Οι θρυλικοί Monty Python είχαν κάποτε την τρελή ιδέα να στήσουν ένα αδιανόητο φιλοσοφικό ποδοσφαιρικό ντέρμπι.
Αντιμέτωπες τοποθέτησαν δύο Εθνικές. Από τη μία ήταν η Ελλάδα και από την άλλη η Γερμανία, δηλαδή οι δύο πιο σπουδαίες φιλοσοφικές σχολές στον κόσμο.
Το 1972 λοιπόν στο Μόναχο, με διαιτητή τον Κομφούκιο, η ελληνική ομάδα παρατάχθηκε με όλα τα αστέρια της. Τον Πλάτωνα στο τέρμα και τους Επίκτητο, Αριστοτέλη, Σοφοκλή, Εμπεδοκλή, Πλωτίνο, Επίκουρο, Ηράκλειτο, Δημόκριτο, Σωκράτη, Αρχιμήδη. Απέναντί τους βρέθηκαν οι Λάιμπνιτζ, Καντ, Χέγκελ, Σοπενάουερ, Σάλινγκ, Γιάσπερς, Σλέγκελ, Βίτγκενσταϊν, Νίτσε, Χίντεγκερ, ενώ στην 11άδα ήταν για κάποιον λόγο και ο Φραντς Μπεκενμπάουερ, με τον Καρλ Μαρξ να μπαίνει αλλαγή. Το παιχνίδι έληξε με νίκη (1-0) των Ελλήνων και σκόρερ τον Σωκράτη στο 89′.
Στο κέντρο της άμυνας των Ελλήνων δέσποζε η ηγετική μορφή του Επίκτητου, του βασικού στοχαστή της σχολής των Στωικών. Ένας σκλάβος των Ρωμαίων που ενέπνευσε τον Σένεκα και τον Μάρκο Αυρήλιο να ακολουθήσουν την πορεία του. Μία διαδρομή που βασίζεται στην άρνηση των παθών. Στη σημασία της υπομονής, του αυτοελέγχου και του να μην βασίζεσαι σε τίποτ’ άλλο πέραν του εαυτού σου.
Μία φιλοσοφία με βάση το να μαθαίνεις να υποφέρεις σιωπηλά και να μην επιτρέπεις σε κανέναν και τίποτα να σε επηρεάσουν. Αυτόν τον τρόπο ζωής επέλεξε να υπηρετήσει, μεγαλώνοντας, ο Λουίς Ενρίκε.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι εκείνος βρέθηκε στο μονοπάτι του Επίκτητου, παρασυρόμενος από έναν αρκετά μεταγενέστερό του σπουδαίο άνδρα. Τον Βίκτορ Φρανκλ, έναν Εβραίο Αυστριακό νευρολόγο-ψυχολόγο, ο οποίος κατάφερε να επιβιώσει από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Ολοκαυτώματος, αλλά έχασε εκεί όλη την οικογένειά του. Βγαίνοντας από την κόλαση, έγραψε ένα από τα πιο διάσημα βιβλία στον κόσμο και του έδωσε τον πιο απλό και σημαντικό τίτλο. «Το νόημα της ζωής» βασίστηκε σε στωική προσέγγιση και στη λογική ότι η ζωή είναι κάτι που οφείλουμε να ζούμε με όλες τις δυνάμεις μας και να μην εγκαταλείπουμε ποτέ. Στην πίστη πως όλες οι δυσκολίες γίνεται να ξεπεραστούν.
Όπως προσπαθεί να κάνει και ο Λουίς Ενρίκε. Από τότε που τόσο σκληρά υποχρεώθηκε να δει την αγαπημένη του Σάνα να πετάει πρόωρα προς τ’ αστέρια.
Τα… τσιμέντα και το ψαλιδάκι
Τα περισσότερα παιδάκια έπαιζαν μπάλα και επέστρεφαν σπίτι, μεταφέροντας πάνω τους την άμμο της Κόστα Βέρδε στις άκρες του Βισκαϊκού κόλπου. Όχι όμως εκείνος. Μαζί με λιγοστούς φίλους του δεν πήγαιναν στην παραλία. Προτιμούσαν ένα τσιμεντένιο γηπεδάκι με χαμηλά καλάθια. Μέχρι τα 11 του ο Λουίς Ενρίκε Μαρτίνεθ Γκαρθία επέμενε ότι το μπάσκετ ήταν πιο ωραίο.
Στο ποδόσφαιρο τον παρέσυρε ο πρώτος κολλητός του, αυτός που θα τον συντρόφευε όχι μόνο στη ζωή αλλά και τις μεγάλες στιγμές του στο χορτάρι. O Αμπελάρδο Φερνάντεθ ήταν υπερμεγέθης για την ηλικία του και έπαιζε άμυνα, ενώ ο μικροκαμωμένος Λουίς πάλευε στην επίθεση. Μαζί μπήκαν στη σχολή του Μαρέο, την ομάδα του Δημαρχείου της πόλης, η οποία χρηματοδοτούνταν από τον μεγάλο σύλλογο της πόλης, τη Σπόρτινγκ Χιχόν.
Τρία χρόνια αργότερα ο Αμπελάρδο θα έπαιρνε προαγωγή για τα τμήματα υποδομής της Σπόρτινγκ. Ο Λουίς Ενρίκε δεν ήταν αντίστοιχα καλός και έπρεπε να αποχωρήσει για την Ντεπορτίβο Μπράνια. Σταδιακά όμως εκεί θα εξελισσόταν στο μεγαλύτερο ταλέντο της επαρχίας των Αστούριας. Θα το πιστοποιούσε με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο στον Τελικό των επαρχιών της Ισπανίας.
Κόντρα σε εκείνη της Μαδρίτης και υπό το βλέμμα όλων των σημαντικών ανιχνευτών τη χώρας, θα απογειωνόταν για το ψαλιδάκι που θα του άνοιγε τον μεγάλο δρόμο. Δύο δικά του γκολ, το δεύτερο με αεροπλανικό, και η νίκη (2-1) πήγε στη γειτονιά του.
Πλέον άπαντες ρωτούσαν και η Χιχόν θα τον καλούσε εσπευσμένα πίσω. Ήταν το 1989 κι εκείνος 19 ετών, όταν πήρε το βάπτισμα με τους μεγάλους του συλλόγου. Έκτοτε τα πάντα θα πήγαιναν προς τα πάνω. Και δεν θα είχαν σταματημό…
Ρεάλ Μαδρίτης
Δεν του πήρε πολύ. Στα 21 του ήταν ο τρίτος πιο παραγωγικός σέντερ φορ στη La Liga. Είχε βάλει 14 γκολ στο Πρωτάθλημα και οδηγούσε τη Χιχόν σε κάτι ιστορικό. Του έλειπε ακόμα ένα. Το βρήκε σε μία μαγική βραδιά στο Mestalla, όπου χάρισε το 0-1 επί της Βαλένθια και έβγαλε την πρώτη αγάπη του στο Κύπελλο UEFA. Ήταν ξεκάθαρο, το Χιχόν φάνταζε πλέον μικρό.
Η Μπαρτσελόνα τον ήθελε κι εκείνος τη λάτρευε από παιδί. Και συνέβη το δύσκολο. «Ονειρευόμουν ότι θα έπαιζα στα “blaugrana”. Ήταν όλα έτοιμα, δεδομένα. Και τότε εμφανίστηκε μπροστά μου ο Πρόεδρος και μου είπε κοφτά: “Λουίς, μάζεψέ τα. Φεύγεις για Μαδρίτη. Η Ρεάλ πλήρωσε τη ρήτρα σου και δεν άφησε περιθώριο για συζήτηση”. Ήμουν χαρούμενος και λυπημένος μαζί», θα γράψει στην αυτοβιογραφία του.
Το 1991 ήταν μία περίεργη αγωνιστική εποχή για τους «Merengues» που αναζητούσαν την ταυτότητά τους. Ράντομιρ Άντιτς και Μπενίτο Φλόρο τον έβαλαν αμφότεροι βασικό, αλλά ήταν μπερδεμένοι μαζί του. Ακόμα και έτσι όμως, ήταν βασικός στην κατάκτηση του Χρυσού στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης το 1992 και το 1994 πήγε στο Μουντιάλ των ΗΠΑ, όπου η εικόνα του με σπασμένη μύτη γεμάτη στα αίματα, εξαιτίας της αγκωνιάς του Μάουρο Τασότι, θα τον έκανε ακόμα πιο διάσημο στον κόσμο. Κάτι έλειπε ωστόσο.
Εκείνος που θα τα έκανε όλα πιο ξεκάθαρα ήταν ο Χόρχε Βαλδάνο. Ο Αργεντινός θρύλος ανέλαβε το καλοκαίρι του 1994 και τον τοποθέτησε στα πλευρά (κυρίως στα δεξιά). Ήθελε να εκμεταλλευτεί τις επελάσεις, τον αέρινο καλπασμό, την αμφιδεξιότητά του και την αέναη διάθεσή του να μαρκάρει τον αντίπαλο αμυντικό. Να τον κυνηγάει σε όλο το γήπεδο.
Από την πρώτη εμφάνισή του έως και το φινάλε ο Λουίς Ενρίκε δεν σταμάτησε να παίζει άμυνα και να λυσσάει για να κλέψει την μπάλα.
Κάπως έτσι, στην τέταρτη γεμάτη σεζόν του στο Santiago Bernabéu έφτασαν στην κατάκτηση του Πρωταθλήματος. Θα έμενε εκεί ακόμα μία χρονιά. Το 1996 το συμβόλαιό του έληγε. Η Ρεάλ δεν ήταν σε καλή κατάσταση και εμφανίστηκε η προοπτική που πάντοτε ονειρευόταν. Η «Μπάρτσα» τού χτυπούσε την πόρτα και δεν γινόταν να μην το ζήσει.
Μπαρτσελόνα
Τότε δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον τωρινό εαυτό. Νευρικός, οξύθυμος, σχεδόν αυθάδης σε συμπαίκτες, αντιπάλους, προπονητές, δεν είχε μέσα του κανένα ίχνος από τη φιλοσοφία της ύστερης ζωής του. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το παιχνίδι. Δεν άφηνε τίποτα για την επόμενη φορά. Τα έδινε όλα, άδειαζε και ξαναγέμιζε. Έτσι τον λάτρεψαν στο Camp Nou.
Αφού ξαναβρήκε στην άμυνα τον κολλητό του, Αμπελάρδο, και με τον σπουδαίο Μπόμπι Ρόμπσον να τον κατευθύνει, απογειώθηκε στα 17 γκολ στο Πρωτάθλημα, έχοντας περισσότερο περιφερειακό ρόλο και όχι αυστηρά στα πλάγια. Το Κύπελλο, το Super Cup και κυρίως το Κύπελλο UEFA αποτέλεσαν πρελούδιο και το Πρωτάθλημα ακολούθησε την επόμενη χρονιά.
Εκλεπτυσμένος και παθιασμένος, απαλός και σκληρός μαζί. Πλέον τα έκανε όλα και ήταν παντού.
Η άφιξη του Λουίς Φαν Χάαλ τον εξέλιξε σε κάτι πλήρως ολοκληρωμένο. Ήταν 27 ετών και μπορούσε να αγωνιστεί και ως “10άρι”, ακόμα και λίγο πιο πίσω. Μπορούσε δηλαδή να παίξει παντού από τη μέση και μπροστά. Με αυτόν τον τρόπο έκανε ρεκόρ καριέρας. Τα 18 γκολ στη La Liga και τα 26 σε όλες τις διοργανώσεις τον τοποθέτησαν, έστω και για λίγο, στην κορυφή των Ισπανών παικτών της εποχής. Θα έπαιρνε ακόμα ένα το 1999 και έπειτα η «Μπάρτσα» θα έμπαινε σε μία περίεργη και… άτιτλη εσωστρέφεια.
“Δήμιος” Ελλήνων
Παρά την κακή περίοδο που περνούσαν, οι Καταλανοί συνέχιζαν να είναι φόβητρο σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό το έζησαν η ΑΕΚ και ο Παναθηναϊκός, με τον Λουίς Ενρίκε να κάνει την τεράστια ζημιά και στις δύο ελληνικές ομάδες.
Αρχικά ήταν η ΑΕΚ που βίωσε με άσχημο τρόπο την αποτελεσματικότητά του. Με δικό του γκολ η «Μπάρτσα» πέρασε από τη Νέα Φιλαδέλφεια το 2001 (0-1) και εκείνος ήταν που στη ρεβάνς για το Κύπελλο UEFA με χατ τρικ κατεύθυνε το βαρύ 5-0.
Την αμέσως επόμενη χρονιά ο Παναθηναϊκός άγγιξε το θαύμα στα προημιτελικά του Champions League. Το πέναλτι του Μπασινά στο πρώτο ματς (1-0) και η γκολάρα του Κωνσταντίνου στη Βαρκελώνη έκαναν τους «Πρασίνους» να ονειρεύονται. Ωστόσο, ο Λουίς Ενρίκε με δύο δικά του γκολ και ο Σαβιόλα, πετυχαίνοντας το τρίτο, έδωσαν τα εισιτήριο στους «Blaugrana», Ας όψεται βέβαια εκείνη η βασανιστική προβολή του Βλάοβιτς στο φινάλε που έξυσε το δοκάρι.
Κατάθλιψη και φως
Με την Εθνική Ισπανίας πήγε σε τρία Μουντιάλ (1994, 1998, 2002) και ένα Euro (1996) και το 2004, όταν το κορμί του του υπαγόρευσε ότι δεν μπορούσε να είναι άλλο πια ανταγωνιστικός στην Μπαρτσελόνα, είπε να το αφήσει.
Δεν ήταν ότι δεν έπαιζε. Απλώς ήταν ακόμη εγωιστής τότε και δεν του άρεσαν αυτά τα… μπες-βγες με τον Φρανκ Ράικαρντ στον πάγκο. Άλλωστε ο Ροναλντίνιο τούς είχε επισκιάσει όλους και από πίσω ερχόταν με φόρα ο Λιονέλ Μέσι. Η νέα εποχή ξανοιγόταν για τους Καταλανούς και εκείνος είχε αυτογνωσία μέσα του. Είχε φτάσει η στιγμή για το αντίο.
Το είπε γεμάτα. Αφού τα έζησε όλα πλουσιοπάροχα. Δεν είχε παράπονο. Αγωνίστηκε για 13 χρόνια στους δύο μεγάλους της χώρας. Έπαιξε σε αμέτρητα «clásicos». Σε αυτά έβαλε ένα γκολ για τη Ρεάλ και πέντε για την «Μπάρτσα». Πανηγύρισε, ούρλιαξε στα γκολ με τα χέρια ανοικτά και έκλεισε με 161 συλλογικά γκολ (647 ματς) και 12 ακόμα με τη «Furia Roja» (62 ματς). Καθόλου άσχημα για κάποιον που απλώς ήθελε να παίζει μπάσκετ.
Το δόγμα πως «κάθε τέλος σηματοδοτεί και μία νέα αρχή» το βίωσε στο έπακρο. Κάπου εκεί, στο κλείσιμο της ποδοσφαιρικής καριέρας του, μπήκε στη ζωή του ο Μάρκος Αυρήλιος. Χρειαζόταν από κάπου να πιαστεί. Δεν ήταν καλά. «Όταν αποσύρθηκα, άδειασε ο κόσμος μου. Ήταν λες και δεν ήξερα ποιος έπρεπε να είμαι από εκεί και έπειτα. Τα πάντα ήταν ποδόσφαιρο και εγώ ήμουν πλέον εκτός παιχνιδιού. Κοιτάζοντας τώρα προς τα πίσω, είμαι βέβαιος. Πως έστω και για λίγο είχα κατάθλιψη».
Τότε ήταν που αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι. Πήγε στην Αυστραλία. Όχι για διακοπές. Άρχισε να διαβάζει μετά μανίας τα απομνημονεύματα του Ρωμαίου Αυτοκράτορα και να αναζητά τις Αρχές των Στωικών, φτάνοντας μέχρι την αρχαία Αθήνα και τον ιδρυτή τους, Ζήνωνα. Την ίδια στιγμή, ξεκίνησε μαθήματα αγγλικών και σερφ. Έκανε άπειρα χιλιόμετρα με ποδήλατο και προπονήσεις για το Iron Man, που θα γινόταν η αγαπημένη του συνήθεια.
«Μέσα από τη Στωικότητα έμαθα να ελέγχω τα συναισθήματά μου. Τα βιβλία μού άνοιξαν έναν δρόμο για να βρω δύναμη, δικαιοσύνη και αυτοέλεγχο πάνω στις σκέψεις και τις αδυναμίες μου. Να ζω με μετριοπάθεια, χωρίς εντάσεις».
Παίρνοντας δύναμη από τη φιλοσοφία και αναζητώντας το μονοπάτι για το επόμενο βήμα που θα τον συνεπάρει, άρχισε να κάνει extreme sports. Ακάματος, μπήκε σε αγώνες τριάθλου Iron Man. Βρέθηκε να κολυμπάει στη σειρά 3.9 χλμ., να ποδηλατεί 108.2 χλμ. και να τρέχει ακόμα 42.2 χλμ. Πήγε στην έρημο της Σαχάρας και έτρεξε κάτω από σκληρές συνθήκες για 130 χλμ.
Γενικότερα, δεν σταμάτησε να δοκιμάζει τα όριά του. Πήρε επιλογές που υπερέβαιναν τη δύναμη και τη φύση του. Πήγε κόντρα στον Κυνισμό του Διογένη, ο οποίος όριζε ότι «Ο αθλητισμός ωφελεί, μέχρι να κοκκινίσουν τα μάγουλά σου. Από κει και πέρα είναι βλαβερός και καταστρέφει το μυαλό». Για τον Λουίς Ενρίκε πάντοτε ήταν διαφορετικά. Στη δική του φιλοσοφία είναι η δύναμη του μυαλού και της θέλησης που ορίζει τις συνθήκες, που μετακινεί τα όρια κατ’ επιλογή.
Η διαδοχή του Πεπ
Ανάμεσα σε ερήμους, βουνά, μονοπάτια, θαλάσσια κύματα και βιβλία, τον βρήκε η πρόταση της Μπαρτσελόνα να αναλάβει τη Β’ ομάδα της. Ο Πεπ Γκουαρδιόλα μόλις είχε πάρει προαγωγή και είχε αφήσει τα αγόρια χωρίς δάσκαλο. Δέχθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Μακριά από τον κόσμο της ποδοσφαιρικής show business θα μπορούσε να διδάξει μπάλα και νοοτροπία.
Κατάφερε να την ανεβάσει στη Β’ κατηγορία και το 2011 να τερματίσει στην τρίτη θέση (δεν έχουν δικαίωμα να παίξουν στη μεγάλη κατηγορία οι Β’ ομάδες των clubs).
Ασπαζόμενος τις ίδιες ιδέες με τον Πεπ, δεν πείραξε τίποτα αγωνιστικά. Εκείνο μόνο που πρόσθεσε, όπως θα έκανε δηλαδή σε κάθε ομάδα που θα αναλάμβανε, ήταν μία στάλα διαφορετικής ψυχολογικής αντιμετώπισης των πραγμάτων. Οι ομιλίες του στα αποδυτήρια είχαν-έχουν δυσανάλογη αντιστοιχία ποδοσφαίρου και φιλοσοφίας. Μόνο που με κάποιον τρόπο συνδυάζονται αρμονικά, αλληλοσυμπληρώνονται και οδηγούν στο απλό, το όμορφο, αν και ενίοτε όχι στο τόσο αποτελεσματικό.
Στη Ρόμα θεώρησαν επίσης ότι ήταν ο “επόμενος Πεπ”. Τον κάλεσαν το καλοκαίρι του 2011. Όλα όμως πήγαν λάθος. Ο αποκλεισμός στα play off του Europa League από τη Σλόβαν Μπρατισλάβας έφερε γκρίνια με το καλημέρα. Οι «Giallorossi» ήταν βιαστικοί για αποτελέσματα και εκείνος τους θύμιζε στις ομιλίες του ότι η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μία μέρα. Δεν τους άρεσε αυτό. Ούτε η έβδομη θέση, η χειρότερη σε μία δεκαετία, που την άφησε εκτός Ευρώπης. Παραιτήθηκε, πριν τον διώξουν.
Έμεινε για έναν χρόνο εκτός και το 2013 ταξίδεψε για το Βίγο, έχοντας απογοητεύσει όσους είχαν πιστέψει πως κάτι είχε να προσφέρει στην προπονητική. Η ένατη θέση με τη Θέλτα δεν ήταν κάτι σημαντικό, αλλά η ομάδα του έπαιξε όμορφα και αυτό ήταν αρκετό για την Μπαρτσελόνα που το 2014 αναζητούσε για ακόμα μία φορά έναν κανονικό αντικαταστάτη του Πεπ, μιας και o αγαπημένος τους Τίτο Βιλανόβα έφυγε άδικα από τη ζωή και ο Χεράρδο Μαρτίνο δεν τους ταίριαξε.
Θρίαμβος και σκοτάδι
Και είχαν δίκιο. Αυτό το δικό τους παιδί ήταν αυτό που είχαν ανάγκη. Στην τριετία του εκεί είχε το δεύτερο καλύτερο ποσοστό νικών στην ιστορία του συλλόγου (72.64%), οριακά πίσω από τον Γκουραδιόλα (72.47%). Πήρε τα δύο από τα τρία Πρωταθλήματα, τα τρία Κύπελλα και ένα εγχώριο Super Cup. Αυτό όμως που άφησε εποχή ήταν πως στην πρώτη του κιόλας χρονιά εκεί κατέκτησε τα πάντα. Μαζί με το Champions League στο Βερολίνο, το Super Cup Ευρώπης στην Τιφλίδα και το Μουντιάλ Συλλόγων στο Τόκιο, πήρε όποιον τίτλο διεκδίκησε.
Και η ομάδα του ήταν χάρμα οφθαλμών. Εκείνο το «MSN» που έστησαν οι Μέσι, Λουίς Σουάρες, Νεϊμάρ αλλά και συνολικά το μεστό παιχνίδι των Τσάβι, Ινιέστα, Ράκιτιτς, Ντάνι Άλβες και των υπολοίπων ήταν κάτι φανταστικό και μη ανασχέσιμο. Και, το πιο σημαντικό για εκείνον, τα πάντα είχαν συμβεί με ηρεμία, χαλαρά, χωρίς φανφάρες και εντάσεις. Απλώς με τον δικό του τρόπο.
Μετά τον Τελικό με τη Γιουβέντους στο Βερολίνο, η μικρή Σάνα έτρεξε κοντά του. Εκείνος πήρε μία χούφτα από τα πεσμένα άνθη της νίκης και άρχισε να την κυνηγάει και να τη ραίνει. Ήταν ευτυχισμένη. Ήταν ευτυχισμένος. Όλα ήταν εκεί, δικά τους. Ήταν όμορφα, απαλά, γλυκά, γεμάτα χαμόγελα.
Τέσσερα χρόνια μετά τα πάντα έγιναν σκούρα. Ένα μαύρο πέπλο που έπεσε ξαφνικά. Που κάλπασε κατά πάνω του.
Ούτε που πρόλαβε να το δει να έρχεται. Σε μία ριπή, σε ηλικία εννέα ετών η Σάνα προσβλήθηκε από έναν τρομερά επιθετικό καρκίνο των οστών και μέσα σε λίγους μήνες (29 Αυγούστου 2019) έχασε τη μάχη.
Ένιωσε να διαλύεται, έπρεπε να αντέξει, να το διαχειριστεί, να συνεχίσει. Το όφειλε στην μικρή του αγάπη, στα άλλα δύο παιδιά του, στη γυναίκα που έχει δίπλα του σε όλη του τη ζωή. Το όφειλε στον εαυτό του και τη φιλοσοφία. Η λογική των Στωικών κλήθηκε να δοκιμαστεί. Και νίκησε.
«Θα είσαι παντοτινά το αστέρι που θα καθοδηγεί την οικογένειά μας. Θα μας λείπεις κάθε μέρα και θα σε σκεφτόμαστε ακατάπαυστα για το υπόλοιπο της ζωής μας, την οποία θα ζήσουμε με την ελπίδα ότι θα συναντηθούμε και πάλι όλοι μαζί». Αυτό θα είναι το αντίο του και έναν χρόνο αργότερα, στην πρώτη συνέντευξή του, θα μιλήσει δυνατά για τη δύναμη της θέλησης: «Δεν υπάρχει γκρι. Υπάρχει λευκό και μαύρο. Αυτή είναι μία αποδοχή. Δεν γίνεται να κινηθούμε προς το πουθενά. Τα πάντα πρέπει να έχουν προορισμό. Και η ευθύνη προς το δώρο της ζωής που μας έχει δοθεί είναι να ακολουθούμε πάντα το φως. Όσο και αν προσπαθεί διαρκώς το σκοτάδι να μας καταβάλει».
Σαν Φως
Από το 2017 βρίσκεται από επιλογή εκτός μάχης. Η Εθνική Ισπανίας τού δίνει τη δουλειά. Ανακοινώνεται τον Ιούλιο του 2018, νικάει την Αγγλία και τον Μάρτιο του 2019 ανακοινώνει ότι προσωρινά δεν μπορεί να είναι εκεί. Η μάχη της Σάνα απαιτεί να βρίσκεται στο πλευρό της.
Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς νιώθει ότι μπορεί να επιστρέψει. Αισθάνεται ότι πρέπει να ξαναβγεί στο φως. Και ένας πάγκος είναι αυτό που θα τον βοηθήσει. Κάνει δραστική ανανέωση και την οδηγεί στον χαμένο Τελικό του Nations League. Είναι ένα καλό σημάδι για το Μουντιάλ του Κατάρ που έπεται. Εκεί όπου θα ξεκινήσει τρελά με επτάρα στην Κόστα Ρίκα, αλλά θα αποκλειστεί στα πέναλτι από το εκπληκτικό Μαρόκο.
Θα κατηγορηθεί για αναποτελεσματικότητα. Το «tiki taka» που παίζει μοιάζει κάποια στιγμή ενθουσιώδες και κάποια άλλη βαρετό. Ισχύουν και τα δύο. Η αποτυχία σημαίνει και λήξη του συμβολαίου του. Δεν τα πήγε καλά. Δεν θα δεχόταν και ο ίδιος να συνεχίσει. Δεν το πήρε όμως και βαριά. Ξέρει, τα πάντα προχωράνε. Με αποδοχή, ηρεμία και συνειδητότητα.
Στο Μουντιάλ, στα διαλείμματα της Εθνικής, ο ίδιος βγαίνει στο «Twich» και παραδίδει μαθήματα αντιμετώπισης των πραγμάτων. Μιλάει για το νόημα της ύπαρξης γενικότερα και αναλύει την προσέγγιση που έχει προς τους παίκτες του.
«Στην ελίτ τα πάντα είναι ένα δίκοπο μαχαίρι. Μπορείς να είσαι ο πιο ζηλευτός και να μετατραπείς σε μία στιγμή στον πιο μισητό. Οπότε, αυτό που απαιτείται από εμάς είναι μία απαραίτητη διαχείριση των στιγμών και των γεγονότων, ώστε να μην παρασυρόμαστε από τις εκάστοτε παρορμήσεις. Οφείλουμε να είμαστε ήρεμοι στον θρίαμβο και στην αποτυχία. Να αναλύσουμε, να προετοιμαζόμαστε αλλά και να θυμόμαστε πάντα πως εμείς κάνουμε αυτό που μπορούμε καλύτερα και δεν ασχολούμαστε με τον αντίπαλο ούτε με πράγματα που δεν μπορούμε να επηρεάσουμε».
Κάπου εκεί, σε μία από τις ζωντανές εμφανίσεις του στο «Twich», θα συμπέσουν και τα γενέθλια της Σάνα. Ανάμεσα στις αναλύσεις και τους στοχασμούς, θα μετατραπεί για λίγο και πάλι σε έναν γλυκό, απλό και στεναχωρημένο μπαμπάκα. «Σανίτα μου αγαπημένη. Μας λείπεις κάθε μέρα και πιο πολύ. Σε αναζητάμε διαρκώς δίπλα μας, τριγύρω μας. Όπου και να βρίσκεσαι, σου στέλνουμε τα φιλιά, τις αγκαλιές μας και ευχόμαστε να είχες μία υπέροχη μέρα σήμερα».
Και κάπως έτσι, μεταξύ μπάλας, θλίψης, extreme sports, στωικότητας και μίας διαρκούς πάλης για έναν καλύτερο εαυτό, η ζωή του Λουίς Ενρίκε συνεχίζεται.
Με το φως να παίρνει τη ματιά και τον χώρο τα όνειρά του.
Με τις μνήμες να λικνίζονται σαν σε αρχαίου δράματος χορό.
Και εκείνος να αγγίζει γυμνός κάθε φορά τη χαρά του.
Γνωρίζοντας πως μπορεί να φωτίσει μόνο μία στιγμή και να ζήσει μόνο για μία φορά. Και αυτό, έχοντας χρέος προς τον εαυτό του να το βιώσει στη μία και μοναδική απόχρωση του λευκού…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Βιθέντε Ντελ Μπόσκε: Η αφτιασίδωτη λιακάδα ενός γαλήνιου μυαλού