Ξεχασμένες, σκονισμένες κούτες στο πατάρι. Χρόνια, δεκαετίες ολόκληρες περασμένες από πάνω τους, “σκασμένες” μονωτικές ταινίες, ταλαιπωρημένα άψυχα χαρτόκουτα που κρύφτηκαν εκεί όπου δεν μπαίνει ποτέ το φως για να μην καταλήξουν αυτούσια στον κάδο απορριμμάτων.
Από ένα σκίσιμο στο πλάι αχνοφαίνεται το λευκό και το γαλάζιο. Είναι ένα παλιό περιοδικό, απορίας άξιο πώς διατηρείται σε καλή κατάσταση.
«Μάριο Κέμπες, El Matador». Αυτόματες αναμνήσεις, συνειρμοί, βλέμματα απορίας. Η προσοχή στην κληρονομία του εξαργυρώνει τη χαμηλή εκτίμηση που επιφύλαξε η ιστορία του ποδοσφαίρου στο μεγαλείο του. Άδικο, ειδικά σε σχέση με αυτό που ήταν ο Κέμπες στο απόγειο της καριέρας του. Υποτιμημένα γκολ, υποτιμημένη επιρροή, υποτιμημένο legacy. Κι όμως, αυτός ο άνθρωπος κέρδισε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο σχεδόν μόνος του.
Η επιτυχία του ήρθε αμέσως μετά το βασίλειο του Κρόιφ και λίγο πριν τον τυφώνα Μαραντόνα, αναπόφευκτα συντρίβεται από τα βαθιά αποτυπώματα στο θυμικό των άλλων δυο. Ίσως γιατί το μεγαλύτερο επίτευγμα στην καριέρα του Μάριο Κέμπες θα καλύπτεται πάντα από τις τύψεις για τα εγκλήματα που διέπραξε το καθεστώς σε εκείνο το Μουντιάλ.
Ακόμα και στην Αργεντινή, στη χώρα όπου ζει και αναπνέει ποδόσφαιρο, το έπος του 1986 όχι απλώς επισκίασε αλλά εξαφάνισε και εξαΰλωσε το “αμαρτωλό” 1978. Κι ας μην ήταν έτσι όμως, πώς ανταγωνίζεσαι τον Μαραντόνα, διάολε; Υπάρχει τρόπος να ξεπεραστούν το «γκολ του Αιώνα», το «χέρι του Θεού», οι εποποιΐες στην Εθνική και τη Νάπολι;
Πρωτάθλημα με την ομάδα που τον έκανε γνωστό στην Ευρώπη δεν κατέκτησε. Η “δική του” Βαλένθια έφτασε μέχρι την τέταρτη θέση της Liga. Κατέκτησε όμως Copa del Rey, το Κύπελλο Κυπελλούχων, το Ευρωπαϊκό Super Cup. Δεν είναι και μικρά επιτεύγματα, δεν είναι κουκίδες καριέρας. Κι όμως, δεν αναγνωρίστηκε ποτέ γι’ αυτό που ήταν.
Ένας παγκόσμιας κλάσης ποδοσφαιριστής, το πιο γλυκό δεξί πόδι του κόσμου, ένας βασιλιάς με μικρό βασίλειο. Για ένα συγκεκριμένο διάστημα στο χωροχρόνο τέθηκε στο ίδιο επίπεδο με τον Γιόχαν Κρόιφ, με την ειδοποιό διαφορά, όπως ελέγετο τότε στην Ισπανία, ότι ο Κέμπες είχε και το εύκολο γκολ. Ήταν καλοκαίρι του ’78, ο Κρόιφ είχε ανακοινώσει ότι θα συνεχίσει στις ΗΠΑ, ο ήρωας του Παγκόσμιου Κυπέλλου, Κέμπες, ήταν η πιο εμβληματική φιγούρα της Liga.
Μπάρκαρε για την Ισπανία στα 22 του, άγουρο διαμάντι από το Ροζάριο, με εκείνον τον μαγικό τρόπο που γίνονταν τότε οι μεταγραφές, πριν εισβάλλουν στη ζωή μας τα ψηφιακά μέσα και χαλάσουν τη μαγεία. Οι Βαλενθιάνοι είχαν διαβάσει γι’ αυτόν στο «El Gràfico», τηλεφώνησαν στην Αργεντινή, άντλησαν πληροφορίες, προσπάθησαν να σχηματίσουν όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη άποψη.
Παρά το γεγονός ότι στο Παγκόσμιο του ’74 στη Δυτική Γερμανία είχε περάσει απαρατήρητος, στην Αργεντινή ο Κέμπες ήταν μύθος. Η μορφή του ακριβώς όπως έχουμε στο νου τον Αργεντίνο παιχταρά. Ψιλόλιγνος, το σορτσάκι κοντό, οι κάλτσες κατεβασμένες, το μαλλί μακρύ και ακατάστατο, το στέρνο έξω, το πόδι δυναμίτης. Τον έβλεπες να διασχίζει το γήπεδο με το αρχοντικό του στυλ και ο συνειρμός σε κάτι άπιαστο ήταν άμεσος.
Δυο χρόνια στο Mestalla, δυο τίτλοι πρώτου σκόρερ. Και δεν ήταν καν φορ. 24 γκολ η πρώτη σεζόν, 28 γκολ η δεύτερη. Δέκα χρόνια πάσχιζαν να βρουν στη Liga έναν “Pichichi” με περισσότερα από 24 γκολ. Ο Κέμπες ισοφάρισε το ρεκόρ στην παρθενική “αναγνωριστική” σεζόν και το συνέτριψε στη δεύτερη. Οι τελευταίοι που είχαν ανάλογα νούμερα ήταν οι Μεγαλειότητες Φέρεντς Πούσκας και Αλφρέδο Ντι Στέφανο. Ο Κέμπες δεν ήταν καν κλασσικός φορ, ουσιαστικά ερχόταν ως αριστερός εξτρέμ σε ένα πολύ ρευστό σχήμα με τρεις επιθετικούς, με τον τεράστιο Τζόνι Ρεπ δεξιά και τον μεγάλο Κάρλος Ντιάρτε στην κορυφή. Για να έρθει πιο κοντά στα σύγχρονα μέτρα, εκείνη η τριάδα της Βαλένθια ήταν ό,τι εγγύτερο στο MSN (Μέσι–Σουάρες-Νεϊμάρ) της υπερηχητικής Μπαρσελόνα.
Ούτε καν αυτή η νεωτεριστική τριάδα ωστόσο δεν αρκεί για να γίνει αντιληπτό τι ήταν ο Κέμπες. Αφήνοντας κατά μόνας στατιστικά και τρόπαια, ο Αργεντινός στο απόγειο της καριέρας του είχε μια εμβληματική φόρτιση που μπορεί να εκτιμηθεί μόνο με προσωπική εμπειρία, μονάχα ιδίοις όμμασι. Είναι μέρος του μεγαλείου τα μακριά πόδια, το επιβλητικό μέγεθος, το μαλλί που ανεμίζει. Μια φιγούρα ανάμεσα στην ψυχεδελική ηρεμία του Τζίμι Πέιτζ και τη σωματική μεγαλοπρέπεια του ιαπωνικού ρομπότ, Daitarn 3, που έσπαγε ταμεία εκείνη την εποχή.
Ο Κέμπες εν ολίγοις είναι όλα τα late ’70s μαζεμένα σε μια φιγούρα, όλη η δεκαετία σε έναν άνθρωπο.
Μελαχρινός, χρωματιστό πουκάμισο ανοιχτό για να φαίνεται το τριχωτό στήθος, χρυσή καδένα στο λαιμό, μακρύ μαλλί και σμιχτό, πλούσιο φρύδι. Τον παρατηρούσες και ήσουν βέβαιος ότι είχε περάσει από το Startsky & Hatch, ότι έχει κλειδωμένο στο γκαράζ ένα καλιφορνέζικο muscle car και στήνει κόντρες με τον Magnum PI στην παραλιακή του Μαλιμπού.
Απλώς ο Μάριο Αλμπέρτο Κέμπες ζωντάνευε αυτήν την εικόνα στο πράσινο χαλί, με τα φώτα στραμμένα επάνω του και την εξέδρα να παραληρεί. Ακουμπούσε τη μπάλα και έπαιρνε φωτιά ο τόπος, ο θεατής διέκρινε τους υπερμεγέθεις αστραγάλους, τον παρατηρούσε να επελαύνει και είχε ήδη φανταστεί την κατάληξη. Δεν γινόταν αυτός ο παίκτης να μην έχει σουτ-οβίδα, δεν ήταν δυνατόν να κωλυσιεργεί, να καθυστερεί τη μπάλα, να παίζει ποδόσφαιρο με σκοπιμότητα.
Ό,τι έκανε εξέπεμπε ασταμάτητη ενέργεια. Ξεκινούσε σχεδόν πάντα από μακριά, ήθελε οπωσδήποτε δεκάδες μέτρα στη διάθεσή του, επιζητούσε την τρίπλα, ήθελε να τους περνάει σαν αέρας. Εκμεταλλευόταν στο έπακρο το γεγονός ότι οι στόπερ ήταν απασχολημένοι με τον κεντρικό κυνηγό κι εκείνος φρόντιζε να έρχεται από μακριά, όπως το ιππικό που σάρωνε τους δύσμοιρους πεζούς στο διάβα του. Έτσι έμοιαζε στο γήπεδο. Σαν κομψό καθαρόαιμο που καλπάζει μεγαλειωδώς και παρασύρει τα πάντα.
Τη μπάλα την ήθελε, πιο σωστά, την απαιτούσε στα μισά διαστήματα. Τόσο μοντέρνος, τόσο μπροστά από την εποχή του. Και εκείνη την εποχή ήταν ο κύριος λόγος που ήταν απρόβλεπτος για προπονητές και αντιπάλους. Κινείτο σε χώρους του γηπέδου ακίνδυνους για την εποχή, με άμυνες μαεστρικά στημένες και βιδωμένες στη θέση τους, γιατί είχαν την ψευδαίσθηση ότι μπορούσαν εύκολα να τον αναχαιτίσουν. Αντιλαμβάνονταν τι συνέβη, συνήθως όταν η μπάλα είχε ξετινάξει τα δίχτυα και ο Κέμπες με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό έτρεχε στους πιστούς του. Μάτια ορθάνοιχτα, κραυγή διαπεραστική. Golazo.
Από τεχνικής σκοπιάς, ο Κέμπες ήταν ό,τι πιο κοντινό στην ιδέα του σύγχρονου ποδοσφαίρου, απίστευτα επίκαιρος, μοναδικά “τακτοποιημένος” τακτικά. Αψεγάδιαστη πρώτη επαφή, από τους πρώτους που δεν χρησιμοποιούσαν το κοντρόλ προκειμένου να ελέγξουν τη μπάλα αλλά ως ευκαιρία απόκτησης πλεονεκτήματος από τον αντίπαλο. Είτε με απευθείας τρίπλα είτε με δημιουργία ανοιχτού χώρου ιδανικού για επέλαση.
Στο μυαλό του Κέμπες ήταν η εστία και μόνον αυτή. Να φτάσει κοντά, να δει το φόβο στα μάτια του τερματοφύλακα και να σουτάρει. Ήξερε να το κάνει χωρίς καν να χρειαστεί να εκμεταλλευτεί τα σωματικά του προσόντα, τη δύναμη και το ύψος του. Τον πρώτο αντίπαλο τον περνούσε συνήθως με το κοντρόλ-τρίπλα. Τον δεύτερο με το διασκελισμό, τον τρίτο με προσποίηση, τον τέταρτο, όταν χρειαζόταν, με ένα απαλό χάδι με τις τάπες, τέλειο για να στρωθεί η μπάλα στο πόδι και να φύγει η οβίδα.
Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά οι αντίπαλοί του δεν προλάβαιναν καν να τον αγγίξουν. Έπεφταν κάτω στην προσπάθεια να κάνουν φάουλ, τους ατίμαζε ακούσια και εκούσια κατ’ επανάληψη. Το έκανε πάντα, το αποτόλμησε -και το κατάφερε- ακόμα και σε Τελικό Παγκόσμιου Κυπέλλου. Το καθοριστικό 2-1 στον Τελικό εναντίον της Ολλανδίας στο τέλος της παράτασης είναι ένα τέτοιο γκολ.
Απαραίτητη διευκρίνηση ότι από την «Ιπτάμενη» αντίπαλο έλειπε “εκείνος”. Ο Γιόχαν είχε αποφασίσει να μείνει σπίτι από φόβο για τη σωματική ακεραιότητα τη δική του και της οικογένειάς του. Μόλις έναν χρόνο νωρίτερα είχε βρεθεί με μια κάννη στο μέτωπο και παρέμεινε όμηρος με τη γυναίκα του στη Βαρκελώνη. Για πολλά χρόνια η κοινή γνώμη θεωρούσε ότι δεν συμμετείχε σε εκείνο το Μουντιάλ για να αντιταχθεί στο καθεστώς των Συνταγματαρχών, στην πραγματικότητα διαφύλαξε την ασφάλεια της οικογένειάς του.
Είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν η Αργεντινή θα είχε καταφέρει να λυγίσει την Ολλανδία σε εκείνον τον Τελικό, εάν την πορτοκαλί φανέλα τη φορούσε και ο Κρόιφ. Εκείνο που δεν είναι αμφίβολο είναι το μεγαλείο του γκολ του Μάριο Κέμπες. Μια ανοιχτή πάσα του Μπερτόνι έξω από την περιοχή. Η μπάλα διεκδικήσιμη, ο Ολλανδός αμυντικός είχε ήδη σχεδιάσει το τάκλιν. Ο Κέμπες ερχόταν με ορμή από πίσω, θα αρκούσε ένα τσίμπημα για να της αλλάξει κατεύθυνση και να κερδίσει το φάουλ σε πλεονεκτική θέση ή να πασάρει. Το μυστικό εκείνου του γκολ είναι ακριβώς ότι δεν έκανε τίποτα απ’ αυτά.
Ο Κέμπες συνέχισε ευθεία το διασκελισμό, δεν παρέκκλινε ούτε εκατοστό και εν τέλει αυτό τρόμαξε πραγματικά τους Ολλανδούς αμυντικούς. Ένα ανεπαίσθητο διπλό άγγιγμα με ταχύτητα εξωπραγματική για τα πόδια και το μέγεθος του κορμιού του και εγένετο το θαύμα. Πρώτη επαφή με το εξωτερικό, δεύτερη με το εσωτερικό και εξουδετερώνει τους δυο αμυντικούς που στέκονταν ανάμεσα σε εκείνον και το τέρμα.
Δεν τους πέρασε. Τους πέρασε από πάνω. Τα πόδια του πάνω από τα δικά τους. Η εικόνα είναι πιο πολύ σπρίντερ που πηδάει τα εμπόδια παρά ποδοσφαιριστή.
Ο Πιτ Σράιβερς έχει βγει, τη βρίσκει κάνοντας εκπληκτική απόκρουση, η μπάλα βρίσκει στο καλάμι του Κέμπες, στο κεφάλι του τερματοφύλακα και αιωρείται στη μικρή περιοχή. Δυο πορτοκαλί φανέλες σπεύδουν να την απομακρύνουν. Ο Κέμπες με μια απίστευτη έκταση του ποδιού τη χαϊδεύει με το πέλμα, με τις τάπες των παπουτσιών του. Πριν καν περάσει τη γραμμή, έχει σηκώσει τα χέρια και πανηγυρίζει.
Το απόγειο της δόξας στο απόγειο της καριέρας του. Ακριβώς στην περίοδο που ο Κέμπες έχει αγγίξει το τέλειο στον συντονισμό του ίδιου του σώματός του, με έναν απίθανο συσχετισμό εγκεφάλου και ποδιού, ικανότητα που είχε την ευχέρεια να ασκεί σε ολοένα και μικρότερους χώρους και σε απίθανα μικρούς χρόνους. Μια ελεγχόμενη αρμονία σε κλάσματα του δευτερολέπτου, μέσα στην περιοχή, με αντιπάλους να καραδοκούν και την πίεση στο Θεό.
Έβαλε απίθανα γκολ υπό αυτές τις συνθήκες. Με έλεγχο της μπάλας και του απρόβλεπτου (!) γύρω του, με την πίεση και το άγχος να λυγίζει σίδερα. Έμοιαζε σαν να εκπέμπει ένα μαγνητικό πεδίο που εμπόδιζε τους αντιπάλους να επέμβουν, τους υπνώτιζε, τους έθετε εκτός. Πολλές φορές οι αμυντικοί κουτουλούσαν μεταξύ τους, σωριάζονταν στο έδαφος ζαλισμένοι, αδυνατούσαν να προσδιορίσουν τι τους βρήκε.
Είχε ξανακάνει κάτι ανάλογο και στο περίφημο 6-0 εναντίον του Περού, όταν με μια απλή κίνηση με το στήθος έκανε το ‘ένα-δύο” με το Λούκε, το συγκεκριμένο ματς ωστόσο ανήκει στη σφαίρα του μύθου. Σε αυτό το ματς γεννήθηκαν θεωρίες συνωμοσίας, εικάζεται ότι ο Βιδέλα επιστράτευσε ακόμα και τον Χένρι Κίσινγκερ, ότι δωροδοκήθηκαν ποδοσφαιριστές, πληρώθηκαν λύτρα, ό,τι βάζει ο νους. Δεν πρέπει να υπάρχει παιχνίδι στην ιστορία του ποδοσφαίρου με περισσότερες θεωρίες συνωμοσίας από αυτό.
Ο Κέμπες σχετικά με εκείνο το ματς ασπάζεται τη θεωρία του συμπαίκτη του, Οσβάλντο Αρντίλες. «Όσο περισσότερα ακούγονται για εκείνο το ματς, τόσο περισσότερο πείθομαι ότι δεν έγινε τίποτα. Μας χρησιμοποίησαν πολιτικά, αυτό είναι το μόνο βέβαιο».
Θα ήταν πολύ υποτιμητικό για μια σπάνια ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα όπως ο Κέμπες να χρειάζεται ο Βιδέλα για να κερδίσει ένα παιχνίδι. Δεν ήταν μόνο ότι ήταν μπροστά από την εποχή του, πλήρης και άπιαστος επιθετικός. Το εξαιρετικά εκλεπτυσμένο δημιουργικό του ένστικτο σε συνδυασμό με το μαγικό δεξί πόδι τον καθιστούν το πρώτο μοντέρνο “δεκάρι” του σύγχρονου ποδοσφαίρου. Γιατί δεν ήταν παίκτης εμμονικός με το γκολ, δεν ήταν ατομιστής, δεν έπαιζε σε παράσταση για έναν ρόλο.
Το διασκέδαζε να λειτουργεί ως δημιουργικός, σαν ακρογωνιαίος λίθος της τακτικής της ομάδας του. Έπαιζε με πλάτη, έσπαγε μπάλες στα άκρα, μοίραζε το παιχνίδι εκεί όπου μέχρι πρότινος δεν έφτανε η προπονητική εντολή. Η θεώρησή του περί ανάπτυξης προσομοίαζε στη φυσαρμόνικα, παρά το γεγονός ότι τότε οι άμυνες ήταν άκαμπτες. Δοκίμαζε να ανοίξει χώρους ακόμα και στις εκτελέσεις κόρνερ, τα φάουλ (όταν δεν εκτελούσε απευθείας), όταν ο αντίπαλος αμυνόταν μαζικά.
Ήταν ένα “δεκάρι” χωρίς να φορά τη φανέλα, κι ας έχει μείνει στο θυμικό με το «10» εξ αιτίας του Παγκόσμιου Κυπέλλου του ’78. Από τύχη το πήρε το «10» σε εκείνη τη διοργάνωση, τα “δικά του” νούμερα ήταν το «9» και το «11», το «10» ήταν απαγορευμένο. Μια απίθανη απόφαση του Μενότι που μοίρασε τις φανέλες με αλφαβητική σειρά έφερε τη μαγική φανέλα στο φοριαμό του. Κατ’ αντιστοιχία, οι δυο τερματοφύλακες, ο Ουμπάλδο Φιγιόλ και ο Χέκτορ Μπάλεϊ, πήραν το «5» και το «3»!
Όταν μαθεύτηκε ότι πήρε το τιμημένο «10», ξεκίνησε μίνι-επανάσταση. Στην Αργεντινή δεν του συγχωρέθηκε ποτέ ότι έφυγε τόσο νωρίς για την Ισπανία, έχοντας γνώση ότι στην Εθνική μετέχουν μονάχα ποδοσφαιριστές που παίζουν στο εγχώριο Πρωτάθλημα. Κατ’ εξαίρεση κλήθηκε ο Κέμπες και όλοι τον κοιτούσαν στραβά, ήταν εξ ορισμού αναγκασμένος να κάνει απίστευτα πράγματα στο χορτάρι για να συγχωρεθεί το “ατόπημα”.
Στο πρώτο μισό εκείνου του τουρνουά σταυρώθηκε. Η Αργεντινή δυσκολευόταν, ο Κέμπες δεν σκόραρε. «Το χειρότερο “δεκάρι” στην ιστορία της “Albiceleste”». Δεν μίλησε, μάταια τον περίμεναν μικρόφωνα και κάμερες να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Περίμενε στωικά τη σειρά του, ήξερε μέσα του ότι η ευκαιρία θα δοθεί. Και δόθηκε. Και τότε οι εφημερίδες της Αργεντινής ζήτησαν να του δοθεί και το «9» και το «10» και το «11».
Όλα σε τόσο σύντομους χρόνους, από το ναδίρ στο ζενίθ, από παρίας βασιλιάς του κόσμου. Εκείνο το Μουντιάλ είναι περίπου και η ίδια του η διαδρομή στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Με την πάροδο των ετών έχει δημιουργηθεί ένα κενό, υπάρχει μια σκισμένη σελίδα στη χρυσή βίβλο. Λίγο ότι αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο υποβαθμίζεται λόγω πολιτικών προεκτάσεων, λίγο επειδή μετά ήρθαν πρώτα το εκπληκτικό τουρνουά της Ισπανίας και ο Ντιέγκο, ο Κέμπες και η ιστορία του έμειναν σαν βασιλικά άλογα κλειδωμένα στο στάβλο. Η τεχνική του κληρονομιά, εκείνη η σπάνια πληρότητα που σήμερα είναι το ιερό δισκοπότηρο του σύγχρονου επιθετικού, δεν άφησε αποτύπωμα στο συλλογικό υποσυνείδητο.
Ήταν όμως τόσο εντυπωσιακός, τόσο σαρωτική η εμφάνισή του, ώστε ήταν αδύνατον να μην επηρεάσει την pop κουλτούρα της εποχής. Εκτός από την εικόνα και το παρουσιαστικό, εκτός από τα αδιάψευστα βίντεο με την αχαλίνωτη ποιότητα και τους πανηγυρισμούς του με τα χέρια ψηλά, ένας πολύ νεαρός Ιάπωνας σκιτσογράφος, ο Γιοΐτσι Τακαχάσι, σχεδίασε ένα ολόκληρο Manga βασισμένο στο ποδόσφαιρο. «Captain Tsubasa». Οι πρωταγωνιστές έχουν σχεδόν όλοι μακριά μαλλιά, το ποδόσφαιρο απεικονίζεται σαν ατέλειωτη κούρσα με τη μπάλα στα πόδια, τα σουτ είναι τόσο δυνατά που η μπάλα γίνεται οβάλ και τρυπάει τα δίχτυα.
Ο Κέμπες είναι “σπασμένος στα δύο”, είναι και οι δυο πρωταγωνιστές του Anime. Καθόρισε την τέχνη, όπως καθόρισε και την ιδέα του επιθετικού που μπορεί να αλλάξει το παιχνίδι με οποιονδήποτε τρόπο ανά πάσα στιγμή. Για την ακρίβεια, όπως ακριβώς και στη φανταστική ιστορία του Τακαχάσι, να “σπάσει” το παιχνίδι. Κι αν η μνήμη του καλύφθηκε σταδιακά από μεγαλύτερους ή πιο επιτυχημένους απ’ αυτόν, η “ιδέα του” διαμόρφωσε, ειδικά στη Λατινική Αμερική, μια ολόκληρη γενιά επιθετικών που ακολούθησαν ευλαβικά την παρακαταθήκη του και αναφέρονται ιδανικά στην αίσθηση της παντοδυναμίας του.
Όλοι οι ολοκληρωμένοι επιθετικοί, όλοι οι πλήρεις κυνηγοί, είναι μικροί Κέμπες. Τεχνικοί φορ, με ασταμάτητη προωθητικότητα, μακριά μαλλιά, ταχύτητα που παραπέμπει σε άγριο και θηριώδες ζώο που δαγκώνει και διαλύει τις άμυνες. Με σουτ τόσο δυνατό που σπάει το τέρμα και κάνει το γήπεδο να εκστασιαστεί. Επιθετικοί που επιστρέφουν στο παιχνίδι αυτή την αίσθηση θεατρικής ανδρείας που λαμβάνεται σοβαρά μονάχα μέσα σε έναν ναό λατρείας ποδοσφαίρου.
Πιθανόν έχει ήδη οραματιστεί ο καθένας την εικόνα στο μυαλό του. Γκαμπριέλ Μπατιστούτα, Έντινσον Καβάνι, Ρανταμέλ Φαλκάο, Ιβάν Ζαμοράνο, η λίστα μπορεί να συνεχίζεται επ’ αόριστον. Όλοι τους, καθένας με διαφορετικό τρόπο, επέστρεφε το ίδιο αίσθημα αναπότρεπτου, μετέτρεψε το γκολ σε βωμό θυσίας και τρόπον τινά το συνέδεε με το θάνατο. Επ’ ουδενί με την μακάβρια έννοια, με τη χροιά της πλήρους εξουδετέρωσης του αντιπάλου, της απόλυτης υποταγής.
Δεν είναι τυχαίο ότι το προσωνύμιο του Κέμπες είναι το πιο κλασικό απ’ όλα στη Λατινική Αμερική. «El Matador». «Ο ταυρομάχος».
Ένας underdog εθνικός ήρωας, γεννημένος στο Μπελ Βιλ της Κόρντομπα, μια μικρή πόλη στην οποία εδρεύει το παλαιότερο και πιο διάσημο εργοστάσιο παραγωγής μπαλών ποδοσφαίρου στην Αργεντινή. Τόσο διάσημο που η πόλη ανακηρύχθηκε σε παγκόσμια πρωτεύουσα μπάλας. Αυτά τα απίθανα συμβαίνουν στην Αργεντινή, αυτός ο ρομαντικός παροξυσμός κυριαρχεί στη δημόσια σφαίρα, είτε κατοικοεδρεύεις στο χαοτικό Μπουένος είτε σπρώχνεις τον καιρό στο Μπελ Βιλ.
Εκεί όπου, περνώντας έξω απ’ τα σπίτια και τις αυλές, ακούς τους ντόπιους να μουρμουρίζουν τη folk μελωδία της «La Gran Esperanza Blanca», ενός τραγουδιού που εξιστορεί το ντεμπούτο του «Matador» στη Βαλένθια σε ένα ξεχασμένο Trofeo Naranja το μακρινό 1976.
«Κανείς δεν ήξερε ότι είχαμε μπροστά στα μάτια μας τον σπουδαίο Μάριο Αλμπέρτο Κέμπες. Κανείς δεν ήξερε, κανείς δεν ξέρει».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
ΟΛΑ τα κείμενα για τον Ντιέγκο Μαραντόνα
Ερνάν Κρέσπο: Μετρώντας ανορθόδοξες καμπύλες στον χωροχρόνο
Κλάουντιο Κανίγια: Η ζωή εξαφανίζεται
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro