Ήταν καλοκαίρι του ’10. Λίγο πριν η οικογένεια Μουσιάλα αφήσει τη Φούλντα, μια μικρή κωμόπολη βορειοανατολικά της Φρανκφούρτης, για να εγκατασταθεί στο δυτικό Λονδίνο.
Η μητέρα του, Καρολίν, πολωνικής καταγωγής, έπρεπε να ακολουθήσει μαθήματα στο πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον ώστε να πάρει το πτυχίο Κοινωνικών Επιστημών.
Πριν το ταξίδι, ο πατέρας του, μετανάστης από τη Νιγηρία με ρίζες από τη φυλή Γιορούμπα, τον είχε πάει να παρακολουθήσει ένα φιλικό της Εθνικής Γερμανίας στο πλαίσιο της προετοιμασίας της για το Παγκόσμιο Κύπελλο της Νότιας Αφρικής. Όλο καμάρι, ο επτάχρονος τότε Τζαμάλ φωτογραφιζόταν με φόντο το λεωφορείο της «Nationalmannschaft», ίσα που φτάνοντας με το χέρι του ν’ αγγίξει το χαραγμένο στο μέταλλο σήμα της Oμοσπονδίας.
Η μετακόμιση στο Λονδίνο για ένα παιδί που δεν μιλούσε γρι αγγλικά ήταν αφόρητα δύσκολη. Έμαθε να συνεννοείται με την γλώσσα του σώματος, κρίνοντας τις αντιδράσεις και τις εκφράσεις των ανθρώπων. Και σιγά-σιγά προόδευε, μαθαίνοντας λέξεις, φράσεις. Για κάθε μια που σωστά συμπλήρωνε στο τετράδιό του κέρδιζε ως επιβράβευση ένα αυτοκόλλητο από τη δασκάλα του.
Πιο εύκολο να συνεννοηθεί του ήταν το ποδόσφαιρο. Ακόμα και σε επίπεδο απλών εκφράσεων, ακόμα και για οκτάχρονα παιδιά. Εκεί δεν χρειαζόταν αυτοκόλλητα για να αναδείξει την πρόοδό του. Με… αφίσες διαφημιζόταν σε ολάκερο το δυτικό Λονδίνο.
Ένας scout της Τσέλσι πρόλαβε τον ανταγωνισμό και τον πήρε στις ακαδημίες των «Μπλε». Πέρασε σχεδόν όλη του την εφηβεία έτσι. Ξεχώριζε. Και πλέον όχι γιατί δεν μπορούσε να μιλήσει αλλά για όσα έκανε αποκλειστικά στο γήπεδο, έχοντας εν τω μεταξύ ταιριάξει απόλυτα με το κοινωνικό περιβάλλον, χωρίς τίποτα να του γίνεται εμπόδιο.
Εξαιρετικός μαθητής, πανέξυπνος, το επιβεβαίωνε παίζοντας σκάκι σε τοπικό σύλλογο, εντυπωσιακά αθλητικός, και όχι μόνο λόγω του ποδοσφαιρικού του τάλαντου αλλά και της παράλληλης ενασχόλησής του με την κορεατική πολεμική τέχνη, Χαπκίντο.
Το πακέτο δεν ήταν δυνατόν να μην διεκδικηθεί. Δυναμικά, πιεστικά, ως και φορτικά. Τις πόρτες δεν τις έκλεισε πουθενά. Αγωνίστηκε σε όλες τις φυτωριακές Εθνικές ομάδες της Αγγλίας, είχε όμως και δύο συμμετοχές με την U16 της Γερμανίας.
Εκεί επέστρεψε στα 16 του, με την Μπάγερν να τον δελεάζει προσφέροντάς του επαγγελματικό συμβόλαιο. Θρυλείται πως ο μεσολαβητής, αυτός που άνοιξε τα μάτια στους Βαυαρούς ενημερώνοντας για το στάτους του, ήταν ο τότε Αθλητικός Διευθυντής των Εθνικών ομάδων της Γερμανίας, ο Χάνζι Φλικ.
Οι δυο τους συνεργάστηκαν, όταν ο νυν εκλέκτορας των «Panzer» ανέλαβε τους Πρωταθλητές της Bundesliga το 2019. Έναν χρόνο μετά τον έβαλε στο rotation της πρώτης ομάδας, χωρίς καν να έχει ενηλικιωθεί. Και τότε ήταν που ξεκίνησε για τα καλά η διεκδίκηση. Άγγλοι και Γερμανοί επιστράτευσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν προκειμένου να τον πείσουν να διαλέξει εθνόσημο.
Ο κολλητός του από τις “μικρές” Εθνικές ομάδες της Αγγλίας, Τζουντ Μπέλινγχαμ, το βαρύ χαρτί των «Τριών Λιονταριών». Μέχρι και ο Γκάρεθ Σάουθγκεϊτ μπήκε στον χορό. Κίμιχ και Γκνάμπρι είχαν το πλεονέκτημα της εντοπιότητας. Κάθε μέρα τον έβλεπαν, τον είχαν στις προπονήσεις, στους αγώνες, παντού. Και του ψιθύριζαν, συνεχώς, στ’ αφτί για το τι πρέπει να διαλέξει.
Αντίβαρο στον Άγγλο εκλέκτορα ο ομόλογός του Γερμανός. Φεβρουάριο του ’21, με την πανδημία και τους περιορισμούς της στα ντουζένια της, ο Γιόγκι Λεβ τον συνάντησε τρεις φορές στο Μόναχο προκειμένου να του εξηγήσει το πλάνο. Όχι το δικό του, αλλά ολάκερου του γερμανικού ποδοσφαίρου για την επόμενη δεκαετία (και βάλε).
Που θα στηριζόταν αποκλειστικά πάνω του.
Έπαιξε ρόλο. Καταλυτικό. Δεν το έκρυβε νωρίτερα πως ήταν διχασμένος. Τη σύντομη ζωή του ουσιαστικά την είχε μοιράσει στον τόπο όπου γεννήθηκε και στον τόπο όπου μεγάλωσε. Στον τόπο που έδωσε στέγη και υπηκοότητα στους μετανάστες γονείς του και στον τόπο που έδωσε στον ίδιο την ήδη από τότε προφανή διέξοδο ζωής μέσω του ποδοσφαίρου.
Διάλεξε τη Γερμανία. Πριν καν ανακοινώσει την απόφασή του στους πλειοδότες, επικοινώνησε με τους χαμένους, μιλώντας τηλεφωνικά με τον ομοσπονδιακό τεχνικό των Νησιωτών. Το ντεμπούτο του το έκανε τον Μάρτιο του ’21, ερχόμενος από τον πάγκο, στο πρώτο κιόλας παιχνίδι των προκριματικών του Παγκόσμιου Κυπέλλου κόντρα στην Ισλανδία.
Λίγους μήνες αργότερα, φθινόπωρο στα Σκόπια, πάλι ερχόμενος από τον πάγκο, πανηγύρισε το πρώτο του γκολ ως διεθνής Γερμανός. Άλλο δεν έχει “γράψει”. Ακόμη. Τι στο καλό, μιλάμε για ένα παιδί γεννημένο στις 26 Φεβρουαρίου 2003.
Σε τούτο το Παγκόσμιο Κύπελλο, στο τελευταίο των μεγάλων των ημερών μας, όπου Μέσι και Ρονάλντο θα αφήσουν τον θρόνο που δύο δεκαετίες μοιράζονται, οι δελφίνοι, οι μνηστήρες της διαδοχής μοιάζουν μετρημένοι, ελάχιστοι. Για την ακρίβεια, έτοιμος από καιρό για να κάτσει σε δαύτον μοιάζει πως είναι μόνο ένας, ο Κιλιάν Εμπαπέ.
Μα, όπως και να ‘χει, το πεδίο ελεύθερο είναι. Ειδικά σε τέτοια πίστα, όπως είναι το συγκεκριμένο τουρνουά, το οποίο πάντα δημιουργεί, αναδεικνύει, ξεχωρίζει. Και, ναι, μπορεί να μην δείχνει ακόμη έτοιμος να μπει ισότιμα σε τούτη την κούρσα με τον “enfant terrible” της Γαλλίας, μα πριν το παιχνίδι με την Ισπανία πιθανώς να μην έμοιαζε καν έτοιμος να ηγηθεί της δικής του Εθνικής ομάδας.
Αυτός όμως, με τους Ίβηρες να προηγούνται και να φέρνουν τους Γερμανούς σε ακόμα πιο δυσχερή θέση στο παιχνίδι, στον όμιλο, στη διοργάνωση, ήταν αυτός που όρθωσε ανάστημα και κουβάλησε στις πλάτες του την αντεπίθεσή τους, συμμετέχοντας σε κάθε τι δημιουργικό που έφτιαχναν στο γήπεδο (και προσφέροντας το γκολ της ισοφάρισης).
Και ακριβώς αυτή η ανάδειξη της ηγετικής φυσιογνωμίας του Τζαμάλ Μουσιάλα είναι το απαύγασμα της αναμέτρησης με την Ισπανία. Η Γερμανία μπορεί να μείνει μόνο τρεις μέρες ακόμα στο τουρνουά, μπορεί να περάσει στα νοκ άουτ και να αποκλειστεί στο πρώτο, μπορεί να πάει all the way. Όλα μέσα είναι.
Αυτό με το οποίο δεδομένα θα επιστρέψει στη βάση της και θα πορευτεί εφεξής είναι πως πλέον ο δακτυλοδεικτούμενος, αυτός που όλοι, συμπαίκτες και αντίπαλοι, θα αναζητούν ως σημείο αναφοράς της, αυτό το μακρικάνικο, λεπτεπίλεπτο, αέρινο πιτσιρίκι θα είναι.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: