Στέκεται με δυσκολία στο παλιό παιδικό πάρκο. Εκεί όπου οι αναμνήσεις κάπως έχουν ξεθωριάσει.
Υπάρχει όμως και μία που αντιστέκεται στον μηχανισμό του εγκεφάλου, ο οποίος έχει τον τρόπο να σβήνει τις άσχημες θύμησες. Χρειάστηκαν χρόνια τόσο σε εκείνον όσο και στις προγενέστερες από εκείνον γενιές ώστε να μπορέσουν να ελέγξουν τη διαταραχή μετα-τραυματικού στρες ή το έντονο άγχος που τους προκαλούσε η θέα του πάρκου.
Το μέρος το αποκαλούν «Μπλε Πεδίο», αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με τη θέα του όμορφου ποταμού Σάβα που το αγγίζει στη μία όχθη του. Η ιστορία το έχει… χρεώσει με ένα τεράστιο δράμα. Τριγύρω δεν έχουν αλλάξει πολλά. Ο χώρος περιβάλλεται από παλιές κομμουνιστικές εργατικές κατοικίες. Ξεθωριασμένοι τοίχοι, πεσμένοι σοβάδες, σκοτεινά κτήρια, με τις μεγάλες τρύπες από τα θραύσματα να παραμένουν ίδιες για 30+ χρόνια.
Πλησιάζει πιο κοντά στην είσοδο και διακρίνει μία ξύλινη πινακίδα και στη συνέχεια μία τσιμεντένια πλίνθο με επιγραφές πάνω τους. «Σε ανάμνηση της δολοφονίας των παιδιών σε αυτήν την παιδική χαρά», γράφει το ξύλο, η οποία μαχαιρώνει για ακόμα μία φορά την καρδιά του.
Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα στις αρχές Μαΐου του 1992, όταν τέσσερεις φίλοι αποφάσισαν να πάνε στην παιδική χαρά. Το έκαναν κρυφά από τους γονείς που δεν τους άφηναν. Ο πόλεμος είχε πλησιάσει στη γειτονιά τους και δεν υπήρχε καμία ασφάλεια εκεί έξω. Το Σλαβόνσκι Μπροντ βρισκόταν ακριβώς πάνω στα σύνορα με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και οι σκόρπιες οβίδες των Σέρβων έσκαγαν αδέσποτες παντού.
Κάποια στιγμή άκουσαν τις σειρήνες να ηχούν δαιμονισμένα, αλλά τους πρόλαβαν οι βόμβες. Τα τρία από τα τέσσερα πιτσιρίκια πέθαναν επί τόπου. Εκείνος που έζησε, ο Μλάντεν Βλάντεβιτς, ήταν της ευρύτερης οικογένειας.
Ο εμφύλιος της Γιουγκοσλαβίας είχε φτάσει για τα καλά στην πόρτα τους. Σε εκείνη την πόλη των 60.000 ψυχών οι απώλειες συνολικά έφτασαν τις 300, με τις 28 ξ αυτών να είναι παιδιά. Για τον πατέρα Μάτο και τη μητέρα Γιέλιτσα δεν υπήρχε δισταγμός. «Η πρώτη σκέψη ήταν να πολεμήσω. Η δεύτερη όμως είχε να κάνει με τον Μάριο. Ήταν εξι χρόνων και κάθε μέρα πήγαινε σε εκείνο το πάρκο. Θα μπορούσε τώρα να ήταν αυτός στη θέση των παιδιών που χάθηκαν. Οπότε σκέφτηκα ότι έπρεπε να πάρω την οικογένειά μου μακριά από την κόλαση», εξήγησε κάποτε ο Μάτο, ο οποίος τελικά επέλεξε το δεύτερο μονοπάτι και μετακόμισε στη Γερμανία.
Εκεί θα έμπαιναν και οι πρώτες ποδοσφαιρικές βάσεις για τον εξάχρονο γιόκα του. Αυτόν που θα έκανε διάσημο το επίθετο των Μάντζουκιτς.
Ποδόσφαιρο
Κάποιοι γνωστοί τούς υποδέχτηκαν κοντά στη Στουτγκάρδη. Στο Ντίντζινγκεν ο Μάριο βρήκε νέους φίλους και ένα σχολείο που του παρείχε μεταξύ άλλων και αθλητική εκπαίδευση. Αμέσως ξεχώρισε και τον πήραν στις ακαδημίες της τοπικής ομάδας, με τον πατέρα του Μάτο επίσης να παίζει στους μεγάλους. Όλα πλέον ήταν καλά, ήσυχα, ασφαλή.
Ωστόσο, τέσσερα χρόνια αργότερα η οικογένεια υποχρεώθηκε να μετακινηθεί ξανά. Ο πόλεμος είχε τελειώσει και η Γερμανία δεν ανανέωσε την άδεια παραμονής τους. Έπρεπε να επιστρέψουν στο κατεστραμμένο Σλαβόνσκι Μπροντ.
Η Μαρσόνια, η ομάδα της πόλης, αγωνιζόταν στη Γ’ κατηγορία. Αυτή θα ήταν η αφετηρία για τον μικρό που, καθώς μεγάλωνε, μετατρεπόταν σε έναν ψιλόλιγνο αλλά δυνατό και με τσαμπουκά επιθετικό, ο οποίος ξεχώριζε με τεράστια διαφορά από τους συνομήλικούς του.
Στα 19 του ήταν έτοιμος να βγάλει φτερά. Η ΝΚ Ζάγκρεμπ του έδωσε το εισιτήριο για την πρωτεύουσα και δύο χρόνια αργότερα (2007) ήταν η στιγμή για το μεγάλο εγχώριο βήμα. Η Ντιναμό Ζάγκρεμπ μόλις είχε πάρει από την Άρσεναλ 10 εκατ. ευρώ για τον Εντουάρντο Ντα Σίλβα και έδωσε το 1.3 εξ αυτών για να κάνει δικό της τον Μάριο.
Το όνομά του δεν καθυστέρησε καθόλου να ακουστεί και στην Ευρώπη. Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς έκανε χαμό στο Άμστερνταμ σκοράροντας δύο φορές στις καθυστερήσεις, με τη Ντιναμό να φεύγει με το 2-3 επί του Άγιαξ και τον ίδιο να μπαίνει στα highlights του Champions League.
Εκείνη τη σεζόν με τον Λούκα Μόντριτς πίσω του να σκοράρει 20 γκολ και τον ίδιο 17, η Ντιναμό σάρωσε εγχώρια και οι δυο τους έκαναν… φασαρία.
Στα τρία χρόνια που έμεινε εκεί, πλησίασαν το club αρκετές ομάδες, αλλά το αντίτιμο που αξιωνόταν ήταν υψηλό, με τη Ντιναμό να ρίχνει πόρτα σε τέσσερεις ομάδες από Bundesliga, Serie A.
Δύο ήταν τα πράγματα που μπορούσες να ξεχωρίσει κανείς σε εκείνον. Την αγωνιστική προσήλωση και το πάθος του. Αν και το δεύτερο ήταν που τον έστησε κάμποσες φορές στον τοίχο. Από μικρός ήταν τσαμπουκάς και αθυρόστομος. Όχι όμως κωλόπαιδο. Είχε αρχές και ευγένεια, μα όχι όταν του πατούσαν τον ποδοσφαιρικό κάλο.
Όπως στη πρώτη χρονιά του με τη Ντιναμό, όπου ο προπονητής τού συνέστησε να μην τρώει πίτσα, επειδή είχε λιπαρά. Τότε ο Μάριο εμφανίστηκε στα αποδυτήρια με 10 κουτιά και έφαγε τα τέσσερα μόνος του. Δεν γούσταρε καθόλου να του τη λένε. Δεν ήταν άλλωστε τυχαίο ότι το μεγαλύτερο ίνδαλμά του ήταν ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς και όχι μόνο για ποδοσφαιρικούς λόγους. «Είμαι μαχητής όπως εκείνος», είπε σε μία από τις πρώτες συνεντεύξεις του στη Γερμανία.
Απογείωση
Έπειτα από τρεις διαδοχικές πρωτιές στην Κροατία και δύο ακόμα Κύπελλα, το 2010 η Βόλφσμπουργκ μπήκε στο κόλπο αποφασισμένη και τον έκανε δικό της. Μόνο που εκεί τα πάντα ξεκίνησαν άσχημα. Ο Στιβ ΜακΛάρεν έπαιζε με έναν σέντερ φορ, τον Τζέκο, και έστειλε τον Μάντζουκιτς μεταξύ εξτρέμ και πάγκου. Χρειάστηκε να φτάσει ο Γενάρης, να φύγει ο Τζέκο για τη Μάντσεστερ Σίτι και να απολυθεί ο προπονητής, για να βρεθεί στην κορυφή της επίθεσης και να βάλει το πρώτο γκολ του.
Η έλευση του Φέλιξ Μάγκατ ήταν εκείνη που θα τον απογείωνε. Τα 12 γκολ στο 2011-2012 και το εξαιρετικό Euro 2012 (τρία γκολ) ήταν εκείνα που θα έπειθαν την Μπάγερν να τον κάνει δικό της. Εκεί ήταν που θα άρχιζε να αναδεικνύεται το πείσμα και η ικανότητά του να δίνει το παρών στα μεγάλα ραντεβού. Ωστόσο, το ότι κόστισε μόνο 13 εκατ. ευρώ υποδείκνυε πόσο underrated παρέμενε στη μεγάλη μπίζνα του αθλήματος.
Στο τέλος της σεζόν βρέθηκε στο φινάλε του Champions League κόντρα στη Ντόρτμουντ, για να γίνει ο πρώτος Κροάτης που σκόραρε σε τελικό του θεσμού. Σήκωσε την κούπα, έβαλε 22 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις και την επόμενη 26. Πλέον ήταν διάσημος. Τόσο πολύ ώστε να ψηφίζεται διαδοχικά (2012, 2013) κορυφαίος ποδοσφαιριστής της πατρίδας του.
Δεν ήταν μόνο η προσήλωση και η δυναμική στο παιχνίδι που τον έκαναν να ξεχωρίζει. Φαινόταν έξυπνος στις δηλώσεις του, ήταν καυστικός, ακριβής, τακτικά ορθός στην άποψη του και διαρκώς γκρινιάρης.
«Δεν ήταν καλό αυτό. Δεν ήταν καλό το άλλο. Δεν ήμασταν καλοί απόψε. Δεν είμαι ευχαριστημένος με την απόδοσή μου». Ο Τύπος αμέσως του βρήκε το τέλειο παρατσούκλι. Ο Μάριο είχε γίνει ο «Mr No Good» και αυτό θα τον συντρόφευε για πάντα.
«Mr No Good»
Σε μία εποχή που οι παίκτες λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό ως celebrities και δεν βάζουν τα πόδια τους στη φωτιά, ο Μάριο έμπαινε με όλα. Τσαλακωνόταν εντός και εκτός γηπέδου. Δεν έκανε διαχωρισμούς. Έπαιζε το ίδιο απέναντι στον καθένα.
«Περισσότερο και από το γκολ αναζητούσα τη χαρά της εκτόνωσης. Έπρεπε μετά το ματς να είμαι άδειος, χωρίς συναισθήματα και ενέργεια. Τότε μόνο ήξερα ότι τα έκανα όλα σωστά. Και ας μην είχα σκοράρει. Και ας είχαμε χάσει. Εγώ έπρεπε να έχω καταθέσει ιδρώτα και ψυχή».
Παίζοντας για την ομάδα, θυσιάζοντας τη δική του δόξα, έμοιαζε να προέρχεται από μία ξεχωριστή φατρία της μπάλας. Από εκείνες τις πιο παλιές εποχές. Ίσως να είχε να κάνει με εκείνη την παιδική ανάμνηση στην παιδική χαρά. Ίσως ο πόλεμος να του είχε αφήσει ένα κρυφό παιδικό σημάδι και να πάλευε πάντοτε να το ξορκίσει μέσα από την αυτοθυσία. Και κάπως έτσι πάλευε πάντοτε, όπως έκαναν οι θρύλοι του ποδοσφαιρικού παρελθόντος.
Και όμως «τίποτα δεν ήταν καλό». Δεν μπορούσε να βρει ησυχία. Κάθε φορά έπρεπε να πιέσει ακόμα πιο ψηλά, να ματώσει πιο κόκκινα, να βάλει ένα γκολ παραπάνω, να πιεστεί ο ίδιος στον σκληρότερο βαθμό. Μία διαρκής αίσθηση ανικανοποίητου. Όχι όμως με την έννοια της ανηδονίας. Πιο πολύ φαινόταν να είναι μία μόνιμη μάχη με τον εαυτό του. Να αποδείξει, να πείσει, να κλείσει στόματα. Ακόμα και όταν άπαντες αναφωνούσαν ότι ήταν καταπληκτικός. Εκείνου δεν του έφτανε ούτε αυτό. Υπήρχε περισσότερο και θα πάλευε να το βρει. Αυτή ήταν η κινητήριος δύναμή του.
Διαμάχες
Ο Γιουπ Χάινκες είχε εκτιμήσει απεριόριστα το πόσο πολυσύνθετος ήταν. Μπορούσε να κινηθεί στα πλάγια, να παίξει πίσω από τον Μάριο Γκόμες, να κινηθεί ως “10άρι” και να σπάσει το παιχνίδι, να παίξει κάθετα, να ντριμπλάρει, να συρθεί για τάκλιν και να κυνηγήσει τον αντίπαλο παντού.
Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με τον αντικαταστάτη του. Ο Πεπ Γκουαρδιόλα, ο οποίος ανέλαβε το 2013, δεν ενθουσιάστηκε. Παρά το ότι ο Κροάτης τού έδωσε 18 γκολ σε 30 συμμετοχές, ο Καταλανός δεν τον εκτίμησε και το αντίστροφο. Εννοείται ότι ο επιθετικός δεν μάσησε τα λόγια του. «Δεν υπάρχει λόγος να το κρύβω. Υπό τις οδηγίες του δεν θα μπορέσω ποτέ να βγάλω στο γήπεδο το καλύτερο που έχω». Η απάντηση του προπονητή του υπήρξε σκληρή. Στον Τελικό Κυπέλλου τον άφησε σπίτι του, με το σαφές μήνυμα ότι δεν τον χρειαζόταν άλλο.
Ο ίδιος έφυγε. Η πόλη όπου γεννήθηκε αντιμετώπιζε τις χειρότερες πλημύρες της σύγχρονης ιστορίας της. Πήρε το αεροπλάνο και πήγε να βοηθήσει, οικονομικά και με προσωπική εργασία, σώζοντας σκυλάκια από τα νερά.
Το 2014, επιστρέφοντας από το Μουντιάλ, ήρθε η ώρα να αποχωρήσει από το Μόναχο, έχοντας όμως κατακτήσει όλα τα διαθέσιμα εγχώρια και διεθνή τρόπαια. Η Ατλέτικο Μαδρίτης προσέφερε τη σανίδα σωτηρίας που είχε ανάγκη. Μετά τον Ντιέγκο Κόστα φάνταζε ο ιδανικός συνεχιστής της aggressive προσέγγισης που απαιτούσε ο Ντιέγο Σιμεόνε.
Εκ πρώτης όψεως φαινόταν το τέλειο ματσάρισμα. Ωστόσο, αν και έβαλε 20 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις, οι δυο τους δεν τα πήγαν καθόλου καλά. Δύο έντονες προσωπικότητες που δεν τα βρήκαν. Μάλωσαν έντονα σε δύο προπονήσεις και το αποτέλεσμα ήταν να του ζητήσει να βρει ομάδα. Για ακόμα μία φορά έπρεπε να αλλάξει. Και θα άλλαζε και πάλι χώρα, για να ζήσει το πιο ωραίο κεφάλαιο της καριέρας του.
Αποδοχή
Η Γιουβέντους, η οποία λίγους μήνες νωρίτερα είχε χάσει στον Τελικό του Champions League, είχε ανάγκη από κλασικό Νο9. Οι Άλβαρο Μοράτα και Κάρλος Τέβες δεν μπορούσαν να παίξουν αυτόν τον ρόλο. Εκεί θα έβρισκε επιτέλους την αποδοχή. Ή, ακόμα καλύτερα, θα έπαιρνε την αγάπη που αναζητούσε.
Ήταν η δική του επιθυμία να νικήσει όλες τις κόντρα προβλέψεις και να το ζήσει όπως το ήθελε. Είχε ακόμη ζωντανή τη φλόγα, την αποφασιστικότητα, την όρεξη για ακόμα πιο σκληρή δουλειά. Σε κάθε ματς, σε κάθε επαφή του με την μπάλα, φώναζε ότι έκανε τη δουλειά σωστά. Με τον μόνο τρόπο που μπορεί να γίνει μία δουλειά σωστά. Και αυτό συμβαίνει, μόνο όταν αγαπάς απεριόριστα αυτό που κάνεις.
Στο Τορίνο δεν έβαλε πολλά γκολ. Έκανε όμως άπειρη βρόμικη εργασία. Και το γούσταρε πολύ αυτό. Μόνο που το 2016 η «Γιούβε» διέλυσε τα ταμεία και απέκτησε με μυθικό ρεκόρ τον Γκονσάλο Ιγκουαΐν. Ο Μάντζουκιτς ωστόσο παρέμεινε στην 11άδα. Χρειάστηκε βέβαια να βρεθεί στα φτερά. Δεν τον απασχόλησε. Συνέχισε χωρίς γκρίνια να τα δίνει όλα και να παραμένει πολύτιμος.
Κάπως έτσι βασικός μπήκε και στον φινάλε του Champions League του 2017. Για να βάλει ένα από τα ομορφότερα γκολ που έχουν μπει ποτέ σε Τελικό. Κοντρόλ με το στήθος, με πλάτη στην εστία, και γυριστό-λόμπα που κρέμασε τον Κέιλορ Νάβας. Ακόμα ένα σε μεγάλο ραντεβού.
Στα τέσσερα χρόνια που έμεινε εκεί πήρε ισάριθμα Πρωταθλήματα και μαζί με το κλείσιμο που έκανε για μία σεζόν (2019-2020) στο Κατάρ έφτασε συνολικά τα 10 στην καριέρα του και αυτό αποτελεί ένα πραγματικά εκπληκτικό επίτευγμα. Πιο πολύ απ’ όλα όμως απολάμβανε να παλεύει με τη φανέλα με τα κόκκινα και λευκά τετραγωνάκια. Η Κροατία που τόσο πολύ λατρεύει τον ταξίδεψε σε τέσσερεις μεγάλες διοργανώσεις. Ήταν όμως το 2018, λίγο πριν ολοκληρώσει την πορεία του στα γήπεδα, που έκανε το απίθανο. Αυτή η παρέα των τρελο-Βαλκάνιων που άγγιξε την κορυφή του κόσμου.
Παγκόσμιος
Στα γήπεδα της Ρωσίας έδωσε το τελευταίο και πιο σπουδαίο κρεσέντο του. Στον όμιλο κόντρα στη Νιγηρία προκάλεσε αυτογκόλ αντιπάλου και έδωσε ασίστ. Στους «16» σκόραρε απέναντι στη Δανία και στους «8» με τη Ρωσία έδωσε ασίστ. Στα ημιτελικά με την Αγγλία ήταν εκείνος που με γκολ στο 109′ χάρισε τη θρυλική πρόκριση.
Και στον Τελικό με τη Γαλλία άνοιξε το σκορ με αυτογκόλ, για να σκοράρει αργότερα στη σωστή εστία στην ήττα με 4-2. Μία ήττα που όμως είχε την αίσθηση του θριάμβου. Κανείς δεν πόνεσε. Άπαντες ήταν υπερήφανοι ήρωες της πιο μικρής χώρας που έπαιξε ποτέ έναν τόσο σπουδαίο αγώνα.
«Δεν είχε σημασία το αποτέλεσμα. Τα δικά μας όνειρα που κάναμε από μικροί πραγματοποιήθηκαν. Αυτές οι στιγμές είναι οι πιο υπέροχες της ζωής μας. Δεν υπάρχουν γλυκόπικρες αναμνήσεις. Μονάχα μία γλύκα για όσα καταφέραμε», θα πει λίγο αργότερα.
Και δύο χρόνια πιο μετά, στα αποχαιρετιστήρια λόγια του προς το άθλημα, θα μιλήσει στον μικρότερο εαυτό του. Στο παιδί που ήταν κάποτε και θα του ζητήσει να περιμένει για τα σπουδαία που θα βρεθούν στον δρόμο του. Και ότι θα πρέπει να θυμάται πάντα να έχει τον νου του στο 109’, όταν θα παίξει με την Αγγλία. Γιατί εκείνο θα είναι το πιο φανταστικό γκολ που θα βάλει ποτέ.
«Dilkos»
Κάπως έτσι θα βάλει τελεία σε όλα. Θα αποχωρήσει όπως ακριβώς τον είχε περιγράψει κάποτε ο σπουδαίος Μίροσλαβ Μπλάζεβιτς. Ως ένας γνήσιος «Dilkos», χρησιμοποιώντας έναν κροατικό όρο που συνοψίζει ότι ήταν πάντοτε «θρασύτατος και απροβλημάτιστος». Σαν ένας «Mr No Good» που όμως τα έκανε όλα παραπάνω από καλά. Που το όχι τόσο σπουδαίο ταλέντο του το μετέτρεψε σε κάτι σημαντικό. Επειδή υπηρέτησε το μότο που ορίζει ότι το πραγματικό ταλέντο βρίσκεται στη λαχτάρα τού να πετύχεις κάτι μεγάλο.
Ο Μάριο Μάντζουκιτς έπαιξε το παιχνίδι με μία καταπιεσμένη παρόρμηση που ξεχείλιζε, γινόταν συναίσθημα, μετατρεπόταν σε πάθος και κατέληγε σε τρέλα. Τοποθέτησε τον εαυτό του στην κατηγορία των ανθρώπων που πάνε μπροστά σ’ αυτόν τον κόσμο.
Σε αυτούς που σηκώνονται, αναζητούν τις συνθήκες που θέλουν και, αν δεν τις βρουν, τις διαμορφώνουν μόνοι τους.
Και καθώς συνέβαιναν όλα τα παραπάνω, εκείνος επέστρεφε κατά διαστήματα εκεί όπου ξεκίνησαν όλα. Με το βλέμμα υγρό και την ανάσα κοφτή, να ατενίζει το «Μπλε Πεδίο» της αθωότητάς του που βιάστηκε από τις οβίδες.
Και κάθε τόσο να κοιτάζει για λίγο την ξύλινη επιγραφή («Σε ανάμνηση της δολοφονίας των παιδιών σε αυτήν την παιδική χαρά»), μα περισσότερο να στέκεται με σθένος κάπως παραδίπλα. Εκεί όπου υπάρχει και ένας πέτρινος τοίχος για να σιγοντάρει στη θλίψη ή και στην αισιοδοξία: «Τα παιδιά είναι μόνο το ένα τρίτο της ανθρωπότητας, αλλά είναι ολόκληρο το μέλλον μας»!
Όπως ακριβώς το πέτυχε εκείνο το εξάχρονο αγόρι που γλύτωσε από την παιδική χαρά, για να γυρίσει τον κόσμο με μία μπάλα…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Λούκα Μόντριτς: Η ζωή είναι ωραία…
Η δεισιδαιμονία του Μαρτσέλο Μπρόζοβιτς
Ζβόνιμιρ Μπόμπαν, ο τέταρτος των Καραμαζόφ