Ο πατέρας μου ήταν προπονητής ποδοσφαίρου και μάλιστα από τους λίγους εκείνη την εποχή που είχαν πάρει το δίπλωμα Προπονητικής από τις σχολές της Κολωνίας και της Φλωρεντίας.
Παρόλ’ αυτά, δεν ασχολήθηκε πολύ με το αντικείμενο, ήταν εκείνος όμως που μου μετέδωσε το μικρόβιο για το ποδόσφαιρο.
Το πρώτο ματς που με πήγε να δω στη Θύρα 3 του Χαριλάου ήταν ένα Άρης-ΠΑΟΚ, παιχνίδι που είχε κάνει το ντεμπούτο του ο Ντίνος Κούης και είχε κερδίσει ο Άρης 2-1 με το περίφημο ανάποδο ψαλίδι του Αλεξιάδη. Ήμουν ακριβώς πίσω από την εστία και αυτό που ονειρεύτηκα εκείνη τη στιγμή ήταν να μπορέσω να ζήσω και εγώ κάτι ανάλογο.
Στη γειτονιά μου, τον Άγιο Παντελεήμονα της Καλαμαριάς, είχαμε μια ομάδα, τον Τιτανικό, υπό την επίβλεψη του πατέρα μου, ο οποίος μας πήγαινε συχνά-πυκνά σε κάποια τουρνουά. Σε ένα από αυτά, το οποίο διοργάνωσε ο Άρης, τερματίσαμε πρώτοι, εγώ βγήκα πρώτος σκόρερ και ο Άρης ζήτησε από εμένα και άλλα τρία-τέσσερα ακόμα παιδιά να ξεκινήσουμε προπονήσεις το καλοκαίρι στο Παιδικό της ομάδας.
Εγώ ήμουν 14 ετών, πέρασα όλα τα στάδια, Εφηβικό, Ερασιτεχνικό, και τη δεύτερή μου χρονιά στους Ερασιτέχνες ο Αντώνης Γεωργιάδης, με εισήγηση του προπονητή μου, Κώστα Χατζηκώστα, και του Εφόρου, Λεωνίδα Ποζάνη, με έκανε επαγγελματία τον Μάιο του 1983.
Η ομάδα των Ερασιτεχνών τότε ήταν φοβερή, εγώ, Χατζόγλου, Μπουγιουκλής, Σαμώλης, Χατζηνικολάου, αλλά και οι Οικονομίδης και Δημητριάδης που ήταν η επόμενη φουρνιά.
Κατακτήσαμε τρία συνεχόμενα Πρωταθλήματα (και μάλιστα το πρώτο Πρωτάθλημα Ελλάδος), πράγμα πολύ σημαντικό, γιατί τότε στους Ερασιτέχνες υπήρχαν διαφορές στις ηλικίες. παίζαμε πάντα με μεγαλύτερους και αυτός ίσως ήταν ο λόγος που, όταν γίναμε επαγγελματίες, προσαρμοζόμασταν πιο εύκολα.
Η πρώτη μου επαγγελματική εμφάνιση ήταν τραγική, σε ένα ματς με τη Ρόδο, στο οποίο μάλιστα εμείς κυνηγούσαμε την έξοδο στο UEFA και η Ρόδος είχε ήδη υποβιβαστεί και οι παίκτες της έκαναν μπάνια στην Περαία!
Εγώ μπήκα αλλαγή στο 60′, χάσαμε 0-1 και ο Άρης έχασε την έξοδο στην Ευρώπη.
Τότε είχαμε ακόμη κάποιους παίκτες της λατρεμένης ομάδας που έχασε το Πρωτάθλημα -με τον νόμο να αλλάζει σε μια νύχτα- στο μπαράζ του Βόλου, της πραγματικής -στα δικά μου μάτια- Πρωταθλήτριας τη σεζόν 1979-1980.
Οι διοικούντες του Άρη δεν στάθηκαν ποτέ στο ύψος των περιστάσεων και δεν ήταν αντάξιοι της ιστορίας αυτής της ομάδας, δεν φοβάμαι να το πω. αυτή η ομάδα για μια τριετία θα μπορούσε να χτυπάει το Πρωτάθλημα κάθε χρόνο, αλλά δυστυχώς την αποψίλωσαν, με αποτέλεσμα να έρθει η απότομη ανανέωση με τη δική μας φουρνιά και μόνη εναπομείνασα σημαία μας τον Ντίνο Κούη.
Ήταν το μεγαλύτερο λάθος που έγινε για μένα στη σύγχρονη ιστορία του Άρη, το οποίο και οδήγησε στα λεγόμενα “πέτρινα” χρόνια της δεκαετίας του ’80, με τον Άρη να χρειάζεται μια δεκαετία και την ομάδα του Φοιρού για να ξαναβγεί στην Ευρώπη.
Ερασιτέχνης ακόμη, είχα γνωρίσει τον Κράμερ που ερχόταν και μας έβλεπε στις προπονήσεις. αν αυτός ο άνθρωπος έμενε παραπάνω, ο Άρης θα είχε πάρει σίγουρα ένα Πρωτάθλημα.
Με τον Τάις Λίμπρεχτς, ο οποίος διαδέχτηκε τον Γεωργιάδη και ήθελε να παίζω μόνο σέντερ φορ, παρότι εγώ στην Εθνική έπαιζα “6άρι” και πίσω από τον φορ, και με τον γυμναστή Σάκη Δόκα κάναμε καταπληκτική δουλειά, μάλιστα το 1985 ήμασταν δεύτεροι πίσω από τον Παναθηναϊκό, πάντα όμως στο τέλος, σαν να μας κυνηγούσε μια κατάρα, χάναμε τα κρίσιμα παιχνίδια που θα μας έβγαζαν στην Ευρώπη.
Συνεργάστηκα επίσης με τον Ζετς, τον Πρόκοπ και τέλος τον Παναγούλια, ο οποίος μάλιστα με έβαζε στόπερ.
Τότε είχαμε τις επταετίες και εμένα έληγε το συμβόλαιό μου, ήμουν μόλις 25.5 και είχα την αίσθηση ότι θα μείνω για μια ακόμα τριετία, η προσφορά όμως ήταν τραγική και, επειδή εγώ δεν καταγόμουν από καμία πλούσια οικογένεια, ζήτησα να φύγω και πήρα την απόφαση να πάω στον Λεβαδειακό.
Έπαιξε βέβαια ρόλο και ο σοβαρός τραυματισμός μου, καθώς έπαθα ρήξη συνδέσμων στον αστράγαλο στην προετοιμασία στο Σαράγεβο και στη συνέχεια κάναμε πολύ κακή αποθεραπεία, ούτε ακτινογραφίες δεν βγάζαμε τότε, μόνο κάποιες θεραπείες, με αποτέλεσμα να μπαίνω, να παίζω και να παθαίνω συνεχώς υποτροπές. στην ουσία, το πρόβλημα δεν αποκαταστάθηκε ποτέ, μέχρι τα 32 μου έδενα το πόδι μου για να μπορώ να παίζω.
Ήμουν ευτυχής που έκανα όλα τα βήματα, σκαλοπάτι-σκαλοπάτι.
Από φίλαθλος στις κερκίδες σε ball boy πίσω από τις εστίες, να μαλώνουμε ποιος θα καθίσει στα ευρωπαϊκά ματς, και τι δεν είδαμε εκείνα τα χρόνια, τον Ρεπ, τον Πλατινί, τον Ζιμακό, τον Ρόσι, τον Έλκιερ, μόνο στα “χαρτάκια” τους βλέπαμε.
Στη συνέχεια παίκτης στο Παιδικό, μετά στο Εφηβικό, αργότερα στους Ερασιτέχνες και φυσικά στο τέλος επαγγελματίας.
Παρά την πίκρα ότι θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει παραπάνω πράγματα, με το χέρι στη καρδιά, δεν ήταν στο χέρι των παικτών, εμείς, οι ποδοσφαιριστές, ήμασταν το τελευταίο γρανάζι, δεν είναι τυχαίο ότι και αυτή η φουρνιά, όπως και η προηγούμενη, διαλύθηκε.
Από τον Άρη έφυγα με κάποια στενοχώρια, καθώς, ενώ ο Παναγούλιας ήθελε να με κρατήσει, μέσα σε μια εβδομάδα άλλαξαν τα πάντα, δεν τα βρίσκω με την ομάδα, δεν με παίρνει ο Παναγούλιας στην αποστολή για τον αγώνα στη Λάρισα, έρχομαι σε συμφωνία με τον Λεβαδειακό και την επόμενη αγωνιστική παίζουν Άρης-Λεβαδειακός (κερδίσαμε 0-1, με γκολ του Λεμονή).
Να μπαίνω στο γήπεδο που μεγάλωσα και να είμαι έτοιμος να με πάρουν τα κλάματα, με το ζόρι συγκρατήθηκα στο ζέσταμα, ακούγοντας να με φωνάζουν από τις κερκίδες, συναισθήματα απερίγραπτα!
Έμεινα δυο χρόνια στον Λεβαδειακό και, όταν αυτός υποβιβάστηκε, κατάλαβα ότι, στην κατάσταση που ήταν το πόδι μου, δεν θα μπορούσα να αγωνιστώ σε υψηλό επίπεδο.
Ταυτόχρονα, χρωστούσα και κάποια μαθήματα στη Γυμναστική Ακαδημία, οπότε πήρα την απόφαση να επιστρέψω στη Θεσσαλονίκη για να πάρω το πτυχίο και να αγωνιστώ σε ομάδες της περιοχής (Νιγρίτα, Αγροτικό Αστέρα και Λύκους) με καλά χρήματα.
Δοξάζω τον Θεό για αυτή μου την απόφαση, είμαι γυμναστής στον Δήμο Θεσσαλονίκης πάρα πολλά χρόνια, έχω δηλαδή μια μόνιμη δουλειά, τη στιγμή που όλοι γνωρίζουμε τη “μικρή” ζωή του ποδοσφαιριστή, ο οποίος βγάζει μεν κάποια χρήματα, τα οποία όμως φεύγουν εύκολα, υπάρχουν δυστυχώς πολλά παραδείγματα παικτών που έβγαλαν πολλά και στη συνέχεια βρέθηκαν σε τραγική κατάσταση.
Σταμάτησα στα 32 μου λοιπόν λόγω ποδιού και στη συνέχεια δεν ασχολήθηκα συνειδητά με την προπονητική, γιατί θα έπρεπε να είμαι συνεχώς στον δρόμο, πράγμα που καθιστά δύσκολο το να κρατήσεις οικογένεια. δούλεψα μέχρι Γ’ Εθνική και σε ακαδημίες, πριν αναλάβω τον ΠΑΟ Κουφαλίων.
Και στο κεφάλαιο της Εθνικής ομάδας, τα βήματά μου και εκεί ήταν σκαλοπάτι-σκαλοπάτι. αγωνίστηκα στην Παίδων με προπονητή τον Πετρίτση, στην Ελπίδων με τον Παπαποστόλου, στην Ολυμπιακή με τον Γέμελο, δεν έπαιξα όμως ποτέ στην Ανδρών!
Ίσως το ότι έφυγα στα 25 από τον Άρη να έπαιξε ρόλο. αν έμενα, παίζοντας πλέον λίμπερο, ήταν πολύ πιθανό να λάμβανα κλήση, να φανταστείτε ότι ως λίμπερο στη Γ’ Εθνική έβαλα 28 γκολ, ενώ γενικότερα έχω αγωνιστεί σε όλες τις θέσεις του άξονα, φορ, δεύτερος φορ, “6άρι” και στόπερ.
Μέχρι και τέρμα… Ο Σάντορ Γκουιντάρ τραυματίστηκε στην προετοιμασία, ο Γιώργος Παντζιαράς έσπασε το χέρι του σε ένα ματς με το Αιγάλεω και του τοποθέτησαν καρφιά, τον Νίκο Παπαδόπουλο τον τραυμάτισε στο πρόσωπο ο Καραΐσκος μέσα στο Καυταντζόγλειο και ο Αλέκος Κατσιαούνης έφυγε στην αρχή της σεζόν δανεικός στην Ξάνθη.
Επειδή έπαιζα και μπάσκετ και έπιανα καλά την μπάλα, ο Γεωργιάδης μου λέει «Εσένα θα βάλω. Θα σε κάνω δεύτερο Σαργκάνη. Κι αυτός από σέντερ φορ ξεκίνησε». Έναν μήνα ο Παντζιαράς μού έκανε ατομική προπόνηση. Σε τέσσερα ματς κάθισα στον πάγκο ως δεύτερος τερματοφύλακας. Ευτυχώς, δεν χρειάστηκε να παίξω, γιατί έκαναν ημιεπαγγελματία τον Μπέκα και αγωνίστηκε.
Με αφορμή τον Γκουιντάρ που ανέφερα παραπάνω, να πω ότι από τους ξένους συμπαίκτες που είχα τρεις είναι στην καρδιά μου, ο Όλε, ο Έρικσον και ο Γκουιντάρ, τόσο ως προσωπικότητες όσο και ως τεράστιοι ποδοσφαιριστές.
Βλέπαμε τον Έρικσον, ο οποίος είχε έρθει το 1983, να βγαίνει πριν την προπόνηση και να κάνει διατάσεις και εμείς τον κοροϊδεύαμε. Μετά, κάναμε 400άρι και μας άφηνε πίσω πενήντα μέτρα.
Ακόμα και τον Όλε, για μένα ίσως ο καλύτερος ξένος σε προσφορά, τον διώξαμε κακήν κακώς, έκλαιγε σαν μικρό παιδί.
Ποτέ δεν σταμάτησα να παρακολουθώ την ομάδα που συνέχιζε να είναι σαν τους δείκτες του χρηματιστηρίου, που δεν είχε ποτέ μια ευθεία γραμμή και για αυτόν τον λόγο έμεινε μακριά από τους τίτλους.
Στον Άρη δούλεψα ως Τεχνικός Σύμβουλος δίπλα στον Σούλη Παπαδόπουλο για ένα μικρό χρονικό διάστημα, τη χρονιά που η ομάδα σώθηκε με το γκολ του Τάτου στο Περιστέρι, δεν μου δόθηκε ποτέ όμως η ευκαιρία να προσφέρω από κάποιο πόστο για περισσότερο καιρό, ώστε να βοηθήσω με τις γνώσεις που έχω αποκομίσει.
Απέκτησα όμως αδελφικές σχέσεις με τους τότε συμπαίκτες μου στον Άρη, ήμασταν μια οικογένεια και ήταν φυσιολογικό να δεθούμε, γιατί ξεκινήσαμε από μικροί μαζί και οι καταστάσεις ήταν δύσκολες.
Μετά από τόσον καιρό ακόμη βρισκόμαστε όλοι μαζί για να φάμε ή να πιούμε έναν καφέ και μιλάμε με τέτοια αγάπη και σεβασμό για την ομάδα, κάτι που δυστυχώς θα εκλείψει σε κάποια χρόνια, γιατί δεν θα υπάρχουν Έλληνες παίκτες.
Είναι ένα ζήτημα που μας πονάει, εμάς που ξεκινήσαμε από τις υποδομές του Άρη, το να βλέπουμε Έλληνες με το σταγονόμετρο και να περιμένουμε πότε θα μπει πχ ο Παναγίδης για να έχουμε ελληνικό στοιχείο.
Όλοι έχουν ευθύνη για αυτό, οι ομάδες, οι παράγοντες, οι προπονητές, οι μάνατζερ, η ΕΠΟ, η Super League.
Και είναι κρίμα, γιατί υπάρχει ταλέντο στους Έλληνες παίκτες, το έζησα και με τους δυο γιους μου, οι οποίοι είναι καλύτεροι από μένα και θα μπορούσαν να κάνουν καριέρα στον Άρη.
Ο Κυριάκος Μπιμπισίδης είναι πρώην επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξης Σαββόπουλος
CHECK IT OUT: Κώστας Τσάνας: Για εμάς, είναι η ζωή μας
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Νίκος Αγγελούδης: Κρατώ τις καλές στιγμές
Γιάννης Γιαννιώτας: Με την καρδιά μου
Δημήτρης Σουνάς: Italian Dream