Η σχετική δημογραφική καταγραφή ξεκινάει στη Σουηδία στα μέσα της δεκαετίας του ‘80.
Προφανώς όχι τυχαία. Τότε 130.000 κάτοικοι της χώρας (το 1.5% του συνολικού πληθυσμού) είχαν γεννηθεί εκεί από δύο μη Σουηδούς. Και άλλοι 627.000 (το 7.5%) δεν είχαν καν γεννηθεί εκεί.
Στην τελευταία καταγραφή, αμέσως μετά το τέλος της πανδημίας, τα αντίστοιχα νούμερα ήταν 681.448 (6.,5%) και 2.145.674 (20.4%). Τέσσερις και τρεις φορές πάνω σε σκάρτες τέσσερις δεκαετίες.
Για πρώτη φορά ο πληθυσμός της Σουηδίας ξεπέρασε τα δέκα εκατομμύρια τον Ιανουάριο του ’17. Ένας στους τέσσερις έχει κάποιο background, εθνολογικό, γονιδιακό, εκτός των συνόρων της. Από το 2006 μια έρευνα παρουσίαζε πως από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες η Σουηδία και η Ολλανδία θα έχουν ως πλειοψηφία μη γηγενή, μη αυτόχθονα πληθυσμό ως το τέλος του 21ου αιώνα.
Άλλη το 2018 άλλαξε το συγκεκριμένο χρονικό όριο, φέρνοντας το 51% (ξένοι) – 49% (γηγενείς) στο 2065. Δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα εκτιμάται πως ένας στους δύο κατοίκους της χώρας θα είναι μετανάστης ή δεύτερης γενιάς μετανάστης. Μαζί φυσικά αλλάζουν και οι νόρμες, οι συνήθειες. Η διαχρονικά χαλαρή ως προς το θέμα της θρησκείας χώρα ως τότε θα κυριαρχείται θρησκευτικά – σε ποσοστό που θα ξεπερνάει το 30% – από Μουσουλμάνους.
Καταστάσεις των καιρών. Των καιρών μας, των καιρών τους. Άλλος ο κόσμος πριν σαράντα, πριν τριάντα χρόνια, άλλος ο κόσμος τώρα και προφανώς άλλος αυτός που ακολουθεί. Με τελείως διαφορετικές ταχύτητες.
Πλέον, ακόμα και τα στερεότυπα -προφανώς και όχι αυθαίρετα- σχετικά με την εμφάνιση ενός Σουηδού (ψηλός ξανθός, γαλάζια μάτια), αν δεν έχουν αλλάξει, τουλάχιστον δεν κάνει τόση εντύπωση, όταν δεν επιβεβαιώνονται.
Και να ήταν μόνο τα στερεότυπα.
«Αν ο Μάρτιν ήταν ένα υιοθετημένο παιδί, πιστεύω πως δεν θα είχε προβλήματα λόγω του χρώματός του, μεγαλώνοντας. Αλλά, εφόσον ο πατέρας του ήταν μαύρος, τότε αυτομάτως εγώ γινόμουν πόρνη στα μάτια της κοινωνίας και ο γιος μου αντιμετωπιζόταν ρατσιστικά».
Δεν μιλάμε καν για ‘80s. Μιλάμε για ‘60s, ‘70s. Σε εκείνη την εποχή αναφέρεται η Λίσα Νταλίν στη βιογραφία που κυκλοφόρησε για τον κανακάρη της από τον Πάτρικ Έκβαλ το 1997. Στην εποχή δηλαδή που τα στερεότυπα επιβεβαιώνονταν απόλυτα μέσω των εξαιρέσεων και αυτές έκαναν και βίωναν τη διαφορά από τον κοινωνικό (και όχι μόνο) περίγυρο άμα τη εμφανίσει.
Όπως ο Μάρτιν Νταλίν, ο οποίος ξεχώρισε, μεγαλώνοντας, από/με το χρώμα του δέρματος του. Η πολυεπίπεδη διαφορά που συντελέστηκε, που συντελείται αυτές τις δεκαετίες στη χώρα του, μπορεί και να προσωποποιείται στη δική του αντιμετώπιση, στη δική του εξέλιξη.
Από τον «νέγρο γιο μιας πόρνης» στα παιδικά και εφηβικά χρόνια του στο πρόσωπο -καθ’ όλα μη αντιπροσωπευτικό- ενός έθνους στα ‘90s, αποτυπώνοντας και διευκολύνοντας ακριβώς, την κατάλληλη στιγμή, στο κατάλληλο περιβάλλον, την απαρχή του μετασχηματισμού, κάθε άλλο παρά αγόγγυστου, κάθε άλλο παρά εύκολου, ολάκερης της χώρας.
Ο Κινγκ, το σκάκι και ο Χότζον
Ο βιολογικός πατέρας του ήταν μουσικός από τη Βενεζουέλα. Με τη μητέρα του γνωρίστηκαν σε ένα ταξίδι της στην Αγγλία, όπου αυτός διέμενε. Η σχέση τους δεν κράτησε πολύ. Η Λίσα επέστρεψε στη Σουηδία και στο Μάλμε -την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας και το πιο κλασικό, εδώ και δεκαετίες, καταφύγιο των περισσότερων μεταναστών, των περισσότερων μη στερεοτυπικών Σουηδών- έστησε το σπιτικό της.
Διέξοδος των γιων της ο αθλητισμός. Διαφορετικό το πλαίσιο, ενδεικτικό των προσωπικοτήτων τους. Ο μεγαλύτερος, ο Τόμας, διέπρεψε στο σκάκι, φτάνοντας σε ομάδα που συμμετείχε στην κορυφαία σχετική κατηγορία της χώρας.
Για τον μικρότερο, τον Μάρτιν (η Λίσα τού έδωσε αυτό το όνομα εξαιτίας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, προφανώς όχι τυχαία…) ήταν και παραμένει αδύνατο να τον καθίσεις σε καρέκλα. Έξω πάντα, δρόμος, γήπεδα και μπάλα.
Μέχρι το ξεκίνημα της εφηβείας του, μοιραζόταν την «σπυριάρα» και τα παρκέ με την ασπρόμαυρη και τις αλάνες. Κακά τα ψέματα βέβαια, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ένα μαύρο παιδάκι, Σουηδός στην ταυτότητα, μεγαλώνοντας στη Σουηδία, να παίζει μπάσκετ θα ήταν συνδυασμός καινοφανής. Ευγενικά.
Ευτυχώς για τον ίδιο, το ταλέντο του με τα πόδια ήταν υπέρτερο εκείνου με τα χέρια. Και εννοείται πως οι αθλητικές δομές που υπήρχαν στη χώρα ευκολότερα μπορούσαν να αξιοποιήσουν και να αναδείξουν αυτό, παρά την όποια μπασκετική κλίση του. Ξεκίνησε από τη Λουντ, την ομάδα της γειτονιάς του, μια τζούρα δρόμος από την καρδιά του Μάλμε.
Μικρή απόσταση για να αγνοηθεί, ακόμα μεγαλύτερη η δεξιότητά του για να συμπορευτεί και να ταιριάξει με το έτσι κι αλλιώς ξεχωριστό παρουσιαστικό του. Γρήγορα λοιπόν έκανε (ποδοσφαιρικά) αυτή την τζούρα, χωρίς να περιμένει να… επεκτείνει και την αναγνωρισιμότητά του.
Ο Ρόι Χότζον ήταν αυτός που τον ανέβασε στην πρώτη ομάδα των «Μπλε» και στην παρθενική σεζόν του, στα 19 του, αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ της Allsvenskan με 17 γκολ, προσωποποιώντας έτσι την κατάκτηση του Πρωταθλήματος. Δεν ήταν είδηση τότε για τη Μάλμε, πέντε διαδοχικά πανηγύρισε από το 1985 ως το ’89, έγινε όμως ακριβώς εξαιτίας της εμφάνισης εκείνου του rookie.
Σε μια σεζόν μέσα ξεπέρασε κατά πολύ το στάτους ενός καλού, κακού, μέτριου, φέρελπι, ταλαντούχου -οτιδήποτε- ποδοσφαιριστή και μετατράπηκε σε σύμβολο. Ο συνδυασμός των όποιων αθλητικών χαρακτηριστικών και ικανοτήτων του με τις επιτυχίες, ατομικές και ομαδικές, και την εμφάνισή του, το χρώμα του και το «Σουηδός» στην ταυτότητα, του άλλαξαν από τη μια μέρα στην άλλη αμετάκλητα στάτους.
Άλλαξαν, μέσα από αυτό, και τον τρόπο που αντιμετωπιζόταν, τον τρόπο που τον έβλεπαν. Και κυρίως άλλαξαν (ή -έστω, προς το ρεαλιστικότερο- βελτίωσαν) την από αυτόν και μετά αντιμετώπιση όλων όσοι -σαν και τον ίδιο- διέφεραν στην όψη, τα γονίδια, το πολιτισμικό υπόβαθρο, σε οτιδήποτε τέλος πάντων από τους αρχετυπικούς συμπατριώτες του.
Τουλάχιστον για τότε, στις μέρες του.
Τα καλύτερά του χρόνια και το κάδρο με τον Μπρολίν
Άλλη αναλόγως παραγωγική σεζόν από τις τέσσερις που συνολικά έμεινε στο Σουηδικό Πρωτάθλημα δεν έκανε. Συνολικά στις επόμενες τρεις πέτυχε όλα κι όλα πέντε περισσότερα γκολ από τον απολογισμό του στην παρθενική επαγγελματική χρονιά του.
Η αρχική επικύρωση της αλλαγής επιπέδου -και ποδοσφαιρικά και μη- έγινε με την κλήση του στην Εθνική Σουηδίας. Ντεμπούταρε στην «Blågult» το 1991. Έξι χρόνια. Τόσο έπαιξε, τόσο έφταναν. Όλα με τον Τόμι Σβένσον εκλέκτορα. Άλλος σε αυτό το διάστημα δεν φόρεσε το εθνόσημο περισσότερο. Εξήντα συμμετοχές συμπλήρωσε, κρατώντας τον μέσο όρο-iso ενός αποτελεσματικού σκόρερ: ένα γκολ ανά δύο παιχνίδια (29 πέτυχε συνολικά, έχοντας σε αυτό το διάστημα και 16 ασίστ).
Η, από κάθε άποψη, ξεχωριστή παρουσία του συνδυάστηκε με τις κορυφαίες επιτυχίες των Σκανδιναβών, μετά το αντάμωμά τους με τον έφηβο Πελέ στο Παγκόσμιο Κύπελλο που φιλοξένησαν το 1958, χάνοντας στον Τελικό από την Βραζιλία.
Τότε η Λίσα ήταν έγκυος στον Μάρτιν. Το πόσο επηρεάστηκε από εκείνο το αντάμωμα αποδεικνύεται και από το ότι ο Rei και τα θρυλικά κατορθώματά του μονοπώλησαν τα παραμύθια που αφηγούνταν στον πρωτότοκο της.
Στην αμέσως επόμενη μεγάλη διοργάνωση που φιλοξένησε η Σουηδία, ο γιος της ήταν πάλι παρών. Άμεσα όμως, συμμετέχοντας και φτιάχνοντας ένα αντιθετικό χρωματικά, εμφανισιακά κάδρο που έμενε (τουλάχιστον) στο μάτι με τον παρτενέρ του εκείνων των χρόνων στην επίθεση των Σκανδιναβών, τον Τόμας Μπρόλιν.
Γκολ δεν βρήκε (τρία σημείωσε ο Μπρόλιν) στην πορεία των Σουηδών ως τα ημιτελικά σε εκείνο το τουρνουά εξπρές, το Euro 1992, με τους άσπονδους γείτονες, Δανούς, να το κατακτούν, αλλά τα καλύτερα, παραγωγικότερα, περισσότερα έρχονταν. Είχε ήδη, από το προηγούμενο καλοκαίρι, αφήσει τη Μάλμε, μετακομίζοντας στην Bundesliga και την Γκλάντμπαχ. Το πρώτο, διεθνές, βήμα.
Το δεύτερο, οικουμενικό πια, έγινε -πού αλλού- στον Νέο Κόσμο. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994. Εκεί, στα καλύτερα παιχνίδια της καριέρας του, με τέσσερα γκολ και τρεις ασίστ, οδήγησε τη Σουηδία στην τρίτη θέση του Παγκόσμιου Κυπέλλου (πάλι η Βραζιλία ήταν αυτή που έφραξε τον δρόμο της, αυτή τη φορά κερδίζοντας τους Σκανδιναβούς στον ημιτελικό).
Εκεί τοποθετήθηκε οριστικά σε άλλο βάθρο. Και στους συμπατριώτες του, οι οποίοι τον ανέδειξαν για πρώτη -και μοναδική στην καριέρα του- κορυφαίο Σουηδό ποδοσφαιρική εκείνης της χρονιάς, αλλά και στα μάτια του κόσμου. Ακόμα-ακόμα και η ομοιότητα του, καταπληκτική ομολογουμένως, με τον -διαβόητο μετέπειτα, μα πάντα icon στην άλλη όχθη του Ατλαντικού- OJ Σίμπσον έπαιξε ρόλο.
Αναμενόμενα άλλαξε και ο ίδιος. Στις ΗΠΑ γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγο και μητέρα των δύο παιδιών του (της Λίλι και του Τζούλιαν), τη Ζοζεφίν. Μοντέλο, σχεδιάστρια ρούχων, ιδρύτρια κατοπινά επώνυμου οίκου πολυτελούς ένδυσης, ήταν αυτή που του μπόλιασε το σαράκι του επιχειρείν.
Πλέον το όνομά του, η εικόνα του, αποτελούσε και ήταν μπράντα. Πέραν των συνόρων της πατρίδας του. Και μπορούσε να το κεφαλοποιήσει. Ίδρυσε εταιρεία -αθλητικού για αρχή, στη συνέχεια επεκτάθηκε- ρουχισμού, η οποία κυριάρχησε στην σκανδιναβική αγορά, κάνοντας πολύ εύκολο, σχεδόν αυτονόητο, και πολύ, μα πάρα πολύ επικερδές το πέρασμά του στον επιχειρηματικό κόσμο.
Οι ζημιές από Μποσμάν και μέση
Εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο αποδείχτηκε το ζενίθ της ποδοσφαιρικής καριέρας του. Στην Γκλάντμπαχ διέπρεψε, παραμένοντας ακόμη στο all time top-10 των σκόρερ της ιστορίας των «Πουλαριών», όλο κι όλο όμως ένα Κύπελλο Γερμανίας πανηγύρισε. Και, όταν του δόθηκε η δυνατότητα να εξαργυρώσει όλη αυτή τη φήμη, όλο αυτό το πακέτο, με πέρασμα στο κορυφαίο ποδοσφαιρικά επίπεδο, του έκατσε ο… Μποσμάν.
Τον Ιανουάριο του ’96, μπαίνοντας στο τελευταίο εξάμηνο του συμβολαίου του με την Γκλάντμπαχ, συμφώνησε να μετακομίσει στη Γιουβέντους το επόμενο καλοκαίρι, αξιοποιώντας έτσι τις νέες, κοσμογονικές για την εποχή, αλλαγές που έφερε ο περίφημος νόμος Μποσμάν, κατόπιν της σχετικής δικαστικής διαμάχης του Βέλγου ποδοσφαιριστή.
Terra petra. Σε όλα. Η Γκλάντμπαχ ήταν μεταξύ των ομάδων που είχαν διαβλέψει τις αλλαγές που έρχονταν στο καθεστώς των συμβολαίων και των μεταγραφών και είχε συμπεριλάβει στις συμφωνίες με τους ποδοσφαιριστές της τον όρο πως, αν για οποιονδήποτε λόγο άλλαζε το νομικό πλαίσιο, τότε το συμβόλαιό τους θα επεκτεινόταν αυτόματα για έναν χρόνο.
Έτσι και του Νταλίν, ο οποίος βάσει αυτής της επέκτασης θα έπρεπε, για να φύγει από τη Γερμανία, να ικανοποιούνταν οικονομικά η Γκλάντμπαχ. Θα μπορούσε νομικά να διεκδικήσει την παραγραφή της εν λόγω διάταξης στο συμβόλαιό του με τον γερμανικό σύλλογο, αλλά θα έπαιρνε πολύ χρόνο και άκρη δεν θα βρισκόταν έγκαιρα.
Η Γιουβέντους, για να βρεθεί λύση, μπήκε στη διαδικασία αγοράς του. Η Γκλάντμπαχ όμως ζητούσε πολλά. Πολλά. Τότε τα «πολλά» μεταφράζονταν σε περίπου 5 εκατομμύρια ευρώ. Οι Τορινέζοι έφτασαν ως τα μισά, προκοπή δεν είδαν και αποσύρθηκαν πριν τον Μάρτιο. Ο Νταλίν, ποντάροντας στο ότι είτε έτσι είτε αλλιώς άκρη θα βρισκόταν, είχε για χάρη των «Bianconeri» απορρίψει οτιδήποτε άλλο του προσφερόταν.
Και δεν ήταν λίγα. Νιουκάστλ, Τότεναμ, Φιορεντίνα. Εν τέλει και το plan a (Γιουβέντους) έχασε και τις εναλλακτικές, αλλά και τις σχέσεις λατρείας που είχε χτίσει στο Γκλάντμπαχ χάλασε. Οπότε, όταν εμφανίστηκε η Ρόμα, το καλοκαίρι του ’96, προσφέροντας όσα ζητούσαν τα «Πουλάρια», κανείς δεν σκέφτηκε παραπάνω.
Λάθος. Πήγε σε μια ομάδα με -μαζί με εκείνον- πέντε επιθετικούς. Φονσέκα, Ντελβέκιο, Μπάλμπο, Τότι οι υπόλοιποι. Πολυκοσμία. Αναμενόμενα δεν λειτούργησε. Επέστρεψε στην Γκλάντμπαχ την αμέσως επόμενη μεταγραφική περίοδο, δανεικός πια, ως το τέλος εκείνης της σεζόν (1996-97).
Τότε εμφανίστηκε ο προπονητής που τον είχε βάλει στον ποδοσφαιρικό χάρτη, ο Ρόι Χότζον, και τον πήρε στην Μπλάκμπερν. Δεν βοήθησε καθόλου ότι τα κίνητρα της επιλογής των «Ρόδων» είχαν με το welcome αμφισβητηθεί, καθώς τότε συζητούνταν έντονα η απουσία μαύρων ποδοσφαιριστών από το ρόστερ τους. Και η αγορά ενός περισσότερο ενίσχυε την παραφιλολογία παρά την έκλεινε.
Δεν έκανε και τίποτα συγκλονιστικό για να αλλάξει την ατζέντα της δημόσιας σφαίρας. Τέσσερα γκολ όλα κι όλα πέτυχε στην Premier League στην πρώτη του χρονιά. Δεύτερη δεν υπήρξε. Τραυματίστηκε στη μέση και δεν αγωνίστηκε καθόλου. Ουσιαστικά αυτός ο τραυματισμός σηματοδότησε και το ποδοσφαιρικό φινάλε του.
Επέστρεψε για μια σεζόν στην ταιριαστή του Bundesliga και το Αμβούργο, αλλά πλέον η νομοτέλεια δεν αποφευγόταν. Το κορμί του δεν άντεχε πια το ποδόσφαιρο και το μυαλό του είχε βρει άλλους τρόπους για να ζήσει επικερδεστέρα από αυτό, αξιοποιώντας ακριβώς ό,τι κέρδισε μέσα από αυτό.
Και έτσι, η απόφαση να κρεμάσει, οριστικά και αμετάκλητα, τα εξάταπα το ’99, στα 31 του μόλις, αποδείχτηκε μάλλον εύκολη.
Πάμπλουτος, στο Μονακό με Fiatάκι
Δύο χρόνια μόνο αργότερα ίδρυσε εταιρεία εκπροσώπησης. MD Management (Martin Dahlin). Σε μια άλλη εποχή, μετά το συμβόλαιο που είχε υπογράψει με τον πρώτο ατζέντη της ποδοσφαιρικής καριέρας του, τον Μπέρχε Λαντς, είχε εισπράξει, ως αντίτιμο της εκχώρησης του 10% των απολαβών του, ένα ταξίδι στη Villa Tomelilla, ένα πορτογαλικό θέρετρο και ένα… άρωμα.
Ζητούσε, πρόσφερε, έκανε (για τους πελάτες του) περισσότερα. Το βιογραφικό και η φήμη του άνοιγαν πανεύκολα πόρτες. Έφτασε να εκπροσωπεί τη μερίδα του λέοντος των διεθνών Σουηδών, κάνοντας ανοίγματα -πρώτος από όλους- και στο γυναικείο ποδόσφαιρο. Εξακολουθεί να δηλώνει ατζέντης, παραμένει ισχυρός και δικτυωμένος, χωρίς όμως την ίδια δυναμική -λογικό, ύστερα από τόσα χρόνια- στον χώρο.
Έτσι κι αλλιώς, την περιουσία του, το πολύ μεγαλύτερο μέρος της, δεν την οφείλει στο ποδόσφαιρο αλλά στο ταλέντο που ανέπτυξε στις επενδύσεις, στο επιχειρηματικό του δαιμόνιο. Ξακουστή η φήμη που απέκτησε για την ικανότητά του να ξεχωρίζει τα χρηματιστηριακά blue chips αλλά και την ευχέρειά του στο να αναδεικνύει και να απογειώνει όποιες εταιρείες με τις οποίες καταπιανόταν.
Κάποια στιγμή έρευνα σουηδικής εφημερίδας κατέγραψε πως μόνο από τα ετησία μερίσματα -και όχι από τις κατά καιρούς αγοραπωλησίες μετοχών του- οι τραπεζικοί λογαριασμοί του αυξάνονταν κατά 12 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Κάπως έτσι άντεχε τη μόνιμη οικογενειακή διαβίωση στο Μονακό, παρότι δεν έμαθε ποτέ αξιοπρεπή γαλλικά, παρότι εξακολουθεί ως και σήμερα να κυκλοφορεί με το απολύτως χαρακτηριστικό και μάλλον ασύμβατο με την πολυτέλεια των τετράτροχων στους δρόμους του Πριγκιπάτου, Fiatάκι Beach Car.
Κάπως έτσι, χωρισμένος πλέον, μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ της Ριβιέρας και του σπιτιού που έχει στο σουηδικό αρχιπέλαγος, στο Ingarö. Κάπως έτσι, η εκπροσώπηση και η διαμεσολάβηση δεν αποτελούν το βασικό -κάθε άλλο- μέσο βιοπορισμού του.
Συνθήκη ταιριαστή, αν μη τι άλλο, για τη συνολική πορεία του στο άθλημα. Παραφράζοντας το «live fast, die young», σε ποδοσφαιρικούς και μόνο όρους, (το) έζησε γρήγορα και πέθανε νέος. Ο αντίκτυπος όμως που προκάλεσε ξεπέρασε, είτε το ήθελε και το επιδίωξε ή (μάλλον) όχι, κατά πολύ τα όρια του γηπέδου.
Και μπορεί όσοι συμβολισμοί τονίστηκαν μόνο και μόνο με την παρουσία του και τον χρονισμό της ανάδειξής της να παραπέμπουν πλέον σε εποχές άλλες, πιο ρομαντικές, αλλά στη λαίλαπα του στροβιλισμού της σύγχρονης μετάλλαξης της χώρας του, του κόσμου ολόκληρου, απλώς και μόνο η ιστορία του προσφέρει ένα, κάποιο, σημείο αναφοράς.
Χρήσιμο είναι.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τόμας Μπρόλιν: Σκοτώνοντας τα άλογα πριν γεράσουν
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη