Πώς είναι εκείνη η αίσθηση της εκπλήρωσης; Η στιγμή αυτή που έστω και για λίγο τα πάντα μπαίνουν στη θέση τους.
Όλα είναι σωστά, όλα βγάζουν νόημα. Με σχεδόν μαγικό τρόπο γίνεται διακριτή η αιτιατή σχέση οποιασδήποτε δυσκολίας, οποιουδήποτε εμποδίου στον δρόμο προς τον επίλογο.
Κάθε δευτερόλεπτο μακριά από το σπίτι, κάθε σκληρή προπόνηση, κάθε σαβούρα μέσα στις λάσπες ενός βρεγμένου ποδοσφαιρικού γηπέδου, κάθε χαμένο πάρτι, κάθε θυσιασμένη στιγμή μιας άλλης εφηβείας, κάθε αμφιβολία ή ανασφάλεια. Όλα σβήστηκαν ή μάλλον πήραν μια διαφορετική ομορφιά χάρη στην αίσθηση της απόλυτης ικανοποίησης, χάρη στο «τα πάντα άξιζαν» που ψέλλισε το μυαλό.
Ήταν στα τρία σφυρίγματα που σήμαναν τη λήξη ή στην αντανάκλαση της λάμψης του μεταλλίου στα μάτια του; Ίσως σε εκείνη την αγκαλιά με το τρόπαιο ή ακόμα κι όταν το κρεβάτι απορρόφησε το κουρασμένο κορμί, σε εκείνες τις τελευταίες σκέψεις του νου, πριν χαθεί στον ύπνο.
Για 22 χρόνια αυτό το παιδί φαινόταν να κατέχει έναν κρυφό διακόπτη. Ένα κουμπί που του έδινε τη δυνατότητα να ακροβατεί ανάμεσα στο παραμύθι και την πραγματικότητα, να τηλεμεταφέρεται στα πιο τρελά του όνειρα. Μα όχι μόνο στα δικά του. Στις πιο ακραίες αλλά ταυτόχρονα αθώες φαντασιώσεις κάθε μπόμπιρα που κλώτσησε ποτέ μια μπάλα. Μια ζωή που αμέτρητα παιδικά μυαλά ονειρεύτηκαν, ορκίστηκαν πως θα κάνουν τα πάντα για να τη ζήσουν.
Μια ζωή σαν ψέμα, τόσο που, για τον Μέισον Μάουντ, το παραμύθι στο τέλος υπερκέρασε την πραγματικότητα.
«Όλοι θέλουν να γίνουν ποδοσφαιριστές»
Εκείνο το πρωί στο σχολείο ήταν διαφορετικό. Το καθημερινό μάθημα είχε δώσει τον χώρο του σε μια από τις λεγόμενες ημέρες καριέρας. Ένας αστυνομικός είχε έρθει στην αίθουσα για να μιλήσει στα παιδιά για το επάγγελμά του. Λίγο μετά, έτυχε να ρωτήσει εκείνο το οξυδερκές μικροκαμωμένο πιτσιρίκι τι επάγγελμα θα κάνει, όταν μεγαλώσει. «Θέλω να γίνω ποδοσφαιριστής», του απάντησε, με αφοπλιστική παιδική ειλικρίνεια και αθωότητα.
Γέλιο. Όχι κάποιο χαμόγελο, αλλά ένα κανονικό, δυνατό γέλιο ήταν η αντίδραση του αστυνομικού. «Ναι, εντάξει, όλοι θέλουν να γίνουν ποδοσφαιριστές», του απάντησε στη συνέχεια, σχεδόν απαξιωτικά. Προφανώς δεν είχε καταλάβει πως ο μικρός Μέισον δεν θα ήταν σε καμία περίπτωση κάποιος σαν τους «όλους».
Δεν τους πήρε πολύ, λίγο μετά τα πρώτα βήματά του οι γονείς του αντιλήφθηκαν πως ο γιος τους έχει μια ξεχωριστή κλίση προς τον αθλητισμό. Άλλωστε ο παππούς του στα νιάτα του υπήρξε ένας ιδιαίτερα υποσχόμενος μποξέρ, ενώ ο πατέρας του παίκτης και προπονητής ποδοσφαίρου σε ερασιτεχνικό επίπεδο.
Σχεδόν με το που στάθηκε στα πόδια του ο Μέισον ένιωσε το μαγευτικό κάλεσμα της μπάλας να του τραγουδά στο αφτί. Δεν της είπε ποτέ «όχι». Ακόμα κι αν εκείνη ήταν διπλάσια από το κεφάλι του, αυτό δεν ήταν επαρκής λόγος να στερηθεί ένα σουτ.
Τα πρώτα από αυτά ήρθαν πάνω στις βοτσαλένιες παραλίες του Πόρτσμουθ, εκεί όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Άλλα είχαν ως στόχο το κεφάλι της αδερφής του, η οποία για χρόνια καταριόταν το «άχαστο» σημάδι του εκείνου του διαβολάκου.
Ίσως, αν δεν είχε συναντήσει τόσες μπάλες στο σπίτι του, να “έπιανε” τα γάντια του παππού του που τον αγαπούσε και τον στήριζε σαν τον γιο που δεν είχε ποτέ. Δεν έχασε ποτέ καμιά του προπόνηση. «Είναι ένα τεράστιο μέρος της ζωής μου. Από μικρός έμαθα να δουλεύω σκληρά, να μην τα παρατάω ποτέ, χάρη σε εκείνον και όσα έκανε στο μποξ», ομολογεί ο Μάουντ. Ωστόσο, η σχέση του με το ποδόσφαιρο έμοιαζε προδιαγεγραμμένη, γραφτή.
Και αυτήν ενίσχυσαν οι τακτικές επισκέψεις στα εντυπωσιακά πράσινα χαλιά γρασιδιού της περιοχής του. Μόλις στα τέσσερά του χρόνια μπήκε για πρώτη φορά στο Fratton Park για να παρακολουθήσει με τον πατέρα του την αγαπημένη τους ομάδα, την Πόρτσμουθ, που ακόμη αγωνιζόταν στα μεγάλα σαλόνια. Παράλληλα με τη λάμψη της Premier League όμως, ο Μέισον απορροφούσε εμπειρίες από μια ακόμα πλευρά του αθλήματος, με τον μπαμπά Τόνι, να τον κουβαλά μαζί του στα παιχνίδια της ερασιτεχνικής ομάδας που προπονούσε. «Θυμάμαι τον πατέρα μου να “τρελαίνεται” στα παιχνίδια, να βγάζει παίκτες αλλαγή και να τα βάζει με τους διαιτητές», θα πει μερικά χρόνια αργότερα.
Το ταλέντο φάνηκε από την πρώτη στιγμή πως ήταν μεγάλο, τα ερεθίσματα πολλά. Η αγάπη αναπόφευκτη.
Το τουρνουά στο Cobham και η πυγμή του πιτσιρίκου
Κάτι έπρεπε να σκεφτεί, δεν μπορούσε να το αφήσει έτσι. Εκείνος ο μικρόσωμος εξάχρονος τύπος ήταν ό,τι καλύτερο είχε δει ο Ρομπ Γουίνζαρ σε όλα τα χρόνια του ως scout της Τσέλσι. Ήξερε τον πατέρα του, πήγε να του μιλήσει. «Ε, Τόνι. Αυτός με το “7” είναι ο γιος σου; Θέλω να τον πάρω στην ακαδημία», του είπε. «Όχι, λατρεύει το ποδόσφαιρο, άφησέ τον να το ευχαριστηθεί. Δεν θέλω να μπλέξει με όλα αυτά», απάντησε κοφτά ο πατέρας του.
Ο Γουίνζαρ δεν τα παράτησε, κάτι μέσα του δεν μπορούσε να του το επιτρέψει. Ο μικρός Μέισον συμμετείχε για πρώτη φορά σε κανονικό αγώνα, ένα ταπεινό 7×7. Είχε μόλις γραφτεί στην ακαδημία της τοπικής Μπόρχαντ, όμως ολοφάνερα το άστρο του ήταν φτιαγμένο για ένα διαφορετικό επίπεδο. «Αυτό που ξεχώρισα ήταν η πυγμή, η επιθετικότητά του. Η αποφασιστικότητα που έχει είναι κορυφαία. Είχα δει ένα σωρό καλούς παίκτες, αλλά ο Μάουντ ήταν πάντα ο καλύτερος», δήλωσε χρόνια αργότερα ο Γουίνζαρ, ο οποίος εν τέλει σκέφτηκε πώς θα μπορούσε να ντύσει στα μπλε τον εξάχρονο.
Χρειαζόταν ένα απλό τουρνουά στο Cobham, το επιβλητικό προπονητικό κέντρο των Λονδρέζων. Ένα τέτοιο διοργάνωσε λίγο καιρό μετά, προσκαλώντας πονηρά και την Μπόρχαντ από τη νότια ακτή της Αγγλίας. Ήταν σίγουρος πως ο πιτσιρίκος δεν θα τον απογοήτευε.
Η ομάδα του Πόρτσμουθ το κατέκτησε, με τον Μάουντ να χρίζεται πολυτιμότερος παίκτης της μίνι διοργάνωσης. «Τα μάτια τους γουρλώνουν μπροστά στο Cobham», είπε ο Γουίνζαρ. Πράγματι, αυτό ήταν που έκανε το κλικ στο μυαλό του Μέισον και της οικογένειάς του. Η ιστορία είχε αρχίσει να γράφεται. Ένας εξάχρονος στη φωλιά ενός τεράστιου club.
Δυο μάτια κόκκινα και δακρυσμένα κι ο μπόμπιρας ταπεινωμένος από την προσωπική ήττα στο «κλουβί», ένα μικρό, κλειστό γηπεδάκι με δύο μίνι τέρματα για εξάσκηση στο ένας εναντίον ενός. Ο Μέισον δυσκολευόταν να διαχειριστεί το γεγονός πως νικήθηκε από ένα μεγαλύτερο παιδί. Κλαμένος και χωμένος μέσα στην υπερβολικά φαρδιά του μπλε προπονητική μπλούζα, έτρεξε στον προπονητή του. «Θέλω να με βάλετε πάλι στο κλουβί με αυτό το αγόρι». Ξεχείλιζε από κίνητρο, από μαχητικότητα και χαρακτήρα που σε συνδυασμό με το ύψος και το παραστατικό του φάνταζαν σχεδόν λάθος.
Αυτοί ήταν οι λόγοι που τον κράτησαν στην ασταμάτητη λούπα που θα ζούσε για τα επόμενα οκτώ χρόνια. Τρίτη βράδυ προπόνηση, Πέμπτη βράδυ προπόνηση, Σάββατο πρωί προπόνηση, Κυριακή πρωί αγώνας. Για αμέτρητες εβδομάδες το ίδιο πρόγραμμα μα και η ίδια αφοσίωση. «Όσο είσαι στο σχολείο υπάρχουν πολλά που μπορούν να σου αποσπάσουν την προσοχή. Δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε ένα πάρτι που να μην έχασα, ποτέ δεν πήγαινα», ομολογεί. Οι γονείς του προσπάθησαν να τον πείσουν να χαλαρώσει, αλλά μάταια. Τα “θέλω” του, τα όνειρά του τον κρατούσαν αφύσικα συγκεντρωμένο σε αυτό που αγαπούσε να κάνει, στον σύλλογο που σταδιακά ερωτευόταν.
Στον δρόμο προς την οριστική παραμυθένια βουτιά
Τα λίγο παραπάνω από 100 χιλιόμετρα του A3, του αυτοκινητόδρομου που συνέδεε το Λονδίνο με το Πόρτσμουθ, δεν είχαν ποτέ μια τόσο λυπηρή επίγευση για την Ντέμπι, τη μητέρα του Μέισον, όσο εκείνο το απόγευμα του 2014. Μια θλίψη χωμένη στην τεράστια ευτυχία. Ο γιος της είχε μόλις περάσει το τελευταίο του βράδυ στο σπίτι.
Έχοντας υπογράψει το πρώτο του συμβόλαιο με την Τσέλσι στα 15 του, το νέο του σπίτι θα ήταν το Cobham, εκεί θα πήγαινε σχολείο, εκεί θα προπονούταν κάθε μέρα, εκεί θα έστρωνε τον δρόμο προς τη δική του επιτυχία. «Το όνειρο κάθε παιδιού είναι να παίζει ποδόσφαιρο κάθε μέρα. Αυτό θα κάνω κι εγώ από εδώ και πέρα, οπότε το όνειρό μου πραγματοποιείται», είπε μετά την παρθενική του υπογραφή ο έφηβος. Μα ακόμη δεν ήξερε πού θα φτάσει.
Στην ακαδημία της Τσέλσι, ανάμεσα σε τόσα άλλα ταλέντα, το άστρο του Μάουντ έλαμπε πιο εκκωφαντικά από το καθένα. Πάντα είχε αυτή την άνεση στο παιχνίδι του, τον έλεγχο και την ωριμότητα, μα ταυτόχρονα τη διάθεση και τη δύναμη να είναι πολύ περισσότερα από ένας κεντρικός μέσος. Απίστευτη τεχνική, καθοριστικές πάσες, αίσθηση του γκολ, ταχυδύναμη και τρεξίματα, πιέσεις.
Ποτέ δεν περίμενε τους άλλους να του κάνουν τη δουλειά, να κλέψουν και να του δώσουν την μπάλα, “σκύλιαζε” μέχρι να την πάρει. Ανέκαθεν ήταν ένας δαντελένιος αρτίστας που όμως δεν φοβόταν ποτέ να “λερώσει” τις δαντέλες του με ένα σκληρό τάκλιν, μια μονομαχία, λες και τα ερεθίσματα του ερασιτεχνικού παιχνιδιού καταγράφηκαν ανεξίτηλα στο DNA του.
Η φήμη για εκείνο το παιδί στο Cobham είχε αρχίσει να χορεύει στις ποδοσφαιρικές γλώσσες, να τρυπώνει στα αφτιά όσων κοιτούσαν στο μέλλον. Τόσο που συχνά τα όσα έκανε ανάγκαζαν τον Αντόνιο Κόντε ή τον Άσλεϊ Κόουλ να βρίσκουν χρόνο για να ρίξουν τη ματιά τους σε εκείνον.
Ο Μάουντ έγινε το σημείο αναφοράς, ο πρωταγωνιστής αλλά και ο ηγέτης μιας πραγματικά χρυσής γενιάς νέων ποδοσφαιριστών της Τσέλσι. Άλλωστε, έχοντας στο πλευρό του μονάδες όπως οι Ρις Τζέιμς, Τάμι Έιμπραχαμ, Φικάγιο Τομόρι και Έντι Ενκέτια, έφτασε σε κάθε πιθανή κορυφή εκείνων των ηλικιών, πανηγυρίζοντας Πρωτάθλημα, δύο Κύπελλα και Ευρωπαϊκό Youth League.
Τα επόμενα βήματα τον περίμεναν. Οι τελευταίες προκλήσεις πριν την απόλυτη θωράκισή του, πριν την οριστική βουτιά στο παραμύθι.
Στα 18 του δεν δίστασε να φύγει από την Αγγλία, να ψάξει την εμπειρία στο εξωτερικό.
Και με βάση την εξέλιξη του μονοετούς του δανεισμού στη Φίτεσε δικαιώθηκε. Ζορίστηκε, αλλά δικαιώθηκε. Τα πράγματα δεν ξεκίνησαν καλά για τον ίδιο στο Arnhem. Για τον πρώτο ενάμιση περίπου μήνα δεν έδειχνε να κερδίζει την εμπιστοσύνη του προπονητή του. Μικρή σημασία είχε αυτό για εκείνον τον πιτσιρικά. Μερικούς μήνες αργότερα θα αναδεικνυόταν «Παίκτης της σεζόν» στην ομάδα και μέλος της καλύτερης 11άδας του Ολλανδικού Πρωταθλήματος. Ήδη στο Λονδίνο έτριβαν τα χέρια τους, έβλεπαν το πιο συναρπαστικό τους prospect να ξεπερνά μια δύσκολη περίοδο και να θριαμβεύει.
Πάντα αυτή η κάτι σαν κατάρα κυνηγούσε τα παιδιά των ακαδημιών της Τσέλσι και τους δικούς τους, αυτός ο φόβος, η ανασφάλεια πως δεν θα καταφέρουν να γίνουν όλα όσα ονειρεύτηκαν, παίκτες της πρώτης ομάδας.
Όλα φάνταζαν ιδανικά μέχρι τα 17, όμως πολλοί έβλεπαν έναν γκρεμό μπροστά τους από εκεί και μετά. Κανένας παίκτης της ακαδημίας της Τσέλσι δεν είχε κάνει το άλμα από τον Τζον Τέρι κι έπειτα. Ο Μάουντ όμως δεν κοίταξε ποτέ πίσω. Μόνο μπροστά, με μάτια καρφωμένα στον στόχο, προσηλωμένα στο όνειρο.
«Όντας παιδί της Τσέλσι και μέσος, υπήρχε μόνο ένας άνθρωπος τον οποίον θαύμαζα. Προφανώς τον Φρανκ Λάμπαρντ. Έμαθα πάρα πολλά μαζί του στην Ντέρμπι. Αυτός ο χρόνος ήταν ο πιο καθοριστικός στην καριέρα μου, αυτός στον οποίον κέρδισα την περισσότερη εμπειρία», θα εξομολογηθεί ο Μέισον. Τη σεζόν 2018-2019 θα την περάσει σε ακόμα έναν δανεισμό, αυτή τη φορά στα «Κριάρια» και την Championship, δίπλα στο ίνδαλμά του. Όταν άκουσε πως τον ζητούσε, ήξερε πως δεν τον ενδιέφερε τίποτα άλλο. Μόνο ο Φράνκι.
Με όσα έκανε, ήταν σίγουρο πως θα καταφέρει να σπάσει το φράγμα, να βρεθεί στους “άντρες” της Τσέλσι. Και οι συνθήκες όμως τον βοήθησαν, η σκληρή του δουλειά επιβραβεύτηκε από την τύχη. Η απαγόρευση μεταγραφών για τον σύλλογο, η πρόσληψη του Λάμπαρντ ήταν παράγοντες που τον βοήθησαν να δείξει πόσα αξίζει πιο γρήγορα. Να δείξει πως το να διαπρέψει αυτό το παιδί σε αυτή την μπλε φανέλα ήταν κάτι γραφτό.
Όνειρο
Εκείνο το βράδυ δεν ήταν στο Μόναχο, θα ήταν στο Λονδίνο ή στο σπίτι του στο Πόρτσμουθ. Οι σκέψεις του στριφογύριζαν στο μέλλον του, όπως ο Ντρογκμπά στριφογύριζε στην Allianz Arena σε αυτό το σπριντ. Τα αφτιά του πιο μαγευτικού τροπαίου στα χέρια του, στα πόδια του φτερά. Μετά από 120 λεπτά, μπορούσε να τρέξει σαν να βρισκόταν στο πρώτο σφύριγμα. Ποιος να του πει τι; Είχε μόλις κάνει την Τσέλσι Πρωταθλήτρια Ευρώπης, είχε γράψει ιστορία.
Αρκετά χιλιόμετρα μακριά όμως, εκείνος ο 13χρονος ορκιζόταν να συνεχίσει την ιστορία. Η ανδρεναλίνη δεν του επέτρεπε να κοιμηθεί. Ήθελε να πατήσει fast forward σε όλα, να ζήσει μόνο εκείνες τις βραδιές στα αστέρια.
Να είναι ένας από τους ηγέτες της ομάδας που αγαπά στη σπουδαιότερη διασυλλογική διοργάνωση. Να παίξει στους ομίλους, να σκοράρει στα προημιτελικά απέναντι στην Πόρτο, να σκοράρει στα ημιτελικά απέναντι στη Ρεάλ Μαδρίτης, να παγώσει τον χρόνο με μια μαγική κάθετη πάσα που θα γίνει ασίστ του μοναδικού γκολ του Τελικού. Να πανηγυρίσει με την οικογένειά του, να φορέσει το μετάλλιο, να αγγίξει το τρόπαιο, να το σηκώσει.
Και, τέλος, να το πάρει αγκαλιά και να κάνει αυτό το σπριντ, το οποίο ακόμη έπαιζε σαν GIF χωρίς τέλος στο κεφάλι του. Αυτή η εικόνα, η αφετηρία του ονείρου, ο στόχος και η προδιαγεγραμμένη κατάληξη μαζί.
Mount 🤝 Drogba…
🔵2⃣0⃣2⃣1⃣🏆
🔵2⃣0⃣1⃣2⃣🏆@masonmount_10 | #HBD | #UCL pic.twitter.com/pO2acgDOBa
— UEFA Champions League (@ChampionsLeague) January 10, 2022
Τελικά κοιμήθηκε νωρίς το πρωί, μα πρόλαβε να ονειρευτεί τα πάντα. Κανένα παραμύθι δεν μπόρεσε να χαλαρώσει τα βλέφαρά του εκείνη τη νύχτα, παρά μόνο το δικό του. Η φαντασία του γεννούσε το σενάριο και η σκληρή του δουλειά, η αφοσίωσή του μετατρέπονταν στο μελάνι που το περνούσε στο χαρτί, που του έδινε υπόσταση, που το έκανε πραγματικότητα. Το παιδί δεν σταμάτησε να φαντασιώνεται και η πένα της μοίρας δεν σταμάτησε να γράφει, το παραμύθι του έγινε πραγματικότητα και η πραγματικότητά του παραμύθι. Κι όλο μαζί αυτό εξερράγη εκείνη τη νύχτα του 2021 στο Oporto, όταν ο Μέισον Μάουντ έγινε Πρωταθλητής Ευρώπης με την Τσέλσι.
Εννιά χρόνια από το βράδυ του 2012 όλες οι εικόνες ήταν ίδιες. Κυρίως η μπλε φανέλα και το ασημένιο τρόπαιο. Τις είχε ξαναδεί χιλιάδες φορές, αλλά τώρα ήταν πραγματικότητα. Ποιος ξέρει; Μπορεί και όχι. Άλλωστε, πάντα αυτή η γραμμή στη ζωή του ήταν ιδιαίτερα λεπτή.
Εννιά χρόνια μετά ο Μάουντ ονειρευόταν ξανά, όπως τότε. Μόνο που αυτήν τη φορά τα μάτια του ήταν ανοιχτά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ο Δούρειος Ίππος του Τζον Τέρι