Ο όρος «πάθος» δεν υπάρχει στην ψυχιατρική.
Οι επιστήμονες προτιμούν να χρησιμοποιούν τον όρο «παρόρμηση», την οποία περιγράφουν ως… μία ακατανίκητη επιθυμία να κάνουμε κάτι, συχνά χωρίς να μπορούμε να το ελέγξουμε ή να το κρίνουμε με τη λογική.
Ενίοτε, τα κοινά πάθη είναι -σχεδόν- απαραίτητα στο ανθρώπινο ον. Αρκεί ωστόσο αυτά να μην μετατρέπονται σε μεγάλο πρόβλημα. Όταν δηλαδή δεν μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε και να ελέγξουμε τις παρορμήσεις.
Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να μετατραπούν σε δεσμά, τα οποία καθιστούν τον άνθρωπο κατώτερο σε σχέση με το πού θα μπορούσε να φτάσει. Όπως δηλαδή δεν κατάφερε να τα τιθασεύσει ο Μάριο Μπάσλερ.
Ακόμα και σε μεγάλη ηλικία, καθώς κυκλοφορούσε την αυτοβιογραφία του, αρκούσε να ρίξει κανείς μία φευγαλέα ματιά στο εξώφυλλο, ώστε να κατανοήσει πως εκείνος δεν αναγνώρισε ποτέ τις «αδυναμίες του». «Στην πραγματικότητα, είμαι ένας σπουδαίος τύπος», τιτλοφόρησε, δίχως να έχει μετανιώσει για τίποτα.
40 μάρκα για κάθε γκολ
Η μοναδική φορά που βρέθηκε μπερδεμένος και αναποφάσιστος ήταν σε ηλικία πέντε ετών. Τότε που ήθελε να παίζει τερματοφύλακας, αλλά ο πατέρας του τον πίεζε να γίνει επιθετικός. Για να τον πείσει, του έταξε 40 μάρκα για κάθε γκολ που θα έβαζε με τη φανέλα της Νόισταντ.
Τον επόμενο χρόνο ο μικρός ψάρωσε και λίγο αργότερα ο μπαμπάς μετάνιωσε για την πρότασή του. Ο Μάριο ξεχύθηκε μπροστά και μέτρησε 45 γκολ στα πρώτα 30 παιχνίδια, με τον πατέρα του να του ξεκαθαρίζει ότι δεν μπορεί να δώσει σε ένα παιδί τόσα χρήματα. Ο Μάριο σταμάτησε στα 76.
Στα 18 του τον προσέγγισε η Καϊζερσλάουτερν και απάντησε θετικά. Μόνο που έφτασε 21 ετών και του έδειχναν ότι δεν τον πίστευαν καθόλου. Είχε μόλις μία συμμετοχή στη Bundesliga και την άρνηση του συλλόγου να του δώσει επαγγελματικό συμβόλαιο.
«Ήταν άσχημο για μένα. Εισέπραττα απόρριψη και ήμουν πολύ εγωιστής για να δεχτώ κάτι τέτοιο. Ήξερα ότι ήμουν για πολλά περισσότερα και πίστευα στον εαυτό μου», θα θυμηθεί και μαζί και τον τρόπο που αποχώρησε:
«Όταν με πλησίασε η Ροτ Βάις Έσεν, απλώς πήγα στον προπονητή της Καϊζερσλάουτερν και του είπα: “Εγώ τώρα πάω να παίξω την μπάλα που ξέρω και εσύ απλώς μπορείς να φιλήσεις τον κώλο μου”»!
Μόνο που ούτε εκεί του πήγε καλά. Στο Έσεν, το οποίο φημίζεται για τον σκληρό τρόπο εργατιάς, δεν είχαν χώρο για έναν τέτοιο τεχνίτη που δεν είχε κέφι για πολλά-πολλά στην προπόνηση και έμοιαζε να διαλέγει παιχνίδια ανάλογα με τα κέφια του. Στα 23 του βρέθηκε στη Χέρτα. Και ήταν το Βερολίνο που θα τον διαμόρφωνε οριστικά ως ποδοσφαιριστή και άνθρωπο.
Οίκοι ανοχής και το κατούρημα με τον Ρεχάγκελ
Ο πιο διάσημος σύγχρονος Δήμαρχος της γερμανικής πρωτεύουσας την χαρακτήρισε κάποτε «φτωχή μα τόσο σέξι» και ο Μάριο ξελογιάστηκε. «Εκεί, αρκούσε να βγεις από την πόρτα του σπιτιού σου και αμέσως είχες παρασυρθεί στα πάντα». Στα 23 του έμοιαζε αχαλίνωτος. Ήταν εξαιρετικός στο γήπεδο, αλλά εκτός αυτού δεν μπορούσε να βάλει μέτρο σε τίποτα.
Οι φήμες μιλούσαν για τα ξενύχτια του στην κακόφημη γειτονιά του Ζόνεμπεργκ. Ενώ ο Ανατολικογερμανός προπονητής του, Μπερντ Στράντζε, κατάφερε να τον πείσει να προπονηθεί και να γίνει ένας από τους ταχύτερους εξτρέμ του Πρωταθλήματος, δεν έκανε το ίδιο με τη ζωή του μετά. Έπειτα από κάθε αγώνα ο Μάριο είχε δημιουργήσει μία ρουτίνα που τηρούσε ευλαβικά. Ξεκινούσε από το αγαπημένο του μπαρ, συνέχιζε στο καζίνο και ολοκλήρωνε σε κάποιον οίκο ανοχής.
Ακόμα και έτσι όμως είχε εξελιχτεί σε έναν παίκτη που άξιζε να πληρώσεις εισιτήριο για να χαζέψεις. Κάλπαζε στα δεξιά της επίθεσης με έναν σπάνιο τρόπο, είχε τη δυνατότητα να συγκλίνει προς τα μέσα, να βρίσκει εύκολα το γκολ και ταυτόχρονα να είναι ένας αρτίστας με απρόσμενη ντρίμπλα και το πιο δυνατό δεξί πόδι που κυκλοφορούσε στη χώρα.
Την ίδια στιγμή ήταν και τεχνικό. Εκτός από τις μακρινές ομοβροντίες, πρόσθεσε στο ρεπερτόριο απευθείας φάουλ και στην πρώτη σεζόν του στο Βερολίνο έβαλε δύο γκολ από κόρνερ (συνολικά έξι στην καριέρα του!).
Η Χέρτα ήταν πλέον μικρή για τις ικανότητές του. Το 1993, έπειτα από ένα παιχνίδι κόντρα στη Βέρντερ Βρέμης, πήγε να κατουρήσει. Δίπλα του στεκόταν αυτός που θα γινόταν ο πιο αγαπημένος του προπονητής απ’ όλους. Ο Ότο Ρεχάγκελ δήλωσε απευθείας θαυμαστής του και επί τόπου, στην τουαλέτα, αντάλλαξαν τηλέφωνα.
Η Βέρντερ εκείνη την εποχή ήταν από τους πρωταγωνιστές στη Γερμανία. Ο Χερ Ότο είχε δημιουργήσει μία μηχανή με τους Μάρκο Μπόντε, Μίρκο Βόταβα, Ντίτερ Άιλτς, Γκουίντο Ρούφερ και Αντρέας Χέρτζογκ και του έλειπε ένας καλλιτέχνης που θα έφερνε το απρόβλεπτο. Ο Μπάσλερ ήταν ακριβώς αυτό και οι δυο τους θα αναγνώριζαν το μεγαλείο ο ένας του άλλου.
Η πιο χαλαρή φιλοσοφία του κόουτς για τη σχέση ποδοσφαίρου και ευρύτερης ζωής ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν ο Μάριο ώστε να μεγαλουργήσει. «Ο αγώνας ξεκινάει στις 15:30 και ολοκληρώνεται στις 17:30. Από εκεί και μετά μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε, αρκεί να είστε αυτοί που θέλω στο γήπεδο», ήταν η ξεκάθαρη τοποθέτηση του Ρεχάγκελ και το νέο απόκτημά του πήρε αυτή την ατάκα και τη στράγγιξε.
Όλα ανάποδα στην Εθνική
Τσιγάρα, μπαρότσαρκες, μπύρες, γυναίκες και ξενύχτια μπήκαν στην ημερήσια διάταξη. Ωστόσο, στο χορτάρι ήταν πάντα από τους κορυφαίους. Η δύναμη της νιότης του το επέτρεπε και έτσι ο προπονητής του δεν είχε πρόβλημα να κάνει τα στραβά μάτια. Τα έκανε, ακόμα και όταν ο παίκτης του πιάστηκε να έχει ένα πακέτο τσιγάρα στην κάλτσα εν ώρα προπόνησης. Μαζί πήραν ένα Κύπελλο, ένα Super Cup και ο τελευταίος το εισιτήριο για το Μουντιάλ του 1994.
Μόνο που η Εθνική δεν του ταίριαξε ποτέ. Για την ακρίβεια, τους έκατσαν όλα λάθος όσον αφορά στο timing. Όταν ο Μπάσλερ ταξίδεψε στα γήπεδα των ΗΠΑ, οι συμπαίκτες του τον αποκαλούσαν με θαυμασμό «Ro-Mario». Το κλίμα στο συγκρότημα του Μπέρτι Φογκτς ήταν χείριστο. Τα τεράστια “εγώ” των Κλίνσμαν, Ματέους, Έφενμπεργκ, Καν. Ήταν τόσο μεγάλη η συνολική έπαρση, ώστε εκείνος υποχρεώθηκε να καταπιεί τον δικό του εγωισμό και να καθίσει ήσυχος στον πάγκο.
Αυτός θα ήταν ο προορισμός του, αλλά δεν πρόλαβε καν να χαρεί τον ήλιο που υπήρχε στο Σικάγο. Η σύζυγός του γεννούσε και το μωράκι είχε πρόβλημα στην καρδιά. Έπρεπε να επιστρέψει, πριν καν ξεκινήσει το τουρνουά. Όταν μπορούσε να γυρίσει στην Αμερική, ήταν πλέον αργά, η Γερμανία είχε κάνει από τις χειρότερες εμφανίσεις της σε Παγκόσμιο Κύπελλο.
Δύο χρόνια αργότερα, θα είχε ακόμα μία ευκαιρία στο Euro της Αγγλίας. Σε μία προπόνηση όμως έπεσε στο έδαφος σφαδάζοντας. Ο τραυματισμός του θα τον άφηνε στην εξέδρα, να παίρνει στο τέλος μετάλλιο νικητή, δίχως όμως να έχει παίξει ούτε λεπτό.
Ενδιάμεσα (1994-1995) είχε καταφέρει κάτι μοναδικό. Δίχως να παίζει σέντερ φορ, ο Ρεχάγκελ πήρε το καλύτερό του και τον έκανε πρώτο σκόρερ του Πρωταθλήματος με 20 γκολ. Η πρώτη πρόταση που έφτασε στη Βρέμη ήταν από τη Γιουβέντους, αλλά η Βέρντερ την έκοψε για ελάχιστη οικονομική διαφορά. Εκείνος θύμωσε και το έριξε έξω. Οι φήμες για την προσωπική ζωή του οργίαζαν και με τη σειρά του έριχνα λάδι στη φωτιά. «Η Βέρντερ είναι μία κινηματογραφική ταινία και εγώ είμαι ο πρωταγωνιστής της. Και οι πρωταγωνιστές έχουν πάντα μία πιο πολύπλευρη προσωπικότητα».
FC Hollywood
Το καλοκαίρι του 1996 ο Καρλ-Χάιντς Ρουμενίγκε τον καλούσε στο Μόναχο. Εφόσον ήταν σούπερ σταρ, θα μπορούσε να παίξει σε μία από τις πιο ιδιαίτερες ομάδες που είχε ποτέ η Μπάγερν. Εκείνη που εξαιτίας της ίντριγκας, των καπρίτσιων και των “εγώ” που είχε συγκεντρώσει ονομάστηκε «FC Hollywood».
Καν, Μπάμπελ, Χάμαν, Τσίγκε, Ματέους, Κλίνσμαν, Σολ, Γιάνκερ και μία συνολικά νοσηρή κατάσταση έκαναν τρομερά δύσκολη την καθημερινότητα του προπονητή. Και ο Τζοβάνι Τραπατόνι δεν ήταν ο οποιοσδήποτε. Αν και πολύπειρος σε διαχείριση προσωπικοτήτων, εκεί δεν άντεξε και στα μέσα της χρονιάς πήγε στη διοίκηση αξιώνοντας να λυθεί το τριετές συμβόλαιό του στο τέλος της πρώτης σεζόν, με τη διάσημη ατάκα: «Είτε θα φύγω, είτε αυτοί θα με τρελάνουν!». Ο Ιταλός πήρε το Πρωτάθλημα και παράτεινε τελικά την παραμονή του για ακόμα μία χρονιά, έχοντας τον Μπάσλερ βασικό και αναντικατάστατο.
Εκείνη την περίοδο ο Μάριο είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Πλέον ήταν στην Μπάγερν και οι παπαράτσι δεν τον άφηναν ήσυχο. Φωτογραφίες του κάθε φορά με διαφορετικά κορίτσια αλλά πάντοτε με τσιγάρο και ποτό στο χέρι κυκλοφορούσαν σε εβδομαδιαία βάση. Δεν μπορούσε, δεν ήθελε να το ελέγξει.
Εκεί ξέσπασε το σκάνδαλο, όταν η «Bild» αποκάλυψε ότι ο σύλλογος είχε βάλει ντετέκτιβ να τον παρακολουθεί. Το club το παραδέχθηκε, με τον Ούλι Χένες να ξεστομίζει το αμίμητο: «Ορισμένες φορές οι νεαροί ποδοσφαιριστές χρειάζονται απλώς κάποιον να τους προσέχει εκτός γηπέδου».
Η σχέση τους ράγισε και το γυαλί έσπασε, όταν συνελήφθη για βιαιοπραγία σε ένα μπαρ. Μεθυσμένος προσπαθούσε να σταθεροποιήσει ένα μπουκάλι στο κεφάλι του και ένας θαμώνας θέλησε να βγάλει φωτογραφία, για να δεχτεί τις εξαγριωμένες γροθιές του.
Το μεγάλο γκολ και η μικρή πρόταση
Ήταν η τελευταία σεζόν του εκεί και οι δύο πλευρές είπαν για λίγο να το αφήσουν πίσω τους. Άλλωστε, είχε αναλάβει ο σκληρός Ότμαρ Χίτσφελντ με την υπόσχεση να τους πάρει το Champions League. Μαζί του ο Μάριο βέβαια δεν έκανε χωριό, μιας και ο έμπειρος κόουτς δεν γινόταν να δεχτεί τις συνήθειές του. «Ο προπονητής μερικές φορές δεν με βάζει, αλλά δεν έχει καταλάβει ότι ο κόσμος έρχεται στο γήπεδο για να βλέπει εμένα», θα δηλώσει με στόμφο, για να μείνει ακόμα πιο πολύ στον πάγκο.
Η Μπάγερν όμως θα φτάσει στον Τελικό της Βαρκελώνης και ο Μάριο θα πάει φορμαρισμένος και βασικός στο Camp Nou κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Θα κάνει σπουδαία εμφάνιση και θα την πιστοποιήσει με το σήμα κατατεθέν του, ένα φάουλ αριστούργημα που θα αφήσει άγαλμα τον Σμάιχελ. Παίζει τον Τελικό όπως θα έκανε και σε ένα παιχνίδι στην αλάνα. Δεν αγχώνεται ποτέ, έχει άγνοια κινδύνου και θέλει να περνάει καλά. Είναι τόσο άνετος, ώστε να επιχειρήσει ακόμα και να κρεμάσει από το κέντρο τον κορυφαίο Δανό πορτιέρο.
Προς το τέλος θα κουραστεί και θα γίνει αλλαγή. Είναι έτοιμος να πανηγυρίσει, αλλά θα βιώσει την απόλυτα ιστορική ανατροπή με τα δύο γκολ στο φινάλε. Η πρώτη του αντίδραση είναι να σπάσει τα αποδυτήρια και να βριστεί με τον Χίτσφελντ που τον έβγαλε. Η δεύτερή του είναι να πνίξει τον καημό του όπως ξέρει, σαν ανώριμος έφηβος. Το ίδιο βράδυ να μην πάει στο ξενοδοχείο αλλά σε ένα μπαρ της πόλης. Θα καπνίσει απεριόριστα, θα πιει όσο χωράει και θα ανέβει μεθυσμένος πάνω σε τραπέζι, φωνάζοντας.
Λίγες μέρες αργότερα η ομάδα θα ρίξει νερό στο κρασί της και θα του προτείνει ανανέωση. Ο ίδιος θα επιδείξει μεγαλομανία που δεν θα του βγει σε καλό. Απαιτεί τον μισθό του πιο ακριβοπληρωμένου Έφενμπεργκ. Θα εισπράξει άρνηση και θα πρέπει να φύγει. «Είναι το μοναδικό πράγμα που μετάνιωσα στην καριέρα μου. Ίσως να το παράκανα εκεί και πραγματικά ήθελα να μείνω».
Είναι 31 ετών, όταν θα επιστρέψει στην ομάδα που δεν τον πίστεψε στο ξεκίνημά του. Θα παίξει για τέσσερα ακόμα χρόνια στην Καϊζερσλάουτερν, αλλά δεν θα είναι ο ίδιος. Η αδιαφορία του για τις προπονήσεις και η κακή εξωγηπεδική ζωή επιβαρύνουν το κορμί του, καθώς μεγαλώνει. Θα μαζέψει ένα καλό πακέτο χρημάτων για μία χρονιά στο Κατάρ και το 2004 θα σταματήσει, για να γίνει προπονητής.
Μόνο που αυτοί οι ατίθασοι χαρακτήρες δεν μπορούν να χειριστούν σωστά μία τέτοια δουλειά. Μέχρι το 2017 θα βρεθεί σε διάφορους πάγκους μικρών ομάδων, δίχως κάποια αξιοσημείωτη επιτυχία, ώσπου θα αποφασίσει να γίνει σχολιαστής στην τηλεόραση.
Και εκεί όμως θα κάνει ό,τι συνήθως. Θα μιλήσει απρεπώς για ποδοσφαιριστές σε σχεδόν μόνιμη βάση. Αυτό προσφέρει νούμερα αλλά και αντιπαλότητες. Για ακόμα μία φορά θα εμφανίσει προβληματική συμπεριφορά.
Μόνο που τώρα δεν έχει να προσφέρει κάτι μαγικό, όπως έκανε στο γήπεδο, και θα γίνει αντιπαθής. Δεν τον ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων. Όπως δεν τον ενδιέφερε ποτέ.
Ο… εαυτός του
«Ο Μάριο ήταν από τους αγαπημένους μου να τον βλέπω. Έκανε πράγματα που εγώ δεν μπορούσα», θα τον τοποθετήσει ψηλά κάποτε ο Λόταρ Ματέους. Ο Μπάσλερ θα το πάει ακόμα παρακάτω: «Στην εποχή μου ελάχιστοι έπαιξαν όπως εγώ. Ήμουν ένας “Άριεν Ρόμπεν” εκείνης της δεκαετίας. Και, πιστέψτε με, τώρα θα κόστιζα 150 εκατ. ευρώ. Φανταστείτε να είχα κάνει και καλή ζωή».
Μόνο που επέλεξε να μην την κάνει αυτήν τη ρημάδα την ποδοσφαιρική ζωή. Παρέμεινε αθλητικά και εξωγηπεδικά άναρχος. Ένας τύπος που λειτουργούσε με ερασιτεχνικό τρόπο στο απόλυτα επαγγελματικό επίπεδο. Και αυτό όμως, αν το δεις από ένα άλλο πρίσμα, είναι από μόνο του ένα τεράστιο επίτευγμα.
Εκ του αποτελέσματος, θα μπορούσε κανείς να διαγνώσει ότι το αποτέλεσμα των πράξεών του συγχρονίστηκε με τις σκέψεις, τις επιθυμίες του, τα “θέλω” που είχε στο μυαλό του. Υπάρχει όμως μία εμφανής δυσαρμονία και ένα κενό ανάμεσα σε όσα συνέβησαν και σε όσα θα μπορούσαν να έχουν συμβεί.
Στην ουσία όμως, το «έτερο εγώ» είμαστε εμείς οι ίδιοι, με τα λάθη, τις παραλείψεις, τις αποτυχίες μας. Άλλωστε, σημασία για τον καθένα έχουν διαφορετικά πράγματα. Και για τον Μάριο Μπάσλερ το νόημα βρισκόταν στο να μπορεί να κάνει, όποτε ήθελε, ό,τι του ερχόταν στο διχασμένο κεφάλι του.
«Μερικές φορές βρέθηκα στην κορυφή. Και μερικές φορές βρέθηκα στον πάτο. Πάντοτε όμως, μα πάντοτε, βρισκόμουν πολύ κοντά στο να είμαι ο εαυτός μου».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η λιτή τελειότητα του Λόταρ Ματέους
Στέφαν Έφενμπεργκ, το αφεντικό με το βρoμερό δάχτυλο