Από πολύ μικρός έπαιζα μπάλα έξω στον δρόμο.
Μέναμε Καλλιθέα, ήταν ήσυχα, ήμασταν κοντά στο ποτάμι, πήγαινα και στη γιαγιά μου εκεί κοντά που είχε άπλα.
Θυμάμαι μάλιστα, ο πατέρας μου μου έβαζε να δω βιντεάκια και μου άρεσαν πολύ ο Μέσι αλλά και ο Ροναλντίνιο που ήταν τότε στα καλύτερά του.
Βλέποντάς με λοιπόν ο πατέρας μου, πήρε την πρωτοβουλία και με πήγε στον Πανιώνιο, από ξεκίνησαν όλα.
Ήμουν σε μικρή ηλικία, έξι ετών, και δεν καταλάβαινα πολλά, είτε ήμουν σε ομάδα είτε όχι, απλώς χαιρόμουν που έπαιζα με άλλα παιδιά σε κανονικό γήπεδο 5×5, χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει ότι αυτό ήταν που ήθελα να κάνω.
Ξεκίνησα με τον κύριο Μπαμπη Σαϊπά, προπονητή μου από την πρώτη στιγμή που πήγα στον Πανιώνιο μέχρι και την αποχώρησή μου, ο οποίος με πίστεψε από μικρό, με στήριξε, με βοήθησε και με αγαπούσε πολύ και, εν τέλει, μου δίδαξε τα πάντα, να πιστεύω στον εαυτό μου, να παίρνω πρωτοβουλίες, να μην φοβάμαι.
Όσον αφορά στον συνδυασμό με το σχολείο, διάβαζα, όταν έπρεπε να διαβάσω, και έπαιζα ποδόσφαιρο, όταν έπρεπε να παίξω ποδόσφαιρο.
Στην προπόνηση πήγαινα μετά το σχολείο, έκανα και φροντιστήρια στο σπίτι, γενικότερα μπορεί να μην ήμουν και από τους καλύτερους μαθητές, αλλά προσπαθούσα.
Τις Κυριακές πήγαινα να παρακολουθήσω τα παιχνίδια του Πανιωνίου, καθώς ήμουν και Πανιώνιος, ενώ τότε ακόμη δεν είχαν μπει στο μυαλό μου ιδέες ότι θα έφευγα από την Ελλάδα, για να αγωνιστώ στο εξωτερικό, και το μόνο που ήθελα ήταν να παίξω στη βασική ομάδα του Πανιωνίου.
Από το Λουτράκι στην Άρσεναλ την… “κανονική”
Ήταν μια μέρα όπως όλες οι άλλες που πήγαινα για προπόνηση, με πιάνει ο προπονητής μου, ο κύριος Σαϊπάς, και μου λέει ότι με έχουν επιλέξει να πάω για δοκιμαστικά στο Λουτράκι με την elite ακαδημία της Άρσεναλ!
Με είχαν παρακολουθήσει σε κάποιο τουρνουά ο Λάκης Παπαϊωάννου με τον Γιώργο Τόλια.
Στην αρχή δεν το πίστευα ότι ήταν η “κανονική” Άρσεναλ και ότι όντως θα επέλεγαν κάποια παιδιά για την ακαδημία που λειτουργούσε στο Λουτράκι και ρωτούσα τον πατέρα μου τι θα είναι όλο αυτό.
Πήγαμε τελικά και για μια βδομάδα μέναμε εκεί, ήταν μια δοκιμαστική περίοδος.
Ήμασταν αρκετά παιδιά, κάναμε κάποιες προπονήσεις, παίξαμε και διπλό μεταξύ μας, ώστε οι υπεύθυνοι να δουν τα προσόντα μας σε τεχνικά θέματα.
Τελικά, κράτησαν εμένα και άλλο ένα παιδί από τα 50 περίπου συνολικά.
Τότε ένιωσα αγωνία, δεν ήξερα καν ότι έπρεπε να μείνω εσώκλειστος, ήμουν 12 χρόνων, ξεκινούσα πλέον μια άλλη ζωή, ήταν κάτι το οποίο δεν το περίμενα, δεν το είχα φανταστεί, αλλά εννοείται ότι θα το ξαναέκανα.
Αργότερα κατάλαβα πόσο σοβαρό είναι όλο αυτό, ότι όντως, αν είσαι αρκετά καλός και προπονηθείς εκεί, εξελίσσεσαι, γίνεσαι καλύτερος και μπορεί να έχεις μια ευκαιρία να πας στην Αγγλία.
Τα παιδιά εκεί δεθήκαμε και γίναμε φίλοι, περνούσαμε ωραία, κάναμε τις προπονήσεις μας, ερχόταν και προπονητής από την Αγγλία, του οποίου η οικογένεια και ο ίδιος έμεναν μαζί μας. στον εν λόγω κόουτς έστελναν προπονήσεις από την Αγγλία κι εκείνος έπρεπε να μας τις διδάξει, ώστε να βελτιωνόμαστε.
Ήταν όλα πολύ οργανωμένα, ο κύριος Παπαϊωάννου και ο κύριος Τόλιας ήταν οι υπεύθυνοι για τη ζωή μας, ενώ υπήρχαν και άνθρωποι που ήταν υπεύθυνοι για τα μαθήματά μας και τη μόρφωσή μας.
Γινόμουν ολοένα και καλύτερος, είχαμε δώσει πολύ βάση στην τεχνική, δουλεύαμε τις πάσες μας, τα κοντρόλ μας, την επαφή μας με την μπάλα.
Δεν κάναμε φιλικά με μεγάλες ομάδες, αλλά πιο πολύ με ομάδες της ευρύτερης περιοχής. Εκεί έβλεπαν και την εξέλιξή μας.
Έμεινα εκεί δυο χρόνια και στη συνέχεια πήγα με την ακαδημία στις εγκαταστάσεις «Λόλα», τις παλιές του ΠΑΟΚ.
Εν τω μεταξύ, είχα ξεκινήσει να πηγαίνω Αγγλία για προπονήσεις. μας επέλεγε βάσει της απόδοσής μας άνθρωπος από εκεί, αυτό συνέβαινε κάθε δύο μήνες, μέναμε για μια εβδομάδα και μπορεί να κάναμε προπόνηση με την Κ19 ή την Κ20, ενώ ήμασταν μόλις 14 ετών.
Όταν πρωτοπήγα, ήταν μια φοβερή εμπειρία, ήταν και η πρώτη φορά που έμπαινα σε αεροπλάνο και πήγαινα σε άλλη χώρα.
Το προπονητικό κέντρο της Άρσεναλ ήταν το κάτι άλλο, τεράστιο, ενώ, όταν αντίκρισα τους παίκτες της πρώτης ομάδας, εκείνη την εποχή ήταν ο Φαν Πέρσι, ο Ράμσεϊ, ο Σανιά, δεν το πίστευα. Είδα και τον προπονητή Αρσέν Βενγκέρ και λέω «τι γίνεται εδώ πέρα τώρα!».
Στην αρχή είχα αρκετό άγχος, αλλά ήταν όλοι καλοί μαζί μας, εγώ ήμουν 14 ετών και έκανα προπόνηση με την Κ20, οπότε σκεφτόμουν «εντάξει, αυτοί είναι έξι χρόνια μεγαλύτεροί μου, καταλαβαίνουν τη διαφορά».
Στην Άρσεναλ αγωνίστηκα στην Κ18 και την Κ21, καθώς από τα 16 μου είχα πάει μόνιμα πλέον.
Ήταν καλοκαίρι, έδινα εξετάσεις στην Ελλάδα για την Α’ Λυκείου και στη συνέχεια στην Αγγλία κάναμε μαθήματα τρεις φορές την εβδομάδα μέσα στο προπονητικό κέντρο, ώστε να πάρω το ανάλογο ελληνικό απολυτήριο.
Έμενα στο σπίτι μιας οικογένειας (με γονείς και παιδιά) με την οποία συνεργαζόταν η Άρσεναλ, υπήρχε δωμάτιο για εμένα και μου παρείχαν τα πάντα.
Ήταν περίεργα στην αρχή, γιατί δεν μιλούσα τη γλώσσα, εκεί έμαθα αγγλικά, αλλά είχα μαζί μου τον Ηλία Χατζηθεοδωρίδη, με τον οποίον είχαμε επιλεγεί μαζί, κι έτσι ήταν πιο εύκολο για εμένα, γιατί είχα έναν δικό μου άνθρωπο να μιλάμε τη γλώσσα μας.
Κάθε μέρα ξυπνούσα, πήγαινα με τα πόδια στην στάση, μας έπαιρνε ένα βανάκι μαζί με άλλα παιδιά, φτάναμε, παίρναμε πρωινό, κάναμε προπόνηση, τρώγαμε μεσημεριανό, μετά γυμναστήριο και γύρω στις 15:00 μπορούσα να γυρίσω στο σπίτι όπου έμενα.
Ήταν όλα τέλεια, οι προπονήσεις ήταν φανταστικές, μπορούσες να δουλέψεις στα αδύνατα σημεία σου με τον προπονητή και να εξελιχθείς, σε παρακολουθούσαν όλοι οι υπεύθυνοι, κάποιες φορές ερχόταν και ο Αρσέν Βενγκέρ να σε δει και, όποτε η πρώτη ομάδα χρειαζόταν κάποιον παίκτη, μπορεί να πηγαίναμε τρία-τέσσερα παιδιά στις προπονήσεις της.
Στην αρχή ήταν αγχωτικό, αλλά το καλό ήταν ότι τον πρώτο καιρό έκανα προπόνηση στο international break κι είχαν μείνει μόνο έξι-επτά παίκτες της πρώτης ομάδας, δεν θα ήταν το ίδιο, αν ήταν όλοι οι παίκτες εκεί.
Δεν έμαθα ποτέ εάν ο Αρσέν Βενγκέρ ήταν αυτός που ζήτησε τη συμμετοχή μου στην Κ18 και την Κ21, πιστεύω ότι ήταν οι άνθρωποι της ομάδας του που μας έκριναν και μας έδιναν τις ευκαιρίες, όπως και το ανάλογο report στον κόουτς. Βέβαια, όταν πήγαινες με την πρώτη ομάδα, σε έβλεπε και ο ίδιος. Εγώ δεν είχα κάποια ιδιαίτερη επαφή μαζί του, τους μικρούς μάς χαιρετούσε και στην προπόνηση ήταν άλλοι που αναλάμβαναν, ο ίδιος έλεγχε.
Εμένα αυτός που με εντυπωσίαζε πολύ και τον θαύμαζα ήταν ο Οζίλ, ενώ μεγάλη εμπειρία για εμένα ήταν η καθοδήγηση από τον Τιερί Ανρί, ο οποίος ήταν βοηθός προπονητής.
Μας μιλούσε για τις εμπειρίες του από την Μπαρτσελόνα, την Άρσεναλ, από την καριέρα του γενικότερα, μάλιστα ο Αρσέν Βενγκέρ τον άκουγε με σεβασμό, δηλαδή εάν έλεγε ότι κάποιος παίκτης αξίζει, κατευθείαν, χωρίς δεύτερη σκέψη, τον έβαζε στην πρώτη ομάδα.
Έπαιζε και μαζί μας ποδόσφαιρο στα διπλά και ήταν σαν να αγωνίζεται κανονικά, όπως παλιά, φοβερό πάθος, αν έχανε η ομάδα του, νεύριαζε και φώναζε στους συμπαίκτες του, μάλιστα από τα νεύρα του στις ήττες έφευγε από την προπόνηση κάποιες φορές.
«Eίσαι άτυχος»!
Είχα δίπλα μου πολύ καλούς ποδοσφαιριστές και στις ακαδημίες υπήρχε πολύ μεγάλος ανταγωνισμός.
Εννοείται ότι το μεγάλο μου όνειρο ήταν να παίξω στην πρώτη ομάδα, αλλά δυστυχώς δεν πραγματοποιήθηκε.
Είχα έναν ακόμα χρόνο στην ομάδα, αλλά στην Κ23 δεν είχα πολλές συμμετοχές, ήμασταν πολλοί, κάποιες φορές και παίκτες της πρώτης ομάδας έπαιζαν με την Κ23 για να πάρουν παιχνίδια.
Ήθελα να παίξω και πλέον με ήθελε η Νόριτς, με είχε δει και με ήθελε ο προπονητής της Β’ ομάδας.
Φυσικά και δεν ήθελα να φύγω από την Άρσεναλ, κανείς δεν θέλει να φύγει από αυτήν την ομάδα, μεγάλωσα εκεί, ήταν η πρώτη μου ομάδα στο εξωτερικό, αλλά έπρεπε να πάω κάπου να παίξω και εκείνα τα χρόνια δεν είχα την επιθυμία να γυρίσω στην Ελλάδα.
Στη Νόριτς πήγα το 2017, ήταν όλα καλά, οι εγκαταστάσεις πολύ καλές, όχι όπως της Άρσεναλ βέβαια, είχαμε αρκετά γήπεδα, αλλά τα αποδυτήρια και οι συνθήκες ήταν αλλιώς.
Όπως και στην Άρσεναλ, έτσι και στη Νόριτς παρακολουθούσαμε όλα τα παιχνίδια, υπήρχε και πρόστιμο για όποιον δεν πήγαινε, οπότε βλέπαμε όλα τα εντός παιχνίδια, είτε Premier League, είτε Champions League, είτε Κύπελλο.
Εντάχθηκα πολύ γρήγορα στην ομάδα, έπαιξα με την Κ23, αλλά εκείνον τον Οκτώβριο σε έναν αγώνα τραυματίστηκα για πρώτη φορά, στον αστράγαλο, ρήξη συνδέσμου.
Μπήκα χειρουργείο, έκανα αποκατάσταση για τρεισήμισι μήνες, τα πλήρωσε όλα η ομάδα, φυσικοθεραπείες κτλ.
Άρχισα και πάλι να πηγαίνω στο προπονητικό κέντρο, επέστρεψα, όλα καλά, το καλοκαίρι γύρισα σπίτι μου να κάνω διακοπές και τότε μου τηλεφώνησαν και με ειδοποίησαν ότι το καλύτερο για εμένα, για να πάρω παιχνίδια σε υψηλότερο επίπεδο, θα ήταν να πάω δανεικός στην Ολλανδία.
Αυτή η προοπτική μού άρεσε πολύ, ήθελα να το δοκιμάσω, ήξερα ότι η Ολλανδία έχει ένα καλό Πρωτάθλημα και κοντά στο στιλ το δικό μου, οπότε ανυπομονούσα να πάω.
Οι γονείς μου και η αδερφή μου με στήριξαν και σε αυτό, όπως και σε όλες μου τις αποφάσεις, ήθελαν και θέλουν για εμένα το καλύτερο, μάλιστα τόσο στην Αγγλία όσο και στην Ολλανδία έρχονταν συχνά να με βλέπουν.
Πηγαίνω λοιπόν στη Β΄ομάδα της Ντόρντρεχτ, σύλλογο 10 λεπτά έξω από το Ρότερνταμ, και στα πρώτα δέκα παιχνίδια είχα βρει τον ρυθμό μου.
Στην Ολλανδία ήταν όλα καλά, η πόλη, το κλίμα στην ομάδα, οι ίδιοι οι Ολλανδοί, όλα εξαιρετικά.
Ουσιαστικά ήθελα να κάνω τα παιχνίδια μου μέχρι το τέλος της σεζόν, ώστε να πάω προετοιμασία με την πρώτη πλέον ομάδα της Νόριτς.
Ενώ ήταν όλα μια χαρά και αποδίδω, σε μια προπόνηση ακούω το “κρακ” στο γόνατο. Χιαστός-μηνίσκος.
Ο γιατρός μού είπε, καθώς είχαμε παιχνίδι την επόμενη ημέρα, να δοκιμάσω το πόδι στην προπόνηση. μπήκα στο δίτερμα και σε μια φάση “τα άκουσα όλα”.
Γύρισα πίσω στην Αγγλία να κάνω το χειρουργείο και την αποκατάσταση με τη Νόριτς, μάλιστα η ομάδα μού έκανε και έναν χρόνο ανανέωση για να μου δώσει έναν επιπλέον χρόνο, ωστόσο τα προβλήματα με το γόνατο εξακολουθούσαν.
Το καλοκαίρι ήμουν fit αλλά είχα πόνο, οι άνθρωποι όλο το διάστημα ήταν δίπλα μου, από πάνω μου, έκανα και φυσικοθεραπείες με την πρώτη ομάδα, ήμασταν τρεις παίκτες με τον ίδιο τραυματισμό, έκανα τρεξίματα, αλλά ο πόνος εξακολουθούσε και στο πρώτο φιλικό στην προετοιμασία δεν τέντωνε το γόνατό μου και φάνηκε πρόβλημα στη μαγνητική.
Όλο αυτό το διάστημα είχα μεγάλη ψυχολογική επιβάρυνση, μετά από τέτοιον τραυματισμό δεν ξέρεις πώς θα επιστρέψεις, αν θα είσαι ο ίδιος με πριν, περνάνε πολλές σκέψεις από το μυαλό σου, αλλά δεν το έβαλα κάτω.
Μετά το νέο χειρουργείο, ξαναπήγα Ολλανδία, έπαιξα τρία παιχνίδια και ξανάκουσα το “κρακ”, πέταξα πίσω Αγγλία, ο γιατρός μού είπε να κάνω απλώς αποκατάσταση για έξι εβδομάδες και στη συνέχεια να γυρίσω Ολλανδία, αλλά νέα προβλήματα, νέο χειρουργείο, αρθροσκόπηση πλέον.
Ήταν Ιανουάριος του 2020, είχα επανέλθει πλήρως και ήμουν έτοιμος να παίξω 100%, επέστρεψα στην Ντόρτχερτ, είχαν μείνει 10 παιχνίδια για να ολοκληρωθεί το Πρωτάθλημα.
Κι ήρθε ο κορωνοϊός, σταμάτησε το Πρωτάθλημα, πήρα αμέσως τα πράγματά μου να φύγω από τη χώρα, γιατί ξεκινούσε καραντίνα και επέστρεψα στην Ελλάδα.
Ιούνιο πλέον με πήραν από τη Νόριτς και μου είπαν «είσαι άτυχος». ήθελαν τους προηγούμενους μήνες να έβλεπαν πώς θα έπαιζα, ώστε να μου κάνουν ανανέωση συμβολαίου, αλλά δυστυχώς χάλασε τα σχέδια η πανδημία.
«Να ξαναβρώ τον εαυτό μου στην Ελλάδα»!
Ήταν Αύγουστος του 2020 μετά την καραντίνα και άρχισα να ψάχνω για ομάδα στην Ελλάδα.
Πήγα στη Βέροια να κάνω προπονήσεις, ώστε να με δει ο κύριος Παύλος Δερμιτζάκης, ο οποίος ήξερε πώς είμαι “παιχτικά”, αλλά ήθελα να δει σε τι κατάσταση βρίσκομαι. Είδε ότι ήμουν καλά, παίξαμε και κάποια φιλικά, οπότε κάπως έτσι συμφωνήσαμε.
Θεωρητικά μπορεί να πει κανείς ότι ήταν μια απογοήτευση που δεν τα είχα καταφέρει στο εξωτερικό και επέστρεψα, μάλιστα σε συνθήκες, εγκαταστάσεις και υποδομές χαμηλότερου επιπέδου από της Αγγλίας και της Ολλανδίας.
Είχα περάσει όμως πολλά έξω και ήθελα να γυρίσω στην Ελλάδα, να ξαναβρώ και τον εαυτό μου.
Προπονητικά δεν ήξερα καθόλου πώς θα ήταν τα πράγματα στη Βέροια, αλλά τελικά ήταν φανταστικά, ειδικά για μια ομάδα Super League 2, ενώ και στα αποδυτήρια το κλίμα ήταν εξαιρετικό, τα παιδιά ήμασταν πολύ δεμένα.
Ωστόσο, στη συνέχεια δημιουργήθηκαν πολλά προβλήματα, υπήρχε ο αποκλεισμός της ομάδας στα μπαράζ από τη Λαμία, είχε αποχωρήσει και ο Πρόεδρος της ομάδας, μετά τη φυγή του οποίου οι παίκτες ήμασταν στον αέρα.
Έπρεπε λοιπόν να βρω οπωσδήποτε άλλη ομάδα, ούτως ή άλλως το συμβόλαιό μου τελείωνε.
Ο μάνατζέρ μου, ο Ζήσης Βρύζας, με ενημέρωσε ότι ο Πρόεδρος και οι άνθρωποι του Πανσερραϊκού με ήθελαν πολύ.
Ήξερα τη δυναμική της ομάδας, είχε προοπτικές και πήγαινε για Πρωτάθλημα και για προβιβασμό στη Super League, είχαν υπογράψει εκεί πολύ καλοί ποδοσφαιριστές, κάποια μάλιστα ήταν και συμπαίκτες μου στη Βέροια.
Προπονητής τότε ήταν ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος, έπαιξα μαζί του για τέσσερα ματς και μετά ήρθε στην ομάδα ο Παύλος Δερμιτζάκης, με τον οποίον συνεργαστήκαμε και πάλι.
Ο Ελευθερόπουλος ήταν πολύ καλός, προπονητικά ήταν φανταστικός, βοηθούσε τον καθένα ξεχωριστά και μας καθοδηγούσε στον τρόπο παιχνιδιού, μου άρεσε πολύ.
Τον Δερμιτζάκη τον είχα κόουτς τρία χρόνια συνολικά, δύο χρόνια στη Βέροια κι έναν στον Πανσερραϊκό, εξαιρετικός και αυτός, έχει πετύχει ανόδους στην κατηγορία, πολύ σοβαρός άνθρωπος.
Μιλώντας για άνοδο, πιστεύω ότι συνεισέφερα αρκετά στον προβιβασμό του Πανσερραϊκού στη Super League, ήθελα πολύ να βοηθήσω, ώστε να μπορώ κι εγώ να αγωνιστώ στην Α’ κατηγορία.
Η ομάδα είναι σαν σπίτι μου, οι παίκτες έχουμε δεθεί τόσο μεταξύ μας όσο και με τον κόσμο, οπότε όλα αυτά συντέλεσαν στη γενικά καλή πορεία στη μεγάλη κατηγορία.
Προσωπικότητα και ο προπονητής μας, έχει αγωνιστεί σε μεγάλες ομάδες, μας βοηθά συνεχώς να γινόμαστε καλύτεροι στα παιχνίδια μας, βγάζουμε ενέργεια, τρέχουμε και τα δίνουμε όλα ως (νεανικό) σύνολο.
Πανηγυρίζω τα γκολ μου, τις περισσότερες φορές με τον Κώστα Πηλέα, τον οποίον ξέρω από 12 ετών, ήμασταν μαζί από την περίοδο του Λουτρακίου και παίζαμε μαζί στην ακαδημία της Άρσεναλ.
Παρακολουθώ πολύ επίσης και τους παίκτες των αντίπαλων ομάδων, θαυμάζω τον Κώστα Φορτούνη, τον Λιβάι Γκαρσία, τον Γιάννη Κωσταντέλια.
Ως ποδοσφαιριστής έχω πολλά όνειρα για την πορεία μου, πρώτα απ’ όλα να πάνε όλα καλά με την ομάδα μου, τον Πανσερραϊκό.
Ωστόσο, είναι μεγάλη επιθυμία μου να εξελιχθώ και κάποια στιγμή να ξαναγυρίσω στο εξωτερικό, δεν έχω αφήσει την ιδέα, ώστε να αναδειχθώ εκεί!
Ο Σάββας Μούργος είναι διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: Ηλίας Χατζηθεοδωρίδης: Έμαθα ποιος είμαι
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: