Ένα εννιάχρονο αγόρι, φορώντας μια απλή βερμούδα, με μερικές εβδομάδες απλών προπονήσεων και ακόμα λιγότερες προσδοκίες, μπήκε δειλά στο κλειστό για μια συνάντηση κολύμβησης της Χριστιανικής Αδελφότητας Νέων (YMCA).
Είναι η πρώτη του επαφή, η πρώτη του εμπειρία με οτιδήποτε προσομοιάζει με οργανωμένο αθλητισμό. Στάθηκε στον βατήρα, διέσχισε την πισίνα των 25 μέτρων κι άγγιξε τον απέναντι τοίχο πρώτος.
Δεν χαμογέλασε, δεν είχε επίγνωση του επιτεύγματός του. Κάθισε στις μικρές κερκίδες μαζί με τον προπονητή, τού εξήγησε ότι δεν υπάρχει “Τελικός”, ότι νικητές είναι τα έξι αγόρια που κολύμπησαν πιο γρήγορα και θα πάρουν το βραβείο τους, μόλις ολοκληρώσουν το κολύμπι τους και τα κορίτσια. «Δηλαδή κέρδισα;», ρώτησε με τα μάτια να λαμποκοπάνε ο μικρός. «Κέρδισες», του απάντησε ο προπονητής.
Στο άκουσμα του ονόματός του στην τελετή απονομής φούσκωσε από περηφάνια. Επεδείκνυε τη μωβ κορδέλα του με μεγάλο καμάρι, ήθελε να τη δώσει στη μητέρα του, εκείνη πλησίασε, τον φίλησε στο μέτωπο και τον αγκάλιασε τρυφερά.
Όταν ο υπεύθυνος του αγώνα ξεκίνησε να καλεί και τα υπόλοιπα παιδιά, ο μικρός απόρησε. Γεμάτος αμφιβολία και ένα αδιόρατο συναίσθημα ανταγωνισμού, γύρισε στη μητέρα του κι άρχισε τις ερωτήσεις. Γιατί τα άλλα παιδιά παίρνουν άλλο χρώμα κορδέλα; Γιατί ανεβαίνουν σε βάθρο τριών επιπέδων; «Αυτά τα αγόρια είχαν τους πιο γρήγορους χρόνους από όλους στον αγώνα. Αυτός στο ψηλότερο σκαλί κολύμπησε πιο γρήγορα, οπότε πήρε μια μπλε κορδέλα. Το αγόρι με την κόκκινη κορδέλα ήταν δεύτερο και το αγόρι με τη λευκή κορδέλα ήταν τρίτο».
Το πρόσωπο του μικρού σκοτείνιασε, τα φρύδια σμίξανε, το βλέμμα έγινε φθονερό. Πέταξε την κορδέλα στο έδαφος με αηδία κι άρχισε να φωνάζει: «Μισώ το μωβ! Μισώ το κόκκινο και μισώ και το άσπρο! Από εδώ και πέρα θα κερδίζω μόνο μπλε κορδέλες. Πάει και τελείωσε»!
Μέσα σε έναν χρόνο από εκείνη την παιδική έκρηξη ο Μαρκ Σπιτς είχε σημειώσει 17 Εθνικά ρεκόρ ηλικιακών ομάδων και επτά Παγκόσμια και 13 χρόνια αργότερα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου, κατέκτησε επτά Χρυσά μετάλλια, κάνοντας την πιο εντυπωσιακή εμφάνιση αθλητή στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ο καλύτερος κολυμβητής όλων των εποχών. Ένας θρύλος. Ο Μαρκ Σπιτς.
Τελικά αυτό είναι ο Μαρκ Σπιτς. Θρύλος. Με την άνευ προηγουμένου επιτυχία του στην πισίνα, την αδιαμφισβήτητη αυτοπεποίθηση και την εμφάνιση σταρ του κινηματογράφου, έλαμπε τόσο όσο τα αμέτρητα φλας που συνόδευαν τις αθλητικές και τις δημόσιες εμφανίσεις του.
Αυτή η μοναδική αυτοπεποίθηση, η βαθιά πίστη στις ικανότητές του, η ισχυρή προσωπικότητα και η αναπόφευκτη προσοχή που έπεσε επάνω του επέτρεψαν στις επιτυχίες του να αλληλοτροφοδοτούνται, έχοντας ωστόσο ένα οδυνηρό τίμημα. Εξοστρακίστηκε, αγνοήθηκε, πολεμήθηκε από φθονερούς ανθρώπους, από διαρκώς ηττημένους αντιπάλους, από γονείς, από προπονητές, από συναθλητές.
Προσπάθησαν πολλοί από το περιβάλλον του να τον ελέγξουν, να πάρουν κομμάτι της επιτυχίας του. Η μάνα του ήταν μονίμως σκληρή μαζί του, ο ίδιος του ο πατέρας περιφρόνησε την εικόνα του ανοιχτά στον Τύπο, ήταν επιθετικός, αυταρχικός, εμμονικός με την αθλητική ικανότητα του γιου του. Όσοι όμως γνώριζαν καλά τον Άρνολντ Σπιτς, σιωπούσαν. Πιθανόν επειδή μερικές φορές η πραγματικότητα χαλάει τις ωραίες ιστορίες.
Ο Άρνολντ Σπιτς, γιος Εβραίων κτηνοτρόφων, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη σιδηροδρομική πόλη Τάρλοκ, φωλιασμένη ανάμεσα στην οροσειρά Ντιάμπλο και το φημισμένου Εθνικό Πάρκο του Γιοσεμίτ στη Σιέρα Νεβάδα. Αμερικανός πρώτης γενιάς, με καταγωγή από την Ουγγαρία, από την οποία μετανάστευσε, προκειμένου να γλυτώσει τη θηριωδία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένας άνθρωπος φαινομενικά σκληρός, τραχύς, απόμακρος και πάντα βλοσυρός, σχεδόν σκοτεινός, επειδή έτσι τον ήθελε η μάνα του. Επέμενε να καταταγεί τρία χρόνια μετά το “Περλ Χάρμπορ”, έγινε αεροπόρος στην ΠΑ των ΗΠΑ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο , ώστε να βρει μια διέξοδο από το ράντσο με τις κότες των γονιών του. Ακόμα κι όταν επέστρεψε ως ήρωας και ο πατέρας του είχε πεθάνει, η μάνα του δεν τον υπολόγιζε, τον διέλυε με τη συμπεριφορά της.
Η Άλις ήταν μια γυναίκα προδομένη, ξεριζωμένη, με απέχθεια για την Αμερική και τη ζωή που άφησε πίσω. Πριν διαβούν το Έλις Άιλαντ με τους δικούς της, ήταν μια εκκολαπτόμενη καλλιτέχνης, είχε προλάβει ήδη να διαμορφώσει τα όνειρά της και τα είδε να γκρεμίζονται μεμιάς εξαιτίας του Πολέμου. Πολύ σκληρή γυναίκα, πολλές φορές βίαιη. Μια αλλόκοτη ψυχή, μια προδομένη καλλιτέχνις που τα παράτησε όλα και δεν το συγχώρησε ποτέ στον εαυτό της.
Εκσφενδονίζονταν πέτρες, πετάγονταν πιρούνια, μαχαίρια, λογής αντικείμενα στους καυγάδες με τα παιδιά της. Ο Άρνολντ ανέβαινε στον αχυρώνα για να γλυτώσει, έστεκε απλώς ακίνητος και άκουγε τις προσβολές και τις ύβρεις. Μέχρι τα 25 την έζησε και ο Μαρκ αυτή τη γυναίκα, μεγαλώνοντας κατάλαβε πολλά πράγματα για τη συμπεριφορά του πατέρα του.
Η γιαγιά του παρέμεινε “εκκεντρική” και ανίκανη να σχετιστεί προσωπικά μέχρι το τέλος. Ζώντας σε μια μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων, το 1975 μόνη της αποφάσισε ότι είχε χορτάσει από ζωή. Χωρίς προειδοποίηση και φανφάρες, σταμάτησε κρυφά να λαμβάνει τα φάρμακά της και πέθανε γρήγορα μόνη.
Ο Άρνολντ είχε φτιάξει ήδη τη δική του οικογένεια, παντρεύτηκε τη Λενόρ, μια όμορφη κοπέλα με καταγωγή από τη Ρωσία, ως κλασσική συνέπεια των ετερωνύμων που έλκονται. Στα παιδιά τους προσπάθησαν να δώσουν τη δέουσα προσοχή, προσπάθησαν να είναι “εκεί” στα γεγονότα της ζωής τους, αλλά δεν τα κατάφεραν. Ελάχιστα τα μαθήματα και οι νουθεσίες τους.
«Όποτε παραπονιόμασταν ότι κρυώναμε, ο μπαμπάς άρχιζε τις ιστορίες για το πώς περνούσε ώρες ολόκληρες τρέμοντας σε ένα βομβαρδιστικό, προσπαθούσε να μας πείσει ότι τα πηγαίνουμε καλά, ότι δεν κρυώνουμε, ότι θα επιζήσουμε, όπως εκείνος που ανέβηκε κάποτε σε μια χιονισμένη πλαγιά περπατώντας πέντε χιλιόμετρα στο χιόνι». Αυτά θυμάται από τον πατέρα του ο Μαρκ.
Του χρωστάει όμως μια βαθιά, εσωτερική γνώση της σημασίας της οικογένειας. Όταν γεννήθηκε ο Μαρκ Άντριου Σπιτς, στις 10 Φεβρουαρίου του 1950, ο Άρνολντ ήταν ξεκάθαρος για ένα πράγμα: η οικογένεια ήταν υψίστης σημασίας και δεσμεύτηκε να δώσει στα παιδιά του την παρουσία, την προσοχή, την αγάπη, την προστασία και τις ευκαιρίες που του έλειψαν απεγνωσμένα, όταν μεγάλωνε εκείνος.
Οι εμπειρίες του, όταν έχασε τον πατέρα του σε νεαρή ηλικία, η κακοποίηση που υπέστη από τη μητέρα του, οι φρικαλεότητες του πολέμου είχαν σημαντική επίδραση στον τρόπο με τον οποίον αντιμετώπιζε τον ρόλο του πατέρα.
Ενώ πολλοί αργότερα έβλεπαν τον Άρνολντ ως αυταρχικό και ανήθικο, όσοι γνώριζαν την οικογενειακή ιστορία καλύτερα ήξεραν ότι οι προθέσεις του ήταν καλές, αλλά αυτός ο ακρογωνιαίος λίθος της ύπαρξής του ήταν σε πλήρη αντίθεση με την αντίληψη του κοινού ότι τυράννησε τον γιο του. Έζησε μέσα από τις επιτυχίες του Μαρκ, τον έσπρωξε στον σκληρό πρωταθλητισμό παρά τη θέληση του αγοριού, ανάγκασε τον Μαρκ να θεωρήσει τη νίκη ως υποχρεωτική, σαν να μην αγαπούσε έναν γιο που ήταν κάτι λιγότερο από αιώνιος νικητής. Αυτά γράφονταν και λέγονταν εκείνη την εποχή. Η αλήθεια για την περίπλοκη σχέση τους βρίσκεται κάπου στο ενδιάμεσο. Αμφότεροι πολέμησαν αυτό το περίπλοκο μείγμα ανενημέρωτης αξιολόγησης και διαστρέβλωσης της πραγματικότητας για μεγάλο μέρος της ζωής τους.
Η αλήθεια είναι ότι και ο πατέρας πίεσε τον γιο και ο γιος είχε μέσα του έντονο τον ανταγωνισμό. Κακώς εννοούμενο ανταγωνισμό. «Η κολύμβηση δεν είναι το παν. Το παν είναι η νίκη», ήταν η μόνιμη επωδός του Άρνολντ. Δεν υπάρχει καταγεγραμμένη αποδοκιμασία αυτής της δήλωσης από τον γιο του. Όπως δεν υπήρξε και αντίδραση, όταν η οικογένεια μετακόμισε, προκειμένου να μπορεί να προπονείται καλύτερα ο Πρωταθλητής γιος.
Σίγουρα άφησε πίκρα στα αδέρφια του, η Νάνσι, επί παραδείγματι, είχε στηλιτεύσει ουκ ολίγες φορές τη συμπεριφορά του πατέρα, είχε μιλήσει ανοιχτά για το θράσος του αδερφού της, για την προσαρμογή της ζωής όλων στην καριέρα του Μαρκ.
Όλα κινήθηκαν με γνώμονα την ευδοκίμηση του Μαρκ μέσα στον υδάτινο στίβο. Έξω απ’ αυτόν εντάσεις, αντεγκλήσεις, διαφωνίες και ψήγματα ζήλιας. Απ’ όλους, πατρός συμπεριλαμβανομένου. Είναι δυσδιάκριτο πολλές φορές το σημείο όπου πρέπει να σταματάει η παρεμβατικότητα ή το πατρονάρισμα ενός γονέα προς το παιδί του. Όσο προικισμένο κι αν είναι.
Από την άλλη, είναι άγνωστο πού θα έφτανε ο Σπιτς, εάν ο πατέρας του δεν επέμενε τόσο πολύ και δεν ανεδείκνυε τα ανταγωνιστικά του ένστικτα.
Από τον καιρό όπου κολυμπούσε μόνος του στον Ειρηνικό, με τον πατέρα του άγρυπνο κριτή και κατά περίσταση ναυαγοσώστη, του άρεσε το νερό και η πίεση για πιο γρήγορα. Πιο γρήγορα. Ακόμα πιο γρήγορα. Κολυμπούσε οργισμένα, αδικαιολόγητα οργισμένα. Όπως είχαν γράψει και οι «Times» το 1968 για τον 18άρη Μαρκ, «κολυμπούσε τόσο γρήγορα, σαν να προσπαθούσε να αυτοκτονήσει». Δεν ήταν ακόμη Ολυμπιονίκης. Ήταν απλώς ένα αγόρι που βαρέθηκε ένα καλοκαίρι και κολυμπούσε με την προτροπή του πατέρα του.
Η “επιδρομή” του στην οργανωμένη κολύμβηση ξεκίνησε στο YMCA του Σακραμέντο το 1959, στο οποίο κέρδισε τη Little League, απλώς και μόνο επειδή δεν υπήρχαν τοπικές ομάδες μπέιζμπολ. Γέμιζε τις μέρες του με τέχνες και χειροτεχνίες, γυμναστική, μπάσκετ και παίζοντας στην πισίνα.
Τον πρόσεξε ο Πολ Χίρον, ο οποίος πρόσφατα είχε κολυμπήσει στη Μάγχη και ήταν ο άνθρωπος που ανέπτυξε το πρόγραμμα κολύμβησης του οργανισμού, και, παρατηρώντας την ευκολία του Μαρκ στο νερό, τον προσκάλεσε να συμμετάσχει στην ομάδα.
Χωρίς καμία περαιτέρω πληροφορία ή γνώση για τη σημασία αυτής της πρόσκλησης και χωρίς ορατή επιθυμία να μάθει, ο Μαρκ δέχτηκε με χαρά και επέστρεψε στο σπίτι για να ανακοινώσει περήφανα ότι ήταν πλέον κολυμβητής.
Ο Χίρον ακολούθησε μια χαμηλών τόνων προσέγγιση, οι προπονήσεις διαρκούσαν περίπου 45 λεπτά, τις παρακολουθούσε ο Μαρκ δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα και “έκλεβε” μεθόδους και κινήσεις. Οι μόνες τεχνικές που έμαθε ήταν η αναστροφή και η κατάδυση από τα τότε μπλοκ εκκίνησης.
Λίγο μετά από εκείνον τον αγώνα με τη μωβ κορδέλα, συμμετείχε σε μια συνάντηση αρχαρίων στο Γουόλνατ Κρικ της Καλιφόρνια, διοργάνωση υπό την αιγίδα της Αμερικανικής Ερασιτεχνικής Ένωσης (AAU), το διοικητικό όργανο για όλα τα ερασιτεχνικά αθλήματα στην Αμερική εκείνη την εποχή. Δεν συμμορφώθηκε εύκολα, δεν τον ένοιαζε σχεδόν καθόλου. Παρά το γεγονός ότι υπερείχε σε σχέση με τα άλλα παιδιά, παραλίγο να χάσει τον πρώτο του αγώνα, επειδή δεν γνώριζε ακόμη τις διαδικασίες του check-in. Η στόφα όμως ήταν εκεί. Ήταν απίθανος ο τρόπος με τον οποίον κολυμπούσε, η ταχύτητα με την οποία έσκιζε το νερό.
Οι προπονητές τσιμπιόντουσαν, ο Μαρκ ήταν ευτυχισμένος, γιατί είχε κάνει πράξη την υπόσχεσή του να κερδίζει μόνο μπλε κορδέλες. Δεν σταμάτησε ποτέ να θεωρεί ότι υπάρχει κι άλλο επίπεδο. Ήθελε να κερδίσει κι εκεί, να ακουμπήσει πρώτος το πλακάκι.
Το εγώ του, όπως και του πατέρα του, άρχισε να διογκώνεται, κέρδιζε πια με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα, ακόμα και με ελάχιστες προπονήσεις. Το πάθος του να είναι ο καλύτερος ξεπέρασε την έλλειψη εκπαίδευσης, την απουσία τεχνικών δεξιοτήτων. Στον περιορισμένο κόσμο του γινόταν ανίκητος και την ίδια στιγμή έκανε και τον Άρνολντ ακόμα πιο περήφανο.
Στην πρώτη κατάρριψη ρεκόρ στην πεταλούδα, η οικογένεια Σπιτς ήταν εκστασιασμένη, αλλά ήταν ακόμη εσωτερικό ζήτημα. Τα νέα όμως ταξίδεψαν γρήγορα, αυτές οι “συμπτώσεις” δεν αφήνονταν ποτέ στην τύχη τους στις ΗΠΑ.
Εκείνη την εποχή, οι κολυμβητές έκαναν υψηλού επιπέδου προπονήσεις, συνήθως κολυμπώντας 10 με 12 χιλιόμετρα την ημέρα. Σήμερα, το αντίστοιχο νούμερο -με μεγαλύτερη ένταση ωστόσο- κυμαίνεται στα πέντε με επτά χιλιόμετρα. Ο Μαρκ Σπιτς δεν κουραζόταν ποτέ.
Όσο κι αν άλλαξαν τα δεδομένα, οι πισίνες, η τεχνική και η προπόνηση, ο Μαρκ κολύμπησε σε δύο Ολυμπιακούς Αγώνες και θα μπορούσε να έχει αγωνιστεί σε τουλάχιστον έναν ακόμα, αν ίσχυαν ακόμα και οι σημερινοί κανόνες σχετικά με τον ερασιτεχνισμό και τον επαγγελματισμό.
Γίνεται εύλογα η αντιδιαστολή με τον Φελπς, αλλά ο σπουδαίος Μάικλ ξεκίνησε στην Αθήνα το 2004 και ολοκλήρωσε στο Ρίο Ντε Τζανέιρο το 2016, αγωνιζόμενος διαδοχικά σε τέσσερεις διοργανώσεις, με πολλούς περισσότερους αγώνες. Η διχογνωμία των ειδικών για τον κορυφαίο όλων των εποχών έχει βάση. Ο Μαρκ, φερειπείν, κολύμπησε σε 13 αγώνες στο Μόναχο, ο Φελπς κολύμπησε σε 15 στην Αθήνα. Το 1972 κάθε χώρα συμμετείχε με μέχρι τρεις κολυμβητές σε κάθε μεμονωμένο αγώνα, μετέπειτα επιτρέπονταν δύο. Δεδομένης της σταθερής υπεροχής των Ηνωμένων Πολιτειών στο ομαδικό, με τον τρίτο ταχύτερο Αμερικανό να έχει συχνά τα φόντα να κατακτήσει Χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο, αυτή η αλλαγή μειώνει μεν τη συγκομιδή μεταλλίων της αμερικανικής ομάδας, αλλά βελτιώνει τις πιθανότητες των μεμονωμένων Αμερικανών κολυμβητών.
Ανεξαρτήτως εάν θεωρούμε ότι ο Φελπς ξεπέρασε τον Σπιτς, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμήσουμε ότι ο Μάικλ ή οποιοσδήποτε άλλος Χρυσός Ολυμπιονίκης θα κατορθώσει να φτάσει στα επίπεδα δημοφιλίας και επιδραστικότητας όπου έφτασε ο Μαρκ.
Ναι, οι καιροί ήταν απλούστεροι το 1972, με πολύ λιγότερες επιλογές στην ψυχαγωγία και πολύ λιγότερα ή πιο “αγαθά” Μέσα Ενημέρωσης. Οι άνθρωποι τότε συνήθιζαν να βασίζονται στην αρθρογραφία μιας εφημερίδας, στο βαριετέ ενός περιοδικού, σε δύο-τρεις τηλεοπτικούς σταθμούς για την ενημέρωση και την απορρόφηση πληροφοριών. Οι υπολογιστές και τα κινητά τηλέφωνα ήταν στα σπάργανα, το διαδίκτυο ένα μακρινό όνειρο.
Τώρα, εκατοντάδες κανάλια και το web είναι διαθέσιμα 24 ώρες το 24ωρο / επτά ημέρες την εβδομάδα, δημιουργώντας μια πληθώρα πληροφοριών, και οι άνθρωποι επιλέγουν πότε και πού θα λαμβάνουν τα πολύ συγκεκριμένα νέα που τους ενδιαφέρουν. Συνεπώς, είναι πολύ πιο δύσκολη η δημιουργία “φρενίτιδας” όπως τον καιρό του Σπιτς.
Το όνομα και η εικόνα του Σπιτς ήταν γνωστά σχεδόν σε κάθε νοικοκυριό των ΗΠΑ. Η κατάκτηση επτά Χρυσών μεταλλίων και η ανάδειξή του σε διεθνές σύμβολο του σεξ ήταν μόνο το ένα μέρος της επιτυχίας του.
Ο Σπιτς εκτινάχθηκε στην παγκόσμια σκηνή και εξαιτίας της Σφαγής στο Μόναχο, η οποία χάραξε το πρόσωπό του στο μυαλό εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλον τον κόσμο, οι οποίοι μπορεί να είχαν αγνοήσει την απόδοσή του στην πισίνα. Το ενδιαφέρον των Μέσων για την τρομοκρατική επίθεση δημιούργησε ένα κουκούλι προβολής που όμοιό του δεν ξαναείδαμε (ευτυχώς) στην ιστορία.
Γεγονός είναι ότι στη δεκαετία του ’70 ο Σπιτς δύσκολα εμφανιζόταν δημόσια χωρίς κόσμο να τον αναγνωρίζει και να αποζητά ένα αυτόγραφο, ένα άγγιγμα, ένα βλέμμα του. Τρόπον τινά, ήταν ό,τι εγγύτερο σε σταρ του Χόλιγουντ και ροκ σταρ μπορούσε να αναδείξει η εποχή. Ό,τι έκανε γινόταν μόδα.
Πλημμύρισαν οι παραλίες με τα μικροσκοπικά ανδρικά μαγιό κολύμβησης, τα περίφημα σλιπ, με το απαραίτητο κολυμβητικό μπουρνούζι, τα γυαλιά και τις σαγιονάρες πισίνας. «Το μαγιό του Μαρκ Σπιτς». Το κολύμπι, το ωραίο σώμα, ακόμα και το καγκουριλίκι ήταν αυτός.
Παραθαλάσσιες, vintage εικόνες ενός υπέροχου pop ειδώλου που κατέκτησε τα πάντα μόλις στα 22 του στο μεγαλύτερο και πιο προβεβλημένο παλκοσένικο της εποχής, τους Ολυμπιακούς Αγώνες. 100, 200 και 400 μέτρα ελεύθερο, 100 και 200 μέτρα πεταλούδα, 4Χ100 και 4Χ200 σκυταλοδρομίες. Επτά Χρυσά μετάλλια με επτά Παγκόσμια ρεκόρ. Το απόλυτο σύμβολο.
Το μουστάκι του δημιούργησε εικονολαγνεία, ο ίδιος το διασκέδαζε αφάνταστα, κυκλοφορώντας φήμες ότι το έχει αφήσει για να εκτρέπεται το νερό από το πρόσωπό του, δίνοντας ακόμα μεγαλύτερη υδροδυναμική. Στους επόμενους αγώνες, λίγους μήνες αργότερα, όλοι οι κολυμβητές της ΕΣΣΔ εμφανίστηκαν στην πισίνα με μουστάκια. Δεν είναι ανέκδοτα, είναι γεγονότα.
Τα ασυνήθιστα για κολυμβητή μακριά μαλλιά, ο μύθος του playboy, το χαμόγελο που τροφοδοτήθηκε με ad hoc δηλώσεις περί σεξουαλικής πολυσυλλεκτικότητας: «Δεν θέλω να έχω σταθερή φιλενάδα, θέλω όμως να γνωρίσω αρκετές απ’ αυτές». Ο πλέον περιζήτητος εργένης τουλάχιστον μέχρι το 1973, οπότε παντρεύτηκε και σιώπησε.
Ένας ωραίος τύπος που ξεπέρασε όλα τα στρώματα της σύγχρονης κουλτούρας, μεταχειρίστηκε τα media, εκμεταλλεύτηκε τυχαία και μη γεγονότα, χρησιμοποίησε ακόμα και την προσωπική του ζωή, προκειμένου να οικοδομήσει τον μύθο του.
Ερμήνευσε το πνεύμα των καιρών, της αλλαγής, της μόδας. Ενσάρκωσε ένα αρχέτυπο, μια μορφή που υποδηλώνει διαχρονικότητα, περιπλέκοντας επαναστατικό, μυθικό και παροδικό πνεύμα.
Ο Τσε Γκεβάρα είναι ο Κομμουνιστής επαναστάτης αλλά και ο ιππότης τροβαδούρος, ο Θερβαντίνο.
Η Μέριλιν είναι το σύμβολο των pin-up, εγκαινίασε τη σεξουαλική επανάσταση, αλλά η «νυσταγμένη τίγρης» είναι και το αρχέτυπο του ζωικού μαγνητισμού.
Ο Τζίμι Χέντριξ είναι ο σφαγέας του αμερικανικού ύμνου στη λάσπη του Γούντστοκ και ο παραδοσιακός πλανόδιος μπλούζμαν.
Ο Μαρκ Σπιτς είναι ο αγέρωχος playboy, το όμορφο αγόρι της δεκαετίας του ’70, ο τελώνης του σλιπ στις παραλίες των γιαγιάδων με τα τάπερ. Αλλά ταυτόχρονα είναι και ο Πρωταθλητής που παραπέμπει σε αρχαίο θεό, ο προσηλωμένος υπέρ-αθλητής, ο σκληρός, ο εκφραστής του απόλυτου ανταγωνισμού, ο κατά μια έννοια αντιαθλητικός, μιας και μετέτρεψε το Ολυμπιακό ιδεώδες στο moto «είναι σημαντικό να κερδίζεις, όχι να συμμετέχεις».
Αλαζόνας, “κτηνώδης” για τους αντιπάλους του, θρασύτατος, από το Μεξικό ακόμη το ’68, όταν ανακοίνωνε ότι θα κερδίσει τα πάντα. Ο Σπιτς ήταν εικόνα και untouchable, πριν καν βρέξει το πόδι στο νερό.
Απλώς εκείνο το διάστημα “σεληνιάστηκε”. Μεταξύ 29 Αυγούστου και 3 Σεπτεμβρίου του 1972 κέρδισε ό,τι υπήρχε για να κερδίσει. Έκανε Παγκόσμια ρεκόρ για τα πάντα.
Στις 5 και 6 Σεπτεμβρίου σημειώθηκε το τρομοκρατικό χτύπημα. Λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, συνελήφθη μυστικά από τη γερμανική αστυνομία και επαναπατρίστηκε. Μόλις τελείωσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, αποσύρθηκε για πάντα.
«Είμαι 22 και έχω περάσει ήδη 14 χρόνια σε μια πισίνα. Έκανα το Παγκόσμιο ρεκόρ στα 100 μέτρα ελεύθερο. Είμαι ο ταχύτερος άνθρωπος στον κόσμο στο νερό. Τι μπορώ να κάνω παραπάνω»; Έτσι αντέδρασε, προετοιμάζοντας ουσιαστικά το μέλλον του ως επιτυχημένος τηλεσχολιαστής και επιχειρηματίας.
Ακόμα και η άμεση απόσυρση στο απόγειο του θριάμβου του είναι μέρος μιας αρχαίας, μυστικιστικής και αρχετυπικής τροπικότητας. Ανθίζει κι εξαφανίζεται.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Το χαμόγελο του Μάικλ Φελπς
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro