Δεν είναι και το πλέον ενισχυτικό για ένα κείμενο το ξεκίνημα με κλισέ.
Αφενός όμως δικαιολογείται, όταν πρόκειται για τον πλέον συνηθισμένο, ordinary που λένε και οι αγγλοσάξονες, τύπο του σύγχρονου ποδοσφαιρικού στερεώματος, αφετέρου ίσως και να επιβάλλεται, όταν δεν υπάρχει απλώς μια φωτογραφία που περιγράφει όσα χίλιες λέξεις θα χρειάζονταν για να αποδώσουν, αλλά δύο.
Έχουν διαφορά 15 χρόνια. Η πρώτη είναι το 2003, σ’ ένα τουρνουά παιδικών ομάδων στη Μάντη. Το κέρδισε η JS Suresnes, μια άσημη ακαδημία ενός προαστίου του Παρισιού, ακαδημία εκτός οποιουδήποτε συστημικού πλαισίου της περίφημης γαλλικής ποδοσφαιρικής παραγωγικής διαδικασίας.
Όλα 12χρονα παιδιά. Όλα ένα κουβάρι. Στην άκρη, μόνο, ένα που δεν ξεχωρίζει μόνο εξαιτίας του χρώματος αλλά κυρίως λόγω της (μη) διάπλασής του. Παρότι μιλάμε για παιδιά, αυτός μοιάζει με μωρό.
Φοράει την εμφάνιση της ομάδας, οπότε είναι σαφές ότι δεν βρέθηκε εκεί τυχαία, φαίνεται να το διασκεδάζει, αφού, παρότι σε γωνία η λήψη, διακρίνεται ένα πλατύ χαμόγελο, αλλά είναι σε απόσταση, μακριά από το μπουλούκι, θαρρείς και από φόβο μπας και μπλέξει στον χαμό με συνομήλικους συμπαίκτες που του ρίχνουν ένα (και βάλε) κεφάλι σε μπόι.
Η δεύτερη μετά το τέλος του Τελικού του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2018. Οι Γάλλοι διεθνείς κάνουν τον γύρο του θριάμβου, με το τρόπαιο να περνάει -όπως συνηθίζεται- από όλα τα χέρια.
Ένας από δαύτους συλλαμβάνεται από τον φακό να περιμένει καρτερικά. Δεν κάνει καμία κίνηση να το ζητήσει, απλώς συμμετέχει στο ανθρώπινο μπλε κονβόι, χαζεύει το Κύπελλο, απολαμβάνει την στιγμή, αλλά μένει μακριά από όλους τους υπολοίπους, οι οποίοι και πάλι σωματικά μοιάζουν διπλάσιοι σε ύψος και πλάτος από δαύτον.
Πρώτος κατάλαβε ότι δεν είχε αγγίξει την κούπα ο Στίβεν Ν’ Ζονζί και φώναξε στον Χιούγκο Γιορίς, τον τελευταίο που την είχε στα χέρια του, να του την δώσει. Τι το ήθελε! Λες και τον ανάγκασαν να κάνει τα πιο ντροπιαστικά μέτρα της ζωής του. Η στάση του, η γλώσσα του σώματός του απείχε ασύλληπτα πολύ από τα όσα θα περίμενε κανείς από κάποιον που πανηγυρίζει την κατάκτηση του κορυφαίου ποδοσφαιρικού τροπαίου.
Έτσι, διστακτικά, με το κεφάλι κάτω, ήρθε -με τον τρόπο που ήρθε- η σειρά του. Και ακόμα και όταν έφτασε η ώρα του να πανηγυρίσει και να φωτογραφηθεί με το Κύπελλο, το καρέ που ξεχώρισε έδινε την εντύπωση πως περίμενε τους συμπαίκτες του να γυρίσουν την πλάτη τους, να μην τον κοιτάνε, να μην τον προσέχουν, έχοντας στραφεί αλλού, αφού πλέον είχαν βγάλει την υποχρέωση να τον βάλουν και αυτόν στο πάρτι, και μόνο τότε να γονατίσει, χωρίς συντροφιά άλλου, και να ποζάρει.
Τι 12χρονος σε άσημο τουρνουά πιτσιρικάδων, τι Παγκόσμιος Πρωταθλητής στα 27 του, καθολικά αναγνωρισμένος και αναγνωρίσιμος. Για τον Ενγκολό Καντέ, το ένα και το αυτό είναι.
Χρονιά και προαγωγή
Μετανάστες από το Μάλι οι γονείς του, έφτασαν στο Παρίσι στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Ο πατέρας του (τον έχασε, όταν ήταν 11 χρόνων) μάζευε σκουπίδια, ψάχνοντας από εκεί να ξεχωρίσει οτιδήποτε μπορούσε να πουληθεί, να ανακυκλωθεί, να αξιοποιηθεί περαιτέρω, ώστε να μαζέψει μερικές πενταροδεκάρες, με τη μητέρα του να βγάζει συνεπέστερο μεροκάματο δουλεύοντας ως καθαρίστρια.
Η ελπίδα τους πάντως, η ευχή τους για κάτι καλύτερο, για τα εννιά παιδιά τους φανερή. Χάρη στην ιστορία του Ενγκολό Ντιαρά, ο οποίος από σκλάβος έφτασε να γίνει βασιλιάς στη χώρα του Σέγκου τον 18ο αιώνα, πριν αυτή διαμορφωθεί στο Μάλι της σύγχρονης εποχής, έδωσαν το όνομά του σε έναν από τους κανακάρηδές τους. Σημειολογία σου λέει μετά…
Ο μικρός Ενγκολό λοιπόν ήταν-δεν ήταν οκτώ χρόνων, όταν και μόνος του -σιγά που θα γινόταν αλλιώς- εμφανίστηκε στο γήπεδο της JS Suresnes, ζητώντας να ξεκινήσει προπονήσεις. Στα 10 χρόνια που αγωνίστηκε εκεί (πρόκειται για ομάδα που σε επίπεδο ανδρών το ψηλότερο που έφτασε, ενόσω ο Καντέ ήταν μέλος της, ήταν η 8η κατηγορία του γαλλικού ποδοσφαίρου), όσοι συνυπήρξαν μαζί του ορκίζονται πως ποτέ δεν είδαν κάποιον δικό του στο γήπεδο.
Ούτε και τον άκουσαν ποτέ όχι να ξεκινάει μια συζήτηση, αυτό θα ήταν κοσμογονία, άλλα έστω να συνθέτει, απαντώντας, δύο προτάσεις στη σειρά. Στο οτιδήποτε, σε οποιαδήποτε περίσταση.
Δεν ήταν αντικοινωνικός, κάθε άλλο. Έμφυτα συνεσταλμένος, ντροπαλός, αποστρεφόταν το παραμικρό που θα μπορούσε να τον βάλει στο επίκεντρο. Αγαπητός όμως απ’ όλους. Ουσιαστικά αποτελούσε τη μασκότ της ομάδας, όντας υπό την προστασία όλων, ειδικά λόγω της μικροσκοπικής του σωματοδομής.
Οπουδήποτε όμως αλλού αυτή ακριβώς η σωματοδομή του αποτελούσε την αιτία να περνάει απαρατήρητος. Αλλεπάλληλες οι απορρίψεις από διάφορες ακαδημίες ομάδων του Championnat (Λοριάν, Σοσό, Ρεν), απολύτως φυσιολογικά ούτε και μπήκε ποτέ στο ραντάρ των ανθρώπων του Clairefontaine, του αναπτυξιακού προγράμματος δηλαδή της Γαλλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας σε επίπεδο Εθνικών ομάδων.
Ακόμα και όταν έφυγε από τη JS Suresnes στα 19 του, με… ρουσφέτι έφυγε ουσιαστικά, αφού ο Πρόεδρος της ομάδας τραβολογούσε τον Καντέ παντού στη Γαλλία, προσπαθώντας να πουλήσει τη δυναμική που ο ίδιος έβλεπε.
Μέχρι και τον Αρσέν Βενγκέρ είχε ενημερώσει, ο Αλσατός όμως δεν συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό του. είχε πρόσβαση στην Μπουλόν, ομάδα τότε της Ligue 2, και έτσι, με προσωπική του εγγύηση (και χωρίς να καταβληθεί ευρώ), μπήκε στην επαγγελματική πλέον ποδοσφαιρική διαδικασία.
Ο Θεός να την κάνει επαγγελματική. Ένας πενιχρός μισθός, ο οποίος συχνά-πυκνά δεν του εξασφάλιζε ούτε τα απαραίτητα, το μόνο του εισόδημα. Γι’ αυτό και η εναλλακτική των σπουδών. Γράφτηκε στο πανεπιστήμιο και πήρε το δίπλωμά του στη λογιστική. Στην τριετία όμως που του πήρε για να το πετύχει, το ποδοσφαιρικό του στάτους είχε διαφοροποιηθεί ριζικά, χωρίς πλέον να αφήνει χώρο σε οποιαδήποτε άλλη σκέψη επαγγελματικής κατεύθυνσης.
Πρώτη χρονιά λοιπόν των σπουδών του. Η Μπουλόν υποβιβάστηκε στη National (3η κατηγορία) και η αναγκαστική μείωση του μπάτζετ που συνεπάγεται του προσέφερε το άνοιγμα και την ευκαιρία. Έτσι από τα… άγραφα της δεύτερης ομάδας έγινε βασικός και στην πρώτη του κιόλας σεζόν ήταν καταλυτικός στην άμεση επιστροφή της ομάδας του τη Ligue 2 (2013).
Δεύτερη χρονιά σπουδών. Στη Ligue 2 έπαιξε αμέσως, όχι όμως στην Μπουλόν. Ο chief scout της Καέν, Αλέν Καβελιά, είχε δεχτεί στο γραφείο του μερικά βίντεο από παιχνίδια του Καντέ, πλαισιωμένα από σειρά θετικών εισηγήσεων που του ζητούσαν να ξεπεράσει -τι άλλο- το θέμα της σωματοδομής του και να του εμπιστευτεί μια θέση στο ρόστερ. Περισσότερο πάντως μέτρησε για να μετακομίσει στο Michel d’Ornano το ότι ήταν ελεύθερος και έτσι η Καέν δεν χρειάστηκε να δαπανήσει ευρώ.
«Δεν τον ήξερα, ούτε και οι περισσότεροι στην ομάδα. Μετά την πρώτη προπόνηση όμως που έκανε, ήρθαν οι υπόλοιποι ποδοσφαιριστές να με ρωτήσουν από πού τον είχαμε φέρει και πού τον κρύβαμε. Ήταν ένα φαινόμενο», θυμάται με δέος ο τότε τεχνικός της Καέν, Πατρίς Γκαράντ. Και με το φαινόμενο στη δούλεψή του ήρθε και η άνοδος στο Championnat , με τον Καντέ να πανηγυρίζει δεύτερο διαδοχικό προβιβασμό, με δύο διαφορετικές ομάδες.
Και έτσι, η τρίτη χρονιά των σπουδών του τον βρήκε στο Championnat. Το μόνο που είχε αλλάξει ως προς τη συμπεριφορά του το… μεταφορικό μέσο. Στη JS Suresnes πήγαινε τρέχοντας. Στην Μπουλόν με ένα ηλεκτρικό σκουτεράκι. Στην Καέν, με το που εξασφαλίστηκε η άνοδος στα σαλόνια, πήρε το πρώτο του αυτοκίνητο. Ένα μεταχειρισμένο Megane…
Το μαράζι και το ψηστήρι
H Ligue 2 δεν βρίσκεται μεταξύ των πρωταθλημάτων στα οποία το scouting department της Λέστερ είχε δια ζώσης εποπτεία. Δεν αγνοούταν, κάθε άλλο, απλώς το μόνο που λάμβανε ο αρχισκάτουτ των «Αλεπούδων», ο Στιβ Γουόλς, ήταν μόνο νούμερα, στατιστικά και επιδόσεις. Και μόνο αν κάτι ξεχώριζε, τότε πήγαινε να το(ν) δει.
Τα στατιστικά του Καντέ στην παρθενική του σεζόν στη Ligue 2 δεν ήταν απλώς ξεχωριστά. Ήταν αδιανόητα. Ο αριθμός των κερδισμένων διεκδικήσεων, μπαλών, τα επιτυχημένα τάκλινγκ και οι επεμβάσεις του, τα χιλιόμετρα που έκανε στο γήπεδο, όλα ξεπερνούσαν σε επίπεδα υπερδιπλάσια ακόμα και από το ανώτατο όριο του φυσιολογικού μέσου όρου της κατηγορίας.
Αρχικά ο Γουόλς είχε θεωρήσει πως ό,τι έβλεπε ήταν λάθος. Μα, εφόσον το… λάθος συνέβαινε επαναλαμβανόμενα, αποφάσισε να το τσεκάρει με τα μάτια του. Τα είδε όλα. Για την ακρίβεια, όπως έχει παραδεχτεί και ο ίδιος, τα είδε… διπλά. «Νόμιζα πως βρίσκονταν δίδυμοι στο γήπεδο. Ήταν παντού, όπου κοιτούσα». Χρειάστηκε να τον τσεκάρει για ακόμα ενάμιση χρόνο, δηλαδή και στη σεζόν της Καέν στο Championnat.
Ο Καντέ τον χαβά του. Τα ίδια ακριβώς και ακόμα… χειρότερα, ακόμα πιο εκκωφαντικά και εξόφθαλμα και στο κορυφαίο εντός των γαλλικών συνόρων επίπεδο. Ο Γουόλς ήταν έτσι κι αλλιώς πεπεισμένος πως ο Καντέ αγωνιζόταν κάπου τελείως αναντίστοιχα, πολύ χαμηλότερα των δυνατοτήτων του, αλλά πλέον είχε και την απαραίτητη data για να το δικαιολογήσει.
Άλλο να εισηγείσαι σε club της Premier League την αγορά ενός παίκτη από τη Ligue 2 και άλλο από το Championnat. Έστω και από την (νεοφώτιστη τότε) Καέν, έστω και για έναν παίκτη που στα 24 του για πρώτη φορά αγωνιζόταν σε κορυφαία κατηγορία, με ό,τι κίνδυνο αυτό ελλόχευε.
Ακόμα και έτσι όμως, χρειαζόταν πειθώ. Πολλή. Κυρίως στον προπονητή. Ο Κλαούντιο Ρανιέρι είχε-δεν είχε τρεις εβδομάδες στο πόστο, έχοντας επιστρέψει στη μαρκίζα λίγους μήνες μετά τον ελληνικό εφιάλτη. Είχε τις αμφιβολίες του για τον Καντέ. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως ένας τύπος με 168 εκατοστά μπόι που παίζει “εξάρι” θα μπορούσε να τα βάλει με τα θεριά των αγγλικών γηπέδων.
Κάθε μέρα λοιπόν που ο Γουόλς συναντούσε τον Ρανιέρι στις πρώτες 20 μέρες του Ιταλού στον πάγκο των «Αλεπούδων», το μόνο που του έλεγε, είτε ψιθυριστά, είτε φωναχτά, είτε στη… νοηματική, όπως και όσο χρειαζόταν, ήταν το όνομα Καντέ. Τίποτα άλλο. Μόνο αυτό, επαναλαμβανόμενα. Κάθε μέρα. Κάθε στιγμή που συναντιόντουσαν. Όποτε επικοινωνούσαν. Μέχρι τελικά το ψηστήρι να πετύχει και η Λέστερ, προλαβαίνοντας τη Μαρσέιγ, αρχές Αυγούστου του 2015 να ικανοποιήσει το μαράζι του Γουόλς φέρνοντάς τον στο Kings Power.
Και ήρθε με… Mini. Δίπλα στην φτιαγμένη και προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις του Τζέιμι Βάρντι πολλών εκατομμυρίων Bentley, ο Καντέ το μόνο που αναβάθμισε ήταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε. Του προσέφεραν διάφορα, ταιριαστά πλέον με το στάτους ενός ποδοσφαιριστή της Premiership, ωστόσο, επειδή ανησυχούσε για την δεξιοτίμονη οδήγηση, θεώρησε πως το (παραδοσιακό βρετανικό έτσι κι αλλιώς) Mini θα ήταν πιο εύκολο στη δική του προσαρμογή στα νέα οδηγικά δεδομένα.
(Για την ιστορία, μέχρι και το 2021 αυτό οδηγούσε, ακόμα και ενώ ήταν ο πιο ακριβοπληρωμένος της Τσέλσι και το πάρκινγκ του προπονητικού των «Μπλε» στο Κόμπχαμ κάλλιστα μπορούσε να μετατραπεί σε έκθεση πολυτελών, state of the art τετράτροχων -και δίτροχων- των συμπαικτών του στους Λονδρέζους, οι οποίοι μέχρι και προσωπικά ελικόπτερα χρησιμοποιούσαν για τις μετακινήσεις τους. Αυτός όμως εκεί, το Mini του…).
Άλλη δεν χρειάστηκε. Ό,τι έκανε ως τότε, το έκανε και στο κορυφαίο των επιπέδων, συμβάλλοντας καταλυτικά στη μεγαλύτερη έκπληξη όλων των εποχών στο αγγλικό ποδόσφαιρο, την ανάδειξη δηλαδή της Λέστερ σε Πρωταθλήτρια στην παρθενική του σεζόν στο Νησί. Οι αριθμοί πλέον δεν ήταν μόνο για τα μάτια του Γουόλς. Δεν ήταν μετρήσιμοι μόνο σε ειδικούς.
Η εξοικείωση της κοινής γνώμης με την πίστωση και αναγνώριση μόνο χάρη σε γκολ και ασίστ είχε πλέον παρέλθει και άλλες στατιστικές κατηγορίες, καινοφανείς στους αδαείς πολλούς, όπως κλεψίματα, επεμβάσεις, προβολές, άρχισαν να μπαίνουν στη δημόσια συζήτηση, ώστε πρωτίστως να δικαιολογήσουν το ασύλληπτο επίτευγμα της Λέστερ αλλά κυρίως επικεντρώνοντας στο τι προσέφερε σε αυτό ο Καντέ.
Ανεξαρτήτως αριθμών και επιδόσεων, δύο ατάκες ήταν οι χαρακτηριστικότερες του αντικτύπου που είχε ο Γάλλος στο παιχνίδι. Γενικά πλέον, όχι μόνο της Λέστερ. Η πρώτη από τον -πιστό πλέον- Ρανιέρι: «Πιστεύω αλήθεια πως κάποια στιγμή και θα κάνει τη σέντρα και θα πάρει και ο ίδιος την κεφαλιά».
Και η δεύτερη από τον προφανώς καταλληλότερο όλων για να την ξεστομίσει, τον Γουόλς. «Η Λέστερ έπαιζε με τρεις χαφ. Στο κέντρο της τριάδας ήταν ο Ντρινγκουότερ και ο Καντέ ήταν σε κάθε πλευρά του»…
He’s here, he’s there, he’s every fucking where
Διαδρομή από την ένατη κατηγορία της Γαλλίας στην κατάκτηση του Πρωταθλήματος Αγγλίας μέσα σε μόλις έξι χρόνια. Παραμύθι. Από τα μηδενικά συμβόλαια και τις μηδενικές μετακινήσεις στα 9 εκατ. της αγοράς από τη Λέστερ και, αμέσως μετά την κατάκτηση του Πρωταθλήματος, στα 36 που πλήρωσε η Τσέλσι για να τον πάρει στο Stamford Bridge. Και από την ούτε καν υποσημείωση της υποσημείωσης των μικρών Εθνικών ομάδων των «Tricolore» στις επιλογές του Ντιντιέ Ντεσάν για το Euro 2016.
Ανέβαινε το επίπεδο; Ανέβαζε το δικό του. Κάνοντας ό,τι τον ξεχώριζε, ακόμα πιο εντατικά, ακόμα πιο αποτελεσματικά, ακόμα πιο ξεκάθαρα. Πανηγύρισε δεύτερο σερί Πρωτάθλημα με την Τσέλσι, έχοντας για δεύτερη σερί σεζόν τις περισσότερες προβολές, κλεψίματα, παρεμβάσεις από οποιονδήποτε άλλον στο Πρωτάθλημα. Έτσι κι αλλιώς, ως και σήμερα, στο διάστημα που βρίσκεται στην Premier League, άλλος που να ματσάρει τις επιδόσεις του σε αυτές τις κατηγορίες δεν έχει βρεθεί, παρότι μάλιστα στην χρονιά του Μαουρίτσιο Σάρι στα ηνία των «Μπλε» τού ανατέθηκε ρόλος πολύ πιο προωθημένος στο κέντρο.
Η πρώτη του χρονιά στο Λονδίνο, μα και όλη του η καριέρα ίσως, αποτυπώνεται σε ένα στιγμιότυπο από ένα παιχνίδι με τη Σουόνσι. Σε αυτό, μέσα σε 24 δευτερόλεπτα τρεις συμπαίκτες του χάνουν την μπάλα. Ο Καντέ στο συγκεκριμένο διάστημα κάνει τέσσερα τάκλινγκ και την κερδίζει ισάριθμες φορές.
Ο Αζάρ επανέλαβε ουσιαστικά, από διαφορετικό μετερίζι, ό,τι είχε πρωτοεπισημάνει ο Γουόλς: «Αρκετές φορές χρειαζόταν να βεβαιωθώ πως δεν έχω συμπαίκτες διδύμους», ενώ ενισχυτικό της μετεωρικής του εξέλιξης αλλά κυρίως του τρόπου με τον οποίον υποχρέωσε ουσιαστικά στην αλλαγή της οπτικής του αθλήματος ήταν το ότι αναγορεύτηκε σε κορυφαίο ποδοσφαιριστή της Premier League εκείνης της σεζόν (2016-17).
Και συνέχιζε. Έναν χρόνο μετά, αναντικατάστατος πλέον και στους «Tricolore», στέφθηκε Παγκόσμιος Πρωταθλητής. Ο κολλητός του, παρά τις μύριες όσες διαφορές που ακόμα και εμφανισιακά έχουν, Πολ Πογκμπά, του είχε δώσει τη μερίδα του λέοντος για εκείνο το τρόπαιο: «Νιώθουμε πως παίζουμε με 12. Είναι ικανός να τρέξει περισσότερο απ’ όσο όλοι οι αντίπαλοι μαζί».
Το 2021, μετά την ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας της Τσέλσι από τον Τόμας Τούχελ και την επιστροφή του σε ρόλο, χώρο και ευθύνες περισσότερο ταιριαστά (όχι πως παραπονέθηκε ποτέ για την επί Σάρι προώθησή του), δικαιολόγησε με την παρουσία του το «one man midfield» που παραστατικά αποδόθηκε για τις εμφανίσεις του, οι οποίες οδήγησαν τους Λονδρέζους στην κατάκτηση του Champions League. Από τα επτά παιχνίδια που ακολούθησαν τη φάση των ομίλων, στα τέσσερα -συμπεριλαμβανομένου και του Τελικού κόντρα στη Σίτι- αναδείχτηκε σε MVP.
«Τον βλέπουμε στο γήπεδο, στις προπονήσεις, στους αγώνες. Ξέρουμε τι μπορεί να κάνει και πάλι όμως δεν το πιστεύουμε. Βλέπουμε και τα νούμερά του και νιώθουμε ευλογημένοι που έχουμε ένα τέτοιο δώρο, ένα τέτοιο θαύμα της φύσης στην ομάδα», η αποθέωση του Τούχελ.
«Στάθηκα μπροστά του και τον σκούντηξα στο στήθος. Ήθελα να τσεκάρω αν είναι αληθινός», μοιράστηκε ο Τιερί Ανρί μετά την παρουσία του σε μια προπόνηση της Τσέλσι κατά τη διάρκεια της επιμόρφωσής του για το πέρασμα του «Τιτί» στους πάγκους.
«Το 70% της γης καλύπτεται από νερό. Το υπόλοιπο το καλύπτει ο Καντέ», το τιτίβισμα που ανέδειξε σε παγκόσμιο trend με retweet του ο Μαρσέλ Ντεσαγί.
«He’s here, he’s there, he’s every fucking where», το σύνθημα που τον ακολουθεί στα αγγλικά γήπεδα από τους οπαδούς της Τσέλσι.
Ο μεγαλύτερος τίτλος που (δεν) κέρδισε
Εκεί όπου δεν είναι, όπου δεν θέλει να είναι, είναι στα φώτα, στο επίκεντρο. Στα αποδυτήρια η φωνή του δεν ακούγεται. Και όχι μόνο δηλαδή στα αποδυτήρια. Παντού. Το μπόι του τον βολεύει. Δεν ξεχωρίζει, κρύβεται, θα κάτσει στη γωνιά, αφού έχει κάνει τη δουλειά του, και αθόρυβα θα ξεγλιστρήσει. Φυσιολογικό πως αποφεύγει τις συνεντεύξεις όπως ο διάολος το λιβάνι. Και όχι λόγω βεντετισμού. Η συστολή είναι φυσική, ξεχειλίζει.
Ένας αρθρογράφος του γαλλικού περιοδικού «So Foot», ο Τhomas Tourounde, εμπνεύστηκε από το τι κάνει στο γήπεδο κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ του 2018 και στους ρυθμούς του «Champs-Élysées» του Γάλλου μουσικού Τζο Ντασέν σκάρωσε ένα δίστιχο για χάρη του: «N’ Golo Kanté, pala pala pa, N’ Golo Kanté, pala pala pa, il est petit, il est gentil, il a bouffé Léo Messi, bientôt sur les Champs-Elysées, N’ Golo Kanté».
Δηλαδή «είναι μικρός, είναι ωραίος, έφαγε τον Λίο Μέσι και σύντομα θα είναι στα Ηλύσια Πεδία». Και, όταν πράγματι βρέθηκε εκεί μετά την κατάκτηση του δεύτερου παγκόσμιου τίτλου, στον παραδοσιακό τόπο πανηγυρισμού των επιτυχιών της Εθνικής Γαλλίας, το δίστιχο είχε γίνει viral από το συγκεντρωμένο πλήθος, με τους συμπαίκτες του να δίνουν τον τόνο της αέναης επανάληψης, με μια όμως ουσιαστική διαφοροποίηση, αφού στο τέλος πρόσθεσαν το «Mais on sait tous que c’ est un tricheur, N’ Golo Kanté», δηλαδή «όλοι ξέρουμε πως είναι κλέφτης».
Κλέφτης όχι στο γήπεδο μα στα… χαρτιά. Ο Πογκμπά του έβγαλε τ’ όνομα, δεν πήρε πολύ όμως στην σχετική φήμη να εξαπλωθεί στα γαλλικά αποδυτήρια και, μετά από εκείνη τη μουσική αποστροφή, σ’ ολάκερο τον κόσμο. «Δεν είμαι κλέφτης, είμαι απλώς ανταγωνιστικός και δεν θέλω να χάνω», η απάντηση του Καντέ. Ειλικρινής μοιάζει και… τεκμηριωμένα. Πρέπει να είναι ο μόνος στον πλανήτη που τ’ όνομά του μπλέχτηκε στα Football Leaks και βγήκε ατσαλάκωτος.
Συγκεκριμένα, μέσω της γνωστής ιστοσελίδας είχε δημοσιοποιηθεί πως, όταν μεταγράφηκε στην Τσέλσι, του προσφέρθηκε από τους «Μπλε» η δυνατότητα να πληρώνεται μέσω μιας υπεράκτιας εταιρείας, προκειμένου με αυτόν τον τρόπο να ωφελούνταν και ο ίδιος αλλά και ο σύλλογος σε φορολογικό επίπεδο. Και αυτό μάλιστα εν μέσω -τότε- μιας ανηλεής διαμάχης μεταξύ των ατζέντηδων που είχαν επιστρατεύσει οι Λονδρέζοι για να προχωρήσουν στη μεταγραφή και των δικών του εκπροσώπων.
Η απάντηση που έδωσε και δημοσιοποιήθηκε στα Football Leaks μέσω του e-mail που είχε στείλει τότε ο οικονομικός σύμβουλος του «Ενιζί» («NG», έτσι προφέρεται το παρατσούκλι του, από τ’ αρχικά του ονόματος και του επωνύμου του) στους υπευθύνους της Τσέλσι έγινε θρύλος: «Ο Ενγκολό προσαρμόζεται, δεν έχει υπερβολικές απαιτήσεις. Το μόνο που θέλει είναι κανονικές (normal) αποδοχές».
Ακόμα και η αδιαμφισβήτητη, καθολική πλέον, υπεροχή έναντι του ανταγωνισμού στη θέση του, ακόμα και το γεγονός ότι βρίσκει άνετα μια σε οποιαδήποτε ομάδα στον πλανήτη, ανεξαρτήτως διάταξης, τακτικής και φιλοσοφίας, δεν έχει διαφοροποιήσει τη δική του στάση. Απόλυτα ρεαλιστική. Και, όπως απάντησε τότε στους υπεύθυνους της ομάδας του, προσαρμοστική.
Ξεκίνησε, όπως κάθε πιτσιρικάς, να κλωτσάει το τόπι, προσπαθώντας να κοπιάρει τον Ρονάλντο, τον Μαραντόνα, τον Ροναλντίνιο. Έγκαιρα κατάλαβε πως δεν θα γίνει σαν και αυτούς. Προσάρμοσε λοιπόν τη φιλοδοξία στα χαρακτηριστικά του και την επαγγελματική του ρότα στα όσα είχε. Ασύγκριτα, όπως αποδείχτηκε, ακόμα και έναντι των κατοπινών αγωνιστικών του προτύπων, του Λασανά Ντιαρά και του Κλοντ Μακελελέ (τον πρώτο τον πρόλαβε συμπαίκτη στους «Tricolore», τον δεύτερο τον ζει ως μέλος του σταφ των ακαδημιών της Τσέλσι).
Κατάκτησή του, ίσως η μεγαλύτερη όλων, ένας τίτλος που δεν κέρδισε, αυτός της Χρυσής Μπάλας του 2021. Κατά πολλούς αδικήθηκε. Αδικήθηκε που δεν έγινε ο πρώτος αμυντικογενής ποδοσφαιριστής μετά τον Φάμπιο Καναβάρο το 2006 που κερδίζει τον συγκεκριμένο τίτλο. Ο πλέον κοντινός σε αγωνιστική ταυτότητα με τη δική του που ψηφίστηκε ήταν ο Λόταρ Ματέους το 1990. Όσο κοντινός μπορεί να θεωρείται ο αλλοτινός αρχηγός της Εθνικής Γερμανίας, μα η επισήμανση είναι ενδεικτική του τι αντίκτυπο είχε η μη ανάδειξη του Γάλλου σε κορυφαίο του πλανήτη.
Για δαύτον ίσως να ήταν και καλύτερα. Ειδικά εφόσον γλύτωσε παρατεταμένη έκθεση σε φλας, μικρόφωνα και κάμερες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως έχει παραδεχτεί ότι θα ήθελε, αν ήταν σούπερ ήρωας, η χαρακτηριστική του δύναμη να είναι η δυνατότητά του να εξαφανίζεται, να γίνεται αόρατος, όποτε το επιθυμεί.
Η διαφορά με την πραγματικότητά του είναι πως αυτό επιδιώκει πάντα. Να μην φαίνεται, να μην ακούγεται, να μην βρίσκεται στο επίκεντρο. Και μπορεί με τον τρόπο που αγωνίζεται, ένα ζωντανό, δίποδο… αντίμετρο σε οποιοδήποτε αντίπαλο όπλο, συμβατικό ή όχι, βάλλει κατά της (όποιας) ομάδας του, να άλλαξε τον τρόπο που αναγνωρίζεται η συμβολή ενός εκάστου, ενός οποιουδήποτε στον αγωνιστικό χώρο, μα η φύση του δεν αλλάζει.
Και αυτό είναι που τον κάνει μοναδικό, παντελώς αταίριαστο με το σύγχρονο star system και την συνεχή ανάγκη δημιουργίας και ανανέωσης του, τελείως εκτός του ποδοσφαιρικού κόσμου τούτου.
Σε ένα άθλημα που διαχρονικά, σε όλες του τις εκφάνσεις και από όλους όσοι το διαμορφώνουν, έχει διδαχτεί να αποθεώνει και να εξυμνεί τους ποιητές και τη δυνατότητά τους να εκφράζονται καλλιτεχνικά σε ένα γήπεδο, αυτός ο κοντοπίθαρος κατάφερε να γίνει μοναδικός, αρκούμενος απλώς να είναι στιχάκι…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η κηλίδα της τελειότητας του Ούγκο Γιορίς
Κλάουντιο Ρανιέρι: Η τέλεια μετριότητα
Η αφοσίωση έβγαλε τον Τζέιμι Βάρντι από τον μικρόκοσμό του
Τόμας Τούχελ, Βασανισμένη Ιδιοφυΐα
Τιερί Ανρί: Προσεγγίζοντας την τελειότητα
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη