Όχι στη Χώρα του Ποτέ που επινόησε ο Τζέιμς Μάθιου Μπάρι, για να δώσει ζωή στον Πίτερ Παν.
Στη δική του Χώρα του Ποτέ. Εκεί όπου τα αγόρια επίσης δεν μεγαλώνουν ποτέ. Όχι γιατί δεν ψηλώνουν ή γιατί δεν δένουν, όχι γιατί δεν βλέπουν γένια να φυτρώνουν στα μάγουλά τους και ρυτίδες να σκαλίζονται στο πρόσωπό τους. Όχι γιατί νικούν τον χρόνο και όχι γιατί μένουν στα αλήθεια για πάντα παιδιά.
Αλλά γιατί ονειρεύονται και ζουν τα ίδια όνειρα. Τα ίδια όνειρα που είχαν ως παιδιά. Και φροντίζουν να τα διατηρούν μέσα τους το ίδιο δυνατά, να κρατούν τη φλόγα του πάθους τους το ίδιο ζωντανή. Να τα προτάσσουν σε κάθε τους επιλογή, να περπατούν κάθε τους βήμα με μόνη πυξίδα αυτά. Τα ίδια αναθεματισμένα όνειρα. Να πληγώνονται μαζί τους, να διαπρέπουν μαζί τους. Πάντα με αυτά, για ασπίδα και ξίφος μαζί.
Παιδιά όπως εκείνο το ξανθό πιτσιρίκι το απόγευμα της 4ης Μαΐου του 2002 στο κατάμεστο Westfalen. Το παιδί που είδε τους ήρωές του να παίρνουν το πιο τρελό Πρωτάθλημα της ιστορίας τους. Με νίκη την τελευταία αγωνιστική. Είδε τον Κόλερ και τον Έβερτον, τον αγαπημένο του Ροζίτσκι, την Μπορούσια του Ζάμερ να γράφει ιστορία. Και άκουσε το «Κίτρινο Τείχος» να τραγουδά δυνατά τα ονόματά τους, το άκουσε να εκρήγνυται για χάρη της Ντόρτμουντ.
Και, όταν γύρισε σπίτι του, όσο ακόμη τα αφτιά του βούιζαν, ίσως να φόρεσε τη λατρεμένη του κιτρινόμαυρη φανέλα, να κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη του δωματίου του και τότε να κατέληξε οριστικά και ολοκληρωτικά στο δικό του όνειρο, στη δική του πυξίδα για κάθε επόμενο βήμα της ζωής του:
«Τι ονειρεύεσαι να κάνεις»;
«Θέλω να παίξω στην Ντόρτμουντ»!
«Τι ποδοσφαιριστής θες να γίνεις»;
«Θέλω να παίξω στην Ντόρτμουντ»!
«Ποια τρόπαια ονειρεύεσαι να κατακτήσεις»;
«Θέλω να παίξω στην Ντόρτμουντ»!
Για τον Μάρκο Ρόις δεν υπήρξε κανένας άλλος στόχος, κανένα άλλο όνειρο πιο δυνατό. Από την πρώτη στιγμή ήταν κι αυτός ένα από εκείνα τα -λιγοστά στο ποδόσφαιρο του “σήμερα”- παιδιά. Γιατί επέλεξε να μη μεγαλώσει, να μην αφήσει ποτέ πίσω του την ολόδική του κιτρινόμαυρη Χώρα του Ποτέ.
Εκτός πορείας
Κάποιους μήνες πριν η Μανουέλα φέρει τον μοναδικό της γιο στη ζωή, ο Φαν Μπάστεν αποφάσιζε να καταρρίψει τη λογική και με εκείνο το ασύλληπτο βολέ κόντρα στη Σοβιετική Ένωση να χαρίσει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στην Ολλανδία. Ο Τόμας Ρόις είχε ήδη αποφασίσει να ονομάσει τον μικρό του «Ντένις» για χάρη του Μπέργκαμπ, μα ο «Κύκνος της Ουτρέχτης» τού άλλαξε γνώμη με αυτό το γκολ. Το χρίσμα δόθηκε από την πρώτη του ανάσα, εις το όνομα του Φαν Μπάστεν και των ποδοσφαιρικών θεών, ο μικρός Μάρκο ευλογήθηκε με το ταλέντο που θα καθόριζε ολόκληρη τη ζωή του.
Ήδη από όταν το κεφάλι του δεν ήταν μεγαλύτερο από εκείνη, βρέθηκε να κυνηγά μια μπάλα. Ανάγκη και τέχνη πηγαία, που δεν ήρθε από επιλογή. Όπως ακριβώς συνέβη και με την κιτρινόμαυρη ανεξίτηλη μπογιά που κάλυπτε την καρδιά του, προτού αρχίσει να καταλαβαίνει, από όταν θυμόταν τον εαυτό του. Η μπάλα άφηνε τα πόδια του, μόνο όταν το χέρι του κλειδωνόταν στο χέρι του μπαμπά του για να διασχίσουν παρέα τη διαδρομή προς το γήπεδο και να γίνουν μαζί ένα μικρό μέρος του «Κίτρινου Τείχους».
Και κάπου εκεί, σε εκείνες τις ρωγμές άρχισαν να παίρνουν μορφή τα όνειρά του. Η Ντόρτμουντ είχε ήδη μπει για τα καλά στη ζωή του. Πριν καλά-καλά προλάβει να παίξει στην ομάδα της γειτονιάς του, η Μπορούσια φρόντισε να τον εντάξει στις ακαδημίες της κι εκείνος βρέθηκε από τα επτά του κιόλας χρόνια στα σπλάχνα της μεγαλύτερής του αγάπης. Ο δρόμος ήταν ένας, ένας και ο στόχος. Δουλειά, δουλειά, δουλειά, πρώτα για την ανάδειξη και μετά για την καθιέρωση.
Ο Ρόις όμως στην πραγματικότητα δυσκολευόταν να κάνει τη διαφορά και στην εφηβεία του η ανάπτυξή του άρχισε να κάνει τα δύσκολα δυσκολότερα. Όσο οι γύρω του αναπτύσσονταν και έμπαιναν στα ανδρικά τους σώματα, εκείνος ήταν ακόμη ένα λεπτό, σχεδόν καχεκτικό, παιδάκι, με πόδια σαν κλαριά και κορμό σαν πούπουλο. Είχε έλλειμμα στη δύναμη, έλλειμμα που η Ντόρτμουντ έκρινε πως δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με το ταλέντο του.
Πάντα έπαιζε στην επίθεση, αλλά ξαφνικά ο προπονητής του στην ομάδα Νέων τον μετέφερε πρώτα στην άμυνα κι έπειτα στον πάγκο. Φαινόταν πως κάτι δεν πάει καλά, ο Μάρκο το ένιωθε και το ένστικτό του επιβεβαιώθηκε με τον πιο σκληρό τρόπο. Η Ντόρτμουντ τον ενημέρωσε πως πια δεν πληροί τα κριτήρια της ακαδημίας της και του έδειξε την πόρτα της εξόδου, υποδεικνύοντάς του επί της ουσίας πως δεν έχει όσα χρειάζεται για να τα καταφέρει.
Ήταν 15 ετών. Ακριβώς πάνω στην πιο κρίσιμη καμπή, λίγο πριν μπει στην τελική ευθεία των ονείρων του, έχασε τον έλεγχό τους, τα είδε να συγκρούονται στο κράσπεδο της πραγματικότητας και να διαλύονται. Είχε φτάσει τόσο κοντά σε αυτό που ήθελε σε όλη του τη ζωή κι έμαθε πως τελικά δεν μπορεί να το αγγίξει. «Φυσικά ήταν κάτι παραπάνω από επώδυνο, μια πάρα πολύ δύσκολη στιγμή για μένα», θυμάται. Μια στιγμή ωστόσο που τον όπλισε με πείσμα και αποφασιστικότητα, που αν δεν ερχόταν, ίσως να μην έρχονταν και όλα όσα θα ακολουθούσαν.
«Ρολς Ρόις»
Σαν σφεντόνα ή σαν τόξο, ο Μάρκο χρειάστηκε να τραβηχτεί προς τα πίσω, πριν εκτοξευτεί. Και ήταν διατεθειμένος να το κάνει, να συνεχίσει να παλεύει για το ίδιο όνειρο, να κρατήσει το πάθος ζωντανό.
Σε εκείνο το χρονικό σημείο το πιο σημαντικό για εκείνον ήταν να παίζει. Και η ταπεινή Ροτ Βάις Άλεν τού έδωσε αυτή την ευκαιρία, τον πίστεψε. Ξεκίνησε από τη δεύτερη ομάδα της, μα γρήγορα άρχισε τα άλματά του. Χρειάστηκαν μόνο κάποιες σκόρπιες συμμετοχές στη Γ’ κατηγορία της Γερμανίας για να δείξει σε όλους πως δεν ανήκε εκεί αλλά κάπου πιο λαμπερά.
Το πισωγύρισμά του δικαιώθηκε, το ίδιο και η δουλειά και ο ιδρώτας του που χυνόταν πια σε λίτρα μετά την απόρριψη της Ντόρτμουντ. Μια άλλη Μπορούσια, η Γκλάντμπαχ, ήρθε για να του γλείψει λίγο την πληγή και να τον κάνει δικό της, προσγειώνοντάς τον απευθείας στην Bundesliga.
Δεν ήταν σύνηθες μια ομάδα να δαπανά 1 εκατ. για έναν παίκτη με μόλις τέσσερα γκολ στη Γ’ κατηγορία, αλλά οι άνθρωποι της Γκλάντμπαχ ήξεραν και ο Ρόις φρόντισε να σβήσει τις όποιες αμφιβολίες από πολύ νωρίς.
Σε ένα από τα πρώτα του ματς με τα «Πουλάρια», ο 20χρονος Μάρκο αποφάσισε να αφήσει άπαντες άφωνους διαλύοντας την άμυνα της Μάιντς με μια κούρσα 50 μέτρων για να στείλει την μπάλα στα δίχτυα. Αυτό το παιδί ήταν ξεχωριστό και δεν ήταν δύσκολο να το καταλάβει κανείς. Γρήγορα καθιερώθηκε στην Γκλάντμπαχ, τα έζησε όλα μαζί της. Μια πρώτη σεζόν χωρίς συγκινήσεις, μια δεύτερη στην οποία έσωσε την ομάδα την τελευταία αγωνιστική και μια τρίτη στην οποία την οδήγησε στην τετράδα. Η άφιξη του Λουσιάν Φαβρ, μεσούσης της τριετούς πορείας του στα «Πουλάρια», τον εκτόξευσε. Έπαιζε πίσω από τον φορ, αλλά σκόραρε σαν τρελός.
Η περίφημη «Bild» “έπαιξε” με το όνομά του και άρχισε να αναφέρεται σε εκείνον ως «Ρολς Ρόις», στεκόμενη τόσο στην ταχυδύναμή του όσο και στην ολοφάνερη κλάση του. «Δεν είναι πια ένας ασυνεπής εξτρέμ αλλά μια πολύπλευρα ισχύς δημιουργίας, ικανός να βρει χώρους και τρόπους να φτάσει στο γκολ οπουδήποτε πίσω από τον κεντρικό επιθετικό», έγραφαν για εκείνον τα γερμανικά Μέσα, ενώ ο προπονητής του δεν έκρυβε τον θαυμασμό του για εκείνον: «Κινείται σαν βγαλμένος από το PlayStation. Αισθάνεται το ποδόσφαιρο και η αγωνιστική του αντίληψη είναι ασύλληπτη».
Ο χορός των γιγάντων γύρω του είχε ήδη αρχίσει. Μπάγερν Μονάχου, Άρσεναλ, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ήταν μόνο μερικές από τις ομάδες που ήθελαν να τον κάνουν δικό τους. Για τον Μάρκο όμως δεν υπήρχε δίλημμα, ο προορισμός ήταν ένας. Ο προορισμός ήταν το σπίτι.
«Dortmunder jung» στη Γη της Επαγγελίας
«Dortmunder jungs, Dortmunder jungs, wir sind alle Dortmunder jungs». «Παιδιά της Ντόρτμουντ, παιδιά της Ντόρτμουντ, είμαστε όλοι παιδιά της Ντόρτμουντ». Πόσοι παίκτες μπορούν να πουν πως αποτελούν την απόλυτη προσωποποίηση των συνθημάτων της ομάδας τους;
Ο Ρόις άργησε να παίξει στο γήπεδο που ονειρευόταν από μικρός, άργησε να φορέσει ως επαγγελματίας την αγαπημένη του φανέλα και να ακούσει τους συνοπαδούς του να κατακλύζουν με τη φωνή τους τον ναό της Ντόρτμουντ. Αλλά τα κατάφερε. Κι έφτασε στο δικό του απόγειο ως γνήσιο «Dortmunder jung», ως ένας από τους τρελούς του «Κίτρινου Τείχους», που απλώς βρισκόταν μέσα στο γήπεδο και όχι στο πέταλο. Στη Γη της Επαγγελίας.
Η Μπορούσια πλήρωσε ακριβά το λάθος της, περίπου 20 εκατ. ευρώ, και άνοιξε την αγκαλιά της σε ένα δικό της παιδί στην ίσως καλύτερη στιγμή της σύγχρονης ιστορίας της. Με τον Γιούργκεν Κλοπ είχε κατακτήσει δύο σερί Πρωταθλήματα και περίμενε τον Ρόις για να ολοκληρώσει το αψεγάδιαστο μωσαϊκό της επιθετικής της γραμμής. Ο Μάρκο δεν χρειάστηκε τον παραμικρό χρόνο προσαρμογής, αρκούσε το ότι γυρνούσε στο σπίτι του, και από την πρώτη στιγμή φρόντισε να γίνει όσο πιο σημαντικός γινόταν για την Μπορούσια.
Δώδεκα χρόνια που δύσκολα μπορούν να χωρέσουν σε λόγια. Μπορούν μόνο να χωρέσουν σε στιγμές. Όλες εκείνες στις οποίες τα -άλλοτε αδύναμα- ψηλόλιγνα πόδια του Μάρκο Ρόις μετατρέπονταν σε μαγικά ραβδιά, πασπαλίζοντας με μοναδική αστερόσκονη τα χορτάρια της Γερμανίας και της Ευρώπης. Ταχύτητα, ένταση μα κυρίως κλάση, στιλ. Αυτό που είναι δύσκολο να δει κανείς ακόμα και σε κορυφαίους ποδοσφαιριστές. Φοβερές επαφές και τρομερά χτυπήματα, αντίληψη χώρου και χρόνου, δημιουργικότητα και διορατικότητα μέσα στο γήπεδο.
Ο Ρόις -όταν ήταν καλά– ήταν ασταμάτητος, μπορούσε να κάνει τα πάντα. Μπορούσε να φτιάξει πράγματα για τους γύρω του αλλά και για τον εαυτό του με τα μαγικά κουβαλήματα, το κάλπασμα και τις ντρίμπλες του. Και να εκτελέσει από κοντά και μακριά, με καλλιτεχνικά χάδια ή δυνατούς κεραυνούς. Ανέκαθεν είχε αυτό το “κάτι”, αυτό που πλέον είναι ολοένα και πιο σπάνιο στο ποδόσφαιρο της σκοπιμότητας και των αυστηρών πλαισίων: αυτή την ανεκτίμητη ομορφιά στο μάτι. Και με αυτή σφυρηλάτησε την πορεία του στην Ντόρτμουντ, έτσι έκανε τους φίλους της να τον λατρέψουν ακόμα περισσότερο, έτσι γέμισε με μαγεία 12 μοναδικά χρόνια αμέτρητων στιγμών.
Δώδεκα χρόνια που για πολλούς έμειναν μισά. Ο Μάρκο ζούσε όσα ήθελε, αλλά, για να τα καταφέρει, ήταν σαν να είχε συνάψει κάποια μυστική συμφωνία με το σύμπαν, σαν να είχε ανταλλάξει το όνειρό του με την εξαφάνιση της παραμικρής εύνοιας της τύχης. Γιατί πάντα έβρισκε μπροστά του τη μοίρα να του χαμογελά κοροϊδευτικά. Πριν από κάθε μεγάλη στιγμή, αυτή η αναθεματισμένη έβρισκε έναν τρόπο να του διαλύει τα πόδια ή να εφευρίσκει το πιο τρελό σενάριο της απώλειας ενός πραγματικά μεγάλου τίτλου.
Δεν βρήκε τίποτα στρωμένο ο Ρόις, τα άστρα του, στα αλήθεια, δεν ευθυγραμμίστηκαν ποτέ.
Έχασε τον Τελικό του Champions League το 2013 και κάθε Πρωτάθλημα για το οποίο πάλεψε, άλλα για τεράστιες διαφορές και άλλα στις λεπτομέρειες των λεπτομερειών. Είδε το σώμα του να τον προδίδει με κάθε πιθανό τραυματισμό, τον αχίλλειο τένοντά του να σχίζεται στα δύο, τον χιαστό του να σπάει, τους μυς του να μην αντέχουν και έτσι έχασε ένα σωρό παιχνίδια, μαζί και το τρένο της Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας Γερμανίας.
Δεν βρήκε ποτέ του συνέπεια, έμεινε στις αμέτρητες στιγμές μαγείας. Ακόμα κι έτσι βέβαια, η αξία του ήταν αρκετή για να κάνει ομάδες όπως η Ρεάλ και η Μπαρτσελόνα να τον ζητήσουν. Είδε κάθε λαμπερό παρτενέρ του να τον αφήνει πίσω του, το ίδιο μοτίβο. Γκέτσε, Λεβαντόφσκι, Ομπαμεγιάνγκ, Ντεμπελέ, Σάντσο, Χάαλαντ, Μπέλινγκχαμ, όλοι τους τον άφησαν μόνο του. Δεν πανηγύρισε ποτέ κάποιον πραγματικά σπουδαίο τίτλο, υποχρεώθηκε να σηκώσει μόνο κάποια Κύπελλα.
«Ο κάθε παίκτης κάνει τις επιλογές του, εγώ δεν σκέφτηκα ποτέ ότι ήθελα να ακολουθήσω όλους αυτούς που έφυγαν. Πάντα ήθελα να χτίσω κάτι καινούργιο εδώ, ξανά και ξανά, και να στείλω το ίδιο μήνυμα: Θα μείνω εδώ, ό,τι κι αν συμβεί».
Είναι αλήθεια, θα μπορούσε, βάσει του ποιος ήταν, να αποκτήσει μια πολύ πιο σπουδαία καριέρα. Χιλιάδες ποδοσφαιρόφιλοι αναρωτήθηκαν γιατί δεν το επεδίωξε, γιατί δεν κυνήγησε κάποιο βήμα παραπάνω, κάποιο άπιαστο όνειρο. Αυτοί όμως που το έκαναν ξεχνούσαν πως ο Ρόις ήδη ζούσε το απόλυτο όνειρο.
«Θα πίστευε ότι τα έκανε όλα σωστά»
Το είπε ο σπουδαίος Στίβεν Τζέραρντ στο δικό του “αντίο” στη Λίβερπουλ. Μα τα λόγια του δεν θα μπορούσαν να περιγράψουν με μεγαλύτερη επιτυχία και τον Μάρκο Ρόις: «Το να παίξω έστω και ένα για αυτή την ομάδα ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Ό,τι ακολούθησε μετά ήταν μπόνους».
Εκεί που οι περισσότεροι έβλεπαν μια μισή καριέρα, δίχως τίτλους, δίχως ολοκληρωμένο potential, γεμάτη ατυχίες και λανθασμένες επιλογές, ο Μάρκο έβλεπε το όνειρό του, γιατί έβλεπε τον εαυτό του στη λατρεμένη κιτρινόμαυρη φανέλα. Αυτή που πάντα ήθελε να φορέσει έστω και για μια φορά. Τελικά τη φόρεσε 428 φορές, πέτυχε για χάρη της 170 γκολ, σήκωσε το περιβραχιόνιό της. Άκουσε το όνομά του να ξεπροβάλει σαν ιαχή από το «Κίτρινο Τείχος» και είδε το πρόσωπο και το εμβληματικό του «11» να γίνονται πανό και σημαίες.
Όλα αυτά ήταν το μπόνους και φυσικά ανάμεσά τους υπήρξαν τόσες άλλες στιγμές απογοήτευσης και απόγνωσης, μα δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ούτε θα μπορούσαν να διαστρεβλώσουν το νόημα αυτής της σχέσης. «Σπίτι, “ανήκειν”, απλώς η ζωή μου», είπε πριν μερικά χρόνια, όταν τον ρώτησαν τι σημαίνει η Ντόρτμουντ και πρόσθεσε: «Είναι δύσκολο να το εξηγήσω στους ανθρώπους που δεν είναι κι αυτοί βουτηγμένοι σε αυτή την ομάδα. Σημαίνει τα πάντα το να έχεις περάσει όλη σου τη ζωή εδώ και να έχεις μπορέσει να παίξεις για αυτόν τον σύλλογο μέχρι το τέλος».
Το τέλος εν τέλει ήρθε. Και τίποτα δεν θα το αλλάξει, ούτε καν ο παραμυθένιος επίλογος της ενδεχόμενης κατάκτησης του Champions League στον τελευταίο του χορό. Γιατί αυτός ο δεσμός, ανάμεσα στον Ρόις και την Ντόρτμουντ, δεν είχε να κάνει ποτέ με τα τρόπαια και τις επιτυχίες αλλά με κάτι βαθύτερο. Με το όνειρο του Μάρκο.
Από το όνειρο στην πραγματικότητα και από παιδί άντρας, ακόμα κι αν στην πραγματικότητα δεν μεγάλωσε ποτέ. Τα πάντα έμειναν στην ουσία τους ίδια για τον Ρόις. Και ο ίδιος έμεινε για πάντα παιδί. Γιατί έζησε με μόνη πυξίδα του το ίδιο αναθεματισμένο παιδικό όνειρο κι έμεινε στην ολόδική του κιτρινόμαυρη Χώρα του Ποτέ, εκεί όπου δεν υπήρχε τίποτα πιο σπουδαίο, τίποτα πιο δυνατό από το «Θέλω να παίξω στην Ντόρτμουντ». Την επιθυμία δηλαδή που πάντα τον οδηγούσε μέχρι το τέλος, μέχρι να τον κάνει σύμβολο.
Και ακόμα και αν πολλοί αμφιβάλλουν για την επιτυχία του, ο ίδιος δεν το έκανε ποτέ, δεν μετάνιωσε για τίποτα. «Τι θα πίστευε ο παιδικός σου εαυτός για την καριέρα σου;», τον ρώτησαν. «Ότι τα έκανε όλα σωστά», απάντησε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μάριο Γκέτσε: Το ηλιοβασίλεμα ενός Έκπτωτου Αγγέλου