Αν και μπορεί να υπερηφανεύεται πως παραμένει σχετικά πιο φωτεινό από τον θαμπό Βορρά, το Σαουθάμπτον, όπως οι περισσότερες αγγλικές πόλεις, έχει γκρι χρώμα.
Επίσης, η πόλη θα μπορούσε να υπερηφανεύεται για κάτι ακόμα πιο ιδιαίτερο, καθώς οι κάτοικοί του φημίζονται για την επαφή τους με τη θρησκεία. Για παράδειγμα, σε εκείνη τη γειτονιά το 60% του πληθυσμού εξακολουθεί να αυτοπροσδιορίζεται ως χριστιανικό. Άλλωστε είναι εύκολο να το διαπιστώσει κάποιος, καθώς εισέρχεται στην πόλη.
Σε κάθε είσοδό της συναντά τεράστιες επιγραφές με το ξεκάθαρο μήνυμα: «Καλώς ήρθατε στο Σαουθάμπτον. Βρίσκεστε στην πόλη του Θεού».
Θα μπορούσαμε βέβαια να σταχυολογήσουμε πως η πίστη είναι μία ασαφής και πολύπλοκη έννοια. Από τον Ιησού μέχρι τον Μαρτίνο Λούθηρο και έως τους Beatles, οι “διανοούμενοι” που επηρέασαν το Νησί υπήρξαν ετερόκλητοι. Βέβαια, εμείς, ως κοινοί θνητοί, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε επακριβώς την εξέλιξη των θρησκευτικών ειδών.
Έχουν περάσει χιλιετίες, κατά τις οποίες οι σοφοί των θρησκειών προσπάθησαν να ξεμπερδέψουν τον Γόρδιο Δεσμό που αφορά στη σχέση της ανθρωπότητας με το θείο. Τελικά, μάλλον κανείς δεν έδωσε μία σαφή-πειστική απάντηση στα μεγαλύτερα ερωτήματα. Αυτό φυσικά δεν εμποδίζει την πίστη στο να επανεμφανίζεται κατά καιρούς με διάφορες μορφές.
Πιστεύω εις έναν…
Όπως για παράδειγμα συνέβη για τα 16 ένδοξα χρόνια που εκτείνονται από τα μέσα των 80s έως το γύρισμα της χιλιετίας. Τότε που ένας άγνωστος άντρας από ένα μικρό νησί της Μάγχης ίδρυσε μία εκκλησία απύθμενου θράσους και συντέλεσε σε μοναδικά θαύματα στο ιερό προσκύνημα του πάλαι ποτέ εξομολογητηρίου της μυστικιστικής μονής του Dell.
Με γκολ ευφάνταστα, σχεδόν στη σφαίρα του ανέφικτου παραλογισμού, εντυπωσίασε το ποίμνιό του. Μία σειρά από μικρά θαύματα που άφησαν πιστούς και ασεβής με τα σαγόνια στο πάτωμα και με τα πόδια ψηλά στην… ανάταση. Δεν θα ήταν βλασφήμια να το ονομάσουμε ένα ποδοσφαιρικό “κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο”. Μία διδαχή όμορφη και συχνά αυθόρμητη, πράγμα που μπορούσε κανείς να δει στην πρώτη του επαφή.
Άλλωστε, σπάνια ένας άντρας κατάφερε να υπάρξει τόσο συνυφασμένος με ένα και μόνο κομμάτι ύφασμα, το οποίο δεν έβγαλε ποτέ από πάνω του. Ένας μανδύας ταυτόχρονα τόσο συνώνυμος της μυθολογίας και του θρύλου του και τόσο διάσημος, σχεδόν στη σφαίρα του άσημου για τις μελλοντικές γενιές.
Για 16 ένδοξα χρόνια οι «Άγιοι» και οι ένθερμοι μαθητές τους ένιωσαν δέος για εκείνον. Σε τόσο απύθμενο βαθμό που δεν δίστασαν να τον αποκαλέσουν «Θεό». Και όχι με τον κλασικό τρόπο αλλά με έναν ξεκάθαρο προσδιορισμό που θα αφορούσε αποκλειστικά στον ίδιο. Επειδή ο «Le God», ή κατά κόσμον Μάθιου Λε Τισιέ, ήταν, είναι και θα είναι ο πιο φωτισμένα παρηκμασμένος και ευτραφής θεός της μπάλας.
Και ο ίδιος όμως λάτρεψε το μέρος, δίχως να έχει καν γεννηθεί εκεί. Με γαλλικές ρίζες (όπως μαρτυρά και το επίθετο του), μεγάλωσε στο μικρό νησάκι του Γκέρνσεϊ στο Κανάλι της Μάγχης και μετακόμισε στο Σαουθάμπτον το 1985 σε ηλικία 17 ετών.
Αν και ως πιτσιρικάς έκανε μαγικά με την μπάλα, προκαλούσε και τον χλευασμό, καθότι είχε αρκετά παραπανίσια κιλά. Αυτά θα τον συνόδευαν σε όλη του την καριέρα. «Κάθε φορά που με φώναζαν “Le God”, πραγματικά δεν ήξερα τι να απαντήσω. Φαντάζεστε ο Θεός να ακολουθούσε τη δική μου διατροφή; Αυτή αποτελούνταν αποκλειστικά από μπύρα και χάμπουργκερ. Πολλές φορές πριν από κάποιο ματς έπινα τόσο πολλές μπύρες που δεν μπορούσα να κουνήσω τον κώλο μου. Και, όταν ξεκινούσε ο αγώνας, όλο κατουριόμουν και νόμιζα ότι θα τα κάνω πάνω μου»!
Γένεσις…
Πριν απ’ όλ’ αυτά και όπως συμβαίνει σε κάθε βιβλική μορφή, πρώτα υπήρξε η «Γένεσις». Στις 14 Οκτωβρίου 1968, 902 χρόνια από τη μέρα που ο Γουλιέλμος της Νορμανδίας κατατρόπωνε τον Χάρολντ Γκόντγουινσον στη Μάχη του Χέιστινγκς, αλλάζοντας για πάντα τη μοίρα της Αγγλίας, σε ένα μικρό νησί 45 μίλια από την ηπειρωτική χώρα επρόκειτο να ξεκινήσει ο θρύλος ενός άλλου κατακτητή με αντίστοιχη γαλλική επιρροή.
Εξαρχής λοιπόν δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι ο Λε Τισιέ θα μπορούσε να παίξει για τη Γαλλία, σε σημείο που ο ίδιος ο Μισέλ Πλατινί προσπάθησε κάποτε να τον πείσει, αναφερόμενος δημόσια για την οικογενειακή κληρονομιά και το επώνυμό του. Άλλωστε ήταν ξεκάθαρο ότι εκείνο το ταλέντο ήταν φερμένο από αλλού. Πως ήταν κάποιος που δημιουργήθηκε από ένα διαφορετικό-εκλεπτυσμένο ύφασμα και όχι από τη χοντρή λινάτσα των Άγγλων ομολόγων του.
Αφού πέρασε τη νεανική του καριέρα παίζοντας για την τοπική Βέιλ Ρικριέσιον, στην πρώτη απόπειρά του δέχτηκε την άρνηση στα δοκιμαστικά της Όξφορντ Σίτι. Η δεύτερη απόπειρα, αρκετά πιο νότια, πήγε καλύτερα.
Ήταν ξεκάθαρο πως χρειαζόταν τις μυρωδιές και το ιώδιο τη θάλασσας για να μεγαλουργήσει.
Έκανε ντεμπούτο τον Οκτώβρη του 1986 και μέχρι το τέλος της σεζόν είχε καταγράψει 10 γκολ σε 24 ματς Πρωταθλήματος. Μεταξύ αυτών ένα χατ τρικ κόντρα στη Λέστερ και ένα ακόμα τέρμα σε ένα 4-1 επί της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Όχι όποιο κι όποιο ματς για τη Γιουνάιτεντ, αλλά εκείνο που σήμανε την απόλυση του Ρον Άτκινσον, για να ακολουθήσει η πρόσληψη του Άλεξ Φέργκιουσον. Το αρχικό βήμα προς την… ευσέβεια είχε μόλις γίνει.
Γυαλίζοντας και φορώντας τα παπούτσια των θρύλων
Όταν ο πιτσιρικάς Ματ μπήγε για πρώτη φορά στα αποδυτήρια του Dell, βρέθηκε σε μία ομάδα γεμάτη γίγαντες για την ιστορία του club. Πίτερ Σίλτον, Μαρκ Ντένις, Στιβ Μοράν, Τζο Τζόρνταν και Ντέιβιντ Άρμστρονγκ την είχαν οδηγήσει στην πέμπτη θέση και έναν χρόνο νωρίτερα στη δεύτερη, πίσω μόνο από τη Λίβερπουλ.
Η Σαουθάμπτον της εποχής ήταν ομαδάρα και ο μικρός ξεκίνησε με τους Άρμστρονγκ, Τζόρνταν να τον βάζουν να τους γυαλίζει τα εξάταπα. «Όταν μπήκα στην πρώτη ομάδα, απαίτησαν να τους φροντίζω τα πάντα. Τους καθάριζα τα παπούτσια, δίπλωνα τα ρούχα τους και αυτό να ξέρετε ότι συνεχίστηκε για περίπου τρία χρόνια. Δεν γκρίνιαξα ποτέ. Αγαπούσα αυτά τα ινδάλματα και θα μπορούσα να το κάνω ακόμη και μέχρι τώρα», εξήγησε σε συνέντευξή του, δείγμα ταπεινοφροσύνης στα 50ά γενέθλιά του.
Άλλωστε δεν θα μπορούσε να μιλήσει και διαφορετικά για τους δύο. «Κανείς άλλος δεν με επηρέασε ποδοσφαιρικά και ηθικά όσο εκείνοι και ειδικά ο εκπληκτικός εκείνος τύπος και ποδοσφαιριστής που υπήρξε ο Άρμστρονγκ».
Η δεύτερη σεζόν του ήταν η χειρότερη δυνατή. Το 1987-1988 δεν βρήκε καν δίχτυα και τα σχόλια για το βαρύ, ράθυμο στιλ του άγγιξαν τον χλευασμό. Ένας από τους λόγους που δεν τα πήγε καλά ήταν ακριβώς το ίνδαλμά του. Ο Άρμστρονγκ του έτρωγε τη θέση και τον έστελνε να παίζει με το αντίθετο πόδι.
Ωστόσο, ο Λε Τισιέ κατάφερε να αναγεννηθεί. Το 1988-1989 άρχιζε να βρίσκει ρυθμό και την αμέσως επόμενη χρονιά απογειώθηκε. Σκόραρε 20 φορές και ψηφίστηκε κορυφαίος νέος παίκτης της First Division, οδηγώντας την ομάδα στην έβδομη θέση, την καλύτερή της στην πενταετία.
Η πρόταση της Τότεναμ ήρθε την κατάλληλη στιγμή. Η σκέψη ότι θα έπαιζε στο πλευρό του Γκάρι Λίνεκερ και ότι μαζί θα βρίσκονταν και στο Μουντιάλ του 1990 τον οδήγησαν για πρώτη και μοναδική φορά να συναινέσει.
Μόνο που τελικά η δουλειά θα χάλαγε εξαιτίας ενός άλλου έρωτα. «Εκείνο το καλοκαίρι θα παντρευόμουν και η σύζυγός μου δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να ζήσει στο Λονδίνο», ομολόγησε με μία δόση πικρίας, χρόνια μετά την απόσυρσή του και αφού πλέον είχε χωρίσει κιόλας.
Πιρουέτες στην φθινοπωρινή ομίχλη
Ακόμα και στον Νότο όμως σταθερά η φήμη του άρχισε να μεγαλώνει. Ελάχιστοι, αν υπάρχουν, παίκτες έχουν συγκεντρώσει τόσο ξεδιάντροπα highlights, όσο τα δικά του. Οι συλλογές από αβίαστες και… ουράνιες λόμπες, από αναστατωμένους τερματοφύλακες και σαστισμένους θεατές άρχισαν να δημιουργούν ένα λατρευτικό κοινό. Καθώς η Premier League έκανε την εμφάνισή της το 1992, τα βίντεο ξεκίνησαν να διαδίδονται και άπαντες μιλούσαν για το αυθόρμητο παιχνίδι του, όπως ενός παιδιού σε μία σχολική αυλή του παρελθόντος.
Σύντομα ο ασυνήθιστος βιρτουόζος είχε καθιερωθεί ως υφέρπων τρομοκράτης για άμυνες και τερματοφύλακες. Σχεδόν άψυχος και εξαφανισμένος στη συντριπτική πλειονότητα του αγώνα, ξυπνούσε σε μία στιγμή και άνοιγε τον δρόμο του μέσα από ένα δάσος από σώματα. Το φοβερό ήταν ότι το έκανε με την φασματική ρευστότητα φθινοπωρινής ομίχλης. Κάποιες πιρουέτες και μία βολίδα από τα 30μ., με ελάχιστη έως καθόλου προειδοποίηση.
Μεσοεπιθετικός που ακροβατούσε μεταξύ οργιώδους φαντασίας και εφικτού ρεαλισμού, μπορούσε να κρατήσει την μπάλα όπως και για όσο ήθελε, χωρίς να του την παίρνουν. Μοίραζε 40άρες με χειρουργική ακρίβεια και οργάνωνε μαεστρικά. Όταν δε ήταν να σκοράρει, το έκανε με τρελούς τρόπους. Το αγαπημένο του ήταν τα κρεμάσματα και τα curlers, όπως και το να σημαδεύει τα παραθυράκια. Το να βάζει απλά γκολ τού φαινόταν βαρετό.
«Περισσότερο και από την ίδια τη νίκη, εκείνο που πάντα ήθελα ήταν να κάνω τον εαυτό μου και το κοινό χαρούμενους. Οπότε, αυτό που πάντοτε έπρεπε να πράξω ήταν το να στήσω κάτι διαφορετικό. Αυτή ήταν και η διαφορά μου από τους υπολοίπους, το ότι δεν δίσταζα να δοκιμάσω οτιδήποτε μού ερχόταν στο κεφάλι».
Και κάπως έτσι, αν και σε κάθε αγώνα ήταν πάντα ο πιο βαρύς και αργός παίκτης στο χορτάρι, μπορούσε να προσπεράσει με την μπάλα δύο-τρεις-τέσσερεις-πέντε αντιπάλους μόνο και μόνο με τις μυθικές προσποιήσεις του. Περίεργη εξέλιξη για κάποιον που στο σχολείο είχε το ρεκόρ στα 100μ. και τα εμπόδια.
Από τον Σερ Άλεξ στον Καντονά και τον Τσάβι
Με αυτόν τον οδηγό, βρέθηκε να υμνείται από ξακουστούς παίκτες ανά τον κόσμο. «Δεν είχε ρυθμό παρά μόνο το πίσω μέρος ενός αλόγου κούρσας. Δεν μπορούσες να τον σταματήσεις. Για μένα ήταν φαινόμενο. Θυμάμαι που τον έβλεπα και τρελαινόμουν», έχει πει χαρακτηριστικά ο Τσάβι, με τον Λε Τισιέ να απαντάει σε αυτό πάντοτε με χιούμορ: «Όταν έμαθα ότι ήμουν ίνδαλμα του Τσάβι, έφτιαξα ένα μπλουζάκι που έγραφε “ο Τσάβι με θαυμάζει”. Το φορούσα και καμάρωνα».
Φυσικά, τον γούσταραν και οι αντίπαλοι προπονητές. Στα χρόνια που διήρκεσε η καριέρα του (1986-2002), τον προσέγγισαν πολλές σπουδαίες ομάδες. Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Λίβερπουλ, Τσέλσι, Νότιγχαμ Φόρεστ, Άρσεναλ, Τότεναμ, Ατλέτικο Μαδρίτης, Γιουβέντους, Μίλαν και Λάτσιο ασχολήθηκαν κάποια στιγμή με την περίπτωσή του. Στην πραγματικότητα, μετά την απόπειρα της Τότεναμ, πιο κοντά απ’ όλες βρέθηκε η πρώτη.
Το καλοκαίρι του 1992 ο Άλεξ Φέργκιουσον αναζητούσε το καινούργιο του Νο7. Πήρε το αυτοκίνητο, κατέβηκε στον Νότο και μίλησε προσωπικά μαζί του. Σχεδόν τον είχε πείσει και αποχώρησε με αυτήν την εντύπωση. Την επομένη τού τηλεφώνησε για να του πει «όχι», επειδή το μόνο που γούσταρε πραγματικά ήταν το να παίζει για τη Σαουθάμπτον.
«Ήταν εύκολο για μένα να πάω στη Γιουνάιτεντ ή τη Λίβερπουλ. Θα νικούσα συνεχώς και θα έπαιρνα τίτλους. Εμένα όμως ποτέ δεν με ιντρίγκαρε κάτι τέτοιο. Ανέκαθεν προτιμούσα να βρίσκομαι στην άκρη της αβύσσου. Να παίζω με την πίεση και το άγχος της επιβίωσης, της σωτηρίας. Το να αγωνίζεσαι στις μεγαλύτερες ομάδες είναι αναμφίβολα κάτι πολύ σημαντικό. Δεν συγκρίνεται όμως με το να φοράς τη φανέλα της Σαουθάμπτον, να παίζεις εναντίον τους και να τους νικάς. Και εγώ αποφάσισα να αφιερωθώ σε αυτήν την ικανοποίηση», εξήγησε μία φορά κι έναν καιρό ο ίδιος.
Βέβαια, δεν του βγήκε άσχημα, εδώ που τα λέμε, εκείνο το «όχι» του Φέργκιουσον, μιας και αμέσως μετά στράφηκε προς τον Ερίκ Καντονά, με την ιστορία να γράφεται υπέροχα για τη Γιουνάιτεντ από τα μαγικά πόδια του Γάλλου. Όσο για τον Λε Τισιέ, ο θρυλικός πλέον κόουτς της Γιουνάιτεντ δεν κράτησε κακία.
Αντιθέτως, είχε μία κολακεία να πει. «Μπορούσε να πάρει μόνος του ένα ματς, εάν και εφόσον είχε όρεξη. Μόλις του ερχόταν, διέλυε κάθε πλάνο, κάθε άμυνα. Ήταν τρομερός». Αυτό ακριβώς όμως ήταν το θέμα με τον Ματ, το πότε είχε όρεξη και το πότε έπινε μπύρες και βαριόταν. Εάν είχε υπάρξει αθλητικός και έκανε καλή ζωή, στην Αγγλία θα έψαχναν ακόμη τον δεύτερο καλύτερό τους.
Το πιο θλιμμένο χατ τρικ
Βέβαια, ακόμα και οι θεότητες έχουν απωθημένα. Και το δικό του θα είναι για πάντα η Εθνική.
Την τριετία 1993-1995 βρέθηκε στο pick του, σκοράροντας σε αυτό το διάστημα 60 φορές στην Premier League. To 1994 τού αναγνωρίστηκε, με την πρώτη κλήση στα «Λιοντάρια». Μέχρι το 1997 θα ακολουθούσαν ακόμα επτά αλλά κανένα γκολ.
Λίγο πριν το Μουντιάλ του 1998, ο Γκλεν Χοντλ θα του τηλεφωνήσει και θα του δώσει μία ευκαιρία να ταξιδέψει στη Γαλλία. Ο Λε Τισιέ θα την πάρει με τον καλύτερο τρόπο. Με τη Β’ Αγγλίας θα βάλει τρία γκολ στη Ρωσία. Φωνάζει ότι είναι εκεί, είναι πανέτοιμος. Επιτέλους ήρθε η ώρα. Τελικά θα μείνει εκτός. Ο Χοντλ θα προτιμήσει τον Ρόμπερτ Λι της Νιούκαστλ.
«Εκείνο το χατ τρικ θα είναι πάντα η πιο θλιμμένη στιγμή μου», θα θυμηθεί χρόνια αργότερα. Και τα «τρία Λιοντάρια» θα μείνουν για πάντα ένα άπιαστο όνειρο και μία τεράστια αδικία.
Το πέναλτι
Μεταξύ των 209 γκολ σε 541 αγώνες σε όλες τις διοργανώσεις, τα 47 προήλθαν από την άσπρη βούλα.
Το φοβερό ήταν πως σε όλην την καριέρα του κλήθηκε να εκτελέσει ένα περισσότερο. Αυτό, το μοναδικό που έχασε, του το στέρησε ο Μαρκ Κρόσλεϊ το 1993 με τη Νότιγχαμ Φόρεστ.
«Συνεχίζω και το έχω ψηλά στο βιογραφικό μου», εξακολουθεί να λέει, όποτε τον ρωτούν για εκείνη την επέμβαση. Βέβαια, ο Λε Τισιέ, ο οποίος αργότερα στο ματς τον νίκησε από μακρινή απόσταση, ακόμη τον πειράζει, απαντώντας με χαβαλέ: «Είμαι σίγουρος ότι το μόνο που εξακολουθεί να κάνει είναι να πανηγυρίζει για τότε. Η αλήθεια είναι ότι θα προτιμούσα κάποιον καλύτερο να με σταματήσει για μία και μόνο φορά».
Στην πραγματικότητα όμως, ο Κρόσλεϊ υπήρξε έξοχος πεναλτάκιας, με ρεκόρ στο 50% και απόκρουση ακόμα και σε Τελικό του FA Cup. Όσο για τον εκτελεστή με τις 23 διαδοχικές εύστοχες προσπάθειες στην Premier League, έχει το δεύτερο καλύτερο ποσοστό, με τον Γιάγια Τουρέ (Μάντσεστερ Σίτι) να είναι ο μόνος με το απόλυτο (11/11).
Προς την… ανάληψη
Ο Λε Τισιέ υπήρξε ένα καθαρόαιμο, εκπληκτικό, αυθεντικό ταλέντο. Ακόμα και με αυτά τα χτυπητά ελαττώματά του ξεχώρισε σε ένα τόσο γρήγορο Πρωτάθλημα όπως η Premier League.
Πάνω απ’ όλα όμως λατρεύτηκε για την πίστη του. «Μπορείς ν’ αλλάξεις γυναίκα, δουλειά, κατηγορία, σπίτι, ήρωες, ακόμα και μεταμόσχευση καρδιάς μπορείς να κάνεις. Εκείνο όμως που δεν γίνεται ποτέ ν’ απαρνηθείς είναι η φανέλα της αγαπημένης σου ομάδας».
Αυτήν την σπάνια ποδοσφαιρική πίστη -απαρνήθηκε το χρήμα και τη δόξα- λοιπόν εκείνος μετέφερε και τελικά την εισέπραττε στο πολλαπλάσιο σε αυτήν την θρησκευτική πόλη του Νότου. Και κάπως έτσι έγινε ο δικός τους «Le God», ο οποίος, όσα χρόνια και να περάσουν, δεν θα λησμονηθεί ποτέ ως ένας… ξεχασμένος ποδοσφαιρικός θεός!
«Εκείνο που αγαπούσα πάντοτε ήταν το να βρίσκομαι στο επίκεντρο της προσοχής. Και στη Σαουθάμπτον ήμουν ο βασιλιάς. Ήταν εύκολο να παραμένω στην κορυφή του χωριού μας. Απλώς κατέβαζα την μπάλα, σούταρα από τα 30μ. και η αποθέωση ακολουθούσε μόνη της. Αν είχα πάει κάπου αλλού, το πιθανότερο είναι πως δεν θα συνέβαιναν τα παραπάνω. Και τότε θα ήμουν λυπημένος. Ξέρω πως έτσι δεν κατάφερα να κατακτήσω τίτλους. Για μένα όμως δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή από το ότι κατάφερα με αυτήν τη μικρή ομάδα να παραμείνουμε αδιάλειπτα για 16 χρόνια στη μεγάλη κατηγορία. Αυτό είναι το μεγαλύτερο παράσημό μου».
Λουκάνικα, Coca-Cola και Μότσαρτ
Τελικά ο Ματ Λε Τισιέ ουδέποτε εμφανίστηκε σαν όλους τους άλλους ποδοσφαιριστές της γενιάς. Σε μία εποχή που το αθλητικό, γρήγορο πρότυπο άρχιζε να κάνει τη διαφορά, εκείνος υπήρξε πιστός στο αλέγκρο.
Ένας ποδοσφαιριστής που δεν ασχολήθηκε ποτέ με το κορμί και τη φυσική κατάστασή του. Που πριν την προπόνηση κατέβαζε muffins με σοκολάτα και μήλο. Μετά την προπόνηση χτυπούσε λουκάνικα και αβγά με κέτσαπ. Και από το απόγευμα και μετά συντροφιά με το αγαπημένο του Malibu με Coca-Cola, μέχρι να δύσει ο ήλιος. Ίσως αρκετές φορές και μέχρι να ανατείλει ο επόμενος.
Αυτός είναι ένας τύπος που έπαιξε για έναν σύλλογο σε όλην την επαγγελματική του καριέρα και που επέλεξε να ζήσει με ταπεινά δυσανάλογο εβδομαδιαίο μισθό, ενώ θα μπορούσε να έχει γίνει πλούσιος κάπου αλλού.
Αυτός λοιπόν υπήρξε ο απόλυτος legend, του οποίου οι συλλογές στο Youtube είναι οριακά πορνογραφικές. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευλάβεια από μία συγκεκριμένη συλλογή όσων θαυμαστών ξεδίπλωσε στο χορτάρι. Ένα βίντεο που περιλαμβάνει ό,τι και τα υπόλοιπα. Μόνο που κάποιος αποφάσισε να του φερθεί με την πιο ταιριαστή ευλάβεια και το έντυσε με τη μουσική του Μότσαρτ.
Περί Θεού
Και, εάν κάποιος προσπάθησε πραγματικά να καταλάβει, ίσως πρέπει να εστιάσει στη δική του άποψη για τον Θεό. «Η ζωή είναι ένα είδος μελαγχολικού μυστηρίου, του οποίου μόνο η Πίστη γνωρίζει το μυστικό. Ούτως ή άλλως, τίποτα δεν είναι τόσο ακλόνητα πιστευτό όσο αυτό που γνωρίζουμε λιγότερο»!
Όσο για τον ίδιο, ουδέποτε αναζήτησε τη θεία υπόστασή του. Απλά υπήρξε διαφορετικός. Αυτός για τον οποίον δεν μάθαμε πραγματικά πολλά. Και έτσι έγινε αιρετικός και με κάποιον τρόπο εξοστρακίστηκε από την παρέα των μεγάλων.
Ο Ματ Λε Τισιέ δεν ήταν όπως εσύ, εγώ ή οι αστέρες του ποδοσφαίρου και ίσως γι’ αυτό και να τιμωρήθηκε κατά κάποιον τρόπο για τις βαρετές ποδοσφαιρικές μας αμαρτίες. Επειδή εκείνος δεν θα μπορούσε ποτέ να ζήσει το παιχνίδι βαρετά.
Και εάν υπήρξε ποτέ ένας ελεήμων θεός της μπάλας, ας μας συγχωρήσει όλους…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: