Σε ανύποπτο χρόνο, ο Γιόνας Καζλάουσκας, ο Λιθουανός προπονητής του Ολυμπιακού τη διετία 2004-2006, είχε πει πως «για να πας κάπου, πρέπει να έχεις παίκτες που έχουν ήδη πάει εκεί».
Δύο χρόνια μετά και αφού είχε μεσολαβήσει η θητεία του Πίνι Γκέρσον, με τον Παναγιώτη Γιαννάκη πλέον στον πάγκο, ο Ολυμπιακός άρχισε να χτίζει ένα ρόστερ με αυτή τη συνταγή, παίρνοντας παίκτες με εμπειρία Final 4.
Ο Νίκολα Βούισιτς, ο Θοδωρής Παπαλουκάς, ο Γιοτάμ Χαλπερίν είναι τέτοιοι παίκτες. Δίπλα τους υπάρχει μια φουρνιά νέων Ελλήνων παικτών σε πολύ καλή ηλικία, τους οποίους ο κόουτς πιστεύει πολύ λόγω και της θητείας του στην Εθνική ομάδα, δηλαδή ο Πρίντεζης, ο Μπουρούσης, ο Βασιλόπουλος, ο Σχορτσιανίτης και ο 19χρονος τότε Σλούκας, καλοκαιρινό απόκτημα.
Στην ομάδα υπάρχουν επίσης ο Μίλος Τεόντοσιτς, ο συμπατριώτης του Ζόραν Έρτσεγκ, ενώ έρχεται και ο Τζος Τσίλντρες, ένας Αμερικανός απευθείας από το ΝΒΑ.
Εν ολίγοις, ο Ολυμπιακός εκείνης της σεζόν είναι μια ομάδα με δέκα καινούργιους παίκτες, οι οποίοι πρέπει πολύ γρήγορα να βρουν χημεία μεταξύ τους.
Ο Τεόντοσιτς, για παράδειγμα, είναι ένα πολύ μεγάλο ταλέντο, αλλά είναι μόνο 22 ετών και είναι πολύ μεγάλο το ρίσκο που παίρνει μια ομάδα που χτίζεται με το να τον εμπιστευθεί στη θέση του πλέι μέικερ, του δημιουργού, όσο ταλαντούχος και να είναι.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει αντίστοιχα σήμερα ομάδα επιπέδου Final 4 που να εμπιστεύεται με τέτοιον τρόπο κάποιον πλέι μέικερ γεννημένο 22 χρόνια πριν! Ο Ολυμπιακός όμως εκείνης της σεζόν πήρε αυτό το ρίσκο. Πήρε επίσης συνειδητά τον Έρτσεγκ, κι όχι κάποιον πιο έτοιμο ψηλό, για να δώσει χώρο και χρόνο στους Έλληνες ψηλούς που είχε.
Ο στόχος του Final 4
Όλες οι κινήσεις στο χτίσιμο του ρόστερ λοιπόν έχουν γίνει με στόχο να επιστρέψει ο Ολυμπιακός σε Final 4 μετά από 10 χρόνια, έχοντας παράλληλα δώσει χώρο και χρόνο στους Έλληνες παίκτες αλλά και στα νέα παιδιά που έχουμε να αναπτύξουν το ταλέντο τους και να γίνουν πρωταγωνιστές.
Μετά τον πρώτο γύρο της διοργάνωσης, η ομάδα κάνει ένα εξαιρετικό Top 16 -τότε η Euroleague είχε διαφορετικό σύστημα διεξαγωγής- και, μετά το έκτο και τελευταίο παιχνίδι, τη νίκη μας μέσα στη Βιτόρια επί της Ταού, η οποία μας φέρνει στην πρώτη θέση με ρεκόρ 5-1, εγώ δεν επιστρέφω στην Ελλάδα με την υπόλοιπη αποστολή, αλλά πηγαίνω στη Μούρθια για να κάνω σκάουτινγκ στη Ρεάλ Μαδρίτης, αντίπαλό μας στα προημιτελικά, η οποία παίζει εκεί για το Ισπανικό Πρωτάθλημα.
Κόντρα στη Ρεάλ είναι σημαντικό ότι κρατάμε το πλεονέκτημα έδρας, κάνοντας δύο νίκες στο ΣΕΦ, κάτι που μας επιτρέπει να πάμε πιο άνετα στη Μαδρίτη για τα επόμενα δύο παιχνίδια. Χάνουμε το πρώτο, αλλά κερδίζουμε το δεύτερο και ο Ολυμπιακός είναι και πάλι σε Final 4, μετά από 10 χρόνια και το Μόναχο το 1999!
Πανηγυρίσαμε πολύ έντονα εκείνη τη στιγμή, δεν σκεφτόμασταν τίποτα περισσότερο, ούτε ποιος θα είναι ο αντίπαλος μας στο Βερολίνο ούτε τίποτε άλλο, πέρα από το γεγονός ότι, ναι, θα είμαστε κι εμείς εκεί.
Ο Ολυμπιακός είχε περάσει αυτό το…. τρενάκι του τρόμου, από το ζενίθ του triple crown το 1997 και την παρουσία του στο Μονάχο το ’99 στο ναδίρ και στα “πέτρινα χρόνια” της δεκαετίας του 2000, αλλά και πάλι ήταν πλέον ανάμεσα στις κορυφαίες ομάδες της Ευρώπης!
Για μένα, καθώς ήμουν στην ομάδα από το 2004 και βίωσα στην πρώτη μου σεζόν οδυνηρές ήττες με μεγάλες διαφορές στα ευρωπαϊκά παιχνίδια, ήταν πολύ σημαντικό να βλέπω και να αναλογίζομαι πώς χτίστηκε σιγά-σιγά αυτή η επιτυχία.
Μέσα από πολλές δυσκολίες, με την ομάδα να αλλάζει προπονητές, από τον Καζλάουσκας στον Γκέρσον και μετά στον Γιαννάκη, να αλλάζει παίκτες, αλλά να έχει και αλλαγές στην διοίκηση με την έλευση των αδελφών Αγγελόπουλων στο τιμόνι, σε συνεργασία εκείνη τη χρονιά με τον Σωκράτη Κόκκαλη.
Ήταν φανερό πως είχε αρχίσει σιγά-σιγά η αναγέννηση της ομάδας. Η προσπάθεια να φύγει από την ανυποληψία και να δημιουργήσει κάτι καλό, χτίζοντας πάνω σε έναν ελληνικό κορμό, είχε αρχίσει να αποδίδει.
Η απόκτηση των Σλούκα και Παπανικολάου, από τη γενιά των παικτών γεννημένων το 1990, ήταν επιπλέον κινήσεις με το βλέμμα στο μέλλον, καθώς κάτι αντίστοιχο είχε ήδη γίνει με τη γενιά των Πρίντεζη, Μπουρούση, Σχορτσιανίτη και Βασιλόπουλου, οι οποίοι είναι περίπου συνομήλικοι.
Η πρόκριση λοιπόν στο Final 4 ήταν το επιστέγασμα προσπαθειών πολλών ετών. Με τα σημερινά δεδομένα, είναι κάτι παρόμοιο με αυτό που έκανε ο Παναθηναϊκός το 2024, να επιστρέψει δηλαδή μετά από 12 χρόνια σε Final 4. Και το είχαμε καταφέρει, έχοντας ως πρωταγωνιστές Έλληνες παίκτες ηλικίας 24-26 ετών.
Ο μοιραίος “εμφύλιος” ημιτελικός
Η προετοιμασία για το Final 4 αρχίζει, ξέροντας φυσικά ότι έχουμε μπροστά μας έναν ελληνικό εμφύλιο ημιτελικό, για πρώτη φορά από το 1995 και τη Σαραγόσα!
Μοναδικός συνδετικός κρίκος αυτών των δύο εποχών για μας είναι ο Μίλαν Τόμιτς, παίκτης τότε, προπονητής τώρα. Δεν υπάρχει κανένα άλλο σημείο αναφοράς.
Στη δική μου αρμοδιότητα είναι να ετοιμάσω την ακτινογραφία των αντιπάλων. Εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι το διάστημα από τα προημιτελικά ως το Final 4 ήταν μεγαλύτερο απ’ ό,τι τώρα, έγραψα ένα βιβλίο σχεδόν 150 σελίδων, για τις τρεις αντίπαλες ομάδες που θα βρίσκαμε εκεί. Λεπτομερής ανάλυση για όλους, στατιστικά, βίντεο, τα πάντα.
Πήγαμε λοιπόν στο Βερολίνο με υπερπλήρες σκάουτινγκ και προετοιμασμένοι για τα πάντα, για όλα τα σενάρια και ενδεχόμενα. Επειδή για όλους μας, ακόμα και για τον κόουτς Γιαννάκη, ήταν η πρώτη μας φορά σε Final 4, κάναμε ό,τι καλύτερο γινόταν, ώστε να είμαστε όσο πιο έτοιμοι γίνεται.
Είναι σίγουρα πλήγμα για μας η απουσία του Βασιλόπουλου. Έχει αφόρητους πόνους στη μέση και δεν είναι σε θέση να αγωνιστεί. Στο Βερολίνο ουσιαστικά αρχίζουν τα προβλήματα τραυματισμών που τον ταλαιπώρησαν σε όλη του την καριέρα.
Το στάτους των δύο ομάδων εκείνη τη στιγμή έχει ως εξής: ο Παναθηναϊκός μετρά ήδη τέσσερα τρόπαια, ο Ολυμπιακός είναι σε φάση αναγέννησης.
Εκείνη τη στιγμή όμως αυτό δεν περνάει καθόλου από το μυαλό μας. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης έχει φροντίσει σε όλη τη διάρκεια αυτής της μίνι προετοιμασίας να μη μας αφήσει καθόλου να σκεφτούμε ότι είμαστε αουτσάιντερ, ότι είμαστε ρούκις, άπειροι ή οτιδήποτε άλλο. Δεν άφηνε καμία δικαιολογία να αιωρείται. Ίσα-ίσα που πηγαίναμε με τον ενθουσιασμό της επιστροφής, ως σύλλογος, στην κορυφαία διοργάνωση.
Εκ των υστέρων φυσικά και σκέφτεσαι πως -για παράδειγμα- ο Παναθηναϊκός έχει τον μπαρουτοκαπνισμένο σε τέτοιες διοργανώσεις Μπατίστ και ο Ολυμπιακός τον Έρτσεγκ, ο οποίος την προηγούμενη σεζόν έπαιζε στην FMP, μια μικρομεσαία σερβική ομάδα.
Κι όμως. Διεκδικήσαμε τη νίκη ως το τέλος. Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι το αποτέλεσμα κρίθηκε από το βάθος και τα second units των δύο ομάδων.
Κάποια στιγμή, στην τρίτη περίοδο, ο πολύ έμπειρος Γιασικεβίτσιους έχει απέναντι του τον ταλαντούχο μεν άπειρο δε Τεόντοσιτς. Ο Σάρας σκοράρει κατά ριπάς, δημιουργεί για τους συμπαίκτες του και παράλληλα παρασύρει τον Μίλος σε λάθη.
Ακόμα κι έτσι όμως, φτάνουμε στην τελευταία φάση. Ο Παναθηναϊκός μπροστά με δύο πόντους και ο Ολυμπιακός στην τελευταία επίθεση. Είναι μια φάση που έχουμε δουλέψει πολλές φορές στην προπόνηση μέσα στη χρονιά.
Κάνω εδώ μια παρένθεση, για να εξηγήσω πώς στο κομμάτι της ατομικής βελτίωσης, επί ημερών Γιαννάκη, ο Τόμιτς δουλεύει με τους κοντούς κι εγώ με τους ψηλούς, με Μπουρούση, Βούισιτς, Πρίντεζη, Έρτσεγκ, Σοφοκλή, ενώ ο Βασιλόπουλος πάει πότε με τους κοντούς πότε με μας.
Κάθε μέρα, ακόμα και την παραμονή αγώνων, η ατομική τεχνική είναι μέρος της προπόνησης έστω και για ένα εικοσάλεπτο! Σκοπός είναι να βελτιώσουμε τις κινήσεις αλλά και το ποστ παιχνίδι του καθενός με το αδύνατό του χέρι.
Ο Πρίντεζης, για παράδειγμα, είχε εξαιρετικό αριστερό, ο Βούισιτς δεν το είχε δουλέψει ποτέ και μας το έλεγε, οπότε θέλαμε να βελτιώσουμε την κίνηση από αριστερά του Μπουρούση, γιατί ήταν μόλις 24 ετών.
Όλη τη χρονιά λοιπόν έχουμε δουλέψει αυτό ακριβώς για να τον δυναμώσουμε, κίνηση από δεξιά και, όταν σε κλείσουν, spin move, γύρισμα και τελείωμα με το αριστερό.
Σ’ αυτή λοιπόν την τελευταία φάση του αγώνα, η μπάλα είναι στα χέρια του Γκριρ. Ο Αμερικανός είναι σκόρερ, εκτελεστής που δεν φοβάται να πάρει την ευθύνη και 9/10 φορές θα σηκώσει αυτός το βάρος της κρίσιμης επίθεσης.
Αυτή η φορά είναι εκείνη η μια που δεν παίρνει την προσπάθεια, που διστάζει και τελικά προτιμάει να πασάρει, γιατί βλέπει τον Μπουρούση να ποστάρει τον Φώτση. Θεωρώ ότι, αν ήταν άλλος στο low post κι όχι ο Μπουρούσης, δεν θα την είχε δώσει.
Και, παρότι ο Γιάννης πηγαίνει από το κέντρο και τελικά δεν ρολάρει στο σώμα του αντιπάλου του, η κίνηση είναι υποδειγματική. Η επιλογή είναι σωστή. Είναι μια κίνηση που ο Μπουρούσης σε όλη του την καριέρα βάζει 9/10. Ακόμα και 40 χρόνων, όταν έπαιζε στην Καρδίτσα, τα έβαζε. Από το Βερολίνο και μετά, κάθε φορά που βλέπω τον Μπουρούση να ποστάρει, να κάνει αυτή την κίνηση και να ευστοχεί, το μυαλό μου πάει στην άστοχη προσπάθεια του Βερολίνου.
Aπό την απογοήτευση στην ελπίδα για το μέλλον
Δεν το κρύβω πως είναι ένα ματς τραυματικό για όλους μας, όπως εξελίχθηκε. Είναι μια πολύ μεγάλη χαμένη ευκαιρία. Αντικειμενικά, ναι, ήμασταν το αουτσάιντερ. Ο τρόπος όμως με τον οποίον έρχεται η ήττα μάς “αδειάζει” ενόψει μικρού Τελικού με αδιανόητο τρόπο.
Ο μόνος που υπόσχεται να δώσει τον καλύτερο του εαυτό στο παιχνίδι για την τρίτη θέση είναι ο Γκριρ. Όπως μας είπε, θυμήθηκε τη συμβουλή του πατέρα του, ο οποίος του είχε πει ότι το μπάσκετ είναι άθλημα για τους underprivileged, γι’ αυτούς που η ζωή δεν τους τα έχει φέρει εύκολα. «Όταν μπαίνεις, πρέπει να σέβεσαι αυτούς που εκπροσωπείς. Κι εγώ εκπροσωπώ τους Αφροαμερικανούς», μας είπε και συμπλήρωσε: «Στη Φιλαδέλφεια κανείς δεν ξέρει τον Ναβάρο! Δεν με νοιάζει ποιοι είναι, δεν με νοιάζει αν είναι καλοί, εγώ θα παίξω».
Το βίντεο του μικρού Τελικού είναι ένα από τα χειρότερα βίντεο που έχω ετοιμάσει ποτέ στη ζωή μου. Δεν υπήρχε κίνητρο, δεν υπήρχε διάθεση, ακόμα κι εγώ που έπρεπε να το ετοιμάσω δυσκολευόμουν.
Ήταν ένα Final 4 που μας έδωσε ένα μάθημα. Θεωρώ μάλιστα ότι εκείνη τη στιγμή διαπράξαμε μια μορφή ύβρεως. Και το λέω αυτό, σκεπτόμενος ότι παίξαμε ξανά σε ημιτελικό μετά από 10 χρόνια, με μια νέα ομάδα, όμως αυτό δεν το αναγνωρίσαμε πρώτα εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας.
Θεωρήσαμε το Βερολίνο ως μια τραγική αποτυχία και δεν εκτιμήσαμε -όπως έπρεπε- την προσπάθειά μας απέναντι σε μια ομάδα ήδη φτασμένη και με τόσες διακρίσεις όπως ο Παναθηναϊκός.
Δεν σκεφτήκαμε καθόλου εκείνη τη στιγμή ότι μπορεί να χάσαμε ένα ματς, αλλά είχαμε όλο το μέλλον μπροστά μας να ρίξουμε κάποια στιγμή τον Παναθηναϊκό από την κορυφή. Κάτι που το έκανε ο Ολυμπιακός λίγα χρόνια μετά.
Εκείνη τη στιγμή δυστυχώς το μόνο που βλέπαμε με απογοήτευση και ντροπή ήταν ότι ο Παναθηναϊκός θα κάνει πιθανότατα το triple crown (όπως και το έκανε τελικά), με Πρωτάθλημα, Κύπελλο και Ευρωπαϊκό πάνω μας. Κερδίζοντάς μας και τις τρεις φορές.
Εκ των υστέρων και με τον χρόνο να περνάει και να γιατρεύει τις πληγές, αναγνωρίζω ότι όλη αυτή η αντιμετώπιση ήταν λάθος. Είχαμε μια νέα ομάδα, την οποία εμείς δεν αγκαλιάσαμε και δεν πιστέψαμε, γιατί θεωρήσαμε -κακώς- ότι, επειδή πήραμε παίκτες που ο καθένας είχε από δύο ευρωπαϊκά τρόπαια, θα παίρναμε σίγουρα κάποιον τίτλο!
Το Final 4 όμως της Euroleague είναι μια διοργάνωση στην οποία είναι πιο εύκολο να αποτύχεις παρά να πετύχεις. Τέσσερεις πηγαίνουν, ένας το κατακτά!
Ίσως οι μόνοι που πείσμωσαν από αυτό που έγινε στο Βερολίνο και έχτισαν δημιουργικά πάνω σε αυτή την εμπειρία ήταν οι Πρόεδροι της ομάδας, οι αδελφοί Αγγελόπουλοι. Παρά το πικρό αποτέλεσμα, είδαν ότι ο Ολυμπιακός επέστρεψε στα σαλόνια της Ευρώπης, είδαν τη δυναμική που υπάρχει, την επόμενη χρονιά ανέλαβαν μόνοι τους τη διοίκηση και πίστεψαν, όσο κανείς άλλος, αυτή την ομάδα. Και τα αποτελέσματα των επόμενων χρόνων τούς δικαίωσαν.
Στο ΝΒΑ η απονομή του Πρωταθλητή δεν γίνεται στον αρχηγό της ομάδας αλλά στον ιδιοκτήτη. Στο τέλος της ημέρας, η ομάδα είναι πάντα δημιούργημα της εκάστοτε διοίκησης.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Άκης Παναγιωταράς: Βερολίνο: Πρωταθλητής δια πυρός και σιδήρου