Στην Ιταλία έζησα αξέχαστες στιγμές!
Η Μπολόνια ήταν η πρώτη μου ομάδα, όταν έφυγα για το εξωτερικό, οπότε για εμένα ήταν κάτι το τελείως πρωτόγνωρο.
Πήγαινα σε μια χώρα όπου δεν γνώριζα την γλώσσα, άρα το να μπω στη διαδικασία να μάθω να μιλάω Ιταλικά όσο πιο γρήγορα γινόταν και να μπω, να προσαρμοστώ στο σύνολο ήταν κάτι εντελώς καινούργιο.
Όμως το έκανα πάρα πολύ γρήγορα, γιατί εκεί σε “αναγκάζουν” με τον τρόπο τους, και δέθηκα πάρα πολύ με την ομάδα, καθώς κατάφερα και έμεινα τέσσερα χρόνια.
Στην Μπολόνια δεν ήμουν μόνος μου. Μόλις παντρευτήκαμε με τη γυναίκα μου, πήγαμε και μείναμε μαζί, έμεινε έγκυος στην Ιταλία και γέννησε, πριν τελειώσει η χρονιά. Ήμασταν μαζί ως οικογένεια όλα τα χρόνια στην Ιταλία.
Το ωραίο και με τις δύο ομάδες, την Μπολόνια και την Ελλάς Βερόνα, ήταν ότι είχαν πάνω-κάτω την ίδια ιστορία και την έζησα κι εγώ.
Αγωνίζονταν και οι δύο στην Β’ Εθνική Ιταλίας και διεκδικούσαν την άνοδο.
Οπότε κατευθείαν, στον πρώτο χρόνο συμμετοχής μου, ανεβήκαμε κατηγορία με την Μπολόνια μετά από χρόνια και το ίδιο συνέβη και στην Ελλάς Βερόνα. Και οι δύο ομάδες επανήλθαν στην Serie A.
Έζησα τρία απίστευτα χρόνια στην Α’ κατηγορία, ήταν ένα όνειρο για εμένα να μπορέσω να αγωνιστώ εκεί. Και βίωσα τόσο έντονες στιγμές.
Να είσαι εκεί και να βλέπεις 35.000 κόσμο σε μια πλατεία και να ζητωκραυγάζουν, επειδή μετά από τόσα χρόνια επανήλθαν στη Serie A, ήταν κάτι που δεν το περίμενα ποτέ στα όνειρά μου.
Είναι αξέχαστες οι στιγμές από την καριέρα μου στην Ιταλία και η καθεμιά απ’ αυτές είναι ξεχωριστή.
Η στιγμή που γίνεσαι επαγγελματίας και υπογράφεις το πρώτο σου επαγγελματικό συμβόλαιο είναι αξέχαστη. Δεν πρόκειται να την ξεχάσεις ποτέ.
Άρα πάμε στο μετά, στην επόμενη στιγμή, όταν θα φορέσεις τη φανέλα και θα παίξεις στο επόμενο ματς με την ομάδα που αγαπάς. Κι αυτή η στιγμή επίσης δεν ξεχνιέται ποτέ.
Στη συνέχεια, δημιουργούνται άλλα όνειρα.
Με Βερόνα και Μπολόνια μεγάλες στιγμές αποτέλεσαν οι πρώτες μου συμμετοχές με τις φανέλες τους, αλλά με την Μπολόνια η άνοδος στην Serie A ήταν κάτι το φοβερό.
Μετά από τόσα χρόνια ξαφνικά βλέπεις τόσον κόσμο στην κεντρική πλατεία και 45.000 στο γήπεδο, εσύ είσαι σε ένα πούλμαν και εκείνοι ζητωκραυγάζουν.
Μετά, έρχεται η Ελλάς Βερόνα που δένεσαι μαζί τους με τον ίδιο τρόπο. πάλι άνοδος, χιλιάδες κόσμος στην αντίστοιχη πλατεία.
Και με τις δύο ομάδες δέθηκα πάρα πολύ.
Ειδικά με την Μπολόνια υπήρχε πολύ έντονο δέσιμο, γιατί ήταν η πρώτη μου φορά εκτός της πατρίδας μου και εκεί είδαν έναν άνθρωπο, έναν ποδοσφαιριστή που -όπως ακριβώς έκανα και στις άλλες ομάδες όπου αγωνίστηκα- σεβόταν τη φανέλα που φορούσε.
Επιπλέον ήθελα να μη δημιουργώ ποτέ προβλήματα και να δίνω το 100% στον αγωνιστικό χώρο. Τόσο στην Μπολόνια όσο και την Ελλάς Βερόνα αυτό είδαν σε εμένα οι φίλαθλοι και γι’ αυτό αγαπήθηκα κι από τις δύο ομάδες, γι’ αυτό αγάπησα και τις δύο ομάδες.
Με την Ελλάς Βερόνα ήταν λίγο διαφορετική ιστορία, γιατί εκείνη η περίοδος συνέπεσε με την περίοδο ασθένειας και τον θάνατο του αδερφού μου, οπότε το δέσιμο με τους φιλάθλους ήταν ακόμα πιο μεγάλο, καθώς μου στάθηκαν.
Ήταν κάτι που με έκανε να νιώσω ότι είμαι πλέον μέλος αυτής της ομάδας, δηλώνω οπαδός, φίλαθλος της Ελλάς Βερόνα, είμαι μέλος αυτής της οικογένειας, έχει περάσει “μέσα στο αίμα μου”, με έχει διαποτίσει.
Όσο ήμουν στην Ιταλία, έλεγα ότι δεν θέλω να γυρίσω στην Ελλάδα και, όταν θα γυρίσω για να παίξω, θα το κάνω μόνο για την Λάρισα, να κλείσω την καριέρα μου εκεί. Αυτό ήταν το όνειρο, αυτό ήταν το πρόγραμμα που είχα στο μυαλό μου.
Βέβαια οι στόχοι και τα όνειρα αλλάζουν κάθε φορά, εσύ προετοιμάζεις άλλα, στο τέλος έρχεται κάτι διαφορετικό και προσπαθείς να δημιουργείς καινούργια.
Αυτό το όνειρο όμως ήταν πάντα χαραγμένο μέσα μου, ήθελα να κλείσω την καριέρα μου στην ΑΕΛ, γιατί ήθελα να τελειώσω εκεί από όπου ξεκίνησα.
Το να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα από την Ιταλία δεν ήταν σωστό, ήταν μια λάθος επιλογή για εμένα, αλλά, όταν το έχεις βάλει μέσα σου, λες «ξέρω ότι κάνω λάθος επιλογή, αλλά το κάνω για μένα».
Και ήταν και ένα τάμα που το είχα κάνει, επειδή έχασα τον αδερφό μου, λέω «θέλω να πάω στην ΑΕΛ, να φορέσω την φανέλα της ομάδας που αγαπήσαμε και… αγαπάμε και οι δυο μας και να μπορέσω να καταφέρω να βάλω ένα γκολ, ώστε να του το αφιερώσω»!
Τα ‘φερε έτσι η ζωή και το κατάφερα, νιώθω γεμάτος, ασχέτως αν ήταν το μεγαλύτερο λάθος που μπορούσα να κάνω ως αγωνιστική επιλογή καριέρας.
Το ήξερα ότι κάνω λάθος, αλλά τότε σκέφτηκα ότι, αφού το έχω αποφασίσει, ας το κάνω, γνωρίζοντας ποιες είναι οι συνέπειες και ότι μπορεί κάποιοι να εκμεταλλευτούν αυτήν την επιλογή μου στο τέλος.
Κάποιοι που προσπαθούσαν να διχάσουν και να δημιουργήσουν προβλήματα, γιατί η κατάσταση στην Λάρισα ήταν λίγο περίεργη εκείνο το διάστημα. Ο κόσμος ήταν διχασμένος με τον Πρόεδρο, οπότε κι εγώ ήμουν “στη μέση” και δεχόμουν πυρά από παντού. Αλλά εμένα δεν με απασχολούσε τίποτα άλλο, ήθελα μόνο να αγωνιστώ, να βάλω τη φανέλα την οποία λάτρεψα από μικρό παιδί.
Στην Μπολόνια είχα καταφέρει να καθιερωθώ. Τέσσερα χρόνια σε μια χώρα όπου είναι πάρα, μα πάρα πολύ δύσκολο να αγωνιστείς, ειδικά για έναν αμυντικό όπως εγώ, πολύ τακτική, τελείως διαφορετική φιλοσοφία.
Εφόσον είχα μπει σε αυτόν τον χώρο, απέδειξα ότι μπορούσα να είμαι εκεί, άρα το ιταλικό ήταν ένα Πρωτάθλημα το οποίο μου ταίριαζε. Οπότε για ποιον λόγο να έμπαινα στη διαδικασία να το αλλάξω, εφόσον βρισκόμουν σε ένα τέτοιο πρωτάθλημα;
Θεωρούσα ότι, στην περίπτωση που επιχειρούσα μια αλλαγή σε ένα διαφορετικό πρωτάθλημα άλλης χώρας, θα το έκανα, για παράδειγμα, για την Premier League, όπως και μου δόθηκε η ευκαιρία με την Σουόνσι.
Εκεί λοιπόν όντως μου δόθηκε η ευκαιρία, αλλά έζησα κάποιες στιγμές και καταστάσεις που δεν με κάλυπταν και ξαφνικά επέστρεψα και πάλι στο “σπίτι μου”, στο ιταλικό πρωτάθλημα, όπου με γνώριζαν, ώστε να μπορέσω να ξαναγωνιστώ και να διεκδικήσω μια θέση στην Εθνική μας ομάδα. Αυτός ήταν ο στόχος.
Στο δικό μου μυαλό, η ζωή του ποδοσφαιριστή είναι σπίτι-προπόνηση, προπόνηση-σπίτι, καλή διατροφή, ξεκούραση, να βγεις μια βόλτα με την οικογένεια σου έξω, ένα φαγητό, αυτά, μέχρι εκεί.
Δεν με ενδιέφεραν στο εξωτερικό τα καλά τα σπίτια, τα καλά τα αυτοκίνητα. Για όλα αυτά εσύ διαλέγεις να έχεις τι θέλεις, γιατί ήμασταν καλά αμειβόμενοι και ήταν επιλογή μας το αν θα μέναμε σε ακριβά σπίτια ή θα οδηγούσαμε ακριβά αυτοκίνητα.
Τα χρήματα είναι πολύ καλύτερα στο εξωτερικό, εννοείται.
Ωστόσο χρειάζεσαι ένα σπίτι με κάποιες ανέσεις. όχι μια βίλα τεράστια για τρία άτομα, ένα απλό διαμέρισμα θέλαμε και να έχουμε τα βασικά πράγματα.
Ο καθένας μπορεί να καταλάβει τι λεφτά μπορεί να χαλάσει και τι όχι.
Από την άλλη, ένα καλό αυτοκίνητο είναι ωραίο να το οδηγείς. Είναι και τι τρέλα έχει ο καθένας. Μου αρέσει, αλλά δεν είχα ποτέ τρέλα με τα γρήγορα αυτοκίνητα. Ένα ωραίο αυτοκίνητο όμως μου άρεσε να το οδηγώ, το έκανα, το κάνω και, αν το μπορεί και το σηκώνει η τσέπη μου, θα το κάνω και αργότερα.
Το ότι έζησε στην Ιταλία η κόρη μας στα πρώτα χρόνια της ζωής της, το θεωρούσαμε προνόμιο. Δεν υπάρχει ωραιότερο προνόμιο!
Βρισκόμασταν στο εξωτερικό, η μικρή μπορούσε να ζήσει κάτι διαφορετικό, να μάθει την κουλτούρα την Ιταλική, αύριο-μεθαύριο θα μεγαλώσει, θα θέλει να σπουδάσει, θα έχει μια επιλογή παραπάνω στο εξωτερικό, θα γνωρίζει μια δεύτερη γλώσσα.
Για εμάς ήταν ό,τι πιο ωραίο. Τόσα χρόνια που ήμασταν Ιταλία, νιώθαμε την Ιταλία, τη Βερόνα, την Μπολόνια εντελώς σπίτι μας.
Βέβαια αγωνίστηκα και στην Τσεζένα και την Μπάρι, αλλά ήταν λίγος ο χρόνος εκεί, οπότε δεν ένιωσα δέσιμο και μεγάλο συσχετισμό, δεν ήταν σαν τις άλλες ομάδες που έμεινα τετραετίες.
Στην Μπολόνια τα δύο πρώτα χρόνια ζούσα εκτός πόλης, γιατί με βόλευε στην προπόνηση, ώστε να μπορέσω κι εγώ να ενσωματωθώ όσο πιο γρήγορα γινόταν.
Ωστόσο, μετά τα δύο χρόνια αποφάσισα και πήγα να μείνω στο κέντρο, γιατί μου άρεσε αυτό που δεν είχα, όσο ήμουν στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα φοβόμουν να έρθω σε επαφή με τον κόσμο. Στην Ιταλία ο τρόπος με τον οποίον σε πλησιάζει ο κόσμος είναι τελείως διαφορετικός, οπότε ένιωθα ότι ήθελα να μείνω στο κέντρο της πόλης που ήταν πολυσύχναστα.
Στο εξωτερικό σε αντιμετωπίζουν διαφορετικά, σε σέβονται περισσότερο, είναι πιο ευγενικοί στον τρόπο που θα σε πλησιάσουν.
Στην Ελλάδα ήταν τελείως διαφορετικά για εμένα, γιατί ξαφνικά από την Προοδευτική βρέθηκα να με γνωρίζει όλη η Ελλάδα, όταν πήγα να αγωνιστώ στην ΑΕΚ.
Ήταν κάτι πρωτόγνωρο. κλείστηκα ακόμα περισσότερο στον εαυτό μου, γιατί έβγαινα για φαγητό και έβλεπα ότι με κοιτούσαν ξαφνικά όλοι. Παρατηρούσα ότι κάποιοι με κοίταζαν συνεχώς, επειδή, για παράδειγμα, γελούσα με κάτι, ή ο τρόπος που έρχονταν να μου μιλήσουν είχε έναν τόνο χωρίς ευγένεια, «δώσε μου ένα αυτόγραφο!». Ήταν πολύ σπάνιο να έρθει ένα παιδί να μου ζητήσει ένα αυτόγραφο ευγενικά .
Στην Ιταλία, ειδικά στον Βορρά όπου ήμουν εγώ, στην Μπολόνια, απ’ το μικρό παιδί ως τον μεγαλύτερο, ο τρόπος που έρχονταν να σου μιλήσουν σε έκανε να χαίρεσαι και να θέλεις να μιλήσεις μαζί τους.
Ακόμα και λόγω της αρρώστιας και τελικά απώλειας του αδερφού μου, δεν θέλησα να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα.
Έτσι κι αλλιώς, ήταν μια δύσκολη κατάσταση και παραμένει μια δύσκολη κατάσταση. Δεν έχουν αλλάξει οι συνθήκες.
Ό,τι και να συζητήσω, ό,τι και να πω, δεν μπορώ να παρηγορήσω, δεν μπορώ να ανακουφίσω ούτε τη μητέρα μου ούτε τον πατέρα μου. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό και ούτε θέλω να το κάνω.
Διότι δεν μπορεί να παρηγορηθεί ένας άνθρωπος από τον χαμό του γιού του. Δεν γίνεται.
Ο καθένας το ζει διαφορετικά, με τον δικό του τρόπο, τους αφήνεις, εννοείται ότι είσαι δίπλα τους, εφόσον σε χρειαστούν, αλλά ο καθένας το ζει με τη δική του λογική και προσπαθεί να το ξεπεράσει. Αλλά… δεν ξεπερνιέται.
Το εξωτερικό εμένα με λύτρωσε, με βοήθησε πολύ, γιατί δεν είχα στην καθημερινότητά μου τον αδερφό μου, δεν είχα εικόνες καθημερινότητας. από τα 18-20 μου που έφυγα και χωριστήκαμε, είμαι φευγάτος, οπότε δεν έχω εικόνες και βιώματα καθημερινά μαζί του, πράγμα που με βοηθάει να μην το έχω συνέχεια στο μυαλό μου και με διευκολύνει να το διαχειριστώ.
Ποδοσφαιρικά, η καριέρα χαράχτηκε με την Εθνική ομάδα.
Ήρθε το 2010 η πρόκριση στο Μουντιάλ της Νοτίου Αφρικής και λες «τι ζω τώρα!». Ξαφνικά ξαναέρχεται το δεύτερο Μουντιάλ, της Βραζιλίας το 2014.
Όλες αυτές τις στιγμές δεν μπορείς να τις ξεχάσεις. Όπως και τις άσχημες και τις στιγμές του τέλους με τον αδερφό μου.
Είναι στιγμές που μένουν μέσα σου, σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο, σε κάνουν πιο δυνατό άνθρωπο και λες καμιά φορά «Πέρασα από αυτό, τι κάθομαι και σκέφτομαι κάποια πράγματα που δεν έχουν σημασία; Είναι ανούσια!».
Όλα αυτά, όταν τα βιώνεις και τα κρατάς μέσα σου, γίνεσαι εσύ καλύτερος ως άνθρωπος και καταλαβαίνεις τελικά τι είναι το ποδόσφαιρο, για ποιο λόγο αγωνίζεσαι.
Και αυτό που εγώ έχω καταλάβει είναι ότι αγωνίστηκα, έγινα ποδοσφαιριστής, με στόχο να γίνω καλύτερος άνθρωπος.
Αυτό προσπάθησα να κερδίσω από το ποδόσφαιρο στο τέλος, γιατί ήθελα να μιλάνε για τον Βαγγέλη. Δεν θα με απασχολούσε αν θα έλεγαν «ήταν ένας καλός ποδοσφαιριστής».
Ό,τι βραβείο έχω πάρει, το έχω πάρει για το ήθος μου, το έχω πάρει για τις αξίες μου στη ζωή. Και αυτό είναι που κάνει εμένα, την οικογένειά μου και όλους τους ανθρώπους που ήταν δίπλα μου όλα αυτά τα χρόνια να νιώθουμε περήφανοι!
Όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα!
Ο Βαγγέλης Μόρας είναι προπονητής ποδοσφαίρου, πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
/ Για τον Σούπερμάν μουVangelis Moras: Il mio Superman
Γιώργος Κυριαζής: Ταξίδια Στο Άγνωστο
Στέλιος Μαλεζάς: Η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μου
Αλέξανδρος Τζόρβας: Αλλάζοντας Γάντια / Ιστορίες Απ’ το Τέρμα
Σωτήρης Νίνης: Η ιστορία της ζωής μου – μέρος 1ο / Η ιστορία της ζωής μου – μέρος 2ο