Η γνωριμία μου με τον Παναγιώτη Γιαννάκη μάς πηγαίνει πολλά χρόνια πίσω, στο μακρινό 1981.
Εκείνος έχει διακόψει τις σχέσεις του με την ομάδα του, τον Ιωνικό Νίκαιας, και ετοιμάζεται να ζήσει το αμερικανικό όνειρο, με στόχο να επιλεγεί στο ντραφτ του καλοκαιριού του ’82, κάτι που έγινε τελικά, από τους Σέλτικς, φτάνοντας μάλιστα και μια ανάσα από το να υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο στο ΝΒΑ.
Μέχρι να ταξιδέψει όμως στις ΗΠΑ και προκειμένου να παραμένει σε καλή κατάσταση, έρχεται και κάνει προπονήσεις στον Πανιώνιο, την ομάδα μου, όπου προπονητής είναι ο αξέχαστος Φαίδωνας Ματθαίου. Οι προπονήσεις γίνονται εκεί που σήμερα στεγάζονται οι ακαδημίες του Πανιωνίου, στο «Ανδρέας Βαρίκας», που τότε είναι ακόμη ανοικτό γήπεδο.
Είμαι 18 ετών, παίκτης του Εφηβικού ακόμη που συμμετέχω και στο Αντρικό. Ο Παναγιώτης 22 χρόνων, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος μου, κι ένας σχεδόν ολοκληρωμένος μπασκετμπολίστας. Εκεί βλέπω για πρώτη φορά έναν άνθρωπο που, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο του διώρου κατά το οποίο ήμασταν στο γήπεδο, δεν άλλαζε την ένταση της προπόνησής του.
Αυτό ήταν το πρώτο αγωνιστικό ερέθισμα που μου έδωσε. Με έκανε να καταλάβω ότι, αν θέλεις να φτάσεις ψηλά, όπως εκείνος που στόχευε στον ΝΒΑ, το οποίο εκείνα τα χρόνια χωρίς τηλεόραση, ίντερνετ, youtube ή social media άγγιζε τα όρια του μύθου, ο μόνος δρόμος είναι η απόλυτη προσήλωση και αφοσίωση.
Μου έδωσε να καταλάβω ότι στην προπόνηση δεν χωράει δευτερόλεπτο χαλάρωσης ή πλάκας, γιατί, ας μην το κρύψουμε, εκείνα τα χρόνια, ειδικά ως έφηβοι, αρκετές φορές θα “κλέβαμε” λίγο στην προπόνηση ή θα λουφάραμε λίγο. Η δική του παρουσία λοιπόν σε εκείνες τις προπονήσεις σε είχε στην… τσίτα, δεν σε άφηνε να χαλαρώσεις δευτερόλεπτο!
Aντίπαλοι στο παρκέ
Λίγα χρόνια μετά εκείνος είναι πια παίκτης στον μεγάλο Άρη του Ιωαννίδη, εγώ στον Πανιώνιο. Έχουμε μια εξαιρετική ομάδα που κοιτάζει στα μάτια τον σπουδαίο αντίπαλό μας.
Μέσα στο παρκέ πλέον καταλαβαίνω το μεγαλείο του ως μπασκετμπολίστα και κυρίως την αμυντική του προσήλωση. Ήταν ένας παίκτης που τα έδινε όλα στην άμυνα. Μάρκαρε τον αντίπαλο πλέι μέικερ με πάθος σε όλο το γήπεδο. Λίγα δευτερόλεπτα μετά τον έβλεπες να τρέχει κοντά στο καλάθι να δώσει βοήθεια στον ψηλό και να πηδάει για το ριμπάουντ ή στην επόμενη φάση να βουτάει στο παρκέ με αυτοθυσία να σώσει μια χαμένη μπάλα.
Αυτή η αυταπάρνηση και η προσήλωση που έδειχνε στην άμυνα ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τον τρόπο με τον οποίον παιζόταν το μπάσκετ εκείνη την εποχή. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι μπορεί να έσπρωχνε ακόμα και τον Βράνκοβιτς των 2.17, με τον οποίον ήταν συμπαίκτες στον Άρη, για να πάρει εκείνος το ριμπάουντ και να τρέξει την ομάδα στον αιφνιδιασμό.
Ηγέτης στην Εθνική ομάδα
Στην προπόνηση της Εθνικής ήταν πάντα παράδειγμα προς μίμηση και ο παίκτης που σε “τραβούσε” να δώσεις πάντα το κάτι παραπάνω, να φτάσεις στο 100% της απόδοσής σου. Αυτό το ήξεραν καλά οι συμπαίκτες του στον Άρη, ο Φιλίππου, ο Ρωμανίδης, αλλά τους υπόλοιπους που ερχόμασταν από άλλες ομάδες, εμένα, τον Φάνη, τον Ανδρίτσο, τον Καρατζά, δεν μας άφηνε σε χλωρό κλαρί!
Ουαί κι αλίμονο, αν έχανες λέι απ στον αιφνιδιασμό από δική του πάσα, επειδή ήσουν χαλαρός… Αυτή ήταν μια πίεση που δεν την αισθανόμουν ούτε στην ομάδα μου ούτε καν ακόμα σε αγώνα Πρωταθλήματος.
Η παρουσία του ως αρχηγός, η προσωπικότητά του και το πάθος του, ακόμα και στην προπόνηση, ξεχώριζαν. Στο οικογενειακό διπλό, ειδικά αν ήσουν στην πεντάδα του Γιαννάκη, σου περνούσε ένα αίσθημα ευθύνης, σε τραβούσε κι εσένα να πουσάρεις τον εαυτό σου, όσο το δυνατόν περισσότερο.
Συγκάτοικοι στο δωμάτιο
Η σεζόν 1985-1986 είναι εξαιρετική για μένα ως παίκτης του Πανιωνίου στο Ελληνικό Πρωτάθλημα, αλλά στην προετοιμασία της Εθνικής παθαίνω ένα βαρύ διάστρεμμα σε ένα προπονητικό διπλό. Με πολύ μεγάλη προσπάθεια, θεραπείες, ξεκούραση και ενδυνάμωση, καταφέρνω μετά από περίπου ένα μήνα να το ξεπεράσω και να είμαι σε θέση πλέον να διεκδικήσω όχι μόνο μια θέση στη 12άδα του Μουντομπάσκετ της Ισπανίας αλλά και αρκετό χρόνο συμμετοχής, με την απουσία του Φασούλα που είναι στην Αμερική.
Ενσωματώνομαι και πάλι στην αποστολή και, με την επιστροφή μου στο ξενοδοχείο Τζόνς στη Γλυφάδα, ο Κώστας Πολίτης με βάζει να κοιμηθώ μαζί με τον Γιαννάκη, ο οποίος, αν και συνήθως έμενε με τον Ανδρίτσο, είναι μόνος του στο δωμάτιο. Εκείνη την εποχή τα ζευγάρια στα δωμάτια ήταν σχεδόν πάντα τα ίδια, οι προπονητές δεν έκαναν αλλαγές, εγώ για παράδειγμα ήμουν σε δίκλινο με τον Φάνη Χριστοδούλου.
Εκεί είχα την ευκαιρία λοιπόν να γνωρίσω, μια διαφορετική πλευρά του, να γνωρίσω τον άνθρωπο Παναγιώτη Γιαννάκη. Ο ένας άνοιξε την ψυχή του στον άλλον. Μου μίλησε για τα παιδικά του χρόνια στη Νίκαια, για τις δυσκολίες που είχαν οι γονείς του να τα βγάλουν πέρα, δουλεύοντας από το πρωί μέχρι το βράδυ, για να ταΐσουν την πολυμελή οικογένειά τους. Κατάλαβα πόσο δύσκολα τα είχε βρει όλα στη ζωή του, πόση φτώχεια, δύσκολες στιγμές και καταστάσεις είχε περάσει.
Εκεί κατάλαβα τη θέληση που είχε να τα καταφέρει, να ξεφύγει, παίρνοντας κάθε μέρα τη μπάλα του και πηγαίνοντας στο ανοικτό του Πλάτωνα για να κάνει προπόνηση και να γίνει τελικά αυτό που έγινε. Άλλο πράγμα να τα διαβάζεις σε ένα ρεπορτάζ κι άλλο να στα διηγείται ο ίδιος, ένιωθες ένα ρίγος να σε διαπερνάει.
Ήταν οι μέρες που στο δωμάτιο, πριν πάμε στην προπόνηση, μου έμαθε να δένω τα πόδια μου με τέιπ και αράχνη. Ήταν περίπου ένας χρόνος που είχε έρθει και στην Ελλάδα (από την Αμερική φυσικά) αυτός ο τρόπος να προστατεύουμε τους αστραγάλους και τα πόδια μας. να τα δένουμε. Ο τεράστιος Παναγιώτης Γιαννάκης, ο αρχηγός της Εθνικής, έκατσε να μου μάθει πώς να το κάνω, ήταν κάτι που το είχε μάθει και ο ίδιος, το διάστημα που ήταν στην Αμερική.
Έβαλε το τραυματισμένο πόδι μου σε μια καρέκλα και μου λέει με τη βαριά και χαρακτηριστική φωνή του: «Αγόρι μου, θα σου τα δέσω εγώ για πρώτη φορά και από δω και στο εξής θα μάθεις να τα δένεις μόνος σου. Εσύ μόνο ξέρεις πόσο πρέπει να το σφίξεις».
Κι εγώ, αν και μέχρι τότε δεν τα έδενα τα πόδια μου, δεν τα προστάτευα, μετά τον τραυματισμό το έκανα πλέον με θρησκευτική ευλάβεια και, ακόμα κι αν δεν είχαμε αράχνη, αν υπήρχε έλλειψη, έβαζα χαρτί υγείας και από πάνω το τέιπ.
Στην Αμερική…
Η σχέση μας πλέον έχει αρχίσει να χτίζεται και έξω από το παρκέ, έχοντας πια σταματήσει και οι δύο να αγωνιζόμαστε. Μετά την πρώτη του θητεία στην Εθνική ομάδα ως προπονητής και την πολύ καλή πορεία της Ελλάδας στο Παγκόσμιο του 1998, ο Παναγιώτης έρχεται το επόμενο καλοκαίρι στην Αμερική, όπου είμαστε εγώ με την οικογένειά μου. Είχαμε κανονίσει να τον φιλοξενήσω δύο μέρες για να πάμε να συναντήσουμε δύο προπονητές-θρύλους του NCAA, τον Ντιν Σμιθ στον Νορθ Καρολάινα και μετά τον Μάικ Σιζέφσκι στο Ντιούκ.
Το πρόβλημα ήταν ότι το σπίτι δεν είχε άλλη κρεβατοκάμαρα και έπρεπε να κοιμηθεί στον καναπέ, όμως το στρώμα ήταν πολύ μαλακό για τη μέση του που πάντα τον ταλαιπωρούσε. Τελικά στρώσαμε στο πάτωμα και κοιμήθηκε εκεί. Προτίμησε να ταλαιπωρηθεί εκείνος και να κοιμηθεί στο δάπεδο, για να μην ταλαιπωρήσει εμένα, επειδή είχαμε και ένα μικρό παιδί στο σπίτι, την κόρη μου ούτε δύο ετών, και το κοντινότερο ξενοδοχείο ήταν αρκετά μακριά. Αν λοιπόν δεν έμενε σπίτι, θα έπρεπε να κάνω έξτρα δρομολόγια με το αυτοκίνητο για να πάω να τον πάρω και να πάμε στα πανεπιστήμια και οι αποστάσεις ήταν πραγματικά μεγάλες.
Πού να ήξερε σε εκείνη μας την επίσκεψη ο Μάικ Σιζέφσκι τι θα γίνει το 2006 στη Σαϊτάμα στο Μουντομπάσκετ, όταν η Ελλάδα θα νικήσει τις ΗΠΑ με 101-95 και εκείνος θα ηττηθεί από τον Γιαννάκη!
Η γνωριμία μας μαζί του μετρούσε ήδη αρκετά χρόνια. Η Εθνική ομάδα τον Νοέμβριο του 1985 είχε κάνει μια μίνι περιοδεία στην Αμερική, πριν από το ιστορικό παιχνίδι με τη Γαλλία στο Εκεντρεβίλ και τη μεγάλη μας νίκη με 130-126 μετά από τρεις παρατάσεις. Παίξαμε με διάφορα κολέγια τότε, χάνοντας παιχνίδια ακόμα και με τριάντα πόντους, ένα από αυτά ήταν και το Ντιούκ, στο οποίο ο Σιζέφσκι ήταν ήδη πέντε χρόνια προπονητής.
Έξι χρόνια μετά τη νίκη μας στη Σαϊτάμα, το 2012 πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, οι Αμερικανοί κάνουν περιοδεία για προετοιμασία, είναι στην Αθήνα και μετά θα πάνε στην Κωνσταντινούπολη. Έχουμε κανονίσει ραντεβού με τον Σιζέφσκι στο λόμπι του Ιντερκοντινένταλ, όπου διαμένει η “Dream Team”.
Εγώ και ο Γιαννάκης έχουμε πάει νωρίτερα, οι Αμερικανοί έχουν πάει στην παραλιακή για φαγητό και τους περιμένουμε, γιατί έχει κίνηση κι έχουν αργήσει να γυρίσουν. Την ώρα που φτάνουν, ο Σιζέφσκι βλέπει τον Γιαννάκη από μακριά, έρχεται προς το μέρος μας, γονατίζει και σηκώνει τα δύο χέρια ψηλά, σαν να υποκλίνεται στο μεγαλείο του κόουτς! Άλλωστε, και δημόσια σε συνεντεύξεις πολλές φορές ο «κόουτς Κ» έχει μιλήσει με τα πλέον κολακευτικά λόγια για τον Γιαννάκη.
Αντίπαλοι στους πάγκους και ο… Σπανούλης
Το καλοκαίρι του 2000, παράλληλα με τις κοινές μας οικογενειακές διακοπές, έχουμε παρακολουθήσει την Εθνική Εφήβων να κατακτά την τρίτη θέση στο Ευρωμπάσκετ της Κροατίας.
Είναι πριν από τη σεζόν και η μοίρα το φέρνει έτσι ώστε εγώ να είμαι στο Μαρούσι κι εκείνος, για πρώτη φορά σε σύλλογο μετά την θητεία του στην Εθνική, στον Πανιώνιο.
Θέλω να πάρουμε στον Μαρούσι έναν παίκτη από εκείνη την Εθνική Εφήβων και είμαι ανάμεσα σε τρεις επιλογές, στον Σπανούλη, τον Ζήση ή τον Καϊμακόγλου. Έχω καταλήξει στον Σπανούλη, ο οποίος προέρχεται τότε από τον Κεραυνό Λάρισας κι έχω αποφασίσει να μιλήσω με τον Πρόεδρο του Αμαρουσίου, τον Βωβό, για να πάρω το «ok» και να του κάνω πρόταση. Ενδιάμεσα, έχω ζητήσει τη γνώμη του Παναγιώτη Γιαννάκη και η απάντησή του είναι αφοπλιστική: «Προχώρα».
Χάρηκα πολύ που είχαμε την ίδια άποψη κι άλλωστε η ιστορία από κει και μετά είναι γνωστή σε όλους. Ο Γιαννάκης βρήκε το 2002 τον Σπανούλη στο Μαρούσι, τον ολοκλήρωσε ως παίκτη, βοηθώντας τον να ανοίξει τα φτερά του, και φυσικά τον έχρισε διεθνή από το 2004, όταν και επέστρεψε στην Εθνική ομάδα!
Λίγα χρόνια μετά, το 2006, οι ρόλοι μας έχουν αντιστραφεί. Εγώ είμαι πρώτος προπονητής στον Πανιώνιο κι εκείνος στο Μαρούσι, έχοντας φτιάξει την πολύ καλή ομάδα που είχε εκείνα τα χρόνια ο σύλλογος των βορείων προαστίων.
Ως προπονητής ο Γιαννάκης ήταν το ίδιο όπως και ως παίκτης. Δεν ήθελε με τίποτα να χάνει. Είναι το πρώτο παιχνίδι που είμαστε ο ένας απέναντι στον άλλον, στο κλειστό του Ελληνικού, έδρα τότε του Πανιωνίου. Νιώθω δέος που θα τον αντιμετωπίσω, αισθάνομαι ότι δίνω τις… εξετάσεις μου απέναντί του. Είναι και λίγο περίεργα, γιατί έχουμε υπάρξει συμπαίκτες, αλλά κυρίως μας συνέδεε μια βαθιά φιλία, κάναμε παρέα και οικογενειακά.
Βαθμολογικά, το Μαρούσι είναι λίγο πιο πάνω τότε, αλλά κοιτάζει τα πλέι οφ, έχει κι άλλες υποχρεώσεις, κάνει διαχείριση και ροτέισιον και τελικά εμείς κερδίζουμε τον αγώνα. Σκέφτομαι ακαριαία ότι θα κάνει καμιά εβδομάδα να μου μιλήσει, γιατί η λέξη ήττα δεν είχε θέση στο λεξιλόγιό του, αλλά φυσικά αυτό δεν έγινε.
Το δεύτερο ματς που θυμάμαι είναι ένα παιχνίδι Μαρούσι-Ολυμπιακός το 2008-2009, εγώ συνεργάτης του Μαρκόπουλου κι εκείνος στον πάγκο των «Ερυθρολεύκων». Νικήσαμε κι εκεί, πάλι σκέφτηκα ότι θα κάνει μέρες να με πάρει τηλέφωνο, αλλά και αυτήν τη φορά η προσωπική μας σχέση ήταν πάνω από οποιοδήποτε αποτέλεσμα.
Συνεργάτες στην Εθνική ομάδα
Στο Ευρωμπάσκετ του 2005 και το Μουντομπάσκετ του 2006 δεν ήμουν στο πλευρό του, αν και το θέλαμε αμφότεροι, καθώς ο Πανιώνιος στον οποίον εργαζόμουν δεν συναίνεσε.
Το 2007 είμαι παρών στον Ευρωμπάσκετ και δεν θα ξεχάσω ποτέ τα λόγια του στα τάιμ άουτ στο μεγάλο παιχνίδι και την ιστορική ανατροπή που πέτυχε η ομάδα απέναντι στη Σλοβενία. Οι αντίπαλοί μας ήταν 2.5 λεπτά πριν από το τέλος με 12 πόντους μπροστά (61-49) και με 9 πόντους (62-53) 1.5 λεπτό πριν από τη λήξη. Στα τάιμ άουτ έβλεπες τη φλόγα στα μάτια του, άκουγες τη σιγουριά στη φωνή του, έβλεπες την πίστη στις εκφράσεις του προσώπου του, ότι η ανατροπή είναι εφικτή. «Το παιχνίδι δεν είναι χαμένο. Μην κοιτάτε το σκορ, πάμε μπάλα-μπάλα και φάση-φάση να το γυρίσουμε». Δίνει τις οδηγίες, για το πώς θα πρεσάρουμε, τις παγίδες, τις βοήθειες, το πώς θα επιτεθούμε.
Αρχίσαμε να πιέζουμε παντού, να κλέβουμε μπάλες, να σκοράρουμε με κάθε τρόπο. Το ματς γύρισε και, με ένα απίθανο σερί 10-0 στο τέλος, νικήσαμε 63-62. Δεν ξέρω αν έχει ξαναγίνει τέτοια επιστροφή, δεν ξέρω αν άλλος προπονητής θα μπορούσε να εμπνεύσει με τέτοιον τρόπο, γιατί ας μην ξεχνάμε και το επίπεδο του αγώνα. Ήταν ένα ματς που θεωρητικά δεν μπορούσε να γυρίσει με κανέναν τρόπο. Αλλά αυτός ήταν πάντα ο Παναγιώτης Γιαννάκης.
Ένας άνθρωπος που ενέπνεε τους γύρω του, μια τόσο έντονη προσωπικότητα που μπορούσε να αλλάξει κάθε αρνητική κατάσταση. Ακόμα και μια λάθος απόφαση να έπαιρνε πάνω στο παιχνίδι, γιατί όλοι οι προπονητές κάνουμε λάθη, η προσωπικότητά του ήταν τέτοια που σε έκανε αφενός να τον σέβεσαι και από κει και πέρα να εμπνέεσαι από τον πάθος, την αφοσίωση και την αποφασιστικότητά του.
Τρεις Έλληνες στη Γαλλία
Θυμάμαι ότι ζούσε τόσο έντονα το παιχνίδι, ώστε πολλές φορές έπιανε το πρόσωπό του ή το κεφάλι του με τόσο χαρακτηριστικό τρόπο (το ίδιο που έκανε και ως παίκτης) που κάποια χρόνια μετά, στη Γαλλία όταν ήμασταν στον πάγκο της Λιμόζ, οι διαιτητές τον χρέωσαν κάποιες φορές με τεχνική ποινή.
Στη Λιμόζ είμαστε τη σεζόν 2012-2013. Ο Παναγιώτης προπονητής, εγώ βοηθός και παίκτης ο Άγγελος Τσάμης. Κάποια στιγμή μέσα στη σεζόν ο Άγγελος είχε οστικό οίδημα και διάστρεμμα, αλλά τα παιχνίδια μπροστά μας ήταν πολύ σημαντικά. «Άγγελε, κι εμείς τότε παίζαμε με πρησμένα πόδια, με πόνους, σφίγγαμε τα δόντια και αγωνιζόμασταν», του έλεγε για να τον εμψυχώσει και εκείνος απαντούσε «ναι, κόουτς, θα παίξω».
Και τελικά, ναι, έπαιξε, ουσιαστικά με ένα πόδι, βλέποντας πόσο ο Γιαννάκης λαχταρούσε να τον δει στο παρκέ, γιατί ο Τσάμης ήταν ένα πολύ σημαντικό εργαλείο στην ομάδα τότε. Και από τα δύο παιχνίδια κερδίσαμε τελικά το ένα.
Κι όπως σε μένα ο Γιαννάκης το 1986 μού έδεσε το πόδι, έτσι 27 χρόνια μετά έδεσα εγώ τα πόδια του Τσάμη και τον θυμάμαι να μου λέει: «Το κάνω πρώτα για τον κόουτς, μετά για σένα και μετά για την ομάδα. Για κανέναν άλλον προπονητή δεν θα το έκανα, δεν θα έπαιζα με τέτοιον τραυματισμό».
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης είναι παράδειγμα ζωής. Από τη δική του γενιά μέχρι και τα τωρινά χρόνια, είναι ίσως ο μοναδικός που μεγάλωσε με τόσες δυσκολίες κι έφτασε τόσο ψηλά. Όλοι είχαμε περισσότερες ανέσεις και ευκαιρίες από εκείνον.
Είναι μάθημα για όλους η πορεία του.
Ο Νίκος Λινάρδος είναι προπονητής μπάσκετ, Πρωταθλητής Ευρώπης με την Εθνική ομάδα το 1987.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
CHECK IT OUT: Παναγιώτης Γιαννάκης: Δέκα σπάνια “αγωνιστικά” κλικ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Νίκος Λινάρδος: Η «μικρή» Ελλάδα μεγάλωσε!
Νίκος Λινάρδος: Φάνης, Μπέμπης Για Μία Ζωή