόπο σε εκείνο κομμάτι της μεγαλύτερης επαρχίας της Αργεντινής η πορτοκαλί μπάλα έχει μεγαλύτερη δύναμη. Άλλωστε, επρόκειτο για την πόλη του θρυλικού Μανού Τζινόμπιλι, το πρόσωπο του οποίου στολίζει τις τοιχογραφίες του τσιμέντου της. Η καρδιά της Μπαΐα Μπλάνκα, η οποία γέννησε τρεις από τους Χρυσούς Ολυμπιονίκες του αργεντινικού μπάσκετμπολ το 2004, χτυπούσε και χτυπά κατά κανόνα για τη «σπυριάρα», όμως στο σπίτι του Λαουτάρο η κατάσταση ήταν διαφορετική.
Το ποδόσφαιρο έρεε στο αίμα τους. Η γιαγιά του ήταν ποδοσφαιρίστρια, ο πατέρας του επίσης ποδοσφαιριστής στη Β’ κατηγορία της Αργεντινής και ο ίδιος, στην πραγματικότητα, είχε μόνο έναν δρόμο μπροστά του. Ακόμα κι αν μέχρι σήμερα λατρεύει το μπάσκετ, ακόμα κι αν αμφιταλαντεύτηκε αρχικά ως προς την επιλογή του. Τα ποδοσφαιρικά θεμέλια πάντως, οι αξίες ήταν εκεί πλάι στο ταλέντο του και έκαναν τη διαφορά στη Λίνιερς, την πρώτη του ομάδα, την ομάδα του μπαμπά του.
«Πάντα δούλευε πιο σκληρά από όλους. Οι περισσότεροι νέοι παίκτες θέλουν ώθηση για να το κάνουν αυτό, όμως εκείνος το είχε μέσα του. Ερχόταν νωρίς το πρωί στην προπόνηση μαζί με τον αδερφό του με τα ποδήλατά τους, μιλάμε για μια διαδρομή αρκετών χιλιομέτρων, αλλά πάντα ήταν χαμογελαστός, γιατί αυτή ήταν η νοοτροπία του», έχει πει για εκείνον ο πρώτος του προπονητής, Αλμπέρτο Ντεσιντέρι.
Ο ίδιος άνθρωπος δηλαδή που χρειαζόταν να ακούει την γκρίνια των ομόλογών του, όταν έβαζε τον μικρό Μαρτίνες να παίζει. «Παίζαμε ένα ντέρμπι με την πρωτοπόρο του Πρωταθλήματός μας και ο αντίπαλος προπονητής μού ζήτησε να κάνω αλλαγή τον Λαουτάρο στο ημίχρονο. Είχε ήδη βάλει δύο γκολ και ο τύπος μού έλεγε πως δεν είναι δίκαιο να παίζει σε αυτό το επίπεδο. Ε, στο δεύτερο έβαλε άλλα δύο γκολ και έπρεπε να ακούω την γκρίνια του άλλου προπονητή», θυμάται.
Ο Μαρτίνες όντως έκανε ό,τι ήθελε από πολύ νωρίς, σκόραρε με το τσουβάλι και, όπως θυμούνται οι προπονητές του, με κάθε πιθανό τρόπο.
Ακόμα κι έτσι βέβαια, δεν του στρώθηκε το παραμικρό. Οι φήμες για το χαρισματικό παιδί από τη Μπαΐα Μπλάνκα εξαπλώθηκαν στην Αργεντινή και, όταν μπήκε στην εφηβεία του, η Μπόκα Τζούνιορς τον κάλεσε στα δοκιμαστικά της. Δεν πείστηκε ωστόσο από την όχι πλήρως αναπτυγμένη σωματοδομή του και δεν του έδωσε την ευκαιρία. Λίγο αργότερα βέβαια, η Ράσινγκ ευχαρίστησε τους «Xeneizes» ευγενικά και εκμεταλλεύτηκε την αμέλειά τους, ντύνοντάς τον στις λευκές και γαλάζιες ρίγες της.
Εκπληρώνοντας την προφητεία
Ο ένας βρισκόταν στη δύση και ο άλλος στην αυγή. Ήταν ένα σχεδόν τυχαίο παιχνίδι της Ράσινγκ το 2015, ένα ματς που κανείς δεν θα θυμάται για κανέναν άλλον λόγο, πέρα από αυτή την αλλαγή. Το χρονόμετρο δείχνει το 80’, ο φωτεινός πίνακας το «22» με κόκκινο χρώμα και το «32» με πράσινο. Ο Ντιέγκο Μιλίτο αποχωρεί, δίνει τη θέση του σε ένα 18χρονο άγνωστο παιδί. Το όνομά του; Λαουτάρο Μαρτίνες. Αλλαγή φρουράς, συμβολικά και μη. Παρελθόν και μέλλον, για τη Ράσινγκ και όχι μόνο.
Οι συγκρίσεις ήταν αναπόφευκτες, από την πρώτη στιγμή. Το παιδί που πυροβολούσε τα αντίπαλα δίχτυα θύμιζε σε όλους τον «Πρίγκιπα» που λάτρευαν όσο κανέναν.
Άρχισε να παίρνει παιχνίδια στα πόδια του, να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα από κάθε τι, να σκοράρει, να αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο, να φορά το περιβραχιόνιο της ομάδας μόλις στα 20 του. Και μπορεί εκείνος να μην μπόρεσε να χαρίσει κάποιον τίτλο στην Ακαντέμια, όμως θα κουβαλούσε το βάρος της σκιάς του Μιλίτο αλλού, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Αργεντινή.
Άλλες εποχές άλλωστε, δεν θα μπορούσε να κρατήσει για πολύ πάνω του τις λευκές και γαλάζιες ρίγες. Τα όρνια της Ευρώπης τον λιγουρεύονταν εδώ και καιρό, πετώντας στον ουρανό της Λατινικής Αμερικής με τα κυάλια των scouts καρφωμένα πάνω του. Πρώτα ήρθε η Ρεάλ Μαδρίτης το 2015, όταν μόλις είχε βρεθεί στη Ράσινγκ. Της είπε «όχι», ένιωθε πως δεν ήταν έτοιμος, πως δεν ήταν το σωστό βήμα. Μετά η Ντόρτμουντ, έπειτα η Ατλέτικο Μαδρίτης που τον προσγείωσε στην ισπανική πρωτεύουσα, κι όμως δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τη μεταγραφή του.
Όλα βέβαια ήταν προδιαγεγραμμένα. Ο Λαουτάρο έπρεπε να συνεχίσει μια κληρονομιά και, όταν η Ίντερ χρύσωσε τη Ράσινγκ με 23 εκατ. ευρώ, ο 21χρονος έτρεξε στην αγκαλιά της.
Σέντερ φορ, Αργεντινή, Ράσινγκ. Οι φίλοι της Ίντερ τον βάφτισαν διάδοχο του Μιλίτο με συνοπτικές διαδικασίες. Εκείνος ήξερε πώς είναι να βρίσκεται σε αυτή τη θέση. Ίσως για αυτό εν τέλει να έγινε κάτι πολύ μεγαλύτερο από το είδωλό του.
Μα, όταν προσγειώθηκε στο Μιλάνο, δεν μπορεί να μην ένιωσε δέος προ των «nerazzurri» προσδοκιών. Η Ίντερ δεν είχε χαμογελάσει από την εποχή του Μιλίτο, δεν είχε κερδίσει ξανά το Πρωτάθλημα μετά το 2010 και τα όργια του Ντιέγκο, δεν είχε κάνει τίποτα ούτε στην Ευρώπη. Ακόμη υπήρχε ο Ικάρντι, το βάρος δεν έπεσε αμέσως στους ώμους του Λαουτάρο, ήταν όμως αρκετό ώστε αυτό το παιδί, το οποίο τότε έφτανε στην ποδοσφαιρική αφρόκρεμα από την άλλη άκρη της γης, να καταλάβει περί τίνος επρόκειτο.
Και, αφού αντιλήφθηκε την αποστολή του, βάλθηκε να τη φέρει εις πέρας. Σκαλί το σκαλί, όλο και γινόταν καλύτερος, πιο σημαντικός. Τόσο στην ουσία, το γκολ, όσο και ως μορφή, ηγετική φιγούρα. Πάντα ήταν ακούραστος χωρίς την μπάλα, πάντα έπαιζε για το σήμα, πάντα σκιζόταν για τους γύρω του.
Χρειάστηκε δύο σεζόν για να σκαρφαλώσει στην κορυφή. Την τρίτη εκτοξεύτηκε, έγινε σημείο αναφοράς για τον Αντόνιο Κόντε και με τον Ρομέλου Λουκάκου στο πλευρό του φρόντιζε να σκορπά τον τρόμο σε κάθε αντίπαλη άμυνα στη Serie A, η οποία παραδόθηκε στην ισχύ τους και είδε την Ίντερ να στέφεται ξανά Πρωταθλήτρια, για πρώτη φορά από το 2010, να βγαίνει από μια πολύ σκοτεινή για εκείνη περίοδο, με κύριο φακό λίγη από τη λάμψη του Μαρτίνες.
Το παρόν έδειχνε λαμπρό, όσο και το μέλλον, και ο Λαουτάρο είχε πια εκπληρώσει την προφητεία των «Nerazzurri». Έντεκα χρόνια μετά τον Ντιέγκο Μιλίτο, οι «Interisti» είχαν έναν νέο “Πρίγκιπα” να προσκυνούν.
Το χρέος
Στο ποδόσφαιρο των ’10s βέβαια τίποτα δεν είναι αρκετό ποτέ. Οι πάντες ζητούν βιαστικά περισσότερα και περισσότερα, το να μένεις σταθερός σημαίνει ότι πέφτεις. Και ο Λαουτάρο, κατά κάποιον τρόπο, έπεσε θύμα εκείνης της φοβερής του σεζόν.
Ήταν 24, είχε μπροστά του, θεωρητικά, όλο το μέλλον για να κάνει μια λαμπρή καριέρα, να φτάσει ακόμα πιο ψηλά και, όταν κέρδισε τα βλέμματα του ποδοσφαιρικού πλανήτη, εκείνα καρφώθηκαν πάνω του με βουλιμία. Ήδη το όνομά του φημολογούταν πως βρίσκεται στις λίστες γιγάντων της Ευρώπης, όπως η Μπαρτσελόνα και η Ρεάλ, και όσοι τον είχαν αμελήσει μέχρι τότε περίμεναν να τους αποδείξει πως όντως άξιζε αυτό το hype. Μα τα πράγματα στη ζωή και το παιχνίδι δεν είναι πάντα τόσο απλά.
Μετά από εκείνο το Πρωτάθλημα, η Ίντερ χρειάστηκε να ψαχτεί να εφεύρει τον νέο της εαυτό και ο Μαρτίνες για λίγο χάθηκε στο περιθώριο. Ήταν εκεί, όμως δεν ήταν τόσο λαμπερός και οι περίοδοι αφλογιστίας του άρχισαν να τον ορίζουν στην αντίληψη των άλλων. Υποτίμηση, χλευασμός.
Ένα «σιγά τον Λαουτάρο» που αιωρούταν στην ποδοσφαιρική ατμόσφαιρα και έφτασε να εισβάλει στο μυαλό του, να μολύνει τις σκέψεις του.
Η κορύφωση αυτού του νέφους δεν θα μπορούσε να έρθει σε χειρότερο σημείο, σε χειρότερο μέρος ή στιγμή. Στην πιο σημαντική σκηνή, την πιο κρίσιμη ώρα. Είχε ήδη γίνει βασικό στέλεχος της Εθνικής Αργεντινής και έδειχνε δεδομένο πως στα γήπεδα του Κατάρ εκείνος θα καλούταν να σηκώσει το βάρος στην αιχμή του δόρατός της.
Το σύμπαν τού ξεκαθάρισε από νωρίς πως δεν θα περάσει καλά. Για κάποια χιλιοστά, στο σοκ της ήττας από τη Σαουδική Αραβίας στην πρεμιέρα, η τεχνολογία τού αρνήθηκε το πρώτο του τέρμα στο Μουντιάλ, το γκολ που θα άλλαζε τα πάντα για εκείνον, μια ένεση ψυχολογίας που λαχταρούσε σαν εθισμένος. Ο Σκαλόνι έπρεπε να ανακατέψει την τράπουλα, ο Μαρτίνες έχασε τη θέση του από τον Άλβαρες και έκτοτε, κάθε φορά που πάτησε το πόδι του στο χορτάρι, ήταν σαν ένα πικρό deja vu.
Τραγικά τελειώματα, κακές αποφάσεις, χαμένες ευκαιρίες που ήξερε πως κανονικά θα έκανε γκολ για πλάκα. Τετ α τετ, σουτ από τις πιο πλεονεκτικές θέσεις που όμως ποτέ δεν κατέληγαν στα δίχτυα. «Ο Λαουτάρο είναι ο νέος Ιγκουαΐν», έγραφαν για εκείνον στα social media, συγκρίνοντάς τον χλευαστικά με έναν άλλο μοιραίο της Αργεντινής.
Ο Μαρτίνες τη γλύτωσε. Δεν μπόρεσε να τελειώσει το παιχνίδι στους «16» κόντρα στην Αυστραλία, η χώρα του αγχώθηκε, μα δεν το πλήρωσε. Δεν μπόρεσε να τελειώσει ούτε τον Τελικό κόντρα στη Γαλλία, η χώρα του αγχώθηκε ξανά, μα πάλι δεν το πλήρωσε. Και εν τέλει στέφθηκε Πρωταθλήτρια Κόσμου.
Το Χρυσό μετάλλιο πέρασε στον λαιμό του Λαουτάρο και το χρέος του εγένετο. Μέσα στην ψυχή του, η οποία παρέμενε διχασμένη, χαρούμενη μεν αλλά ταυτόχρονα απογοητευμένη.
«Kintsugi»
Ο θρύλος λέει πως όλα ξεκίνησαν με το σπασμένο φλιτζάνι του Ασίκαγκα Γιοσιμάσα, ενός Ιάπωνα Στρατηγού του 15ου αιώνα. Στεναχωρημένος με την πιθανή απώλεια του αγαπημένου του αντικειμένου, ο Γιοσιμάσα έστειλε τα κομμάτια της πορσελάνης σε φημισμένους τεχνίτες, εκλιπαρώντας τους να βρουν τον τρόπο επισκευής της.
Κι εκείνοι έβαλαν όλη τη δυνατή τους τέχνη. Ρινίσματα θρυμματισμένου χρυσού αναμείχθηκαν σε μια μυστική αλοιφή, στη μαγική πάστα που γέννησε το «Kintsugi», έτσι το λένε στην Ανατολή. Χρυσές φλέβες που κολλάνε τα κομμάτια μεταξύ τους, τα βάζουν ξανά στη θέση τους, με στόχο όχι να κρύψουν τις ρωγμές αλλά να αναδείξουν την ομορφιά και τη σημασία τους.
Γιατί κάποια πράγματα είναι πιο όμορφα, ακριβώς επειδή πρώτα έσπασαν κι έπειτα βρήκαν τον τρόπο να κολλήσουν ξανά, υπερηφανευόμενα για την αληθινή ανθεκτικότητά τους, την άρνησή τους να παραδοθούν στις ρωγμές και τα σπασμένα σημεία τους.
Όπως εκείνος, στο τουρνουά της ζωής του. Παρέδες, Λο Σέλσο, η μπάλα ξεχύνεται στον χώρο, εκεί ακριβώς που ο Λαουτάρο τη θέλει. Ένα κοντρόλ και έφτασε σε θέση βολής. Το ρολόι στο 112’, το αριστερό του πόδι πατάει γερά στο έδαφος και το δεξί τεντώνεται στον αέρα σαν χορδή τόξου που ετοιμάζεται να εξαπολύσει την ισχύ του βέλους της.
Παύση. Ο «νέος Ιγκουαϊν» είναι εκεί, τα πάντα παγωμένα γύρω του. Και μπροστά του σπριντάρουν νοητά όλες οι στιγμές, μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Κάθε χαμένη ευκαιρία στο Μουντιάλ, το βράδυ στο Κατάρ που η ευτυχία του έμεινε μισή, η απαξίωση, το κακό σερί με την Εθνική, η γκίνια. Και μαζί η ανάκαμψη. Βήμα-βήμα. Τα όσα ασύλληπτα έκανε ξανά στην Ιταλία για να οδηγήσει ως αρχηγός, ηγέτης και «capocannoniere» την Ίντερ σε ακόμα ένα Πρωτάθλημα, εκείνο το γκολ στο ασήμαντο φιλικό με την Κόστα Ρίκα που έσπασε την κατάρα του, το πρώτο του με την «Albiceleste» μετά από 18 μήνες, η αναγεννημένη κομβικότητά του για την Eθνική.
Σκόραρε σε κάθε ματς των ομίλων του Copa America, αυτή τη φορά το σύμπαν τού έλεγε πως αυτό είναι το τουρνουά του. Κι εκείνη ήταν η δική του στιγμή, η δική του βραδιά. Το σκηνικό το είχε ζήσει ξανά, είχε βρεθεί ξανά σε θέση να χαρίσει στη χώρα του έναν μεγάλο τίτλο με ένα μεγάλο γκολ στο τέλος. Κι αυτή τη φορά δεν θα του το χαλούσε τίποτα.
Η παύση αίρεται, τα πάντα κινούνται ξανά, οι σκέψεις χάνονται. Ο Λαουτάρο σουτάρει και την επόμενη στιγμή η μπάλα βρίσκεται στην αγκαλιά των διχτυών της Κολομβίας κι αυτός στην αγκαλιά των συμπαικτών του. Ήρωας, στη βραδιά που είχε ονειρευτεί, με την Αργεντινή Βασίλισσα της Αμερικής.
Θα το πει ξανά: «Στο Μουντιάλ δεν μπορούσα να κλωτσήσω την μπάλα. Έπρεπε να χειρουργηθώ, ο αστράγαλός μου με βασάνιζε αφόρητα. Χρωστούσα κάτι στη χώρα μου και τη λύτρωση στον εαυτό μου». Χρειάστηκε να διαλυθεί, να βυθιστεί, να επικριθεί σκληρά. Μα μάζεψε τα κομμάτια του και τα κόλλησε ξανά. Με ένα χρυσό γκολ, την πιο κρίσιμη στιγμή για ένα ολόκληρο έθνος.
Σαν φλέβα χρυσού στη ραγισμένη πορσελάνη του, να στέκεται περήφανη για τις ρωγμές της που δεν είναι παρά μέρος της ομορφιάς του. Άλλωστε, όπως περίτεχνα ορίζει το «Kintsugi», κάποια πράγματα είναι πιο όμορφα, επειδή υπήρξαν σπασμένα. Μόνο και μόνο για να κολλήσουν ξανά και να δημιουργήσουν κάτι σπουδαιότερο. Όπως εκείνο το τουρνουά, εκείνο το γκολ, εκείνο το βράδυ. Όπως ο Λαουτάρο Μαρτίνες και η στιγμή της ζωής του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: