Η γιαγιά μου έμενε στη Νέα Φιλαδέλφεια, έχουμε ρίζες από την Κωνσταντινούπολη.
Και, επειδή υπήρχε το μικρόβιο μέσα μου, η μητέρα μου με πήγε στις ακαδημίες του «Νίκος Γκούμας» και εκεί έπαιξα ποδόσφαιρο για δύο χρόνια. Έτσι έγινε η αρχή.
Το μόνο που θυμάμαι από τότε είναι να πηγαίνω στο γήπεδο, να κάνω κάποιες προπονήσεις και να βλέπω από κοντά δύο φορές τον Ντούσαν Μπάγεβιτς! Φοβερή εμπειρία! Είχε έρθει να μας μιλήσει και να μας προπονήσει. Θυμάμαι να παρατηρώ από κοντά τον Μίροσλαβ Οκόνσκι, τον Βασίλη Δημητριάδη, τον Τόνι Σαβέβσκι, οι δύο τελευταίοι μάλιστα ήταν και οι αγαπημένοι μου. η ΑΕΚ τότε είχε μια φουρνιά εξαιρετικών παικτών.
Στη συνέχεια, ο πατέρας μου γνώρισε τον Γιώργο Βασιλειάδη, τον μπασκετμπολίστα της μυθικής ομάδας του «1968» και μετέπειτα προπονητή. Ήμουν πολύ ενεργός από μικρός, ήθελα να είμαι πάντα μες στον αθλητισμό και δεν καθόμουν καθόλου, οπότε, πέρα από το ποδόσφαιρο που έπαιζα, ήθελα να ασχοληθώ και με το μπάσκετ και με το χάντμπολ. ήταν ένα εξάμηνο που προσπαθούσα να πηγαίνω και στα τρία.
Ποδόσφαιρο και μπάσκετ έπαιζα στην ΑΕΚ από 10 έως 12 ετών περίπου, ενώ χάντμπολ ξεκίνησα στον Πανελλήνιο, καθώς το πατρικό μου ήταν στην Κυψέλη.
Γινόταν ένα τουρνουά Δημοτικών σχολείων στον Πανελλήνιο, με τους Γιώργο Ζαραβίνα και Γιώργο Χαλκίδη να πηγαίνουν τότε στα σχολεία για να μαζέψουν παιδάκια για το τουρνουά, πήγα κι εγώ, βγήκα καλύτερος παίκτης και ξεκίνησαν τα «έλα εδώ, είσαι καλός, ξεκίνα το χάντμπολ, άσε το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ».
Τότε, με Μίνωα Κυριακού, ο Πανελλήνιος ήταν στα ντουζένια του, είχε προσληφθεί ο Σέφερτ για την Εθνική ομάδα πριν τους Ολυμπιακούς του 2004, ξεκινούσε μια περίοδος γενικότερα για το ίδιο το χάντμπολ, οπότε κόλλησα κι έμεινα στο άθλημα αυτό.
Στον Πανελλήνιο είχα σοκαριστεί με το πλήθος των αθλητών και των λαμπρών Πρωταθλητών που έβλεπα. Μου άρεσε ούτως ή άλλως να παρακολουθώ όλα τα αθλήματα και στην τηλεόραση, πχ στίβο, Γκατσιούδη να πετάει ακόντιο κτλ, οπότε και στον Πανελλήνιο καθόμουν να παρακολουθήσω, τη μισή ημέρα την περνούσα εκεί, ήταν σαν δεύτερο σπίτι μου. Για παράδειγμα, από 14 έως 16 ετών έβλεπα τις προπονήσεις του αντρικού στο χάντμπολ, αργότερα έξω, στον στίβο, τους στιβικούς κτλ.
Και, όταν είσαι σε έναν σύλλογο όπως αυτός, με τόσους αθλητές φοβερούς στην πλειοψηφία τους, αποκτάς επιπλέον όνειρα. Φιλοδοξίες είχα πάντα και πάντα βρισκόταν μέσα στο μυαλό μου και η διάρκεια που θα έχω μέσα στον αθλητισμό, ωστόσο ποτέ δεν φανταζόμουν πού μπορεί να φτάσω. Ακόμη και τώρα κάνω όνειρα, γενικότερα όμως δεν θέλω να κοιτάω τόσο μακριά.
Μετά το 2008 ο Πανελλήνιος είχε κάποια προβλήματα ως σύλλογος και μέχρι το 2010 η ομάδα είχε φθίνουσα πορεία, κάτι που αποτέλεσε κομβικό σημείο για εμένα. Από τις πιο υψηλού επιπέδου ομάδες που με διεκδικούσαν ήταν και ο Δούκας, ο οποίος είχε προπονητή τον Κρανάκη και στον οποίον τότε αγωνίζονταν πολλοί καλοί παίκτες, όπως ο αείμνηστος πλέι μέικερ, Σάσα Ζιβούλοβιτς, για εμένα ένας εκ των αθλητών που θαύμαζα για το ήθος και το παιχνίδι τους.
Εν τέλει όμως με κέρδισε η ομάδα του Διομήδη Άργους. Οι άνθρωποι με προσέγγισαν εξαιρετικά, με έκαναν να νιώσω τόσο οικεία, ήταν σαν να ήμουν ήδη μέρος του συλλόγου.
Στην απόφασή μου μεγάλο ρόλο έπαιξε και η παρουσία των Γιώργου Ζαραβίνα και Νίκου Σαμαρά εκεί. Η ομάδα του Άργους είχε ήδη επενδύσει χρήματα, ουσιαστικά όμως χωρίς αντίκρισμα, γιατί, ενώ έπρεπε να στοχεύουν στο Πρωτάθλημα, οριακά έμεναν στην κατηγορία. Η ομάδα αυτή αποτέλεσε σταθμό στην καριέρα μου, ακόμη και τώρα υπάρχουν αμοιβαία εκτίμηση και αγάπη με αυτούς τους ανθρώπους, με κάποιους μάλιστα έχει χτιστεί οικογενειακή σχέση.
Με τον Διομήδη κάναμε μια φανταστική πορεία, κάτι που δεν περίμενε κανείς. Κατακτήσαμε το Ευρωπαϊκό τρόπαιο, πράγμα που νομίζω ότι δεν έχει ξαναγίνει. Μπορεί να ήμασταν, βάσει ονομάτων και μπάτζετ, η τελευταία ομάδα που θα μπορούσε να έχει κάποιες πιθανότητες για να καταφέρει κάτι τέτοιο, παρόλα αυτά κάναμε την υπέρβαση.
Εκείνη την περίοδο άρχισα να έχω επαφή με έναν Έλληνα μάνατζερ που δραστηριοποιείτο ως επί το πλείστον στην Γερμανία, υπήρχαν και κάποιες προτάσεις από την Ελβετία, χώρα στην οποία ήθελα να πάω λόγω του πολύ δυνατού της Πρωταθλήματος, ακόμη δεν ήξερα όμως πολλά πράγματα για το εξωτερικό.
Τελικά πήγα στην HF Springe, η οποία προσέφερε φοβερές συνθήκες. Το ρόστερ της ήταν ρόστερ “Bundesliga”, υπήρχε πλάνο και είχαμε προπονητή τον καλύτερο πλέι μέικερ στον κόσμο εκείνη την στιγμή, Κουλέσοφ, ο οποίος ήταν προπονητής και στην Εθνική Ρωσίας, ένα τεράστιο όνομα στο παγκόσμιο χάντμπολ. Ήταν μεν ομάδα Γ’ κατηγορίας, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι η Γερμανία έχει επτά κατηγορίες, άρα επρόκειτο για πολύ υψηλό επίπεδο. Είχα πολλές φιλοδοξίες εκεί, ασχέτως εάν τελικά δεν ευοδώθηκαν εντός γηπέδου όλα αυτά.
Ένα χαρακτηριστικό που θυμάμαι από τότε είναι ότι, με το που πήγα πρώτη μέρα στην προπόνηση, ο προπονητής μου με είδε με γύψο λόγω τραυματισμού. Μου δίνει λοιπόν ένα χαρτί στα γερμανικά και μου λέει «μέχρι το βράδυ πρέπει να ξέρεις όλα αυτά στα γερμανικά», πράγματα που αφορούσαν στο χάντμπολ. «Θα τα μάθεις όλα, μέχρι να μάθεις να λες καλημέρα κτλ». Δεν μπορείς να μην ακολουθήσεις, ξεκίνησα αμέσως τα γερμανικά, ο σύλλογος φρόντισε γι’ αυτό, κάναμε τέσσερεις φορές την εβδομάδα μαθήματα. Έκανα όμως ένα τεράστιο λάθος. Ενώ έμαθα να μιλάω και να γράφω καλά, δεν πήρα ποτέ κάποιο δίπλωμα.
Όσον αφορά γενικότερα στην εμπειρία μου από το εξωτερικό, ποτέ δεν άκουσα «α, σιγά, ο Έλληνας»! Παίζει μεγάλο ρόλο βέβαια και το πώς συμπεριφέρεσαι κι εσύ ο ίδιος.
Εγώ φρόντιζα πάντα να είμαι επαγγελματίας, να μην δίνω δικαιώματα, να είμαι σοβαρός τόσο αγωνιστικά όσο και εξωαγωνιστικά, εκτός των άλλων είμαι και κοινωνικός χαρακτήρας, οπότε δεν αντιμετώπισα πουθενά στο εξωτερικό περίεργες συμπεριφορές, πάντα με εκτιμούσαν. Εάν λοιπόν δείξεις ότι είσαι ένας σοβαρός άνθρωπος, τα υπόλοιπα έρχονται μόνα τους.
Οι διαφορές ανάμεσα στο πώς αντιμετωπίζεται το άθλημα στο εξωτερικό και το πώς αντιμετωπίζεται στην Ελλάδα είναι χαοτικές, κυρίως οργανωτικά. Κάποιες κινήσεις γίνονται βέβαια προς το καλύτερο, ιδιαίτερα μετά το 2017, οπότε μπήκε και ο Ολυμπιακός στο άθλημα, ώστε να βοηθηθεί εν γένει το χάντμπολ και να αποκτήσει μεγαλύτερη υπόσταση. Παρόλα αυτά, ακόμη υστερούμε πολύ σε επίπεδο μάρκετινγκ και υποδομών, πχ η Εθνική μας ομάδα δεν έχει γήπεδο να προπονηθεί, ενώ παράλληλα βιώνουμε και κάποιου είδους μπούλινγκ από το μπάσκετ. Δεν νομίζω ότι μπορούμε ποτέ να φτάσουμε στα επίπεδα του εξωτερικού, το βασικό όμως είναι να υπάρχει εξέλιξη.
Είναι πολύ άσχημο να αγωνίζεσαι χωρίς κόσμο, ο οποίος πρέπει να έρθει να δει πόσο ωραίο είναι αυτό το άθλημα. Είναι σαν να πηγαίνεις στο θέατρο, να θέλει να δώσει παράσταση ο ηθοποιός και από κάτω να βρίσκονται δέκα άτομα. Ο ηθοποιός φυσικά και θα προσπαθήσει να ικανοποιήσει αυτούς τους δέκα, αλλά, όπως και να το κάνουμε, είναι θλιβερό.
Από την άλλη, αυτά που βιώνουμε με την Εθνική είναι πολύ όμορφα, πχ στο Μαυροβούνιο παίξαμε αγώνα μπροστά σε 8.000 κόσμο και άλλα 1.500 άτομα απ’ έξω!
Για να γίνει αντιληπτή η διαφορά, θα αναφέρω ότι στη Γαλλία παίζαμε μονίμως σε γήπεδο sold out, ενώ στη Γ’ Εθνική της Γερμανίας είχαμε 1.800 εισιτήρια sold out σε κάθε ματς. Στο εξωτερικό οι οικογένειες περνάνε ώρες στο γήπεδο, θα πάνε να το ευχαριστηθούν. Από το Σάββατό τους θα ξοδέψουν πχ μέχρι και οχτώ ώρες εκεί, να πάνε να φάνε, να πάνε να παίξουν τα παιδιά τους, είναι όλο ένα πρότυπο. Έτσι είναι το χάντμπολ στη Γερμανία, τη Γαλλία, τις Σκανδιναβικές χώρες, δεν είναι μόνο ένας αγώνας, περικλείονται κι άλλα πράγματα μέσα, κάτι αντίστοιχο με το εγχείρημα του μπασκετικού Παναθηναϊκού.
Στην Τουρκία, όπου αγωνίστηκα σε δύο ομάδες, υπάρχουν λυμένα δύο βασικά ζητήματα, τα γήπεδα και οι υποδομές, υστερούν όμως και εκείνοι στο μάρκετινγκ, είμαστε περίπου στο ίδιο επίπεδο. Δεν θα πω ψέματα, πέρασα πολύ καλά εκεί, ειδικά στην πρώτη ομάδα, την Nilüfer Belediyespor, η οποία ήταν στην Προύσα. η δεύτερη, η Batman Belediyespor, βρισκόταν στα σύνορα με τη Συρία και σε εκείνη επέλεξα να πάω καθαρά για οικονομικούς λόγους και μόνο.
Γενικά πέρασα πολύ όμορφα στην Τουρκία, γνώρισα μια άλλη κουλτούρα, ήρθα σε επαφή με άλλες θρησκείες και εμπλούτισα τη ζωή μου με τις εμπειρίες αυτές. Επίσης, το «είμαι Έλληνας στην Τουρκία» δεν το ένιωσα, ας μην ξεχνάμε ότι η Προύσα ήταν ελληνική, ίσως τη δεύτερη χρονιά, εκεί κοντά στη Συρία, να υπήρχαν κάποιες συμπεριφορές αλλά από ελάχιστα άτομα και πολύ περιστασιακά.
Κι έρχεται η ώρα του Ολυμπιακού. Η ομάδα ήταν τότε ήδη δύο χρόνια στο άθλημα και είχε ένα πολύ σοβαρό όραμα, με αποτέλεσμα να γίνεται όλο και καλύτερη. Ήμουν επτά χρόνια στο εξωτερικό και θεώρησα ότι ήταν το σωστό timing να γυρίσω στην Ελλάδα. Καμιά φορά όμως, όταν κάνεις σχέδια, ο Θεός γελάει. Ήρθε ο κόβιντ, παρόλ’ αυτά δέχτηκα πρόταση από τον Ολυμπιακό να συνεχίσω για δύο χρόνια, εμείς όμως τότε δεν ξέραμε καν αν θα παίξουμε την επόμενη χρονιά, αν θα ξεκινήσει το Πρωτάθλημα.
Επέλεξα λοιπόν να ξαναπάω στο εξωτερικό και αποδείχτηκε ότι καλώς έκανα, γιατί αναγκάστηκαν όλοι οι παίκτες είτε να σταματήσουν είτε να φύγουν έξω, όπως κι εγώ.
Και τότε ήταν και ένα κομβικό σημείο, γιατί στην Εθνική παίζαμε προκριματικά για το Euro 2022 και οι μισοί παίκτες μας δεν είχαν αγωνιστικό ρυθμό. Εν τέλει, στο παιχνίδι με τη Σερβία φτάσαμε τρία λεπτά μακριά από την πρόκριση.
Από τον Ολυμπιακό έχω ακόμη επαφή με ανθρώπους που με σέβονται και με εκτιμούν. Τότε υπήρχε και κάποιου είδους καζούρα, τύπου «δεν πρέπει να παίξεις, γιατί θέλουμε να πάρουμε το Πρωτάθλημα», αλλά εννοείται ότι γινόταν μεταξύ μας για να περάσουμε καλά. Επίσης, όταν αργότερα αντιμετώπιζα τον Ολυμπιακό ως παίκτης της ΑΕΚ, δεν άλλαζε κάτι μέσα μου, πάντα προσπαθώ να δίνω τον καλύτερό μου εαυτό χωρίς συναισθηματισμούς και θέλω να κερδίζει η ομάδα μου.
Μετά τη γαλλική Νανσί, ήρθε η ΑΕΚ, ομάδα στην οποία ήθελα να αγωνιστώ από τότε που πρωτοέπαιξα ποδόσφαιρο εκεί. Μετρούσαν πολύ και το όνομα του προπονητή, Αλέξη Αλβανού, αλλά και το προπονητικό επιτελείο με τους Μάκη Παπακώστα και Κώστα Μπούνα. Είχα δει τον τρόπο της δουλειάς τους και τους εμπιστευόμουν πολύ, κάτι που συνέβαλε στη μεταγραφή μου εκεί. Ήμασταν πολύ καλοί παίκτες στην ομάδα τότε, μαζί μας ήταν και ο Χρήστος Κεδέρης. Μόνο με τον κύριο Παπασταμάτη υπήρξε μια φθορά στην πορεία, όσον αφορά στο πώς με ήθελε στην ομάδα, φάνηκε ότι δεν τα βρήκαμε, εν τέλει όμως τα καταφέραμε.
Στη συνέχεια ήρθε η σειρά της γερμανικής Κότμπους. στους κύκλους του αθλήματος στη Γερμανία έχω πλέον αναγνωρισιμότητα. Ούτε που φανταζόμουν ότι θα ξαναέφευγα για το εξωτερικό, αλλά είμαι άνθρωπος που δεν φοβάται τις αλλαγές, με οδηγούν το κίνητρο και η προσέγγιση του συλλόγου.
Στην επιλογή κάθε ομάδας φυσικά και μετράει και ο τρόπος προσέγγισης. Επίσης, παντού ήθελα να έχω πρωταγωνιστικό ρόλο, ακόμα και αν δεν το κατάφερνα, και έδινα πάντα το 100% μου. Κάθε επιλογή μου λοιπόν είχε ένα κίνητρο προσωπικό και ένα γενικότερο.
Εν προκειμένω λοιπόν, ο Πρόεδρος της ομάδας έδειξε μεγάλη εκτίμηση προς το πρόσωπό μου και πόσο πολύ με θέλει, με είχε παρακολουθήσει σε όλα τα ματς στο Euro της Γερμανίας, είχε εικόνα της εν γένει παρουσίας μου και με προσέγγισε πολύ ωραία.
Δεν έχω σκεφτεί πού θέλω να κλείσω την καριέρα μου, στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, σίγουρα όμως θέλω να είναι σε μια ομάδα με την οποία θα υπάρχει αμοιβαία αγάπη.
Ούτε το πότε θα σταματήσω τον πρωταθλητισμό έχω σκεφτεί. Προσπαθώ να πηγαίνω βήμα-βήμα, να το απολαμβάνω, να είμαι υγιής, να προσέχω γενικότερα τη ζωή μου, ώστε να είμαι όσο περισσότερο γίνεται λειτουργικός και ενεργητικός. Εάν ξυπνήσω ένα πρωί και νιώσω ότι αυτό δεν με γεμίζει πλέον, ότι δεν περνάω καλά, τέλος. Κι εμείς παιδιά είμαστε που φοράμε ένα σορτσάκι μέσα στο γήπεδο και θέλουμε να παίρνουμε ενέργεια. Μόλις νιώσω ότι δεν (μου) συμβαίνει αυτό, την επόμενη ημέρα κιόλας θα σταματήσω.
Αυτό όμως που δεν θα σταματήσει ποτέ, όταν αποχωρήσω, είναι η αγάπη μου για την Εθνική. Όταν φοράω το περιβραχιόνιο είναι κάτι άλλο, η Εθνική είναι η ομάδα της καρδιάς μου, την έχω αγαπήσει όσο καμία άλλη, ανατριχιάζω, και μόνο που τη σκέφτομαι.
Κι αν ρωτήσει κανείς τους συμπαίκτες μου, θα του επιβεβαιώσουν ότι είμαι σαν μικρό παιδί. Όλα τα αντιμετωπίζω τόσο έντονα, τόσο ευχάριστα, σαν ένα όνειρο που δεν θέλω να τελειώσει. Άλλωστε, το χάντμπολ δεν θα φύγει απ’ τη ζωή μου, υπάρχουν κι άλλα πόστα για το μετά. Βλέπω δηλαδή τον εαυτό μου σαν έναν ρομαντικό εργάτη του αθλήματος και θέλω να μείνω εδώ για πολλά χρόνια ακόμα.
Ο Χάρης Μάλλιος είναι ο αρχηγός της Εθνικής ομάδας χάντμπολ από το 2016.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Χρήστος Κεδέρης: Στρατιώτης της ομάδας και του χάντμπολ
Αλέξης Αλβανός: Ποιος είναι αυτός ο Αλβανός
Νίκος Κοκκώνης: Τα έδωσα όλα για το Χάντμπολ
Παναγιώτης Νικολαΐδης: Σαν Οικογένεια
Βάσω Σκάρα: Χάντμπολ, έρωτας με την πρώτη ματιά