Εκείνο το πρωί της Παρασκευής, θυμάμαι, ξύπνησα αρκετά χαλαρός… προσπαθούσα έτσι να μην το σκέφτομαι όλο το βράδυ.
Μου είχαν πει και να κλείσω το τηλέφωνό μου για να μην δέχομαι μηνύματα, για να μην έχω άγχος και όλα αυτά.
Τελικά δεν το έκλεισα, γιατί εγώ ούτως ή άλλως πλέον έχω βρει τον τρόπο να μην αγχώνομαι στις μεγάλες διοργανώσεις, οπότε το σκέφτηκα έτσι, λες και πάω να τρέξω ένα πανελλήνιο, έτσι, κάτι απλό.
Γιατί αν κάθομαι και σκέφτομαι «τρέχω τελικό Ολυμπιακών Αγώνων με τα καλύτερα ονόματα», ότι προσπαθώ να διεκδικήσω ένα μετάλλιο και όλα αυτά , ε, θα αγχωνόμουν και δεν θα μπορούσα να αποδώσω όσο χρειάζεται.
Το τηλέφωνο λοιπόν το είχα βάλει σε λειτουργία πτήσης, κάτι που το κάνω και γενικά.
Βέβαια, τότε σε εσάς ήταν βράδυ και σε εμάς πρωί, οπότε… υπήρχαν κάποια λίγα μηνύματα, αλλά ok, δεν έδινα κάποια ιδιαίτερη σημασία, απαντούσα στους φίλους μου και τους γονείς μου ότι θα προσπαθούσα να κάνω το καλύτερο που μπορώ.
Μέχρι εκεί ήταν η επικοινωνία μου με το κινητό το βράδυ πριν τον αγώνα.
Και προσπαθούσαν και αυτοί που με ξέρουν να μην με αγχώσουν, του τύπου «πάμε να πάρουμε το μετάλλιο».
Είχα βάλει ξυπνητήρι, όπως πάντα, τρεις ώρες πριν τον αγώνα, τυπική διαδικασία, ετοιμάστηκα, πήγα στην τραπεζαρία και έφαγα θυμάμαι κάτι ελαφρύ, φέτες ψωμί με μαρμελάδα.
Με το γάλα και τα κορν φλέικς που έτρωγα κάποιες άλλες μέρες, όπου δεν έτρεχα αγώνα, επηρεαζόμουν. Το γάλα, ξέρετε, είναι και πιο δύσπεπτο…
Και έτσι λοιπόν έφαγα κάτι ελαφρύ και ήπια και έναν χυμό που δεν επηρεάζει τόσο το στομάχι.
Ήπια και καφέ, δυο εσπρέσο, γιατί ήταν και πολύ πρωί. Ο Τελικός ήταν νωρίς, ήταν 09:30-10:00 και εγώ έπρεπε να σηκωθώ απ΄ τις 06:00.
Φεύγω λοιπόν απ’ το Ολυμπιακό χωριό με το λεωφορείο. Είχε κάθε μισή ώρα δρομολόγιο.
Καθόμουν μαζί με τον γιατρό της ομάδας, τον Γιάννη Χριστογιάννη, με τον οποίο κάναμε και πιο πολύ παρέα, μέναμε μαζί και στο ίδιο δωμάτιο… όπως καταλαβαίνετε, ως αθλητές ήμουν εγώ και τα κορίτσια της κωπηλασίας…
Ξεκινήσαμε λοιπόν μαζί με το λεωφορείο, ο Τζιάνι Ποστιλιόνε έμενε αλλού και είχε έρθει δυο ώρες πριν τον αγώνα.
Είχα ακουστικά στ’ αφτιά, άκουγα μουσική, με χαλαρώνει, άκουγα ελληνικά, δεν θέλω κάτι για ενεργοποίηση ή κάτι άλλο, δεν ξέρω τι ακούνε κάποιοι, άκουγα ελληνικά λοιπόν, διάφορα, χαλαρά.
Έβλεπα έξω απ’ το τζάμι τον καιρό, ήταν καλός, έλεγαν ότι υπήρχε περίπτωση να βρέξει και, όταν μπήκαμε στην κούρσα, την ώρα που πήγα να πάρω εκκίνηση, έριχνε μπουμπουνητά και είχε ψιλομαυρίσει ο ουρανός.
Το λεωφορείο μάς άφησε εκεί, δίπλα στην εγκατάσταση, οπότε πήγα εκεί, κάθισα στο rest room και περίμενα να ξεκινήσω το ζέσταμά μου, να κάνω τις διατάσεις μου.
Καρδιοχτύπι δεν είχα, ένιωθα τα ίδια, όπως και πριν… Το ‘χω ξαναπεράσει αυτό και την έχω πατήσει, προσπαθώ λοιπόν να μην το σκέφτομαι.
Όταν πιο μικρός, στην πρόκριση του 2019, όπου έτρεχα πάλι σκιφ μόνος μου μαζί με τους κορυφαίους αθλητές, είχα αγχωθεί πάρα πολύ, επειδή σκεφτόμουν τι θα κάνω και σκεφτόμουν την κούρσα και σε ποια μέτρα πρέπει να κάνω αντεπίθεση και πώς θα βγει και αν δεν είμαι καλά και αν είμαι καλά και πώς θα αντιδράσω και πώς θα πάρω την πρόκριση και αν πάρω την πρόκριση και τρέξω Ολυμπιακούς και όλα αυτά!
Και, επειδή αγχώθηκα πολύ, στα μισά της κούρσας μού κόπηκαν τα πόδια.
Οι παλμοί ήταν ήδη πολύ υψηλοί και το άγχος δεν σου επιτρέπει να κάνεις αυτό που ξέρεις να κάνεις καλύτερα.
Στα της εμφάνισης, ήμουν με το κορμάκι των αγώνων, βασικά είχα πάντα τα ρούχα της Εθνικής, αυτά που μας δίνει η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή, είχα το σορτσάκι από κάτω, από μέσα είχα το κορμάκι το αγωνιστικό και από πάνω την μπλούζα.
Από μέσα φορούσα τον Σταυρό μου, πάντα φοράω τον Σταυρό μου, πάντα.
Και πάντα κάνω και προσευχή και πριν τον αγώνα και το βράδυ, επειδή πιστεύω στον Θεό και θέλω να είναι δίπλα μου, όταν τρέχω, και να με βοηθάει. Οπότε πάντα πριν την κούρσα κάνω τον Σταυρό μου, όταν είμαι στην εκκίνηση και το βράδυ πριν κοιμηθώ.
Τον συγκεκριμένο Σταυρό μού τον έχει πάρει η κοπέλα μου, τον έχω έναν χρόνο τώρα…
Στο κωπηλατοδρόμιο λοιπόν ήταν ο Γιώργος Φώτου, ο άλλος Εθνικός προπονητής, εκτός του κυρίου Ποστιλιόνε.
Με τον Γιώργο μιλάγαμε και στο δωμάτιο είχε βάλει και μουσική και ήμασταν χαλαρά πριν τον αγώνα.
Και είμαι έτοιμος λοιπόν για την κούρσα…
Στον Τελικό δεν τους πέτυχα τους αντιπάλους μου να ευχηθούμε ο ένας στον άλλο, μπαίνει ο καθένας διαφορετική ώρα, εγώ μπαίνω πχ στα 40 λεπτά, άλλος μπορεί να μπει στα 37 ή μπορεί να μπει στη μισή ώρα, οπότε δεν τους πετυχαίνεις εκείνη την ώρα, κάνεις το ζέσταμά σου και μετά μπαίνεις στην εκκίνηση.
Και στην εκκίνηση δεν μιλάς, είσαι συγκεντρωμένος, δεν μιλάς από βάρκα σε βάρκα, μπορείς να πεις ένα «Good Luck», αλλά στον Τελικό δεν μου έτυχε. Μετά τον αγώνα, ναι, μιλάς…
Θυμάμαι στην εκκίνηση απλά έλεγα… προσευχόμουν στον Θεό: «Βοήθησέ με, Θεέ μου, να πάνε όλα καλά, να πάνε κατ’ ευχήν όλα. Να είμαι στην καλύτερη κατάσταση, να μην φτάσω σε κάποια μέτρα και δεν νιώθω το σώμα μου καλά και βρεθώ κουρασμένος».
Σκέψεις στο μυαλό κατά τη διάρκεια του αγώνα δεν περνάνε, περνάνε μόνο οι σκέψεις ότι πρέπει να κρατήσεις τους αντιπάλους κοντά με την τεχνική σου και να σκέφτεσαι την τεχνική την ώρα που τραβάς.
Βέβαια, αυτό πρέπει να το δουλέψεις στις προπονήσεις πάρα πολύ και πάνω στην κούρσα να ξέρεις να κρατάς καλά την τεχνική σου.
Αυτό έχει σημασία, γιατί η κούραση είναι πάρα πολύ μεγάλη εκείνη την στιγμή και πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος σε αυτό που κάνεις.
‘Όταν στα 500 μέτρα ήμουν τέταρτος, έβαλα το μυαλό μου κάτω και είπα «ε, είμαι το αουτσάιντερ, δεν έχω κάτι να χάσω, μόνο να κερδίσω, τι έκτος, τι πέμπτος, τι πρώτος, τι δεύτερος ή τρίτος, εγώ κερδισμένος θα είμαι, γιατί θα είμαι ο πρώτος Έλληνας στο σκιφ που μπήκε σε Τελικό Ολυμπιακών Αγώνων».
Εκεί, στην κούρσα όπου ήμουν πίσω, γύριζα κεφάλι.
Κάποιοι δεν κοιτάνε, λένε να είσαι συγκεντρωμένος, να κοιτάς μπροστά, να μην αποσπάται η προσοχή σου, αλλά εγώ δεν μπορώ, κοιτάω και θέλω να ελέγχω πού είναι οι αντίπαλοί μου, ώστε να ξέρω τι αλλαγή θα κάνω.
Γύρισα λοιπόν, μετά τη γέφυρα στα 600 μέτρα, το κεφάλι και είδα ότι ήμουν πίσω, οπότε λέω μέσα μου «κάνε αλλαγή», δηλαδή να αυξήσω τη δύναμή μου και τον ρυθμό, να κάνω ανέβασμα, να φτάσω για να είμαι μαζί τους “στο παιχνίδι”.
Και έτσι έγινε..
Η αλήθεια είναι ότι έκανα την αλλαγή εκεί, στα 750 μέτρα, και μετά, όταν ξαναέφτασα πάλι στον ρυθμό μου, ένιωθα πάρα πολύ δυνατός, σα να μην είχα κάνει τίποτα, και όταν έφτασα στο χιλιάρι, ε, μετά λειτούργησε και η αδρεναλίνη και όλ’ αυτά και έλεγα «πάμε, πάμε, κράτησέ τους».
Μέσα μου ψιλοαγχωνόμουν κι έλεγα «κράτησέ τους», γιατί ξέρω τι “τέρατα” και πόσο έμπειροι είναι ως αθλητές όλοι τους. Και έλεγα «κράτησέ τους λίγο εκεί, στο μήκος», να είμαι μαζί τους.
Ήξερα ότι στα τελευταία μέτρα θα κάνουν αντεπίθεση, αλλά ένιωθα τόσο πολύ καλά, ώστε, όταν έφτασα στα τελευταία μέτρα και δεν μου είχαν κάνει αντεπίθεση μέχρι τότε, ε, είπα «τώρα φεύγω κι εγώ» και ένιωθα πολύ καλά!
Και στο φίνις που έκανα στα τελευταία μέτρα ένιωθα ότι είχα πολύ να δώσω, ότι δεν ήμουν “καμένος”.
Αλλά δεν μπορούσαν κι αυτοί να με φτάσουν. Άπαξ και τους “άνοιξα” εκεί όπου «τους πήρα το ένα μήκος», μετά δεν μπορούσαν να με κλείσουν.
Οι αντίπαλοι, όταν τους είχα περάσει, δεν γύρισαν κεφάλι να με δουν, ήταν συγκεντρωμένοι, δύσκολα γυρνούν να κοιτάξουν, έβλεπαν με την άκρη του ματιού, αλλά κοιτούσαν ευθεία.
Και τερμάτισα πρώτος λοιπόν και δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου να πανηγυρίσω, γιατί εμείς παράγουμε τόσο πολύ γαλακτικό οξύ που συσσωρεύεται και στα τελευταία μέτρα θες… να εκραγείς, δεν αντέχεις τα πόδια σου, όλα αυτά που πηγαίνουν μηχανικά.
Οπότε μετά τον τερματισμό δεν έχεις ούτε αναπνοή να βγάλεις. Κανονικά, κάποιοι λιποθυμούν, πέφτουν πίσω στη βάρκα.
Η πίεση είναι τεράστια αυτά τα επτά λεπτά, να τα τραβήξεις στο μέγιστο με τους 190 παλμούς… Να πηγαίνεις για επτά λεπτά “στο κόκκινο” και να βάζεις μέσα ό,τι έχεις!
Οπότε συσσωρεύεται το γαλακτικό τόσο πολύ και “καίγεσαι”, ώστε, όταν τερματίζεις, έχεις εξουθενωθεί, γιατί βάζεις όλη σου τη δύναμη…
Και εγώ δεν έχω τόσο την ενέργεια. Σε άλλους αγώνες δεν είχα καθόλου. Στους Ολυμπιακούς όμως ειδικά ένιωθα πάρα πολύ καλά και μπόρεσα και πανηγύρισα έστω και λίγο γι’ αυτό που έκανα.
Καλά, το να σηκωθώ στην βάρκα στον τερματισμό σίγουρα δεν μπορούσα. Δεν μπορούσα να σηκωθώ, δεν υπάρχει περίπτωση, δεν γίνεται.
Πρέπει να κινηθεί ο οργανισμός. Απ’ αυτήν την υπέρβαση που κάνεις πρέπει να κάνεις κάποια χιλιόμετρα για να λειτουργήσεις, να μπορέσεις να περπατήσεις, ας πούμε.
Κάποιες φορές δεν μπορείς ούτε να περπατήσεις… Σε κάποιους αγώνες με κουβαλάνε κιόλας, δεν μπορώ να πατήσω τα πόδια μου κάτω, πάω να πατήσω και πέφτω.
Όταν τερμάτισα λοιπόν, σκέφτηκα «είναι απίστευτο, τι έκανα τώρα», ούτε εγώ δεν το πίστευα, έλεγα «τι έγινε, πώς έγινε αυτό το θαύμα»!
Γιατί δεν περίμενα να μπορέσω να νικήσω τέτοιους ανθρώπους… Είναι σαν να πηγαίνει ο Δαυίδ με τον Γολιάθ, κάτι τέτοιο. Δηλαδή τέτοιους αθλητές με τόση εμπειρία, με Ολυμπιακά μετάλλια…
Κι εγώ, έτσι, από την Ελλάδα, απ΄ αυτήν την χώρα που ούτε μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου έχουμε, σαν αυτούς που έχουν επτά-οχτώ λίτρα κι εμείς έχουμε πέντε, ούτε εργοσωματικά ή εργοφυσιολογικά είμαστε τόσο δυνατοί.
Έλεγα λοιπόν «τι έγινε, πώς τους νίκησα»;
Και μετά πήγα και έδωσα τις συνεντεύξεις και μέχρι να γίνει η απονομή έβλεπα, ας πούμε, τον Γιώργο τον Φώτου και μου ‘κανε «Μπράβο» με τα χέρια και προσπαθούσα κι εγώ να τους δείξω τη χαρά μου!
Σήκωνα κι εγώ τα χέρια μου, αλλά μετά, όταν μπήκα μέσα στη βάρκα και πήγαινα προς την εξέδρα για να βγω, βούτηξε ο κύριος Γιώργος μέσα και μου λέει «θα σε βγάλω εγώ»! Φοβερές στιγμές.
Το κινητό μου, ε, είχε κρασάρει λίγο από τηλέφωνα, από μηνύματα…
Έγραψα ιστορία, είναι το πρώτο Χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο στην κωπηλασία, ε, και είναι κάτι το ασύλληπτο.
Ο κόσμος που με έβλεπε, πιστεύω, οι περισσότεροι δεν πίστευαν καν ότι θα μπορούσα να “κρεμάσω” μετάλλιο.
Μόλις πήρα Χρυσό μετάλλιο τρελάθηκαν οι περισσότεροι… Σου λέει «τι έγινε, τι έκανε»!
Έστελναν λοιπόν μηνύματα και όλ’ αυτά, συνεντεύξεις και μηνύματα, μου πήρε μέχρι την άλλη μέρα το πρωί να τα τελειώσω, μια μέρα δηλαδή σχεδόν δεν κοιμήθηκα.
Αλλά στους γονείς μου τηλεφώνησα αμέσως, με πήραν για αντιντόπινγκ κοντρόλ κατευθείαν, οπότε εκεί με τον γιατρό, τον κύριο Χριστογιάννη, πήρα βιντεοκλήση τους δικούς μου.
Κλείνοντας, η εικόνα που θα μου μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη από εκείνη την ημέρα είναι όταν ο κύριος Σπύρος Καπράλος μού δίνει το Χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο και μετά από λίγα λεπτά ακούω τον Εθνικό ύμνο.
Είναι σαν να ακούγεται παντού, σε όλον τον κόσμο! Έτσι ένιωσα!
Σαν όλοι οι κόποι μου, ό,τι προσπάθεια έχω κάνει όλα αυτά τα χρόνια, να βγήκαν σε πράξη.
Είναι κάτι μοναδικό και απίστευτο, ειδικά ο Εθνικός ύμνος στο μεγαλύτερο αθλητικό γεγονός του πλανήτη είναι η καλύτερη ανακούφιση και δικαίωση ενός αθλητή!
Ο Στέφανος Ντούσκος είναι Χρυσός Ολυμπιονίκης στην κωπηλασία.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT:
Πολύμερος στο AS: «Περίμενα την επιτυχία, την άξιζε ο Στέφανος»!