Ήταν μία απόφαση την οποία περίμενα με μεγάλη αγωνία. Και αυτό γιατί δεν κρύβω ότι δεν έχουμε πια μεγάλη εμπιστοσύνη στο δικαστικό σύστημα.
Είναι μέρος του συστήματος ενός κράτους και μίας χώρας που μας αφήνει συχνά αμφιβολίες…
Ήμουν αγχωμένος όλες αυτές τις τελευταίες ημέρες για την κατάληξη της δίκης για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και την απόφαση για τους κατηγορούμενους και τις ποινές τους.
Όμως τα στοιχεία ήταν ακράδαντα, οι αποδείξεις ήταν μπροστά στα μάτια όλων. Επομένως, παρά τις αρχικές σκέψεις μου, αυτό περίμενα και με χαροποίησε ιδιαιτέρως.
Δυστυχώς, οφείλουμε ένα μεγάλο και μελαγχολικό «ευχαριστώ» στον Παύλο Φύσσα και στην μητέρα του, γιατί η Χρυσή Αυγή είχε «πλούσια» δράση και πριν από αυτή τη δολοφονία.
Οι επιθέσεις της ήταν αμέτρητες. Απλώς υπήρξαν δολοφονίες ανθρώπων που δεν απασχόλησαν την κοινή γνώμη γιατί ήταν αλλοδαποί, μετανάστες, πρόσφυγες.
Ήρθε εκείνη η μαύρη μέρα με τον Παύλο και ανάγκασε όλο το σύστημα να σταθεί απέναντι σε αυτή την εγκληματική οργάνωση. Ο κόσμος δεν μπορούσε πια να κάνει τα στραβά μάτια.
Αν δεν είχε πέσει αυτό το παιδί, ίσως ακόμη αυτοί οι άνθρωποι να ήταν στη Βουλή και μάλιστα με αυξημένη υποστήριξη από ένα κοινό που είτε δεν γνώριζε είτε επέλεγε να αγνοεί τα σημάδια…
Με πείραζε, με εκνεύριζε, με εξόργιζε η στήριξη δημοσίων προσώπων από διάφορους τομείς στη Χρυσή Αυγή.
Αισθάνομαι θυμό γιατί άνθρωποι τους οποίους θαύμαζα για τη δουλειά τους, εκφράζονταν τόσο θερμά και «ωμά» για αυτή την οργάνωση.
Από την άλλη, ήταν μία ευκαιρία να ξέρουμε ποιον έχουμε δίπλα μας, ποιον βάζουμε μέσα στο σπίτι μας, ποιου καλλιτέχνη τα τραγούδια ακούμε. Ποιοι είναι, τελικά, τα (λάθος) πρότυπά μας.
Ο κόσμος, πάντως, τουλάχιστον στον πλειοψηφία του, εξακολουθεί να μένει αμέτοχος. Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν οι καλοί, οι κακοί, αλλά και αυτοί που δεν κάνουν τίποτα.
Εκείνοι που δεν επιλέγουν πλευρά είναι συνήθως οι περισσότεροι και γέρνουν την πλάστιγγα προς μία πλευρά. Την κακή. Εκείνοι που σκέφτονται «δεν τα έχουν βάλει μαζί μου» ή «καλύτερα να μην μιλήσω» και «πού να μπλέκω τώρα;».
Σε μία κοινωνία που οδεύει προς το ναζισμό, τον φασισμό και τις ιδεολογίες του μίσους, δεν αρκεί να μην είσαι απλά φασίστας ή ναζιστής. Πρέπει να είσαι «αντί», σε όλα αυτά.
Γιατί η ανοχή η δική μας έφερε τα πράγματα ως εδώ και φτάσαμε να μετράμε δολοφονίες και επιθέσεις…
Έπρεπε να φτάσουμε σε τέτοιες καταστάσεις για να διαπιστώσουμε, καθυστερημένα, ότι τα πράγματα έγιναν επικίνδυνα.
Κάποτε τα, λίγα, μέλη της Χρυσής Αυγής θεωρούνταν «εκκεντρικοί». Στην πορεία, για όσους δεν τάσσονταν μαζί τους, έγιναν «γραφικοί».
Μέχρι, βεβαίως, να φτάσουμε στο «επικίνδυνοι» και, κυρίως, στο «εγκληματίες»…
Μεγάλωσα στην Κυψέλη, πολύ κοντά στα γραφεία της Χρυσής Αυγής, στην οδό Πιπίνου.
Εκεί, στη γειτονιά μου, στο σπίτι μου, ακούγαμε διάφορες ιστορίες για αυτούς τους μαυροντυμένους με ξυρισμένα κεφάλια τύπους που θα έδερναν κάποιον σκουρόχρωμο ή αναρχικό.
Τότε τα θεωρήσαμε μεμονωμένα περιστατικά και ήμασταν κι εμείς σε μία ηλικία που δεν καταλαβαίναμε τι πάει να συμβεί.
Τα βλέπαμε ως γραφικά. Να πούμε μία ιστορία στο σχολείο για το τι ακούσαμε. Αλλά αφού τα ανεχτήκαμε όλα αυτά και συχνά γελούσαμε, καταλήξαμε ως εδώ.
Στην αρχή γελούσαμε και με τους πέντε τύπους που κατεβαίνουν στις εκλογές, παίρνουν 0,3% και «ψηφίζονται μόνοι τους» και λέγαμε πως δεν τρέχει τίποτα.
Αυτό το «έλα, μωρέ, δεν μας ενοχλούν» ή το «αν δείξω την ελληνική ταυτότητα δεν θα με πειράξουν» άρχισε να γιγαντώνει απρόσμενα μία ανεξέλεγκτη κατάσταση.
Δεν περιμέναμε ποτέ να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα.
Η γειτονιά μου στην Κυψέλη ήταν από τα εφηβικά χρόνια μου πολυπολιτισμική και η δική μου σκέψη και νοοτροπία διαμορφώθηκε αντίστοιχα, διαφορετικά.
Η περιοχή ήταν από τις πρώτες που δέχθηκαν πρόσφυγες, μετανάστες, ανθρώπους που είχαν προβλήματα και ήθελαν απλώς να φτιάξουν τη ζωή τους δίχως να δημιουργούν προβλήματα.
Ήθελαν να συνυπάρξουν αρμονικά και δεν ήταν κακοί άνθρωποι επειδή έχουν άλλο χρώμα ή πιστεύουν σε άλλο θεό.
Είχαν φτάσει στα μέρη μας για κάποιο λόγο. Δεν είχαν σκοπό να ληστέψουν, να βιάσουν ή να κάνουν άλλο κακό. Σαφώς και σε κάθε ομάδα μπορεί να υπάρχουν και άσχημα στοιχεία, όμως αυτό ισχύει για κάθε κοινωνική ομάδα και υπάρχουν και ανάμεσά «μας».
Το να λες ότι «όποιος έχει σκούρο δέρμα είναι κακός», είναι απλά η αρχή του φασισμού. Δεν δεχόμαστε εύκολα άλλες κουλτούρες, σε μία εποχή, όμως, που τα κράτη έχουν γίνει πολυπολιτισμικά.
Μας ενοχλεί ότι κάποιοι ξεχωρίζουν. Τους Γερμανούς, τους Γάλλους, για παράδειγμα, δεν τους δείχνουμε με το δάχτυλο. Μας ενοχλεί το άλλο χρώμα, το άλλο ντύσιμο, ο άλλος θεός ή η άλλη κουλτούρα. Κοιτάμε με άλλο μάτι, ξενοφοβικά, τον άλλον…
Δεν είμαστε κάποιος παράδεισος. Θα πρέπει να σκεφτούμε το πού μπορεί να ήταν αυτοί οι άνθρωποι που αναγκάζονται να αφήσουν τη χώρα τους για να έρθουν εδώ, να ζήσουν σε τέτοιες συνθήκες.
Φτάνουν εδώ δίχως ουσιαστικά μεγάλη βοήθεια από επίσημους φορείς.
Το παράδειγμα των αδερφών Αντετοκούνμπο είναι χαρακτηριστικό, γιατί κάποια στιγμή «έπρεπε» να πάρουν την ελληνική ιθαγένεια για να βγουν από τη χώρα και να μπορέσει ο Γιάννης να ταξιδέψει στην Αμερική για το ντραφτ του ΝΒΑ.
Μιλάμε για παιδιά που δεν είχαν για χρόνια χαρτιά. Στην ουσία, δεν είχαν ταυτότητα. Περπατούσαν στον δρόμο και ανά πάσα στιγμή κινδύνευαν από το οτιδήποτε.
Όταν αγωνιζόμουν στην ΑΕΚ, είχε έρθει σε κάποιες προπονήσεις ο Θανάσης Αντετοκούνμπο.
Θυμάμαι που λέγαμε πόσο πλούσια αθλητικά προσόντα είχε για την ηλικία των 16-17 ετών. Κοιταζόμασταν με τους συμπαίκτες μου και λέγαμε, «ώπα, εδώ είμαστε!».
Το συζητούσαμε, όμως ανακαλύψαμε ότι αν είχε αποκτηθεί, θα καταλάμβανε θέση ξένου στην Α1!
Την ίδια στιγμή, έπαιζε στη Β΄ Εθνική με τον Φιλαθλητικό και δεν ξέραμε με ποιον τρόπο… Είναι αυτά τα οξύμωρα της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού μπάσκετ.
Αυτό συνέβαινε σε ένα νέο παιδί στον αθλητισμό. Φανταστείτε τα προβλήματα ενός παιδιού στο σχολείο. Φανταστείτε ένας μετανάστης να πρέπει να πάει σε μία δημόσια υπηρεσία.
Πώς να κάνει το οτιδήποτε χωρίς χαρτιά; Δεν υπάρχουν επαρκή προγράμματα ένταξης για άτομα που έρχονται σε μία κοινωνία που δεν τους βοηθά και ο κόσμος, με τη στάση του, δεν διευκόλυνε τα πράγματα.
Και δεν αναφέρομαι στις μέρες μας, με τις μεγάλες ροές μεταναστών, που φτάνουν εδώ από εμπόλεμες ζώνες είτε αντιμετωπίζονται όπως αντιμετωπίζονται στην Τουρκία.
Παλαιότερα έρχονταν πρόσφυγες τους οποίους μπορούσαμε να εντάξουμε ευκολότερα.
Η υπόθεση των αδερφών Αντετοκούνμπο, με τη γραφειοκρατία, είναι μία μορφή υποκρισίας.
Δεν είμαστε απλώς μία κοινωνία ρατσιστική στο χρώμα του δέρματος. Είμαστε ρατσιστές αν ο άλλος είναι φτωχός, κατατρεγμένος.
Δεν θα ενοχλήσει κανέναν ένας μαύρος με βίλα. Δεν θα τον κοιτάξουν με μισό μάτι. Έχουμε πρόβλημα με το ότι κάποιος έρχεται χωρίς τίποτα, από μία υπανάπτυκτη χώρα.
Ο Νότης Σφακιανάκης είχε αναφέρει πριν από χρόνια ότι του χαλούν την αισθητική τα παιδιά στα φανάρια… Δηλαδή αν εμένα δεν μου αρέσει εκείνος, πρέπει να τον βρίσω, να τον κυνηγήσω;
Είναι θέμα κοινωνίας και όλα αυτά οδηγούν στο αν μας ενοχλεί το πώς ντύνεται ο άλλος. Σε μία κοινωνία που υποτίθεται ότι παρέχει ελευθερίες.
Είναι πρότυπα ανθρώπων και συμπεριφορών που αναπτύσσουν αστεία, αλλά συνάμα και κραυγαλέα επιχειρήματα για τις θέσεις τους.
Και όλα αυτά για ανθρώπους, για συνανθρώπους μας…
Αυτός είναι ο λόγος που επιθυμούμε να ακούγεται ο δημόσιος λόγος αθλητών, καλλιτεχνών ή άλλων προσωπικοτήτων τους οποίους ακολουθεί κόσμος.
Δεν ξέρω αν η φωνή, η άποψη είναι ακόμη ταμπού για τους αθλητές. Έχει να κάνει με τον καθέναν ξεχωριστά, αλλά και με μία γενικότερη νοοτροπία, το πώς τον αποδέχεται ο κόσμος.
Η δουλειά μας έχει να κάνει πολύ με την αποδοχή και πολλοί αρνούνται να πουν κάτι και να «τσαλακώσουν» την εικόνα τους. Γιατί να πω κάτι που θα μου αφαιρέσει οπαδούς ή θα με φέρει σε κόντρα με κάποιους;
Μονάχα που όσα ζούμε σε μία κοινωνία έχουν -και πρέπει να έχουν- αντίκτυπο. Εγώ είμαι αθλητής, αλλά παίζω μπάσκετ πέντε ώρες την ημέρα. Τις υπόλοιπες, έχω προβλήματα, δεν γίνεται να αποκοπώ από όλα αυτά και να μην ξέρω τι συμβαίνει στη χώρα μου για κοινωνικά, οικονομικά, εργασιακά ζητήματα. Δεν γίνεται και δεν θέλω να ζω σε μία «φούσκα».
Τελειώνεις τη δουλειά σου στο γήπεδο, στο θέατρο, στην πίστα και παίρνεις το αυτοκίνητό σου και οδηγείς ή περπατάς στην πόλη σου.
Δεν μπορείς να κάνεις ότι δεν βλέπεις τα προβλήματα και αν δεν υψώσεις τη φωνή σου για αυτά, θα φτάσουμε να κοιτά ο καθένας τη δουλειά του και να προσπαθεί να ζει μία ζωή μακριά από τις συγκρούσεις.
Αλλά αυτές οι συγκρούσεις μάς έχουν φτάσει ως εδώ.
Ακόμη και για την πρόοδο των κοινωνιών δεν έγινε κάτι αναίμακτα ή δίχως προσπάθεια του ανθρώπου. Κάποια πράγματα συνέβησαν, επιτεύχθηκαν με συγκρούσεις, ίσως και με βία και φυσικά με το να διαλέξεις πλευρά.
Και όταν έχεις μία θέση ισχύος και αποτελείς πρότυπο, θα φτάσει κάπου η φωνή σου.
Για παράδειγμα, η δική μου φωνή θα φτάσει στα 50 μέτρα, του Γιώργου Πρίντεζη στα 5.000 μέτρα και του Γιάννη Αντετοκούνμπο, του MVP του ΝΒΑ, θα ξεπεράσει τη γη.
Η «γυάλα» των αθλητών είναι κάτι που και βρίσκουν συνήθως μπροστά τους, αλλά και επιδιώκουν να συντηρήσουν. Έχουμε μεγαλώσει με αυτό τον τρόπο, είτε είμαστε αθλητές είτε όχι.
Μας λένε «δεν πειράζει, μην τ’ αγγίζεις αυτά τα θέματα». Μην αγγίζεις τη θρησκεία, την πατρίδα, το ότι βάλαμε ένα ναζιστικό κόμμα στη Βουλή. Μας λένε ότι δεν πειράζει, ότι όλοι είναι αλήτες ή κλέβουν.
Δεν γίνεται όμως να λειτουργούμε με αυτό τον τρόπο, να τα προσπερνάμε όλα.
Αλλά έτσι μεγαλώνουμε και όταν φτάνεις σε ένα σημείο που σε χειροκροτούν, φωνάζουν το όνομά σου γιατί απλώς παίζεις μπάσκετ ή τραγουδάς, λες «καλά είμαστε εδώ, ας μην το χαλάσουμε».
Αυτό, πάντως, μου κάνει μεγαλύτερη εντύπωση για τους αθλητές, γιατί αν μιλούσαμε για 15-20 χρόνια πριν, όλοι αμείβονταν πλουσιοπάροχα και πίστευαν σε σημείο βολέματος ότι έτσι λειτουργούν όλα.
Πλέον, όμως, είσαι μέσα στα προβλήματα. Πέρα από δέκα-δεκαπέντε παίκτες του Ολυμπιακού, του Παναθηναϊκού ή παιδιά που παίζουν στο εξωτερικό, οι υπόλοιποι ούτε οικονομικά εξασφαλισμένοι είμαστε ούτε «στρατούς» οπαδών έχουμε από πίσω μας για να ζητωκραυγάζουν το όνομά μας.
Έχουμε καθημερινά προβλήματα κι εμείς, όπως όλος ο κόσμος, αλλά προσπαθούμε να μείνουμε θετικοί απέναντι σε όλα.
Πολλοί δεν διαλέγουν να είναι role models. Κάποιοι λένε απλώς ότι τους αρέσει να παίζουν μπάσκετ ή ποδόσφαιρο και δεν τους απασχολεί να είναι πρότυπα.
Από τη στιγμή που αυτό έρχεται με το επάγγελμά σου, πρέπει να τηρείς μία υπεύθυνη στάση.
Αν εγώ παίζω σε ένα γεμάτο ΟΑΚΑ και βρίζω ή δέρνω τον αντίπαλο, ο οπαδός που ταυτίζεται μαζί μου θα κάνει το ίδιο και θα μάθει να μισεί κάθε έναν που είναι διαφορετικός.
Είτε αποδέχεσαι είτε δεν αποδέχεσαι τον ρόλο του role model, είσαι ίνδαλμα για κάποιους και ό,τι πεις ή ό,τι κάνεις μετράει περισσότερο. Οφείλεις να δίνεις μεγαλύτερη προσοχή.
Εγώ ένιωσα ενοχλήσεις για πράγματα που είπα ή έκανα, όμως τα social media μπήκαν στη δική μου μπασκετική ζωή πολύ αργά.
Όταν έπαιζα π.χ. στην ΑΕΚ δεν είχαμε το Twitter δεν ξέραμε πώς να το επικοινωνήσουμε. Τώρα ανήκω στους πολλούς μπασκετμπολίστες, δεν έχω απήχηση και οι «ενοχλήσεις» είναι συγκεκριμένες, περιορισμένες και διαχειρίσιμες.
Αν το έκανε κάποιος άλλος μπορεί να είχε περισσότερες, αλλά ταυτόχρονα θα είχε και περισσότερους ανθρώπους να τον βοηθήσουν σε αυτή τη «μάχη» και να ταχθούν στο πλευρό του.
Παράλληλα, η σχέση αθλητών-Μ.Μ.Ε. είναι ένας φαύλος κύκλος. Τα media ρωτούν αυτά που «πρέπει» να ρωτούν. Ο παίκτης έχει πέντε συγκεκριμένες απαντήσεις στο μυαλό του και έχει ακούσει και άλλες πέντε από άλλους.
Ο Τύπος ίσως να φταίει στο ότι δεν ζητά από πολύ αναγνωρίσιμους και πρωτοκλασάτους αθλητές τη γνώμη τους για θέματα όπως η δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Θα ήθελα να ξέρω αν τα Μ.Μ.Ε. ζητούν την άποψη αυτών των αθλητών και αν τελικά εκείνοι είναι απρόθυμοι να μιλήσουν.
Με κάποιους αθλητές, όπως ο Γιώργος Μπαντής, έχουμε ξεκινήσει συλλογικές δράσεις για την κοινωνική δραστηριοποίηση του αθλητή.
Είναι, βεβαίως, ακόμη σε «νηπιακό» στάδιο, αλλά από κάπου πρέπει να αρχίσουμε.
Ο Γιώργος Μπαντής, παρότι πρόεδρος του συνδέσμου ποδοσφαιριστών, είναι άνθρωπος που δεν έχει όρια και έχει παίξει μεγάλο ρόλο, ενώνοντας αθλητές από πολλά αθλήματα.
Κάτω από την παρουσία του, προσπαθούμε κι εμείς να κάνουμε διάφορα πράγματα, όμως έχουμε ακόμη πολλή δουλειά.
Θα ήθελα να δω μαζί μας πολύ περισσότερο κόσμο και πιο αναγνωρίσιμους παίκτες, να κάνουν κάτι. Από κάπου πρέπει να γίνει μία αρχή.
Τον Γιώργο Μπαντή τον ήξερα παρακολουθώντας ποδόσφαιρο. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο και συμφωνήσαμε σε πολλά πράγματα.
Δυστυχώς το κοινό τον έμαθε κυρίως με την ιδιότητα του προέδρου του Π.Σ.Α.Π., αν και έχει πίσω του μία σημαντική ιστορία πολλών ετών.
Αυτός είναι ο λόγος που επιμένω ότι το ποιος είσαι και σε ποια ομάδα παίζεις στην Ελλάδα παίζει τεράστιο ρόλο και γι’ αυτό θα έπρεπε οι αθλητές να βγαίνουν μπροστά. Πιστέψτε με, υπάρχουν αθλητές που μπορούν να τα βάλουν με το σύστημα ή να σταθούν απέναντι στο κάθε κοινωνικό ή αθλητικό κατεστημένο.
Δεν είμαστε στο ΝΒΑ, όπου πλέον οι παίκτες κάνουν ό,τι κάνουν με μεγάλη υποστήριξη από τη Λίγκα. Είμαστε μικρή χώρα με πρότυπα και, καλώς ή κακώς, με οπαδικούς «στρατούς», αν βγει κάποιος πρωτοκλασάτος να πει κάτι, θα λάβει μεγάλη υποστήριξη.
Θέλουμε να κινητοποιήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερους αθλητές, να είναι ενεργοί και εκτός γηπέδου, να παίρνουν θέση, να έχουν άποψη και να την εκφράζουν. Να μην μένουν αμέτοχοι.
Ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία μάς επηρεάζει. Δεν γίνεται να κάνουμε ότι δεν μας επηρεάζει. Δεν γίνεται να μην έχουμε λόγο. Χρειαζόμαστε πολλές και πολύ περισσότερες φωνές.
Ο Αβραάμ Καλλινικίδης είναι καλαθοσφαιριστής του Οίακα Ναυπλίου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Χάρης Γιαννόπουλος: «Μίλα, εκφράσου!»: Σκέψεις ενός 30χρονου μπασκετμπολίστα…
Χουσεϊν Αμπάς: «Πέρα Από Τα Σύνορα»
Γιώργος Μπαντής: «Εμπνευσμένες μειοψηφίες»
Ελίνα Τζένγκο: «Ιδρώτας και κόπος»
Γιε Πουρ Μπίελ: Η φλόγα της ελπίδας
Η Ναόμι Οσάκα δεν ήθελε, αλλά έμαθε να μιλά για όσα έχουν σημασία
Από πρόσφυγας, σταρ στο γήπεδο, η Νάντια Ναντίμ παίζει για την ισότητα