Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από ‘κείνο το φθινόπωρο του 2006.
Από εκείνον τον Σεπτέμβρη όπου διαπίστωσα ότι το άθλημα που αγαπούσα και πάντα αποτελούσε διασκέδαση για μένα είχε αρχίσει πια να με “βαραίνει”.
Νωρίτερα, τον Αύγουστο του ίδιου έτους, είχα πάρει το Χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στη Βουδαπέστη.
Όμως τώρα η προετοιμασία, οι προπονήσεις, οι αγώνες, τα ταξίδια, όλα μου φαίνονταν “βουνό”. Ένα θεόρατο βουνό!
«Πώς θα έβγαινε το νέο πρόγραμμα των προπονήσεων;», αναρωτήθηκα, όταν ο Βόικο (Ράτσε) μού έδειξε μια μέρα στην προπόνηση το οργανόγραμμα της χρονιάς.
«Τι θα κάνω;», μονολογούσα κολυμπώντας με δάκρυα στα μάτια.
Κάποια στιγμή δεν άντεξα και πήρα την απόφαση. Βγήκα από την πισίνα, έβγαλα το σκουφάκι και τα γυαλάκια μου και κατευθύνθηκα προς τον προπονητή μου. «Κύριε Βόικο», του είπα, «εγώ τελείωσα! Δεν πρόκειται να έρθω ξανά στην προπόνηση»!
Ο Βόικο με κοίταξε έκπληκτος. Δεν πίστευε αυτά που έλεγα.
Εγώ όμως ήμουν αποφασισμένη.
Ένιωθα ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω άλλο και, το βασικότερο, ότι αυτό που έκανα δεν ήταν τόσο καλό όσο ήθελα.
Και, όταν δεν κάνω καλά αυτό που θέλω, τότε καλύτερα να μη το κάνω καθόλου. Δεν συμβιβάζομαι με κάτι λιγότερο!
Πήγα στα αποδυτήρια, άλλαξα τα ρούχα μου κι έφυγα από το κολυμβητήριο, χωρίς να γυρίσω ξανά.
Πέντε χρόνια μετά άρχισα να “τρώγομαι”.
Από το 2006 μέχρι το 2011, οπότε επέστρεψα στους αγώνες, δεν είχα “πέσει” στην πισίνα.
Κάποια στιγμή άρχισα να νιώθω σαν χαμένη. Αναρωτιόμουν για το μέλλον μου.
Τι θα κάνω, πώς θα το κάνω, αν έπρεπε να αναθεωρήσω κάποιες από τις απόψεις μου για ορισμένα θέματα…
«Έλα να κολυμπήσεις ξανά για να βρεις την υγειά σου!», μου έλεγε πότε-πότε ο Βόικο για αστείο.
Το εννοούσε όμως… Ήξερα ότι το εννοούσε.
Βλέπετε, η σχέση που είχα αναπτύξει με τον -πρώην πια- προπονητή μου δεν ήταν απλώς η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ αθλητή-προπονητή. Ήταν μια σχέση φιλική. Αληθινή και δυνατή!
Ο Βόικο εξάλλου ήταν ο άνθρωπος που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζα την κολύμβηση στο ξεκίνημα της αθλητικής πορείας μου.
Μέχρι την εποχή που γνωριστήκαμε, η ενασχόλησή μου με το άθλημα ήταν απλώς ένας τρόπος διασκέδασης. Ένα άθλημα μέσα από το οποίο περνούσα καλά.
Ένα σπορ το οποίο, αν και ξεκίνησε τυχαία από μια “κόντρα” στη θάλασσα μ’ έναν παιδικό φίλο μου, έγινε μέρος της ζωής και της καθημερινότητάς μου.
Μια ωραία και ευχάριστη ρουτίνα που στο πέρας των χρόνων με βοήθησε να βρω και να διατηρήσω την ισορροπία μου ως άνθρωπος.
Ήταν το οξυγόνο μου!
Σε αντίθεση με το σχολείο, όπου κάποιες φορές η ζωή μου δεν ήταν εύκολη και ερχόμουν αντιμέτωπη με δύσκολες καταστάσεις, το κολυμβητήριο ήταν ο χώρος στον οποίον γινόμουν ένα με τους άλλους. Γελούσα, διασκέδαζα, έκανα παρέες. Κανείς ποτέ σ’ εκείνον τον χώρο δεν μ’ έκανε να ξεχωρίζω. Μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου. Να λειτουργώ ελεύθερα, χωρίς να κάνω δεύτερες σκέψεις. Χωρίς να νιώθω άσχημα.
Αυτή η χαρά και η ευχαρίστηση που ένιωθα με ώθησαν να συνεχίσω να ασχολούμαι με το άθλημα.
Κι όσο συνέχιζα να κολυμπάω άλλο τόσο περισσότερο το αγαπούσα.
Αδημονούσα να πάω στην πισίνα. Να δω τους φίλους μου. Να διασκεδάσουμε και να περάσουμε καλά.
Κάποτε όμως η πλάκα άρχισε να εξελίσσεται σε σοβαρή υπόθεση, αν και χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι είχα μπει στη φάση του πρωταθλητισμού.
Ακόμα και την περίοδο όπου ήμουν στην κατηγορία των Νεανίδων και άρχισα να σημειώνω Πανελλήνια ρεκόρ, δεν θεωρούσα ότι έκανα πρωταθλητισμό. Έκανα απλώς αυτό που με ευχαριστούσε.
Ήμουν και τυχερή, διότι η υπέροχη οικογένειά μου, ο αδερφός μου που λατρεύω και οι δυο γονείς μου που ποτέ δεν επενέβησαν στο κομμάτι της κολύμβησης, με στήριξε σε κάθε βήμα. Σε κάθε απόφαση.
«Αφού σου αρέσει, κάν’ το!», μου έλεγαν έτσι απλά, χωρίς να με αγχώνουν. Θυμάμαι πάντα τον πατέρα μου να λέει «μπράβο, κορίτσι μου, είσαι η ανώτερη», ανεξαρτήτως του αποτελέσματος που θα έφερνα. Αργότερα κατάλαβα πόσο καλό ήταν αυτό που έκανε.
Το ίδιο τυχερή ήμουν και με τους προπονητές μου. Με εξαίρεση έναν προπονητή που συνάντησα την πρώτη φορά που μπήκα στο κλιμάκιο της Εθνικής ομάδας, οι υπόλοιποι ήταν πολύ υποστηρικτικοί. «Δεν κάνεις για το άθλημα», είχε πει τότε εκείνος, μάλλον γιατί δεν ταίριαζα στα προπονητικά του δεδομένα. Ίσως κι εγώ από την πλευρά μου να μην ήμουν έτοιμη εκείνη την περίοδο να ανταπεξέλθω στις προπονητικές του απαιτήσεις.
Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που άκουγα ότι δεν κάνω για το άθλημα. Κι όσο το ‘λεγαν τόσο πιο πολύ πείσμωνα. «Δεν πειράζει, εγώ θα συνεχίσω. Δεν πρόκειται να σταματήσω», έλεγα.
Το οξύμωρο στην υπόθεση ήταν ότι την στιγμή που κάποιοι υποστήριζαν ότι δεν έκανα για το άθλημα, τα αποτελέσματα των αγώνων έδειχναν εντελώς το αντίθετο!
Παρόλ’ αυτά, δεν θα κρυφτώ. Στην εφηβεία μου δεν ήμουν 100% προσηλωμένη στην κολύμβηση. Μπορεί να μου άρεσε και να περνούσα καλά, αλλά για μένα ήταν πολύ σημαντική και η μόρφωσή μου.
Δεν ήθελα να παραμελώ το σχολείο και τα μαθήματά μου. Όπως επίσης δεν ήθελα να αφήνω στην άκρη και τις υπόλοιπες δραστηριότητες που έκανα. Όλα είχαν την ίδια βαρύτητα. Ήταν το ίδιο σημαντικά. Γι’ αυτό και ήθελα να υπάρχει σε όλα μια ισορροπία.
Την περίοδο όπου ήμουν στα κλιμάκια της Εθνικής ομάδας, αγωνιζόμουν ακόμη στον Νηρέα Χαλανδρίου. Προπονητές μου τότε ήταν ο κ. Ζώτος και η κ. Κατερίνα Κατριβέ. Προς τιμήν της, η κ. Κατριβέ με προέτρεψε να ανοίξω τα φτερά μου. «Ό,τι είχα να σου δώσω, στο έχω δώσει και, ό,τι ήταν να σου μάθω, στο έχω μάθει», μου είπε, προκαλώντας την έκπληξή μου, μιας κι εκείνα τα χρόνια ήταν σχεδόν αδιανόητο να προτρέπει ο προπονητής τον αθλητή του να αναζητήσει κάτι περισσότερο από αυτό που ήδη είχε.
Η προτροπή της σε συνδυασμό με την επιθυμία μου να αλλάξω σελίδα στην αθλητική μου πορεία με οδήγησαν στην απόφαση να πάω στον ΑΝΟ Γλυφάδας. Εκεί όπου συνάντησα τον Βόικο Ράτσε.
Η πρώτη χρονιά της συνεργασίας μας συνέπεσε με την περίοδο όπου προετοιμαζόμουν πυρετωδώς για τις Πανελλήνιες και το πρόγραμμα των προπονήσεων ήταν λίγο πιο χαλαρό.
Τη δεύτερη χρονιά όμως και μετά την εισαγωγή μου στη Γυμναστική Ακαδημία, ο Βόικο ήταν ξεκάθαρος: «Τώρα που τελείωσες το σχολείο, τελείωσαν και τα ψέματα»!
Πράγματι, τα ψέματα είχαν τελειώσει. Όχι μόνο γιατί έπρεπε να μπω σε πιο εντατικό πρόγραμμα προπόνησης, αλλά παράλληλα γιατί έπρεπε να αλλάξω και τον ρυθμό της ζωής μου.
Προσπαθούσα να χωρέσω μέσα στο πρόγραμμά μου όλες τις υποχρεώσεις μου, ώστε να είμαι συνεπής ως αθλήτρια και ως φοιτήτρια.
Την ίδια στιγμή βέβαια προσπαθούσα να κάνω κι άλλα πράγματα που με ευχαριστούσαν και περνούσα καλά.
Κι αυτό ήταν η αφορμή για να έρθω σε κόντρα με τον προπονητή μου. Μια κόντρα που στο τέλος άλλαξε τον τρόπο με τον οποίον αντιμετώπιζα την κολύμβηση και με έκανε να καταλάβω πως ή θα αξιοποιούσα τα στοιχεία που είχα ως αθλήτρια ή θα έκανα κάτι άλλο.
Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς (2001) θα πήγαινα στους Μεσογειακούς Αγώνες.
Νωρίτερα, τον χειμώνα, είχα προγραμματίσει να περάσω το τριήμερο της Αποκριάς με μια παρέα στην Πάτρα.
Μόλις ενημέρωσα τον Βόικο για την πρόθεσή μου να απουσιάσω από την προπόνηση της Καθαράς Δευτέρας, έγινε έξαλλος!
«Εδώ κάνουμε πρωταθλητισμό!», μου είπε, «Δεν επιτρέπεται να φεύγεις όποια ώρα σού έρθει».
Η κόντρα μας ήταν μεγάλη!
Τώρα πια που γνωρίζω καλά τον χαρακτήρα του, μπορώ να πω με σιγουριά ότι η αντίδραση του ήταν ένα “τρικ”.
Όχι ότι δεν εννοούσε αυτό που έλεγε. Το αντίθετο.
Απλώς ήθελε να με δοκιμάσει. Να με αφυπνίσει και να με θέσει προ των ευθυνών μου.
Να μου πει ξεκάθαρα ότι «αν δεν αντιμετωπίσεις τώρα με σοβαρότητα αυτό που κάνεις, δεν θα το κάνεις ποτέ»!
Ήμουν 18 χρονών και είχε έρθει η στιγμή όπου έπρεπε να αποφασίσω τι ήθελα να κάνω ως αθλήτρια.
Στην αρχή πείσμωσα! «Δεν πρόκειται να πατήσω ξανά στο κολυμβητήριο», είπα στη μητέρα μου μετά τον “χαμό” που έγινε στην προπόνηση.
Εκείνη, ατάραχη ως συνήθως, μου ζήτησε να ηρεμήσω.
Με συμβούλεψε να μην πάρω καμία απόφαση, αν πρώτα δεν μιλούσα με τον Έφορο της ομάδας, ο οποίος είχε αναλάβει τον ρόλο του “πυροσβέστη” και στη συνέχεια ξανά με τον προπονητή μου.
Καθίσαμε όλοι μαζί σ’ ένα τραπέζι και ο Βόικο μού εξήγησε τι έβλεπε σε μένα, τα στοιχεία εκείνα που μπορούσα να αξιοποιήσω, αρκεί να είχα τη διάθεση να δουλέψω με τον τρόπο που μου πρότεινε.
Με βοήθησε να δω τα πράγματα από μια διαφορετική γωνία και στο τέλος να αποφασίσω να κάνω αυτό που μου έλεγε.
Να γίνω στρατιώτης!
Αν αποφασίσω ότι θέλω να κάνω κάτι, θα το κάνω καλά.
Κι αυτό το σκεπτικό με βοήθησε σε πολλές φάσεις στη ζωή μου.
Μπήκα στην προ-Εθνική ομάδα και τον Σεπτέμβριο του 2001 συμμετείχα στους Μεσογειακούς Αγώνες.
Πριν από τη διοργάνωση, κολυμπούσα ύπτιο, αλλά στην προπόνηση κάτι δεν έβγαινε στην τεχνική και ο Βόικο μού πρότεινε να δοκιμάσουμε το ελεύθερο.
Τα Πανελλήνια ρεκόρ στα 50μ. και 100μ. ελεύθερο στην κατηγορία των Νεανίδων μάς οδήγησαν τελικά στην απόφαση να συνεχίσω αυτό το στυλ κολύμβησης, ενώ τα δυο μετάλλια που ακολούθησαν στους Μεσογειακούς Αγώνες (στα 100μ. ελεύθερο και τη σκυταλοδρομία) ήταν η απόδειξη ότι είχαμε πάρει τη σωστή απόφαση.
Δύο χρόνια αργότερα συμμετείχα στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στη Βαρκελώνη, όπου, μ’ έναν παράδοξο -θα έλεγα- τρόπο, βρέθηκα να αγωνίζομαι στον Τελικό των 100μ.
Στους προκριματικούς του αγωνίσματος είχα λάβει την 19η θέση και είχα μείνει εκτός των ημιτελικών.
Την ημέρα της διεξαγωγής τους κι αφού είχα ολοκληρώσει τον δικό μου αγώνα στον προκριματικό, έφυγα από το κολυμβητήριο και πήγα στο κέντρο της Βαρκελώνης να δω την πόλη.
Λίγες ώρες αργότερα έμαθα ότι με αναζητούσε ο προπονητής του.
«Έλα αμέσως πίσω στο κολυμβητήριο, γιατί αποχώρησαν τρεις αθλήτριες και θα αγωνιστείς στον ημιτελικό», μου είπε, όταν επικοινώνησα μαζί του, και έτρεξα για να πάρω τα πράγματα μου από το ξενοδοχείο, ώστε να επιστρέψω εγκαίρως στην πισίνα.
Μόλις βρέθηκα στο calling room και συνειδητοποίησα ότι για πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησα να ασχολούμαι με την κολύμβηση θα βρισκόμουν στον ημιτελικό μιας τόσο μεγάλης διοργάνωσης, ένιωσα δέος .
«Τώρα όλοι θα κοιτούν εμένα;», σκέφτηκα, βγαίνοντας στον διάδρομο.
Στα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν μέχρι να πάρω τη θέση μου στον βατήρα, αναζήτησα με το βλέμμα μου τους γονείς μου στην εξέδρα.
Η οικογένειά μου, η οποία πάντα με ακολουθούσε στους αγώνες μου, ήταν η τελευταία ματιά που έριχνα, πριν βάλω τα γυαλάκια μου και ανέβω στον βατήρα.
Ολοκλήρωσα τον αγώνα τερματίζοντας έβδομη στη δική μου σειρά και 13η στο σύνολο, σημειώνοντας νέο Πανελλήνιο ρεκόρ με χρόνο κάτω από τα 57” (56.10).
Αν και ήμουν πολύ χαρούμενη για τη συμμετοχή και το ρεκόρ, έψαχνα να βρω τους λόγους για τους οποίους είχα χάσει την πρόκριση στον Τελικό.
«Τι παραπάνω από μένα έχουν οι υπόλοιπες αθλήτριες και δεν βρίσκομαι στον Τελικό;», ρώτησα τον προπονητή μου μετά την ολοκλήρωση του αγωνίσματος.
«Μην ανησυχείς. Συνέχισε εσύ την σκληρή δουλειά και του χρόνου, στους Ολυμπιακούς Αγώνες, θα είσαι στον Τελικό!», απάντησε.
Η αλήθεια είναι ότι μετά τον τερματισμό μου στην 13η θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, ένιωθα ότι δεν υστερούσα σε κάτι από τις υπόλοιπες αθλήτριες. Σωματικά τουλάχιστον, αισθανόμουν αντάξιά τους. Αλλά και στους χρόνους, η απόστασή μας δεν ήταν τεράστια.
Σίγουρα στην κολύμβηση δεν είναι εύκολο να κατέβεις ακόμα και μισό δευτερόλεπτο, όμως δεν ήταν και ακατόρθωτο.
Ένιωθα ότι μπορούσα να το πετύχω.
Το Χάλκινο μετάλλιο τον επόμενο χρόνο, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στη Μαδρίτη, ήταν η απόδειξη ότι μπορούσα να υλοποιήσω τον στόχο μου. Να αγωνιστώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και να μπω στον Τελικό του αγωνίσματός μου.
Η Ολυμπιακή προετοιμασία είχε απ’ όλα! Χαρές, λύπες, γέλια, κλάματα. Κυρίως είχε προσήλωση.
Νομίζω πως ποτέ μέχρι τότε στη ζωή μου δεν είχα υπάρξει τόσο προσηλωμένη σ’ έναν στόχο. Είχα φτάσει στο σημείο να βλέπω τη συμμετοχή μου στους Αγώνες της Αθήνας ακόμα και στον ύπνο μου!
Έβλεπα ότι είχα τερματίσει στην τρίτη θέση του αγωνίσματός μου κι ανέβαινα στο βάθρο για να μου απονείμουν το Χάλκινο μετάλλιο!
Στην πραγματικότητα βέβαια, τα πράγματα ήταν διαφορετικά.
Όταν πέρασα στον ημιτελικό των 100μ. ελεύθερο και καθόμουν με τον προπονητή μου, πριν ξεκινήσει η κούρσα, ο Βόικο κοιτούσε τις λίστες με τα ονόματα των αθλητριών που είχαν προκριθεί.
Παρατήρησα ότι ήταν αρκετά προβληματισμένος.
«Τι κοιτάτε τόση ώρα;», τον ρώτησα.
«Προσπαθώ να καταλάβω ποια θα αφήσεις έξω για να μπεις στον Τελικό».
Η διαφορά στους χρόνους μεταξύ των αθλητριών ήταν τόσο μικρή, ώστε ήταν σίγουρο πως η πρόκριση στον Τελικό θα κρινόταν στα δέκατα του δευτερολέπτου.
Ασυναίσθητα και χωρίς να το καταλάβω του άρπαξα τα χαρτιά από το χέρι, τα τσαλάκωσα και τα πέταξα! Ακόμη απορώ με τον εαυτό μου πώς βρήκα το θάρρος κι έκανα αυτήν την κίνηση.
«Μη τα βλέπετε άλλο! Εγώ θα μπω στον Τελικό!», του είπα κι έφυγα για το calling room.
Μερικές φορές θυμόμαστε εκείνη την στιγμή και γελάμε.
«Εκείνη την ημέρα έπρεπε να σε εμπιστευτώ περισσότερο», μου είπε κάποτε.
Δεν ήταν όμως θέμα εμπιστοσύνης. Ήταν πώς βλέπαμε εκείνη την στιγμή τα πράγματα.
Εκείνος σκεφτόταν ποια αθλήτρια θα μπορούσα να αφήσω εκτός Τελικού κι εγώ ήμουν σίγουρη για τον εαυτό μου.
Ακόμα και σήμερα, όταν φέρνω στο μυαλό μου την στιγμή πριν πέσω στην πισίνα για τον αγώνα των ημιτελικών, ανατριχιάζω.
Το μόνο που ένιωθα ήταν “πόρωση”! Ήμουν αποφασισμένη να μπω στον Τελικό.
Μπορεί στα όνειρά μου να έβλεπα τον εαυτό μου στην τρίτη θέση, αλλά αυτός ήταν ο πραγματικός στόχος μου. Να αγωνιστώ στον Τελικό με τις σπουδαιότερες αθλήτριες της εποχής. Την Ντε Μπρούιν από την Ολλανδία, τη Χένρι από την Αυστραλία, την Κόλιν από τις ΗΠΑ, την Μέτελα από τη Γαλλία που είχε κερδίσει νωρίτερα τον ίδιο χρόνο στη Μαδρίτη το Χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.
Καταλαβαίνετε λοιπόν πως, όταν μπήκα στον Τελικό, όπου τερμάτισα στην έκτη θέση, ένιωσα ότι είχα εκπληρώσει τον στόχο μου.
Ήμουν τόσο γεμάτη από το συναίσθημα της ικανοποίησης, ώστε, όταν ήρθε η στιγμή να αγωνιστώ στα 50μ. ελεύθερο, όπου ήμουν εξίσου καλή, σκεφτόμουν από μέσα μου ότι δεν θέλω να κολυμπήσω στη συνέχεια των Αγώνων!
Είχα ζήσει τόσο έντονα την στιγμή στα 100μ., ώστε ένιωθα πλήρης!
Σήμερα που το σκέφτομαι, αναρωτιέμαι πώς ήταν δυνατόν να κάνω αυτήν τη σκέψη. Να έχεις την ευκαιρία να διεκδικήσεις την πρόκρισή σου σ’ έναν ακόμα ημιτελικό ή Τελικό Ολυμπιακών Αγώνων και να λες «ε, καλά, δεν τρέχει και τίποτα, αν δεν κολυμπήσω»!
Εννοείται βέβαια ότι κολύμπησα κανονικά και πέρασα στον ημιτελικό, όπου οι θεατές είχαν δημιουργήσει μια εκπληκτική ατμόσφαιρα.
Η ιαχή «Ελλάς-Ελλάς, Νέρι- Νέρι» ακόμη αντηχεί στα αφτιά μου. Δεν πρόκειται ποτέ να την ξεχάσω.
Δεν θα κρύψω ότι, παρά το γεγονός ότι ο αρχικός στόχος στους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν να προκριθώ στον Τελικό των 100μ. που ήταν το αγώνισμά μου, στο πίσω μέρος του μυαλού μου “φλέρταρα” με την ιδέα της κατάκτησης ενός μεταλλίου.
Ναι μεν ήμουν απόλυτα ικανοποιημένη και χαρούμενη, αλλά υπήρχε αυτό το μικρό αγκαθάκι της απώλειας.
Ακόμα και σήμερα αποφεύγω να βλέπω την κούρσα, γιατί διαπιστώνω ότι οι διαφορές στους χρόνους με τις υπόλοιπες αθλήτριες ήταν πολύ μικρές. Δεν ήταν αδύνατον να το πετύχω…
Ωστόσο κοίταξα μπροστά.
Επέστρεψα στο τέλος του 2004 ξανά στις προπονήσεις και έθεσα τους επόμενους στόχους.
Ο μεγαλύτερος ήταν να κατακτήσω το Χρυσό μετάλλιο στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 2006.
Ο πόνος, το κλάμα και το γέλιο πήγαιναν πάντα παρέα. Το ένα συνόδευε το άλλο.
Στο τέλος, πήρα το Χάλκινο.
Κατάλαβα πως είχα φτάσει φτάσει στα όριά μου.
Και τότε αποφάσισα να σταματήσω.
Όταν το 2011 ο Βόικο άρχισε να μου λέει πότε στα σοβαρά και πότε στα αστεία να επιστρέψω ξανά στην πισίνα, πλάκα στην πλάκα άρχισα να σκέφτομαι αρκετά αυτό το ενδεχόμενο.
Μέχρι που μία μέρα πήγα στο κολυμβητήριο, έβαλα ξανά το σκουφάκι και τα γυαλάκια μου κι έπεσα στην πισίνα για να κάνω προπόνηση.
Μπήκα στο πρόγραμμα, βλέποντας τα πράγματα από μία εντελώς διαφορετική οπτική γωνία.
Ο πρώτος μήνας βέβαια ήταν πολύ δύσκολος. Τόσο δύσκολος που δεν περιγράφεται με λόγια.
Μετά όμως συνήλθα και, όταν το σώμα μου άρχισε πια να προσαρμόζεται στις συνθήκες, ξεκίνησε μία απολαυστική, διασκεδαστική και ενδιαφέρουσα διαδρομή.
Στην πορεία έγινε ακόμα πιο ενδιαφέρουσα, όταν έβαλα το στοίχημα με τον προπονητή μου:
Την πρόκρισή μου στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Λονδίνο.
«Μπορείς;», με ρώτησε.
«Μπορώ!», απάντησα.
Αυτός ήταν ο στόχος. Αυτός ήταν και το κίνητρο για την επιστροφή μου. Να συμμετάσχω στους Αγώνες του 2012.
Εκείνη την περίοδο δεν ήξερα αν όντως θα τα καταφέρω.
Ήμουν πιο μεγάλη σε ηλικία, το σώμα μου είχε διαφοροποιηθεί, η δύναμή μου επίσης, επομένως η προετοιμασία και οι προπονήσεις θα χτίζονταν πάνω σε άλλη βάση. Πιο ώριμη, πιο έμπειρη…
Υπήρχε μεν το ρίσκο, αλλά δεν με απασχολούσε. Δεν ήθελα να αποδείξω κάτι σε κάποιον. Το μόνο που ήθελα ήταν να αποδείξω στον εαυτό μου ότι αυτό που έκανα ήταν αυτό που αγαπούσα, με ευχαριστούσε και με έκανε χαρούμενη.
Μετά τη συμμετοχή μου στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στο Ντέμπρετσεν και τον τερματισμό μου στην πέμπτη θέση στα 100μ. ελεύθερο, διαπίστωσα ότι μπορούσα να τα καταφέρω.
Στο αγώνισμα των 50μ. ελεύθερο μάλιστα έβαλα ως στόχο να πάρω ένα μετάλλιο!
Τελικά, όχι μόνο το πήρα (σ.σ. Χάλκινο) αλλά βελτίωσα και το ατομικό μου ρεκόρ με χρόνο κάτω από τα 25 δευτερόλεπτα (24.93).
Είχα καταφέρει να προκριθώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Μαγεία! Αυτό και μόνο έλεγε πολλά!
Όταν ολοκληρώθηκαν οι Αγώνες στο Λονδίνο, θέλησα να συνεχίσω την προσπάθειά μου, στοχεύοντας στη διοργάνωση στο Ρίο Ντε Τζανέιρο.
Η γνωριμία μου ωστόσο με τον άνδρα μου το 2014 άλλαξε την κοσμοθεωρία μου.
Αποφάσισα να κλείσω οριστικά τον κύκλο του αθλητισμού. Να ανοίξω ένα άλλο κεφάλαιο στη ζωή μου. Το πιο σημαντικό απ’ όλα. Την οικογένειά μου.
Αποχώρησα πλήρης και γεμάτη, έχοντας εκπληρώσει όλους τους στόχους και τις επιθυμίες μου.
Οι περισσότεροι θεωρούν νικητές και Ολυμπιονίκες μόνον όσους έχουν κατακτήσει μετάλλια.
Νικητής όμως δεν είναι μόνον αυτός που βγαίνει πρώτος, δεύτερος ή τρίτος.
Νικητής είναι όποιος έχει κάνει στη ζωή του όσα επιθυμεί.
Αυτά που αγαπά.
Αυτά που τον χαροποιούν.
Αυτά που του δίνουν το οξυγόνο του!
Η Νέρι Νιανγκουάρα είναι πρώην αθλήτρια της κολύμβησης, Πρωταθλήτρια στα 50μ. και 100μ. ελεύθερο.
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
Photo Credits: Ανδρέας Παπακωνσταντίνου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Άννα Ντουντουνάκη: Συναισθήματα που δεν είχα ζήσει ποτέ
Αλεξάνδρα Σταματοπούλου: Η αποδοχή αρχίζει από μέσα σου / Δημοσθένης Μιχαλεντζάκης: Από τον Έβρο μέχρι το Τόκιο / Χαράλαμπος Ταιγανίδης: Ένας Ευτυχισμένος Άνθρωπος
Απόστολος Παπαστάμος: Το Τέλος Της Εφηβείας / Ανδρέας Βαζαίος: Η τέλεια κούρσα!
Σπύρος Χρυσικόπουλος: Χωρίς Όρια / Επιμονή / Στις παραισθήσεις των ονείρων
Κέλλυ Αραούζου: Η θάλασσα μέσα μου
ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡ / ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΛΥΜΒΗΣΗ