Το ξανθό παιδί δεν θα μπορούσε ποτέ να νικήσει εκείνο το στιγμιότυπο. Ούτε αυτό ούτε κανείς άλλος.
Στην ίσως πιο εμβληματική στιγμή στη σύγχρονη ιστορία των «clásico», στο ίσως πιο τρελό ντέρμπι ανάμεσα στη Ρεάλ και την Μπαρτσελόνα.
Ο Μέσι έχει μόλις σκοράρει στο τελευταίο δευτερόλεπτο, το σκορ πια στο 3-2 δίχως χρονικά περιθώρια μαδριλένικης αντίδρασης. Και ο Αργεντινός σιωπηλός, δολοφονικά ψυχρός, να δείχνει τη φανέλα με το όνομά του στο σαστισμένο Bernabéu. Είχε φάει απίστευτο ξύλο, είχε σκοράρει δύο γκολ, είχε χαρίσει τη νίκη τίτλου στους «Blaugrana». Ήταν το δικό του «clásico».
Μα ταυτόχρονα όχι μόνο δικό του. Ήταν και το «clásico» εκείνου του ξανθού παιδιού. Ο Τερ Στέγκεν ήταν εκεί για τον Μέσι και όλους τους υπολοίπους. Καθηλωμένος στη θέση του, πιστός στο καθήκον του, πατώντας εκεί όπου, σύμφωνα με τον “Τερματοφύλακα” του Εντουάρντο Γκαλεάνο, «δεν ξαναφυτρώνει χορτάρι».
Ήταν εκεί στους απανωτούς κεραυνούς του Κριστιάνο Ρονάλντο, στην εξ επαφής κεφαλιά του Μπενζεμά, στο σουτ του Μόντριτς και το πλασέ του Κρόος, Στις προσπάθειες του Μπέιλ, του Χάμες Ροντρίγκες, του Ασένσιο. Μόνο ο Ζιντάν δεν έβγαλε το σακάκι από τον πάγκο για να προσπαθήσει να τον νικήσει. Οι 12 καθοριστικές του επεμβάσεις, η κορυφαία του εμφάνιση στο -μάλλον- κορυφαίο του «clásico» αρκούσαν για να πείσουν και τους τελευταίους άπιστους πως αυτός ο τύπος ανήκε στην ελίτ. Ήταν εκεί, πάντα εκεί για να πιάσει ό,τι πιανόταν. Στο σωστό μέρος, τη σωστή στιγμή.
Μα στη μεγάλη εικόνα της ποδοσφαιρικής του ζωής ίσχυσε, ειρωνικά, το ακριβώς αντίθετο, γιατί ο Τερ Στέγκεν βρέθηκε στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή. Γερμανός τερματοφύλακας, την εποχή του Μάνουελ Νόιερ. Και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για αυτό.
Ακόμα και το να είναι ο -κατά Όλιβερ Καν– «καλύτερος τερματοφύλακας στον κόσμο» δεν ήταν αρκετό για να τον απελευθερώσει. Να τον βγάλει από τη σκιά εκείνου, να του χαρίσει λίγη από τη λάμψη και την αναγνώριση που πραγματικά αξίζει σε έναν γκολκίπερ όπως αυτός.
Κι έτσι, έμεινε καταδικασμένος, τερματοφύλακας ων, να παρακολουθεί το παιχνίδι από μακριά και να φτιάχνει φανταστικά σενάρια για το πόσο μακριά θα είχε φτάσει, πόση ακόμα πιο χρυσή ιστορία θα είχε γράψει. Όχι αν ήταν κάποιος άλλος, όχι, αλλά αν απλώς ήταν αυτός ακριβώς που είναι, σε έναν λίγο διαφορετικό χωροχρόνο.
«Opa»
Από ένα γκαράζ και μια ματωμένη μύτη. Το γκαράζ του σπιτιού του και τη ματωμένη μύτη του συμπαίκτη του. Έτσι ξεκίνησαν όλα για τον Τερ Στέγκεν. Μα τίποτα δεν θα είχε συμβεί χωρίς τον παππού του, τον αγαπημένο του «Opa», όπως τον φώναζε στα γερμανικά.
Ο μικρός μεγάλωσε όπως μεγάλωσαν αμέτρητα ακόμα παιδιά στον πλανήτη. Με το ίδιο παιχνίδι, με μια μπάλα και λίγη φαντασία που μετέτρεπε χαρτόκουτες, φανέλες και ό,τι λογής άλλα αντικείμενα σε δοκάρια πάνω στο τσιμέντο του οικογενειακού γκαράζ. Ανάμεσά τους, παραδόξως, στεκόταν ο μεγάλος του αδερφός και ο Μαρκ-Αντρέ πίσω από την μπάλα. Ήταν αυτός που έκανε τα σουτ, αντί να τα αποκρούει.
Ήταν αυτό που τον έκανε να θέλει να τρέξει από πίσω της, να παίξει μαζί της. Το να σουτάρει, το να βάζει γκολ. Και για να αλλάξουν οι ρόλοι, να έρθουν πιο κοντά στη μετέπειτα πραγματικότητά του, χρειάστηκε εκείνη η ματωμένη μύτη.
Ήταν μόλις τέσσερα, όταν ο παππούς του, ο ο οποίος λάτρευε, από όταν θυμόταν τον εαυτό του, την Γκλάντμπαχ, την ομάδα του τόπου τους, βρήκε τον τρόπο να τον ντύσει στα χρώματά της. Μίλησε με κάποιον στις ακαδημίες της και ο εγγονός του από πολύ μικρός εντάχθηκε στην Μπορούσια. Ακόμη το τέρμα δεν ήταν τίποτα άλλο παρά στόχος για εκείνον. Όταν όμως ήταν περίπου 10 ετών, τα πάντα άλλαξαν.
Ο συμπαίκτης του που έπαιζε τερματοφύλακας ταλαιπωρούταν από συχνές αιμορραγίες και σε ένα παιχνίδι η μύτη του δεν του έκανε τη χάρη να σταματήσει. Κάποιος έπρεπε να τον αντικαταστήσει, μα κανείς δεν ήθελε και ο μικρός Μαρκ-Αντρέ σχεδόν υποχρεώθηκε από το φιλότιμό του.
Τα πήγε καλά, ίσως απρόσμενα καλά. Αλλά δεν του πέρασε στιγμή από το μυαλό να καθιερωθεί κάτω από τα δοκάρια. «Το να σκοράρω ήταν αυτό που με έκανε χαρούμενο, αυτό που ήθελα να κάνω. Για αυτό ερωτεύτηκα και ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο», έχει πει.
Πράγματι για αυτό ξεκίνησε, μα ίσως να μην παρέμενε σε αυτό χωρίς τον παππού του. Ο «Opa» του τον έκανε να αγαπήσει κι εκείνος την Γκλάντμπαχ, του άνοιξε τον δρόμο προς το όνειρο, όμως κυρίως τον μεγάλωσε. Ήταν αυτός που τον πηγαινοέφερνε στις προπονήσεις με το αμάξι του, αυτός που του έδινε την περισσότερη και μεγαλύτερη προσοχή από όλους.
Ο Τερ Στέγκεν ακόμη θυμάται τις σφολιάτες που τον περίμεναν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου μετά το τέλος κάθε προπόνησης, της οποίας ο παππούς του δεν έχανε ούτε λεπτό, ακόμα κι αν είχε τσουχτερό κρύο, ακόμα κι αν έβρεχε καρέκλες. Θυμάται ακόμη τη συνήθειά του να ταΐζει όλη την ομάδα με φρέσκο ψωμί κι ένα άλειμμα από ντομάτα και πάπρικα μετά τους αγώνες. Θυμάται ακόμη τη μυρωδιά της βανίλιας στον καπνό της πίπας του.
Μια μυρωδιά που δεν απολαμβάνει αυτή καθαυτήν, μα, όπως λέει, του θυμίζει τι σημαίνει αγάπη, γιατί του θυμίζει τον παππού του. Τον άνθρωπο που τον μεγάλωσε, δίχως να του μιλά ποτέ για ποδόσφαιρο, τον άνθρωπο που τον κράτησε σπίτι.
Όταν η καρδιά επέλεξε το σπίτι
Το σπίτι όμως ήταν μια μπερδεμένη έννοια για τον μικρό Μαρκ-Αντρέ. Έφτασε να σημαίνει κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό από αυτό που σήμαινε για τα υπόλοιπα παιδιά. Έφτασε να είναι συνυφασμένο με το ποδόσφαιρο και την Γκλάντμπαχ.
Ο Τερ Στέγκεν συνέχισε να παίζει μέσα, στην επίθεση, ακόμα και μετά τις σκόρπιες εμφανίσεις του στο τέρμα. Όμως λίγο καιρό μετά θα καταλάβαινε πως στις ακαδημίες ενός μεγάλου συλλόγου το παιχνίδι δεν έχει να κάνει πάντα με τη διασκέδαση. Οι προπονητές του τον ενημέρωσαν πως θα πρέπει να φύγει από την Γκλάντμπαχ, αν δεν δεχόταν να γίνει τερματοφύλακας. «Δεν μας αρέσει ο τρόπος που παίζεις στην επίθεση, δεν σηκώνεις τα πόδια σου, όταν τρέχεις. Ή θα παίξεις στο τέρμα ή θα βρεις άλλον σύλλογο», του είπαν, “επικοινωνόντας” του το τελεσίγραφό τους.
Δεν είπε τίποτα σε κανέναν, ούτε στη γιαγιά και τον παππού του ούτε φυσικά στους γονείς του, οι οποίοι τότε παρακολουθούσαν από μακριά το παιδί τους να μεγαλώνει, βυθισμένοι στα προβλήματα της σχέσης τους που έφταναν να πλήττουν και τη σχέση τους με τον γιο τους.
Ο ίδιος έχει πει πως πάντα στα ποδόσφαιρο προτιμούσε να βρίσκει τον δρόμο μόνος του. Δεν μιλούσε ποτέ με κανέναν για το παιχνίδι, για το τι κάνει, τι πρέπει να βελτιώσει. Ούτε καν με τον παππού του. Και τώρα είχε υποχρεώσει τον εαυτό του να βρεθεί μόνος του προ μιας τόσο σημαντικής απόφασης.
Ο Τερ Στέγκεν δεν τη σκέφτηκε, απλώς την ένιωσε. Και η καρδιά του του έδωσε τη λύση. «Δεν το σκέφτηκα, πήρα την απόφαση αμέσως. Με ζητούσε μια ακόμα ομάδα στην οποία θα έπαιζα στην επίθεση, αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Το να βάζω γκολ δεν είχε σημασία πια. Σημασία είχε το να μείνω στην Γκλάντμπαχ. Για έναν και μόνο λόγο. Ήταν το σπίτι μου. Ήταν η μόνη ομάδα που ήξερα ποτέ. Όταν μου είπαν αυτό οι προπονητές μου, οι γονείς μου χώριζαν. Η οικογένειά μου διαλυόταν και το ποδόσφαιρο αναπόφευκτα έγινε ακόμα μεγαλύτερο κομμάτι της ταυτότητάς μου. Η Γκλάντμπαχ ήταν η ταυτότητά μου. Η διαδρομή στο αμάξι με τον παππού μου, οι λιχουδιές στο πίσω κάθισμα, ακόμα και αυτό το άλειμμα με τις ντομάτες και την πάπρικα, όλα τα υπόλοιπα που έκανε και με έκαναν χαρούμενο. Για μένα αυτά ήταν τα πάντα», είπε πριν χρόνια.
Ο Τερ Στέγκεν δεν μπορούσε να αφήσει την Γκλάντμπαχ, γιατί θα άφηνε ένα κομμάτι του εαυτού του, την παιδική του ηλικία και τον αγαπημένο του παππού. Κι αν αυτό συνέβαινε, τότε απλώς δεν θα ήταν ο εαυτός του. Και η ιστορία – η απόφαση της καρδιά του – τον δικαίωσε. Γιατί, όταν χρόνια μετά θα άφηνε εν τέλει την Γκλάντμπαχ, θα το έκανε με τον πιο σπουδαίο τρόπο.
Ο δρόμος προς τη Βαρκελώνη
Ήταν ακόμα μια από αυτές τις στιγμές που τότε, όσο ξεδιπλωνόταν, δεν σήμαινε τίποτα. Μα αργότερα θα αποκτούσε τη δική της σημασία. Ακόμη παιδί, στα 19 του χρόνια, ο Τερ Στέγκεν με την Γκλάντμπαχ απέναντι στον Νόιερ στο ντεμπούτο με την Μπάγερν. Ποιος “νίκησε”; Κατά κράτος και μάλλον παραδόξως το 19χρονο παιδί. Πραγματοποίησε μια σπουδαία εμφάνιση μέσα στο Μόναχο, κράτησε ανέπαφη την εστία του και οδήγησε την ομάδα του στη νίκη.
Μα κυρίως έδειξε, σε όσους είχαν το θάρρος να δουν, πως ο απέναντί του, το παρόν και το μέλλον της Γερμανίας στη θέση του τερματοφύλακα, ο τύπος που έχει πάρει μόλις τη μεγαλύτερη μεταγραφή, που έχει όλα τα φώτα πάνω του, δεν είναι μόνος του. Γιατί εκείνο το παιδί έρχεται.
Οι οπαδοί της Γκλάντμπαχ ήταν αυτοί που το κατάλαβαν πρώτοι. Άκουγαν ολοένα και περισσότερο το όνομά του, έβλεπαν ολοένα και περισσότερο το σχεδόν παιδικό του πρόσωπο στον πάγκο. Μα το παιδί ανδρώθηκε απότομα, όταν οι συνθήκες το υποχρέωσαν. Η Μπορούσια παρέπαιε και φλέρταρε με τον υποβιβασμό, ο Λουσιάν Φαβρ ήρθε στην ομάδα με στόχο να τη σώσει και ελευθερία να αλλάξει τα πάντα. Και γρήγορα έδωσε το βάπτισμα του πυρός στον Τερ Στέγκεν, το πιο δυνατό χαρτί της ακαδημίας του συλλόγου. Εκείνος άρπαξε την ευκαιρία του από τα μαλλιά και βοήθησε την Γκλάντμπαχ να μείνει στην κατηγορία, κάνοντας πράγματα που ακόμη υμνούνται, όπως εκείνη η συγκλονιστική σειρά επεμβάσεων απέναντι στην Ντόρτμουντ, στο ίσως πιο κρίσιμο τρίποντο της σεζόν.
Όσα ακολούθησαν ήταν απλώς επόμενα. Η καθιέρωση, οι απίστευτες εμφανίσεις, ο πρωταγωνιστικός του ρόλος σε κάθε καλό κεφάλαιο εκείνης της ομάδας, η ανάδυσή του στην απόλυτη ηγετική φυσιογνωμία. Και ήταν ακόμη ένα παιδί στην αρχή της τρίτης δεκαετίας της ζωής του. Ένα παιδί που σιγά-σιγά φαινόταν να γίνεται κάτι μεγαλύτερο από τον σύλλογο της καρδιάς του, να ξεπερνά κάθε προσδοκία και ταυτόχρονα να αποδρά από αυτό το επίπεδο.
Η Μπαρτσελόνα δεν άργησε να του χτυπήσει την πόρτα και αυτή τη φορά ο Τερ Στέγκεν δεν αποφάσισε να μείνει, αλλά να αφήσει για πρώτη φορά στη ζωή του την Γκλάντμπαχ. Σε ένα “αντίο” γεμάτο δάκρυα, για χάρη όμως του λαμπερού “αύριο” που άξιζε.
Η καταδίκη
«Δεν πρόκειται να αλλάξω τον τρόπο με τον οποίον παίζω». Ο Γερμανός χρειάστηκε να είναι κατηγορηματικός απέναντι σε όσους τον αμφισβήτησαν αρχικά για την ικανότητά του με την μπάλα στα πόδια. Ακριβώς όπως χρειάστηκε να κάνει υπομονή, μέχρι να γίνει ο απόλυτος Νο.1 στη Βαρκελώνη.
Έχασε το αεροπλάνο για τη Βραζιλία και το Μουντιάλ του 2014 στο νήμα, αλλά το ίδιο καλοκαίρι κέρδισε τη μεταγραφή του στους «Blaugrana». Όμως τα πράγματα δεν ξεκίνησαν ιδανικά για τον Τερ Στέγκεν, ακόμα κι αν στην πρώτη του χρονιά στην ομάδα κατέκτησε το Τρεμπλ. Τραυματίστηκε με το “καλησπέρα” και είδε τον Μπράβο να παίρνει προτεραιότητα στα πλάνα του Λουίς Ενρίκε, αναγκάζοντάς τον να γίνει ο δεύτερος τερματοφύλακας, να περιοριστεί στο Champions League, στο οποίο έπαιξε κάθε παιχνίδι, και στο Κύπελλο, και να μη γράψει ούτε μια συμμετοχή στο Πρωτάθλημα.
Αυτό βέβαια δεν τον απέτρεψε από το να ξεδιπλώσει την ποιότητά του, να δείξει πως ήταν κάτι παραπάνω από απλός τερματοφύλακας, από απλός shot-stopper. Άλλωστε, δεν θα μπορούσε ποτέ να παίξει στην Μπαρτσελόνα, αν ήταν μόνο αυτό, δεν θα μπορούσε να παίξει στην ομάδα που σύμφωνα με τον Βίκτορ Βαλντές «η φιλοσοφία της θέλει τον τερματοφύλακα να μη διώχνει ποτέ, να συμμετέχει ενεργά στο passing game και να βοηθά την άμυνά του».
Ο Τερ Στέγκεν ήξερε πως μπορεί να τα καταφέρει, έχει πει πως το ότι έγινε τερματοφύλακας σχεδόν αναγκαστικά τον βοήθησε πολύ να είναι ολοκληρωμένος, να παίζει άνετα με την μπάλα στα πόδια. Πίστευε στον εαυτό του, τόσο ώστε να το πει σε όλους: «Αυτά τα 25 παιχνίδια τη σεζόν δεν είναι αρκετά για μένα. Ο προπονητής αποφασίζει, αλλά ελπίζω η ποιότητά μου να ανταμειφθεί».
Και πράγματι ανταμείφθηκε, ο Γερμανός έγινε Νο.1, γιατί απλώς δεν μπορούσε να μη γίνει. Και έφτασε να είναι κορυφαίος, γιατί απλώς δεν μπορούσε να μην είναι.
Κάποιος όπως αυτός, με τα δικά του αντανακλαστικά, με τον δικό του τρόπο να απογειώνεται και να σταματά τα πιο τρελά γκολ, με τη δική του έφεση στην μπάλα, με τα δικά του ηγετικά χαρακτηριστικά. Οι γκέλες δεν έλειψαν, μα ο Τερ Στέγκεν δεν σκέφτηκε καν να αλλάξει, επέμεινε, μέχρι να τις ελαχιστοποιήσει. Είχε -και έχει- τα πάντα. Ό,τι χρειάζεται να έχει ένας τερματοφύλακας του “σήμερα”.
Ικανός να σώσει την ομάδα του στις πιο κρίσιμες καταστάσεις, όταν η άμυνά του τον έχει προδώσει, και ταυτόχρονα να φτιάξει το παιχνίδι της, να είναι μια πηγή έμπνευσης, σιγουριάς και ασφάλειας σε κάθε πτυχή του ποδοσφαίρου της, στην τελευταία λέξη της άμυνας και την πρώτη της επίθεσης. Και ήταν αυτός ο συνδυασμός και φυσικά οι αμέτρητες στιγμές του, οι διακρίσεις και οι τίτλοι που τον κατέστησαν κορυφαίο.
Αλλά εν τέλει όχι τον κορυφαίο… Ακριβώς επειδή βρέθηκε στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή. Γερμανός τερματοφύλακας, την εποχή του Μάνουελ Νόιερ. Κανείς δεν αμφισβήτησε πως ο τελευταίος είναι -μάλλον- ό,τι καλύτερο έχουμε δει ποτέ σε τερματοφύλακα, ένας επαναστάτης της θέσης κάτω από τα γκολπόστ. Μα πολλοί ξέχασαν τον δικό του “φτωχό συγγενή”, τον τύπο που καταδικάστηκε να μένει πάντα και για πάντα στη σκιά του Νόιερ, μα στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο μακριά από εκείνον.
Το 2018 πολλοί περίμεναν πως ο Τερ Στέγκεν θα έπαιρνε επιτέλους την ευκαιρία του στην Εθνική Γερμανίας, αφού ο Νόιερ είχε μόλις επιστρέψει από τον τραυματισμό του. «Νομίζω πως πρέπει να παίζει βασικός ο Τερ Στέγκεν. Για μένα αυτός είναι ο καλύτερος στον κόσμο», είπε ο θρυλικός Όλιβερ Καν, μα το σκηνικό δεν άλλαξε. Ο Μαρκ-Αντρέ παρέμεινε στη λάθος θέση, στον λάθος χρόνο, καταδικασμένος να βλέπει την πλάτη εκείνου. Ο Τερ Στέγκεν δεν έκρυψε ποτέ πως το ότι δεν πήρε την ευκαιρία του με την Εθνική του τον πλήγωσε. Ήταν μια προέκταση του πόσο άδικα απαρατήρητος περνούσε, πόσο κάτω από ραντάρ για έναν παίκτη του δικού του επίπεδου.
Όταν το δίλημμα “Νόιερ ή Τερ Στέγκεν” άρχισε να παίζει στα media, η Μπάγερν ξεκαθάρισε την κατάσταση. «Δεν θα δεχθούμε να μην είναι ο Νόιερ ο τερματοφύλακας της Εθνικής Γερμανίας. Αν συμβεί αυτό, οι παίκτες της Μπάγερν θα πάψουν να παίζουν για την Εθνική», είπε ο Ούλι Χένες, θάβοντας τον Τερ Στέγκεν πίσω από τον τερματοφύλακα του συλλόγου του.
Όπως έκαναν αμέτρητοι άλλοι ποδοσφαιρόφιλοι με τον Μαρκ-Αντρέ, άλλοι εσκεμμένα και άλλοι ασυνείδητα. Βλέποντας μπροστά του τον υπέρτατο Μάνουελ, τον ξέχασαν, τον αγνόησαν, αμέλησαν να τον θαυμάσουν και να τον απολαύσουν. Να τον παραδεχθούν. Όπως του έπρεπε και όπως του άξιζε.
Γιατί κι αυτός υπήρξε απόλυτα σπουδαίος, μα η δική του σπουδαιότητα καταδικάστηκε να είναι πάντα πιο αχνή, λιγότερο ξεκάθαρη, όχι τόσο εκκωφαντική. Και τον άφησε εκεί -στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή- να αναρωτιέται και να φαντάζεται ποιος θα μπορούσε να είχε γίνει. Αν ήταν αυτός ακριβώς που είναι, σε έναν λίγο διαφορετικό χωροχρόνο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: