Ο Λουίς Κάρλος Αλμέιντα Ντα Κούνια μέσα από τα δικά του λόγια…
Μια φορά κι έναν καιρό, πεθαίναμε της πείνας.
Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα…
Θυμάμαι εκείνη την ημέρα, αν και ήμουν πολύ μικρός ακόμη, που πείστηκα ότι ο Θεός με επέλεξε να γίνω ποδοσφαιριστής. Ζούσα με τη μητέρα μου και τα οκτώ αδέρφια μου σε ένα σπίτι με μια κρεβατοκάμαρα, παρέα με σαύρες και αρουραίους που έψαχναν τον δρόμο τους μέσα από τις αμέτρητες τρύπες στο πάτωμα.
Δεν είχαμε τίποτα να φάμε.
Παλεύαμε να επιβιώσουμε.
Τότε ήταν που ένας από τους μεγαλύτερους αδερφούς μου είχε μια ιδέα για το πώς θα μπορούσαμε να βρούμε εύκολα να φάμε, χωρίς να χρειαστεί να πληρώσουμε γι’ αυτό.
Προτού προχωρήσω με την ιστορία μου, θα σας πάω λίγο πιο πίσω ακόμα, για να καταλάβετε πώς καταλήξαμε να ζούμε έτσι. Μερικά χρόνια νωρίτερα, όταν ήμουν επτά, ζούσαμε όλοι μαζί σε ένα ξύλινο σπίτι που είχε φτιάξει ο πατέρας μου με τα ίδια του τα χέρια. Η στέγη έσταζε, οπότε και απλώναμε πλαστικό για να την καλύψουμε κάθε που έβρεχε, μα δεν μας πείραζε αυτό, αρκεί που ήμασταν όλοι μαζί, αγαπημένοι και αχώριστοι. Παρόλα αυτά, ο πατέρας μου κατάφερε και μάζεψε αρκετά χρήματα για να χτίσει ένα μεγαλύτερο σπίτι, πιο κατάλληλο για εμάς.
Προτού προλάβει να το ολοκληρώσει, έπρεπε να κάνει ένα ταξίδι στο Πράσινο Ακρωτήριο, «Cabo Verde» όπως το αποκαλούμε εμείς, τη γενέτειρά του και της μητέρας μου.
Υποτίθεται θα έλειπε για μερικές, λίγες εβδομάδες, έτσι τουλάχιστον νόμιζα, αλλά οι μήνες περνούσαν. Και εκείνος δεν γυρνούσε. Δεν γύρισε ποτέ.
Δεν ήξερα τότε τι είχε γίνει, φανταζόμουν ότι είχε πάει να επισκεφθεί τους γιους του, ίσως. Τους άλλους γιους του, είχε κάμποσους εκεί. Το μόνο πάντως που ήξερα με σιγουριά ήταν ότι τον αγαπούσα υπερβολικά πολύ για του θυμώσω.
Η απουσία του όμως έκανε τη ζωή της μητέρας μου αφόρητα δύσκολη.
Είχε εννέα παιδιά, τέσσερεις κόρες και πέντε γιους, εκ των οποίων εγώ ήμουν ο μικρότερος. Όπως καταλαβαίνετε, είχε πολλούς για να νοιαστεί, πολλά στόματα να θρέψει. Ζούσαμε τότε σε μια ήσυχη γειτονιά στην Αμαδόρα, λίγο πιο έξω από τη Λισαβόνα, ενώ πέντε λεπτά απόσταση από εκεί βρισκόταν η Αγία Φιλομένα, μια γειτονιά που δημιουργήθηκε από την Κυβέρνηση ως έργο στέγασης, όπου όμως συνέβαιναν πολλά άσχημα πράγματα.
Στην περιοχή υπήρχαν πολλές φράξιες -από «Cabo Verde», Ανγκολέζοι, Τσιγγάνοι– οι οποίες συχνά πυκνά συγκρούονταν μεταξύ τους. Έβλεπα συνέχεια περιπολικά και ασθενοφόρα και άκουγα ψυθιρίσματα για ανθρώπους που είχαν πέσει από πυροβολισμούς. Τη μητέρα μου πάντως δεν μπορούσες να τη φοβερίσεις εύκολα με αυτά. Αν κάποιος τολμούσε έστω και να με ακουμπήσει, θα τον κυνηγούσε μέχρι τέλους. Την αποκαλούσαμε «mãegalinha», «μαμά κότα», για αυτήν της την υπερπροστασία.
Έκανε τα πάντα για να μας ταΐσει. Ήταν τραγουδίστρια, δούλευε σε ένα εστιατόριο, και παράλληλα στην Πυροσβεστική. Το φορτίο όμως ήταν πολύ βαρύ για να το κουβαλάει μόνη της και έτσι μερικά χρόνια αργότερα βρήκε κάποιον άλλον άντρα. Μέναμε ακόμη σε εκείνο το μεγάλο, μισοτελειωμένο σπίτι, εκείνο που είχε ξεκινήσει να χτίζει ο πατέρας μου, άλλα ο καινούργιος της άντρας ήταν απόλυτα αρνητικός στο να μείνει εκεί. Ήταν ζήτημα τιμής για εκείνον να μείνει στο δικό του σπίτι. Το οποίο ήταν και πολύ χειρότερο!
Μιας και θέλαμε όμως να παραμείνουμε αχώριστοι, όπως ήμασταν όλα αυτά τα χρόνια, μετακομίσαμε εκεί. Ήμασταν δέκα άνθρωποι που μοιράζονταν ένα υπνοδωμάτιο, ένα σαλόνι, μία κουζίνα και μία τουαλέτα. Εγώ αναγκαστικά κοιμόμουν στον καναπέ.
Καθώς περνούσε ο καιρός, αρχίζαμε να συνηθίζουμε τις σαύρες και τους αρουραίους, σαν να ήταν κάτι φυσιολογικό, αναπόσπαστο μέρος του σπιτιού, σαν να ήταν συγκάτοικοι. Είναι πραγματικά φοβερό σε τι μπορείς να προσαρμοστείς, όταν είσαι παιδί. Αλλά το μόνο πράγμα που δεν συνηθίζεται με τίποτα είναι η πείνα. Η διαρκής και βασανιστική πείνα.
Αυτή η πείνα που δεν περιγράφεται με λόγια. Κάποιοι λένε «Κοίτα αυτά τα φτωχά παιδιά στην Αφρική». Ναι, μπορείς να δεις ότι πεινάνε. Για προσπάθησε να το βιώσεις. Δοκίμασε να το νιώσεις. Το στόμα σου θεόστεγνο, το στομάχι σου να ουρλιάζει, τον πόνο στο σώμα σου να γίνεται αβάσταχτος τόσο που να μην ξέρεις αν κάτι έχει μπει βαθιά μέσα σου και σε ξεσκίζει ή αν είναι μια κατάσταση που πρέπει πια να συνηθίσεις.
Είχα συχνά αυτό το αίσθημα.
Το μόνο καλό πάντως με την πείνα είναι ότι σε αναγκάζει να βρίσκεις λύσεις.
Μια μέρα, θυμάμαι, ένα από τα αδέρφια μου, ο Πάουλο Ρομπέρτο, είχε μια ιδέα. Πρέπει να ήμουν γύρω στα 10 εγώ τότε, ενώ ο αδερφός μου ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερός μου. Βασικά, είχε πάρει τη θέση του πατέρα μου και μου μάθαινε όσα έπρεπε να γνωρίζω. Τώρα λοιπόν είπε «Γιατί δεν πάμε στην πλούσια περιοχή της Λισαβόνας να ζητήσουμε φαγητό;».
Εγώ δεν ήμουν τόσο σίγουρος ότι θα μπορούσε να είναι τόσο εύκολο αυτό. Να πάμε απλώς και να ρωτήσουμε; Ο Πάουλο όμως ήξερε ότι εκείνοι οι άνθρωποι θα είχαν περισσευούμενο φαγητό και ήταν πρόθυμοι να το μοιραστούν. Και είχε δίκιο. Είχα μείνει έκπληκτος, όταν μας έδωσαν ψωμί και σούπα και μπισκότα, ενώ κάποιοι μας προσκάλεσαν μέσα και κάποιοι άλλοι μας έδωσαν χρήματα να αγοράσουμε εμείς φαγητό. Κάναμε ακόμα και νέους φίλους.
Κοιτώντας πίσω, θεωρώ ότι μας συμπάθησαν, γιατί επιλέξαμε να μην κλέψουμε. Επιλέξαμε να ζητήσουμε. Ήμασταν ειλικρινείς.
Μια από εκείνες τις μέρες είχαμε πάει με τον Πάουλο να παίξουμε ποδόσφαιρο, όταν εντοπίσαμε μια Pizza Hut. Πήγαμε και ζητήσαμε φαγητό, όμως μας είπαν ότι δεν είχαν τίποτα. Καθώς φεύγαμε αποκαρδιωμένοι, μια γυναίκα μάς πήρε στο κατόπι, φωνάζοντας «Έι, εσείς! Μισό λεπτό! Μισό!».
Δεν είχαν προλάβει να περάσουν ούτε δύο λεπτά όταν βγήκε από το μαγαζί και μας πλησίασε με μια ολόφρεσκη, αχνιστή πίτσα που μοσχομύριζε. Μόλις είχε βγει από τον φούρνο.
Ωωωωωωω, Θεέ, τι πίτσα ήταν αυτή…..αδιανόητα καλή!
Όποιος δεν έχει βιώσει στη ζωή του πραγματική, ατόφια πείνα, ίσως να νομίζει ότι υπερβάλλω, αλλά, αν την έχει νιώσει, τότε θα με πιστέψει, όταν λέω ότι ακόμη έχω τη γεύση εκείνης της πίτσας στο στόμα μου.
Η γυναίκα εκείνη λοιπόν, όσο εμείς είχαμε τα στόματα μπουκωμένα, βρήκε την ευκαιρία να μας πιάσει κουβέντα και να μάθει περισσότερα για εμάς. Ο αδερφός μου πρόθυμα της μίλησε για το ποδόσφαιρο και τον χρόνο που περνούσαμε παίζοντας, για να ξεχάσουμε την πείνα μας. Τότε, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, εκείνη μας ζήτησε να ξαναπάμε την επόμενη μέρα, γιατί ήθελε να μας δει να παίζουμε.
Έτσι και κάναμε. Δεν θα ξεχάσω πως, μόλις είδε τον αδερφό μου να παίζει, με έκπληξη αναφώνησε «Ουάου, είσαι πολύ καλός! Άκου, έχω έναν φίλο που είναι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Ίσως να μπορέσει να σε βοηθήσει».
Ο φίλος της ήταν ο Μάρκο Αουρέλιο, ο οποίος σύντομα κανόνισε στον Πάουλο να προπονηθεί με τη Σπόρτινγκ Λισαβόνας. Ο αδερφός μου δηλαδή είχε πάει να ζητήσει πίτσα και είχε καταλήξει να περνάει δοκιμαστικό σε έναν από τους μεγαλύτερους συλλόγους στην Πορτογαλία! Όχι κι άσχημα!
Ήταν η ευκαιρία της ζωής του. Παρόλα αυτά, ο Πάουλο εμφανίστηκε στην προπόνηση με μια καθυστέρηση….ενός μήνα!
Χωρίς υπερβολή. Δεν άργησε μία ώρα.
Ούτε 20 λεπτά.
ΈΝΑΝ ΜΗΝΑ!
Αυτό ήταν το θέμα, ότι ο Πάουλο ήταν διαφορετικός από εμένα. Ήταν καλύτερος παίκτης, δεν χωρά αμφιβολία σε αυτό, αλλά το μυαλό δεν ήταν στη θέση του. Είχε ήδη ξεκινήσει τις συναναστροφές με κακές παρέες και το τσιγάρο. Αφού λοιπόν απέτυχε να εμφανιστεί στην ώρα του, πήγε να προπονηθεί με τη Σπάρτα Ρόττερνταμ στην Ολλανδία, όμως και πάλι του έλειπε η αφοσίωση που απαιτείται για να καταφέρεις να γίνεις pro.
Όταν ανακάλυψα ότι τα είχε κάνει θάλασσα με τη Σπόρτινγκ, τότε ήταν που συνειδητοποίησα απότομα ότι ο Θεός είχε επιλέξει εμένα για να πάρω στις πλάτες μου την οικογένεια. Με το να γίνω ποδοσφαιριστής.
Σε όλα μου τα αδέλφια δυστυχώς έλειπε κάτι. Αυτό που θα τους κρατούσε στον σωστό δρόμο. Πειθαρχία, αφοσίωση, θετική στάση.
Για κάποιον λόγο πάλι, εγώ τα είχα όλα αυτά.
Είμαι επίσης απόλυτα πεπεισμένος ότι ο Θεός έφερε τους σωστούς ανθρώπους στο διάβα μου. Ο πρώτος είναι ο καλύτερός μου φίλος, ο Σαμπίνο, που με προσκάλεσε στην πρώτη προπόνηση της ζωής μου, όταν ήμουν εφτά χρόνων. Θυμάμαι ότι είχα πάει σπίτι να βρω τον κατάλληλο εξοπλισμό, φόρεσα ό,τι βρήκα. Ό,τι είχα για την ακρίβεια. Ένα παλιό, τριμμένο σορτς και ένα τζιν από πάνω, ένα πουκάμισο και δερμάτινα παπούτσια. Αυτά που θα φορούσε κανείς σε ένα πάρτυ.
Βγήκα έξω και έμεινα να στέκομαι κάτω από τη βροχή που μαστίγωνε. Δίστασα. Ο Σαμπίνο μού είχε πει να πάρω το τρένο, αλλά δεν είχα λεφτά για εισιτήριο, οπότε έκανα αυτό που μπορούσα. Έτρεξα όλη τη διαδρομή μέχρι εκεί.
Μόλις έφτασα στο μέρος, έβγαλα το τζιν μένοντας με το σορτς και βούτηξα στο γήπεδο. Τα υπόλοιπα παιδιά χασκογελούσαν και σχολίαζαν «Κοίταξτε τον τύπο! Τι φοράει;».
Μα, όταν ξεκίνησα να παίζω (και δεν ήταν διόλου εύκολο, με τόσο χαλίκι κάτω που είχε γίνει μούσκεμα από το νερό), ντρίμπλαρα όλη τη διαδρομή μου ανάμεσα στους παίχτες και τις λασπολακκούβες και ΜΠΑΜ! Γκόλ. Δοκίμασα σουτ από μακρινή απόσταση. ΜΠΑΜ! Κι άλλο γκολ. Κάποια στιγμή ο κόουτς, θυμάμαι, με έπιασε από το μπράτσο και με ρώτησε «Έι, εσύ! Έλα δω. Ποιος είσαι και πώς κατάφερες και ήρθες ως εδώ;».
«Έτρεξα», αποκρίθηκα.
Κούνησε απλώς το κεφάλι και μου είπε «Έλα πάλι αύριο, μικρέ. Θα σου δώσουμε εξοπλισμό της προκοπής».
Ο επόμενος άνθρωπος που έριξε ο Θεός στον δρόμο μου ήταν ο Μουσταφά. Θυμάστε την Αγία Φιλομένα, εκείνο το πρότζεκτ κατοικιών που ήταν πέντε λεπτά από τη γειτονιά μου; Στο ενδιάμεσο λοιπόν των δύο περιοχών υπήρχε ένα γηπεδάκι 5×5 που φιλοξενούσε όποιον από εμάς ήθελε να παίξει. Στο τέρμα του λόφου, δίπλα από το γηπεδάκι, έμενε ένας μεγαλύτερος άντρας, από την Αφρική, ο Μουσταφά. Μας παρακολουθούσε από το παράθυρό του που παίζαμε και συχνά κατέβαινε να μας δείξει πώς έπρεπε κανονικά να χειριστούμε την μπάλα. «Όχι! Πρέπει να την περάσεις έτσι!», επέμενε.
Τα περισσότερα παιδιά, όποτε τον έβλεπαν, διαμαρτύρονταν «Ωχ, όχι πάλι αυτός», όμως εγώ δεν ήμουν «τα περισσότερα παιδιά». Ήθελα να μάθω από εκείνον, γνώριζε πολλά. Ποτέ δεν με αποκαλούσε με το παρατσούκλι που μου είχε κολλήσει κάποτε μια από τις αδερφές μου, επειδή της ακουγόταν χαριτωμένο.
Όχι, με τον Μουσταφά δεν ήμουν ο Νανί. Με εκείνον ήμουν πάντα απλώς ο Λουίς.
«Όχι, Λουίς! Χρησιμοποίησε το εσωτερικό του ποδιού. Το εσωτερικό»!
Με τα πολλά, ο Μουσταφά μάς μάζεψε, ένα τσούρμο παιδιά, και σχημάτισαμε ομάδα και, πριν καλά-καλά το καταλάβουμε, παίζαμε σε παιχνίδια που οργάνωνε μεταξύ των κοινοτήτων στη γειτονιά. Παίζαμε ενάντια σε παιδιά από γειτονιές όπως η Αγία Φιλομένα. Ήταν πολύ σκληρά τα πράγματα, θυμάμαι.
Ευτυχώς, είχα τον Πάουλο που με μάθαινε πώς να επιβιώνω και να επιβάλομαι στους δρόμους. Ήταν τόσο ογκώδης, τόσο τεράστιος που σε έκανε να βάζεις τα κλάματα από τον φόβο. Μια φορά, θυμάμαι, ήταν ένας τύπος που προσπάθησε να με εκφοβίσει, οπότε πήγα στον Πάουλο, «Βλέπεις τον τύπο εκεί πέρα; Αυτός ήταν που πήγε να με τρομάξει».
Και πώς αντέδρασε ο Πάουλο; Πήγε και του τράβηξε μια “ξεγυρισμένη” σφαλιάρα!
Δεν χαριζόταν όμως ούτε σ’ εμένα. Αν έκανα καμιά βλακεία, θα τις έτρωγα. Ομολογώ πως χωρίς αυτόν θα ήμουν χαμένος, γιατί με κράτησε μακρυά από πειρασμούς. Τους ίδιους πειρασμούς από τους οποίους δεν μπόρεσε να προφυλάξει τον εαυτό του. Στα 10 μου λοιπόν εγώ δεν κάπνιζα, όπως κάποια άλλα παιδιά. Εγώ έπαιζα σε μια ομάδα που την έλεγαν Ρεάλ Μασσαμά.
Αυτή η ομάδα ήταν άλλο ένα θεόσταλτο δώρο. Συνήθιζα να παίρνω το τρένο για να πηγαίνω στις προπονήσεις χωρίς εισιτήριο, καθώς δεν το σήκωνε η τσέπη μου. Όποτε με τσάκωναν οι ελεγκτές, θα μου έλεγαν δήθεν αυστηρά «Εντάξει, μικρέ, αλλά μην το ξανακάνεις».
Και εγώ θα απαντούσα, δήθεν μετανιωμένος, «Ok, δεν θα το ξανακάνω».
Και φυσικά την επομένη θα το ξαναέκανα.
Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά, όμως σύντομα οι προπονητές κατάλαβαν τη δύσκολη κατάστασή μου και άρχισαν να μου δίνουν χρήματα για τα εισιτήρια, όπως και φαγητό, γιατί γνώριζαν ότι δεν είχαμε αρκετό σπίτι. Κάποιοι συμπαίκτες μού έδιναν ρούχα και με φιλοξενούσαν σπίτι τους, μέχρι και μια εβδομάδα κάθε φορά.
Ευτυχώς, η οικογένειά μας μετακόμισε από το σπίτι με τις σαύρες και τους αρουραίους, αν και, για να είμαι ειλικρινής, δεν με ένοιαζε πια πού θα έμενα. Το μόνο που ήθελα ήταν απλώς να παίζω.
Στο μυαλό μου ζούσα έξω, σε εκείνο το λασπωμένο 5×5 γηπεδάκι.
Είχα πάθει εμμονή. Θα μ’ έβρισκες την αυγή να κάνω σπριντάκια ή στο μέσο του γηπέδου, μονάχο μου, κάτω από τη βροχή, να δοκιμάζω σουτάκια μια με το αριστερό, μια με το δεξί. Ο Μουσταφά που με παρακολουθούσε από το παράθυρό του συνήθιζε να λέει στους άλλους για μένα «Αυτός ο μικρός, ο Λουίς, που λέτε, ούτε τρώει ούτε πίνει. Μοναχά εκεί έξω είναι συνέχεια και κάνει προπόνηση. Τίποτα άλλο δεν τον ενδιαφέρει». Τόσο απλά.
Σύντομα έγινα τόσο καλός που όλοι μιλούσαν για τους μεγάλους συλλόγους, «Σε θέλει η Σπόρτινγκ! Σε θέλει η Μπενφίκα! Σε θέλει, σε θέλει, σε θέλει…», κάθε χρόνο τα ίδια, μα τίποτα δεν γινόταν. Κάποια στιγμή το 2003, όταν ήμουν 16, ένας φίλος μού είπε «Νανί, φρόντισε να αλλάξεις σύλλογο σύντομα, γιατί δεν έχω δει ποτέ τη Σπόρτινγκ ή τη Μπενφίκα να υπογράφουν με 17χρονους».
Είχε δίκιο. Αλλά εκείνη την εποχή βρισκόμουν σε μια φάση που η σεζόν πήγαινε φανταστικά στη Ρεάλ Μασσαμά, μ’ εμένα να σκοράρω 22 γκολ. Πριν το τελευταίο παιχνίδι της σεζόν ένας γνωστός μου κόουτς είχε κανονίσει να συμμετάσχω σε μια προπόνηση με την Μπενφίκα και στο τέλος της ένας από τους κόουτς εκεί με έπιασε παράμερα και μου είπε «Νανί, πες στον προπονητή σου στη Ρεάλ Μασσαμά ότι την Κυριακή πρέπει να παίξεις. Κάποιος από την Μπενφίκα έρχεται για σένα».
Η χαρά και η έξαψή μου ήταν ασυγκράτητες, το μόνο πρόβλημα ήταν ότι είχαμε ήδη κερδίσει το Πρωτάθλημα, οπότε ο κόουτς θα χρησιμοποιούσε όσους δεν είχαν παίξει πολύ κατά τη διάρκεια της σεζόν. Δεν μου έμενε παρά να παρακαλέσω, «Σε παρακαλώ!! Πρέπει να παίξω!!», τον κυνηγούσα από πίσω.
«Γιατί; Έχουμε ήδη κερδίσει»…
«Ναι, αλλά κάποιος από την Μπενφίκα θα έρθει να με δει!», η αγωνία μου εμφανέστατη στα λόγια μου που κύλησαν βιαστικά από το στόμα μου.
Τον ένιωσα να διστάζει.
«ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ! ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ! ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩΩΩΩΩ!!», τα έπαιξα όλα για όλα.
«Εντάξει! Θα παίξεις στο πρώτο ημίχρονο και τέλος, αυτό είναι!», τον είχα πείσει.
Το παιχνίδι ξεκίνησε λοιπόν και η αγωνία μου είχε χτυπήσει κόκκινο. Τίποτα δεν μου έβγαινε. Τρία λεπτά όμως πριν το τέλος του ημιχρόνου ήταν αρκετά. Πήρα την μπάλα από το κέντρο, προσπέρασα όλους τους αντιπάλους και χόρεψα γύρω από τον τερματοφύλακα και στο τέλος σκόραρα. Όλοι στον πάγκο επευφημούσαν και χειροκροτούσαν. Αυτό πιθανότατα είναι το γκολ που θα με σώσει, σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή.
Μετά το τέλος του αγώνα, ο Διευθυντής του συλλόγου μου ήρθε και μου είπε «Ξέρεις, Νανί… Δεν ήταν κανείς από την Μπενφίκα σήμερα εδώ».
Έμεινα στήλη άλατος. ΤΙΙΙΙ;;; Δεν ήταν δυνατόν. Αστειεύεται. Τα είχα δώσει όλα, αυτό το γκολ υποτίθεται θα με έσωζε!! Έπρεπε να με σώσει!
Δυστυχώς, δεν αστειευόταν. Καταρρακώθηκα. Ήμουν συνέχεια έτοιμος να κλάψω, είχα χάσει τελείως την όρεξή μου. Όμως, λίγες μέρες αργότερα, ο ίδιος ήρθε με ένα γράμμα στα χέρια. Έκπληξηηη.
ΝΑΙ, είχε βάλει πάλι ο Θεός το χέρι του και ήρθε πρόσκληση από τη Σπόρτινγκ να προπονηθώ μαζί τους για δυο εβδομάδες.
Πάντα ένιωθα σαν κάποιος να είχε τον νου του για μένα. Σαν ο Θεός να είχε το χέρι Του στον ώμο μου, ακόμα κι όταν έπιανα πάτο, κάλυπτε τα νώτα μου.
Στα τέλη της άνοιξης του 2003 είχα ξεκινήσει να προπονούμαι με τη Σπόρτινγκ. Και ταυτόχρονα με την Μπενφίκα, γιατί άρεσα στον κόουτς εκεί και με είχε ξανακαλέσει. Ήταν τρελό, από τη μια τις Δευτέρες ήμουν σε έναν από τους δύο μεγαλύτερους συλλόγους της Λισαβόνας και από την άλλη τις Τετάρτες και τις Πέμπτες ήμουν στον άλλον.
Τελικά όμως, ένας από τους προπονητές της Σπόρτινγκ, ο οποίος ήταν γυμναστής μου στο σχολείο, με πληροφόρησε ότι δεν θα μπορούσαν να με κρατήσουν. «Όμως», μου είπε, «μπορείς να επιστρέψεις και να κάνεις προετοιμασία για τη σεζόν με εμάς, αν θες».
Πιστεύω ότι οι περισσότεροι παίκτες θα είχαν σκεφτεί «Άντε πνίξου. Αν είναι να μην με πάρεις, δεν πρόκειται να προπονηθώ μαζί σου». Αλλά τον γνώριζα αυτόν τον τύπο και δεν ήθελα να είμαι αγενής, οπότε δέχτηκα. Ακόμα, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να τύχει και μου το είχε αποδείξει αυτό η μοίρα πολλές φορές. Και δικαιώθηκα.
Καθώς πλησίαζε το τέλος του καλοκαιριού, έλαβα μήνυμα από τη Σπόρτινγκ, «Συνάντηση στις 10 π.μ. αύριο».
Το ίδιο έλαβα και από την Μπενφίκα, «Συνάντηση στις 10 π.μ αύριο».
«Ναι, Ok», πληκτρολόγησα την απάντηση και την έστειλα και στις δύο.
Ήταν όμως προετοιμασία για τη σεζόν, οπότε δεν μπορούσα πλέον να παίζω “διπλό ταμπλό”, έπρεπε να πάρω μια απόφαση. Ίσως να έπρεπε να διαλέξω τη Μπενφίκα, αφού δεν με είχαν απορρίψει ακόμη, αλλά είχα πολλούς φίλους ήδη στη Σπόρτινγκ και ήξερα και τον κόουτς, οπότε η επιλογή για μένα ήταν μονόδρομος. Έτσι επέστρεψα και σε μια διοργάνωση γύρω στα τέλη της προετοιμασίας, πριν ξεκινήσει η σεζόν, έπαιξα πραγματικά καλά.
Δυο μέρες αργότερα ο κόουτς με χτύπησε επιδοκιμαστικά στην πλάτη, «Νανί», μου είπε και χαμογέλασε, το θυμάμαι σαν τώρα, «πάντα ήξερα ότι θα έμενες μαζί μας».
Όταν υπέγραψα με τη Σπόρτινγκ το καλοκαίρι του 2003, όλα μου τα οικονομικά προβλήματα είχαν λυθεί. Είχα επιτέλους τα μέσα να πάω στο «Cabo Verde» και να βρω τον πατέρα μου, ο οποίος είχε συναντήσει κάποια προβλήματα με τα έγγραφά του και δεν του επετράπη ποτέ να επιστρέψει στην Πορτογαλία και στο σπίτι μας στην Αμαδόρα. Έβαλα κάποιον να ασχοληθεί με το ζήτημα και να το λύσει, ώστε να μπορεί ο πατέρας μου να με επισκέπτεται, όποτε ήθελε. Αυτό για μένα ήταν μεγάλη υπόθεση.
Ωστόσο με ταλάνιζε ένα ακόμα πρόβλημα. Ήμουν μακράν αδύναμος για να γίνω ο superstar που επιθυμούσα.
Ήταν επιεικώς ντροπιαστικό να μην μπορώ να σηκώσω ούτε 20 κιλά, οπότε για τα επόμενα δυο χρόνια ζούσα πρακτικά στο γυμναστήριο. Εξελίχθηκα σε έναν μέσο που είχε και ικανότητες και δύναμη. Το 2005 μπήκα στην πρώτη ομάδα.
Μόλις δυο χρόνια μετά οι εφημερίδες συνέδεαν πλέον το όνομά μου με τους μεγαλύτερους συλλόγους στον κόσμο.
Ελάχιστες όμως ανέφεραν τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ο ατζέντης μου, ο Χόρχε Μέντες, κατέγραψε τα ονόματα όλων των συλλόγων και στο τέλος κατέληξε. «Κοίτα. Για μένα η καλύτερη ομάδα που μπορείς να διαλέξεις είναι αυτή εδώ» και έδειξε τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
«Μίλησα ήδη με τον Σερ Άλεξ. Θέλει να σε “φτιάξει” με τον ίδιο τρόπο που “έφτιαξε” και τον Κριστιάνο».
Πριν καλά-καλά το καταλάβω, έψαχνα σπίτι στο Μάντσεστερ.
Αρχικά υποτίθεται θα έμενα σε ξενοδοχείο, αλλά ο Χόρχε, μιας και ήταν ατζέντης και του Κριστιάνο και γνωρίζοντας ότι εκείνος μένει μόνος, με ρώτησε «Θα είχες πρόβλημα να μείνεις με τον Κριστιάνο;». Την επόμενη στιγμή μετακόμιζα με τον Κριστιάνο και τον Άντερσον, ο οποίος μόλις είχε έρθει στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Τι ωραία εποχή ήταν εκείνη! Ήμασταν όλοι παιδαρέλια που μιλούσαν την ίδια γλώσσα και περνούσαμε τόσο καλά. Ο Κριστιάνο είχε πισίνα, τραπέζι του πινγκ πονγκ και κάθε μέρα όλο και κάπου θα ανταγωνιζόμασταν.
Μια μέρα παίζαμε ένα κουίζ με τον Κάρλος Κεϊρός, τον βοηθό του Σερ Άλεξ. Έδωσα την απάντησή μου, έδωσε ο Κριστιάνο τη δική του και ήξερα ότι η δική μου ήταν σωστή. Λοιπόν ξέρετε τι έκανε ο Κεϊρός; Προσπάθησε να αλλάξει την απάντηση για να εξασφαλίσει ότι ο Κριστιάνο θα έβγαινε σωστός. Χαχαχα!
Αυτός ήταν ο Κριστιάνο. Δεν μπορούσε ποτέ να αποδεχτεί την ήττα. Ποτέ! Αλλά αυτό αγαπούσαμε σε αυτόν και διδαχθήκαμε πολλά από αυτόν. Μέχρι να φύγουμε από εκείνο το σπίτι, ο Άντερσον και εγώ είχαμε γίνει κι εμείς αλλεργικοί στην ήττα!
Μετά μετακόμισα σε δικό μου σπίτι. Ακόμη δεν ξέρω γιατί το αγόρασα… Ξέρετε, σε ένα από αυτά τα παλιά που βλέπουμε στις ταινίες. Κάποια μέλη της οικογένειάς μου έμειναν μαζί μου στην αρχή, αλλά, όταν ήρθε η ώρα να αποχωριστούμε, ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο για μένα. Δεν τολμούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Καθόμουν εκεί, με το λάπτοπ στα πόδια και, παρότι πεινούσα, δεν κατέβαινα ποτέ κάτω στην κουζίνα. Όχι, όχι, προτιμούσα να περιμένω να ξημερώσει.
Ακόμη αναρωτιέμαι γιατί. Ίσως έφταιγε το θρόισμα των δέντρων, καθώς ταλαντεύονταν από τον αέρα. Ίσως έφταιγε το σπίτι που ήταν πολύ παλιό και μεγάλο. Ίσως που για πρώτη φορά έμενα μόνος.
Με σιγουριά πάντως μπορώ να πω ότι φοβόμουν τρελά.
Η προπόνηση με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ήταν εξίσου τρομακτική, τουλάχιστον στην αρχή. Το επίπεδο ήταν πολύ υψηλό και ήξερα ότι έπρεπε να προσαρμοστώ γρήγορα, αλλιώς ήμουν τελειωμένος. Μου ήταν γνώριμο από παλιά το να πρέπει να αποδεικνύω κάθε μέρα το ποιος είμαι και το τι μπορώ να κάνω.
Από παλιά γνώριμο ήταν και συνήθειο του Θεού να βάζει τους σωστούς ανθρώπους στον δρόμο μου.
Είναι τόσοι πολλοί. Ο Σερ Άλεξ ήταν σαν πατέρας για μένα. Τύποι όπως ο Ρίο Φέρντιναντ και ο Ράιαν Γκιγκς μού έδωσαν τόσες καλές συμβουλές. Έγινα φίλος με τον Αντόνιο Βαλένσια, το Φάμπιο και τον Ραφαέλ, τον Κριστιάνο, τον Άντερσον και πολλούς άλλους. Ο ένας όμως στον οποίο ανοίχτηκα περισσότερο ήταν ο Πατρίς Εβρά. Μου στάθηκε σαν αδερφός.
Υπήρξε μια περίοδος που δεν έπαιζα καλά. Οι φίλαθλοι δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι, ο Σερ Άλεξ το ίδιο. Τα είχα βάλει με τον εαυτό μου και μια μέρα όντως λύγισα και ξέσπασα σε κλάματα.
Οπότε πήγα στον «Πατ», ο οποίος εκείνη τη στιγμή έκανε αποθεραπεία στο τζακούζι, και ξεκίνησα να βγάζω τα εσώψυχά μου και όλη μου την αγανάκτηση.
«”Πατ”, γιατί όλη η σκληρή δουλειά που έχω κάνει δεν αποδίδει;», τον ρωτούσα επίμονα.
«”Πατ”, γιατί οι διαιτητές είναι πάντα εναντίον μου; “Πατ”, γιατί εκείνο, γιατί το άλλο;», επίμονες ερωτήσεις που ουσιαστικά δεν έψαχναν απάντηση, αλλά ένα αφτί να τις ακούσει. Μιλώντας στον «Πατ», ήταν σαν μιλούσα στον εαυτό μου. Στο τέλος του είπα «”Πατ”, θα το γυρίσω το πράγμα, ξέρω πόσο δυνατός είμαι! Θα τους δείξω!».
Ο «Πατ» τότε σηκώθηκε και με αγκάλιασε, καθησυχάζοντάς με, «Το ξέρω. Το ξέρω. Οι φίλαθλοι θα σε αγαπήσουν ξανά. Σύντομα θα σκοράρεις και πάλι. Είσαι ένας από τους καλύτερους παίκτες που έχω δει, Νανί. Δεν έχω καμιά αμφιβολία για αυτό. Καμία».
Μια εβδομάδα αργότερα έβαλα ένα καταπληκτικό γκολ απέναντι στην Τσέλσι. Ξάφνου έπαιζα και πάλι το καλύτερο ποδόσφαιρο που μπορούσα, όλοι ήταν ευχαριστημένοι και η αυτοπεποίθηση μου είχε επανέλθει.
Ο «Πατ» ήρθε τότε με κοίταξε στα μάτια και είπε «ΑΥΤΟ είναι το αγόρι μου!».
Αυτός ήταν ο «Πατ». Άλλος ένας από τους ανθρώπους που είχα την τύχη να γνωρίσω. Η σκληρή δουλειά και η αυτοπεποίθηση πάντα αποδίδουν, αλλά κάποιες στιγμές, όταν είσαι στα χειρότερά σου, όταν βρίσκεσαι πραγματικά πολύ χαμηλά, απλώς χρειάζεσαι κάποιον να σου απλώσει το χέρι και να σε σηκώσει.
Αρκεί να παραδεχθείς στον εαυτό σου ότι έχεις φτάσει σε αυτό το σημείο και αρκεί η τύχη να σου έχει χαρίσει τέτοιους ανθρώπους.
Προσωπικά, πάντα εκφράζω τα συναισθήματά μου, είτε είμαι χαρούμενος είτε λυπημένος, και τα δείχνω στους ανθρώπους μου. Θέλω να είμαι έτσι και δεν θέλω να αλλάξω, όπως πολλοί που κατάφεραν από το τίποτα να αποκτήσουν τα πάντα και στη διαδρομή άφησαν κάποια κομμάτια τους…
Πάντα έλεγα στον εαυτό μου «Τη στιγμή που θα ξεχάσεις ποιος είσαι στ’ αλήθεια, τελείωσες». Για αυτό λοιπόν, ναι, είμαι ακόμη το παιδί που κοιμόταν με σαύρες και αρουραίους. Είμαι εκείνο το επτάχρονο που εμφανιζόταν στις προπονήσεις με τα δερμάτινα παπούτσια και το πουκαμισάκι. Είμαι ακόμη εκείνο το αγόρι που χτυπούσε τις πόρτες των ανθρώπων και ζητούσε φαγητό.
Και είμαι ευγνώμων για όλο αυτό, γιατί αυτό ήταν που τελικά μου έδωσε μια φανταστική έως τώρα καριέρα. Ήταν πολύ μακρύς ο δρόμος, μα ο Θεός σχεδίασε και τοποθέτησε προσεκτικά κάθε λιθαράκι του.
Υπήρξαν πάρα πολλές συμπτώσεις για να έχουν γίνει τυχαία όλα αυτά.
Και αν ακόμα δεν με πιστεύετε, σας έχω μια ακόμα ιστορία φυλαγμένη.
Όταν ήμουν 12, έπαιξα σε ένα παιχνίδι για την ομάδα της κοινότητάς μου, με τον φίλο μου τον Σαμπίνο και τον Μουσταφά ως προπονητή, σε μια πολύ επικίνδυνη γειτονιά, τη Μπάιρου 6 Ντε Μάγιου. Όταν φτάσαμε εκεί, ένοπλοι αστυνομικοί έψαχναν για κάτι. Οι αντίπαλοί μας ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία από μας, κατά δυο ή τρία χρόνια. Με το που ξεκίνησε ο αγώνας άρχισαν να φωνάζουν «Ορμάτε για τα πόδια του! Παίξτε σκληρά!».
Γύρω από το γήπεδο πολύς κόσμος φώναζε επίσης. Φοβόμουν. Όλοι μας φοβόμασταν. Έβαλαν ένα γκολ, μετά άλλο ένα, άλλο ένα. Στο ημίχρονο προηγούνταν 9-2. Μαζευτήκαμε να δούμε τι κάνουμε και όλοι τα ρίχναμε ο ένας στον άλλον.
«Πρέπει να τρέχεις περισσότερο»!
«Φίλε, φοβάσαι εκεί έξω»!
«Το ίδιο κι ΕΣΥ»!
Επενέβη τότε ο Μουσταφά, «Παιδιά, ήρεμα. Θα το πάρουμε το παιχνίδι. Απλώς χαλαρώστε».
Όλοι πήραμε μια βαθιά ανάσα.
Τότε γύρισε σε μένα και τον Σαμπίνο, «Σαμπίνο, Λουίς, διάλειμμα. Θα ξαναμπείτε σύντομα».
Όταν ξεκίνησε το δεύτερο ημίχρονο, το παίξιμό μας έγινε καλύτερο. Λιγότερο νευρικό. Τα λόγια του Μουσταφά λειτούργησαν. Με το που μπήκαμε ο Σαμπίνο και εγώ, σκοράραμε. Μετά ξανά. Και ξάφνου η ατμόσφαιρα άλλαξε. Ο φόβος εξανεμίστηκε και αρχίσαμε τα κόλπα με την μπάλα. Ο κόσμος γύρω μας είχε εκπλαγεί, τους άκουγες να σχολιάζουν «Θεέ μου, το είδες αυτό; Οι τύποι είναι πολύ καλοί!».
Τώρα υποστήριζαν εμάς!
Κυριαρχούσαμε πλέον απόλυτα στο παιχνίδι. Μέχρι που κάποια κορίτσια από τη γειτονιά πήγαιναν να μας φέρουν νερό. Σε εκείνο το σημείο νιώθαμε πραγματικά αήττητοι! Κερδίσαμε τον αγώνα 16-12.
Μπήκαν όλοι στο γήπεδο τρελαμένοι, «Αυτά τα παιδιά είναι απίθανα! Απίθανα!». Ένα κορίτσι τότε ήρθε με πλησίασε και μου άπλωσε ένα στιλό και ένα κομμάτι χαρτί.
Την κοίταξα και σκέφτηκα, Τι υποτίθεται πρέπει να κάνω;
Ο Μουσταφά, ο οποίος παρακολουθούσε τη σκηνή από πιο μακριά, φώναξε για ν’ ακουστεί πάνω από τις φωνές του πλήθους, «Υπόγραψε! Υπόγραψε!», σχηματίζοντας στον αέρα με το χέρι μια υπογραφή.
Δεν καταλάβαινα, «Μα τι να υπογράψω;», του αντιγύρισα.
«Γράψε το όνομά σου»!
Έτσι και έκανα. Τότε ο Μουσταφά άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος και άπλωσε το χέρι του γύρω από τους ώμους μου και, σκύβοντας κοντά μου για να μπορώ να τον ακούω, είπε «Τυχερό κορίτσι. Ξέρεις, σε λίγα χρόνια αυτή η υπογραφή θα αξίζει πολλά λεφτά».
Για πρώτη του φορά, ο Μουσταφά έκανε λάθος.
Είχα γράψει «Λουίς».
* Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα “The Players Tribune” τον Ιούλιο του 2020.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μπερνάρντο Σίλβα: Από τους πολλούς ο ένας
Πέπε: Το παιδί της μαμάς σαραντάρισε
Έντερ: Μια στιγμή, μια αιωνιότητα
Η ανορθόδοξη μαγεία του Ρικάρντο Κουαρέσμα
Κριστιάνο Ρονάλντο, η έννοια του ασύλληπτου / Ο Γολγοθάς του Κριστιάνο Ρονάλντο / Euro 2020: Face Control / Mundial 2022: Faces