“O’ Principe”. Ο Πρίγκιπας. Στη συγκλονιστική τηλεοπτική σειρά Gomorra, βασισμένη στο βιβλίο του Ιταλού συγγραφέα Ρομπέρτο Σαβιάνο, ο Πρίγκιπας είναι το αφεντικό που παρά το νεαρό της ηλικίας του, ανέκαθεν ξεχώριζε από τους υπόλοιπους.
Δύσκολος και απείθαρχος χαρακτήρας, αλλά τα κάνει όλα σωστά.
Ντύνεται με τα ακριβότερα κοστούμια, έχει το πιο προσεγμένο κούρεμα, φροντίζει τον εαυτό του τόσο ώστε να μην φαίνεται επιτηδευμένος.
Βγαίνει με τις πιο ωραίες γυναίκες, μπαίνει στο δωμάτιο και γυρίζουν όλοι, οι συνοδοιπόροι του τον υπακούουν με ευλάβεια ακόμα κι όταν λαμβάνει τη λάθος απόφαση.
Στους δρόμους από μικρός, από μωρό παιδί, με μια ψυχοσύνθεση «μόνος μου κι όλοι σας» και με τεράστια δίψα να αναρριχηθεί στην κορυφή της «σκαλέτας», να γίνει ο καλύτερος, ο πρώτος των πρώτων.
Κι όταν δεν τον αφήνουν ή νιώθει ότι αδικείται… Τότε Gomorra. Γόμορρα.
Είναι καταπληκτικό πόσο μοιάζει ακόμα και στον ηθοποιό που υποδύεται τον “Principe” ο Μάρκο Λιβάγια. Και στην όψη και σε επί μέρους στοιχεία της ιστορίας και του χαρακτήρα του.
«Από 3 χρονών είμαι στους δρόμους. Εκεί μεγάλωσα. Μέσα στον πόλεμο, γιατί και η πατρίδα μου τότε είχε πόλεμο. Και πάντα τα άλλα παιδιά με κοιτούσαν και μου συμπεριφέρονταν σαν να είμαι ο μεγάλος αδελφός τους ή ο πατέρας τους. Κι αργότερα, ήμουνα 18 χρονών και έμοιαζα άντρας ανάμεσα στα παιδιά».
Δεν λέει ψέματα ο Μάρκο, κι ας υπερβάλει πολλές φορές κυρίως στη συμπεριφορά του. Τα λόγια του μπορεί να είναι σκληρά, αλλά και η αλήθεια σκληρή είναι.
Για οποιονδήποτε άλλον θα λέγαμε τα τετριμμένα. «Προδιαγεγραμμένη μοίρα», «προγραμματισμένος πρωταθλητής» και όλα τα δημοσιογραφικά κλισέ που κυκλοφορούν ενίοτε για να περιγράψουν τους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές που από νήπια εντάχθηκαν σε κάποια ακαδημία.
Ο Λιβάγια μπορεί από 6 ετών να ξεκίνησε να κλωτσάει το τόπι στην Γκοσκ Καστέλ Γκομίλιτσα, την ακαδημία του Άντε Ράιτσιτς στο Σπλιτ, αλλά όπως έχει πει και ο ίδιος ο Ράιτσιτς: «ο Μάρκο ήταν ο μόνος πιτσιρικάς που αντί να ενταχθεί στην ομάδα, η ομάδα εντάχθηκε σε εκείνον».
Δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα η ατάκα του σπουδαίου Κροάτη προπονητή και παιδαγωγού. Ούτε είναι πουθενά γραμμένο ότι το ποδόσφαιρο είναι φτιαγμένο μόνο για τα «καλά παιδιά».
Ο Μάρκο από πολύ μικρός διεκδικούσε όσα πίστευε ότι του αναλογούν. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του αντιμιλούσε όταν διαφωνούσε με τον απέναντι και αντιδρούσε όταν ένιωθε ότι είχε δίκιο. Ισχυρογνώμων, ταλαντούχος, τσαμπουκάς και επίμονος. Στα όρια του εριστικού. Με τη διαφορά ότι είχε δίκιο.
Είχε δίκιο όταν έκανε του κεφαλιού του και δεν την πάσαρε, απλούστατα διότι δευτερόλεπτα αργότερα την κάρφωνε στα δίχτυα. Είχε δίκιο όταν φώναζε στους συμπαίκτες του, γιατί στο παιδικό του μυαλό πίστευε ότι διαθέτουν τις ίδιες τεχνικές αρετές με εκείνον.
Δεν ήταν έτσι, δεν μπορούσε να είναι έτσι. Ειδάλλως δεν θα ήταν “O’ Principe”.
Στα 12 «μετανάστευσε» στο προάστιο του Βράνιτς, στην ευρύτερη περιοχή της Δαλματίας. Δυο χρονιές στην τοπική Ομλάντινατς, υπέρ-αρκετές για να μπει αμέσως στο national pool της εθνικής Κροατίας και στα μπλοκάκια των scouts των πραγματικά μεγάλων ομάδων της χώρας.
Εθνική Παίδων και Ντίναμο Ζάγκρεμπ. Οποιοδήποτε παιδί στα 15 του χρόνια θα λόγιζε ότι ζει σε όνειρο. Όχι ο Λιβάγια. Ήταν φυσιολογικό, παρεπόμενο του ταλέντου του, συνέπεια της ανωτερότητάς του στο χορτάρι.
Ντεμπούτο με τη «μικρή» εθνική – γκολ. Τέσσερα γκολ σε τέσσερις εμφανίσεις. Παιδί – θαύμα.
Ο Μάρκο έπαιζε μπάλα και ένιωθε βασιλιάς του κόσμου. Όσο μεγάλωνε και διαμορφωνόταν και το σώμα του, όσο δυνάμωναν οι μύες του, συνειδητοποιούσε και τη διαφορά του από τους υπόλοιπους.
Η άγνοια κινδύνου μετατράπηκε σε αυθάδεια. Πάντα δικαιολογημένη, πάντα αιτιολογημένη. Γιατί όταν σε καλεί η ομάδα που υποστήριζες από τότε που ερωτεύτηκες το ποδόσφαιρο, δεν λες «όχι» κι ας έχεις δελτίο στην «αιώνια αντίπαλο».
Είχε λατρεία για τη Χάιντουκ ο Μάρκο, ήταν ομάδα του τόπου του, το καμάρι του Σπλιτ, ο λόγος που ήθελε να παίζει ποδόσφαιρο. Είχε την ευτυχία και αυτό το όνειρο να το πραγματοποιήσει πολύ νωρίς.
Από τα 16 φοράει τη φανέλα της Χάιντουκ στις ακαδημίες του συλλόγου, έναν χρόνο αργότερα δεν τον χωρούσαν. Πρώτη ομάδα πριν καν ενηλικιωθεί. Ήδη διεθνής με κάθε εθνικό κλιμάκιο στις ηλικίες κάτω των 18, πέρασε από παντού, άφησε το στίγμα του παντού, είχε ξετρελάνει τον κόσμο όλο.
Πλειοδότησε η Ίντερ, τον έκλεισε από τα 17 πληρώνοντας 250 χιλιάδες ευρώ cash, τον έφερε στο ποδόσφαιρο που «μετράει» πριν καν καταλάβουν οι υπόλοιποι πόσο μεγάλος παίκτης είναι και πόσο μεγαλύτερος μπορεί να γίνει
Το πρόβλημα των ανθρώπων της Ίντερ -όπως και των περισσότερων στην καριέρα του- είναι ότι προτού αξιολογήσει το ταλέντο, δεν φρόντισε να αποκρυπτογραφήσει και την ψυχοσύνθεσή του. Ο Μάρκο δεν ήταν όπως όλα τα παιδία. Δεν θα μπορούσε να είναι, έχοντας τόσο μεγάλη απόσταση από τους υπόλοιπους.
Υπάρχουν άνθρωποι που και στον επαγγελματικό και στον διαπροσωπικό στίβο ωριμάζουν νωρίτερα, επιζητούν διαφορετική μεταχείριση.
Ο Μάρκο ήταν 18 και έμοιαζε 30. Δεν είναι υπερβολή, αυτή είναι η φτιαξιά του.
Ο δανεισμός στην Ελβετία, στο κοντινό Λουγκάνο και αμέσως μετά στην ακόμα πλησιέστερη Τσεζένα, ήταν απλώς χάσιμο χρόνου. Ο Λιβάγια από τότε ήταν έτοιμος, αν όχι για την πρώτη ομάδα, για πρωτοκλασάτο στέλεχος της ομάδας νέων ενός κορυφαίου ιταλικού club.
Όταν τον κάλεσε πίσω η Ίντερ είχε ήδη κάνει ντεμπούτο στη Serie A με την Τσεζένα, σε ένα παιχνίδι-φωτιά εναντίον της Φιορεντίνα. Μπήκε στο Appiano Gentile σαν μεταγραφή μεγατόνων, μια συμπεριφορά που ξένισε και ξενίζει πιθανόν και δικαίως στο περιβάλλον των ομάδων νέων.
Εν προκειμένω όμως είχαμε να κάνουμε με μια ειδική περίπτωση, με έναν μπαλαδόρο άλλου τύπου, με ένα ποδοσφαιριστή συμπεριφοράς 1970 με τεχνικά χαρακτηριστικά του σήμερα. Ικανός να αγωνιστεί σε κάθε θέση της επίθεσης, με ροπή στην άναρχη ελευθερία, «πεινασμένος» να ακολουθεί τη μπάλα όπου βρίσκεται και όχι να εγκλωβίζεται σε τακτικά καλούπια.
Ο Αντρέα Στραματσόνι, τότε προπονητής της ομάδας νέων (με το γνωστό αποτυχημένο πέρασμα από τον Παναθηναϊκό), είχε κληθεί να λύσει το γρίφο. Τελικά αποφάσισε ότι mustang σαν τον Λιβάγια απλώς τα αφήνεις και τρέχουν. Ξέρουν εκείνα από μόνα τους πού θα πάνε.
Εκείνη η ομάδα νέων της Ίντερ, η “primavera” του Στραματσόνι, τα σάρωσε όλα. Κατέκτησε μέχρι και τα NextGen series του 2011/12, ένα μικρό Τσάμπιονς Λιγκ για ομάδες με ποδοσφαιριστές κάτω των 19 ετών.
Αποκορύφωμα εκείνης της επιτυχίας, ότι ο Μοράτι εντυπωσιασμένος από τις επιδόσεις της “primavera” έδωσε τα κλειδιά της παραπαίουσας πρώτης ομάδας στον ίδιο τον Στραματσόνι. Και ο καλός Αντρέα πήρε μαζί και τον “Principe”.
Σεπτέμβριο του 2012, ο Μάρκο σκοράρει το πρώτο του γκολ στο Γιουρόπα Λιγκ σε ένα παιχνίδι εναντίον της Ρούμπιν Καζάν. Αγωνίστηκε και στα έξι παιχνίδια, σκόραρε τέσσερα γκολ.
Ιανουάριο του 2013, κάνει ντεμπούτο με τη φανέλα της Ίντερ κόντρα στη Ρόμα. Όλα μοιάζουν ειδυλλιακά, οι οιωνοί δείχνουν ότι βρισκόμαστε ενώπιον του επόμενου βασικού επιθετικού των nerazzurri.
Η Ίντερ όμως παραπαίει, στον ορυμαγδό της προσπάθειας να γίνει ομάδα τον εντάσσει στο deal για τη μεταγραφή του Σκελότο από την Αταλάντα. Οι επαΐοντες είχαν προειδοποιήσει τον Μοράτι ότι έκανε λάθος και με τον Στραματσόνι και με τον Λιβάγια. Ο Μάρκο με το «καλημέρα» στην Αταλάντα ψηφίζεται «παίκτης του μήνα», άπαντες είναι βέβαιοι ότι χτύπησαν φλέβα χρυσού.
Το Μπέργκαμο όμως είναι μια πολύ δύσκολη πόλη. Ιδιαίτεροι άνθρωποι, στριφνοί, ξεροκέφαλοι, απότομοι. Στην Ιταλία εκτιμώνται ως οι πιο τοπικιστές απ’ όλους, με βαθιές ρατσιστικές τάσεις όπως και σεβαστή μερίδα του πληθυσμού της ευρύτερης Παδανίας. Ο Λιβάγια πολύ δύσκολα συνθηκολογεί με τέτοιους ανθρώπους και το ίδιο κι εκείνοι με τον Λιβάγια.
Κάνει απίθανα πράγματα στο γήπεδο, αλλά δεν αφήνει να πέσει κάτω το παραμικρό. Δεν μπορεί να συγκρατήσει τα νεύρα του, υποφέρει όταν αισθάνεται ότι αδικείται. Μέσα σ’ όλα τιμωρείται επανειλημμένα από τους διαιτητές. Κίτρινες, κόκκινες κάρτες, ευτράπελα, περιστατικά κάθε λογής εντός και εκτός γηπέδου αφού κατηγορείται μέχρι και ότι προσποιείται τον τραυματία.
Όταν τον Απρίλιο του 2014 σε ένα εντός έδρας παιχνίδι με τη Βερόνα ακούει τους φιλάθλους να τον αποκαλούν «τσιγγάνο» και «νηστικό», θολώνει. Ο προπονητής τον αντικαθιστά και ο Μάρκο απευθύνεται στο ίδιο το κοινό της ομάδας του υποδεικνύοντάς του να σωπάσει.
Όταν ο προπονητής του, ο Κολαντουόνο, προσπαθεί να τον συνετίσει πιστεύοντας ότι θα ξανακολλήσει τα σπασμένα γυαλιά, ο Λιβάγια του επιτίθεται. Τιμωρείται και τίθεται εκτός ομάδας. Θέλει να γυρίσει στην Κροατία, στο facebook απαντά στα σχόλια του κόσμου, γράφει -και το παραδέχεται- «Ιταλοί μπάσταρδοι, ελάτε στην Zingonia (σ.σ. προπονητικό κέντρο της Αταλάντα) να λογαριαστούμε σαν άντρες».
Οι ιδιοκτήτες της Αταλάντα για να ικανοποιηθεί το λαϊκό αίσθημα επιζητούν σχεδόν την άμεση απομάκρυνσή του. Δεν ήταν δύσκολο να βρεθεί ομάδα για τον “Principe” ακόμα και με τσαλακωμένο το όνομά του.
Οι άνθρωποι της Ρούμπιν Καζάν δεν είχαν ξεχάσει τις εκπληκτικές εμφανίσεις του στο Γιουρόπα Λιγκ.
Η πρόταση των Ρώσων, ύψους 6 εκατομμυρίων ευρώ, γίνεται άμεσα αποδεκτή από τους Ιταλούς και Μάιο του 2014 ο Μάρκο μεταναστεύει στο Χανάτο του Καζάν. Δεν προσαρμόζεται ποτέ, το περιβάλλον του Ταταρστάν δεν είναι για τον Λιβάγια.
Ήδη οι περισσότεροι κάνουν λόγο για χαμένο ταλέντο, για έναν ποδοσφαιρικό «μετεωρίτη» που όσο γρήγορα έλαμψε, άλλο τόσο γρήγορα χάθηκε στο σκοτάδι.
Με βαρίδι το πενταετές συμβόλαιο που είχε υπογράψει με τους Ρώσους, επιστρέφει με τη μορφή δανεισμού στο campionato για λογαριασμό της Έμπολι. Αμέσως ξεκινούν οι κασσάνδρες: «δεν είναι ο ίδιος παίκτης, παράτησε το σώμα του, είναι χαμένο ταλέντο με κάκιστο χαρακτήρα».
Ο “Principe” δεν απαντά. Ξέρει ότι το φεγγάρι δεν είναι καλό, αναγνωρίζει πότε πρέπει να σωπάσει, να ρίξει το βλέμμα και να δουλέψει. Είναι «πια» 23 όταν αποδέχεται την πρόταση από τα Κανάρια.
Η ταπεινή Λας Πάλμας δεν είναι ο ιδανικός προορισμός για έναν ποδοσφαιριστή της ποιότητας του Λιβάγια, μπορεί να αποβεί όμως σαν κατάλληλη προσωρινή διέξοδος από το τούνελ.
Και στο Estadio de Gran Canaria οι άνεμοι δεν είναι ούριοι, ο Λιβάγια εξακολουθεί να αναζητά το πεπρωμένο του. Η τιμωρία με αποκλεισμό για πέντε αγωνιστικές μετά από ένα σπρώξιμο στο διαιτητή είναι η σταγόνα που κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει και για τους Ισπανούς.
Πλέον στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο ο Λιβάγια θεωρείται «προβληματικός», «κακή επιρροή», «απροσάρμοστος».
Για οποιονδήποτε ποδοσφαιριστή με τα προσόντα και το ταλέντο του, ο δανεισμός στο ελληνικό πρωτάθλημα θα έμοιαζε με αποδοχή της καταστροφής των ονείρων του. Με τη διαφορά ότι για τον Λιβάγια ενδιαφέρθηκε και τον απέκτησε μια ομάδα που επίσης αναγεννήθηκε από τις στάχτες της και ποτέ δεν έπαψε να είναι μεγάλη.
Η ΑΕΚ δεν ήταν απλώς το λιμάνι του Λιβάγια. Ήταν το τραμπολίνο της επανεκτόξευσής του. Η ομάδα, ο οργανισμός με τις κατάλληλες δικλείδες για να λειτουργήσει αυτή η επικίνδυνη χημική ένωση.
Ο κόσμος της που τα ατίθασα παιδιά έχει μάθει να τα λατρεύει και όχι να τα περιφρονεί, τον αγκάλιασε αμέσως. Ο “Principe” στην Αθήνα αναγεννήθηκε, παρέα με τον Σέρχιο Αραούχο, ζωγράφιζε στην επίθεση, ξαναθύμισε τον ποδοσφαιριστή της νιότης του, εκείνον που τελευταία φορά είδαμε το Φεβρουάριο του 2013 στο Μπέργκαμο.
Η ΑΕΚ πλήρωσε τη ρήτρα των 1,8 εκατ. ευρώ στην Λας Πάλμας νωρίτερα από τη λήξη της προθεσμίας της, αναγνώρισε ότι στην Αθήνα γεννήθηκε ένας έρωτας μεγάλος και φρόντισε να ανακηρύξει τον “Principe” σε αυτό που πραγματικά είναι: σε πρώτο βιολί.
Τι κι αν εξακολούθησε να είναι απείθαρχος, τι κι αν πολλές φορές υπερέβη τα εσκαμμένα -με αποκορύφωμα την αδικαιολόγητη αποβολή μετά το παιχνίδι με την Βίντι για την κλωτσιά στον Λάζοβιτς που στέρησε από την ΑΕΚ την παρουσία του στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ- τι κι αν απασχόλησε ειδικούς και μη για τη θέση του στο γήπεδο και την τακτική του ασυμμετρία.
Ο Μάρκο Λιβάγια στην Ελλάδα, στο μίζερο και περιφρονημένο ελληνικό πρωτάθλημα, στην ομάδα του ιδιοκτήτη που «άνοιξε τα τρελάδικα», από πρίγκιπας έγινε βασιλιάς. Και πρωταθλητής. Και ξανά διεθνής. Με καθολική αναγνώριση των ποδοσφαιρικών του ικανοτήτων, με απόλυτη κατανόηση της «αλήτικης» ποδοσφαιρικής συμπεριφοράς, με πλήρη προστασία των ψυχολογικών του μεταπτώσεων.
Δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι, αλλά ο Λιβάγια αυτό θα κάνει.
Γιατί η ΑΕΚ είναι το δικό του ποτάμι, έχει μάθει τη γεωμορφολογία του, ξέρει τα σκοτεινά και τα επικίνδυνα σημεία του, γνωρίζει και τις όχθες και την επιφάνεια και τον πυθμένα του.
Και με τα ποτάμια ένα είναι το βέβαιο: ότι δεν γυρίζουν πίσω, κινούνται μόνο προς τα μπροστά, προς τη θάλασσα. Και μπροστά στον Principe είναι η θάλασσα της Αγιασοφιάς.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro