Ήταν καλοκαίρι του 1983 όταν συνάντησα για πρώτη φορά ένα 18χρονο παιδί που μόλις είχε έρθει στον Πανιώνιο, από την Δάφνη.
Ένας νέος σεμνός, μαζεμένος και μας είχε εντυπωσιάσει από την πρώτη μέρα στην Νέα Σμύρνη το πόσο ήρεμος είναι.
Ήταν προσγειωμένος και έτσι διατηρήθηκε και σε όλη την καριέρα του και τη ζωή του.
Δεν μάλωνε ποτέ στους αγώνες, δεν συμπεριφερόταν απρεπώς. Ακόμη και όταν έπαιζε δυνατά, στο γήπεδο, δεν ήταν ποτέ «βρώμικος».
Το γεγονός ότι ο Φάνης Χριστοδούλου άρχισε ουσιαστικά να παίζει μπάσκετ σε ηλικία 15 ετών και στα 19 του ήταν ήδη στην Εθνική ομάδα, δεν τον έκανε να εφησυχάσει ή να επαναπαυτεί. Επίσης, τον κράτησε συγκρατημένο, γιατί η μετάβαση από τα ανοικτά γήπεδα της Αθήνας στην, τότε, τρίτη καλύτερη ομάδα της Ελλάδας, δεν θα ήταν εύκολη.
Ήταν ένα ακατέργαστο «διαμάντι». Εμείς διαβλέψαμε αμέσως τις προοπτικές του και του δώσαμε ό,τι χρειαζόταν, αγωνιστικά και πνευματικά, για να αποδώσει.
Όταν ήμουν συνεργάτης του αντιπροέδρου της ομάδας μπάσκετ του Πανιωνίου, Ισίδωρου Κούβελου, και ταξιδεύαμε στην Ευρώπη, διαπιστώναμε ότι είχαμε έναν παίκτη με ύψος 2,03μ., με όγκο, και ακόμη και όταν κατέβαζε τη μπάλα, δεν πρέπει να του την έκλεψε ποτέ κοντός παίκτης!
Δεν υπήρχαν εκτός Αμερικής πολλοί παίκτες που να μπορούν να το κάνουν αυτό. Δεν υπάρχουν, στην Ευρώπη, ούτε στις μέρες μας.
Ακόμη και σήμερα ακούμε πως «βγαίνει» ένας νέος παίκτης και όλοι λένε «αυτός θα μοιάσει του τάδε».
Έχετε ακούσει να αναφέρουν ότι κάποιος πιτσιρικάς είναι ο «διάδοχος του Φάνη»; Δεν τολμάει κανένας να το πει, για την πληθωρική παρουσία και το πολυσύνθετο παιχνίδι του.
Η μπασκετική πιάτσα τον θεωρεί ακόμη το Νο1 ταλέντο που πέρασε από τα ελληνικά γήπεδα, με πληρότητα που δεν είναι εύκολο να βρεθεί πάλι.
Τον πρώτο καιρό που το όνομά του ακουγόταν στη Δάφνη, καμία ομάδα δεν ενδιαφέρθηκε, πλην του Πανιωνίου. Κάποιοι υποψήφιοι παρουσιάστηκαν όταν είχε γίνει γνωστό το δικό μας ενδιαφέρον, κυρίως διότι γνώριζαν ότι το αισθητήριό μας στο ταλέντο ήταν υψηλό και συνήθως βρίσκαμε «λαβράκια».
Οι ομάδες της Αθήνας, ωστόσο, δεν «ανακάλυψαν» το 2013 τον Αντετοκούνμπο, που έγινε MVP στο ΝΒΑ, θα έπαιρναν το 1983 είδηση ένα παιδί από τα τοπικά πρωταθλήματα;
Τον Γιάννη τον «άρπαξαν» οι Ισπανοί και έβγαλαν και άκοπα και χρήματα.
Οι πρώτοι άνθρωποι που βοήθησαν τον Φάνη στην Νέα Σμύρνη ήταν ο Μάκης Δενδρινός και ο Ανδρέας Βαρίκας.
Μεγάλωσε σε μία γειτονιά κοντά στην έδρα του Πανιωνίου και ήταν και το περιβάλλον τέτοιο, που τον βοήθησε να προσαρμοστεί άμεσα.
Τότε οι γειτονιές ακόμη μετρούσαν και παρά τη μεγάλη περηφάνια που είχε αθλητικά η καθεμία, τα «σύνορα» δεν υπήρχαν.
Δεν συνάντησε μίση, βεντέτες ή κάτι άλλο αντίστοιχο και το οικογενειακό κλίμα για ένα νέο παιδί από τις χαμηλές κατηγορίες δεν μπορούσε παρά να τον κάνει να αισθανθεί οικεία.
Ο αδερφός του, Χρήστος, αγωνιζόταν τότε στον Σπόρτιγκ, όμως στη συνέχεια έγινε και εκείνος μέρος της οικογένειας του Πανιωνίου.
Συνάντησε μία μπασκετική οικογένεια την οποία είχε ανάγκη, σε αθλητικό πλαίσιο, και αυτό τον έκανε να ωριμάσει ιδιαιτέρως ομαλά. Αυτό έκανε καλό και στην απόδοσή του, αν και ο Φάνης αδίκησε τον εαυτό του, γιατί ποτέ δεν ήταν άνθρωπος των δημοσίων σχέσεων.
Ποτέ δεν σκέφτηκε να μιλήσει σε κόουτς ή στον Τύπο για να προβληθεί.
Ο Φάνης δεν σκεφτόταν να τα δώσει όλα στο παρκέ για να ανέβει. Το έκανε για τη χαρά του παιχνιδιού, για εκείνο το δίωρο που είχε διάρκεια το ματς.
Δεν ήταν τύπος ανθρώπου που θα παρακαλέσει. Αν δεν του άρεσε κάτι, το εξέφραζε. Ντόμπρος άνθρωπος. Όσο καλό παιδί ήταν, τόσο ξεκάθαρος γινόταν για όσα πίστευε και αυτό, όπως έχουμε μάθει, δεν είναι «προσόν» για δημόσιες σχέσεις…
Ο Πανιώνιος είναι η ομάδα που κατέχει όλα τα ρεκόρ σε κατακτήσεις πρωταθλημάτων Παίδων και Εφήβων και όταν ο Χριστοδούλου μεγάλωνε, τα παιδιά των ακαδημιών τον λάτρευαν.
Ξεδίπλωνε το ταλέντο του, έκανε πράγματα απρόβλεπτα για την εποχή του και οι μικροί τον είχαν σαν είδωλο.
Εκείνος, κατανοώντας ότι ο σύλλογος πάντοτε έδινε και δίνει βάση στις μικρές ηλικίες, βοηθούσε και συμβούλευε με όρεξη τους νέους, πάνω στο άθλημα.
Μονάχα που όσα πετύχαινε στο γήπεδο, δεν ήταν πρωτόγνωρα μόνο για τα παιδιά.
Τον παρακολουθούσαμε να κάνει πράματα και θάματα στο παρκέ, σε σημείο που… σταματούσε το μυαλό σου! Ήταν ένα ασύλληπτο ταλέντο!
Το 1998, ήμουν στην οργανωτική επιτροπή του Παγκοσμίου πρωταθλήματος που διεξήχθη στην Αθήνα.
Ένα βράδυ, μετά το τέλος των αγώνων στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, πήγαμε με τον αείμνηστο Πέτρο Καπαγέρωφ για φαγητό στον Πειραιά.
Ο Πέτρος, ιδρυτής της ΕΣΚΑΝΑ και άλλοτε πρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης, ήταν φίλος μου και είχαμε παίξει πολλές φορές αντίπαλοι στα νιάτα μας, εκείνος με τον Πειραϊκό κι εγώ με τη ΧΑΝ Νικαίας.
Συναντηθήκαμε με τους συχωρεμένους Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς και Πάτρικ Μπάουμαν, τότε νυν και μετέπειτα Γενικούς Γραμματείς της FIBA αντίστοιχα, και τον Γιώργο Βασιλακόπουλο.
Όταν «φούντωσε» η μπασκετική κουβέντα, ο Στάνκοβιτς ήταν τόσο ενθουσιασμένος που σηκώθηκε από την καρέκλα του και έλεγε μεγαλόφωνα ότι «ακόμη και όταν ήμουν προπονητής στην Εθνική της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, από ξένη χώρα μόνο τον Φάνη θα ήθελα στην ομάδα μου!».
Όποιος συναντούσε και, κυρίως, αγωνιζόταν μαζί με τον Φάνη, έμενε εντυπωσιασμένος.
Μία σεζόν φέραμε από την Αμερική τον Πι-Τζέι Μπράουν, ο οποίος τη μέρα που αποχώρησε, στο τέλος της χρονιάς, μου είπε κατ’ ιδίαν ότι «ο Χριστοδούλου είναι φαινόμενο!».
Ο Πι-Τζέι, ένα παιδί που είχε αγωνιστεί σε υψηλό κολεγιακό επίπεδο στην Αμερική και σε μία παραγωγική διαδικασία που «γεννά» συχνότερα μεγάλους παίκτες, έμεινε έκθαμβος από έναν Έλληνα.
Το όνομα του Φάνη, πάντως, δεν ήταν άγνωστο στις Η.Π.Α..
Μετά το Ευρωμπάσκετ του 1987, έγινε ο πρώτος παίκτης ο οποίος μετά την επιλογή του στο ντραφτ του ΝΒΑ, από την Ατλάντα, δέχθηκε απευθείας πρόσκληση να ταξιδέψει και να αγωνιστεί στο αμερικανικό πρωτάθλημα, σε μία εποχή που οι Ευρωπαίοι δεν έπαιζαν εύκολα στο ΝΒΑ.
Οι Χοκς τον επέλεξαν στον τέταρτο γύρο και το Νο90, σε μία διαδικασία στην οποία Νο1 ήταν ο Ντέιβιντ Ρόμπινσον, Νο5 ο Σκότι Πίπεν, Νο11 ο Ρέτζι Μίλερ, στο Νο74 ο Τζο Αρλάουκας και στο Νο127, πίσω από τον Φάνη, ο Σαρούνας Μαρτσουλιόνις.
Την προηγούμενη χρονιά, η Ατλάντα είχε διαλέξει τον Αλεξάντερ Βολκόφ, στον έκτο γύρο και το Νο134.
Εκείνο το καλοκαίρι ήρθαν στην Αθήνα ο πρόεδρος των Χοκς και ο προπονητής, Μάικ Φρατέλο.
Οι Αμερικανοί δεν κάνουν τίποτα στην τύχη και όλη τη χρονιά έστελναν ανθρώπους για να τον παρακολουθούν. Στο Ευρωμπάσκετ βεβαιώθηκαν για τις ικανότητες και την προοπτική του και του πρότειναν άμεσα συμβόλαιο.
Συναντηθήκαμε με τον πρόεδρο και τον κόουτς Φρατέλο, όμως κατάλαβα άμεσα ότι ο Φάνης δεν θα άντεχε τις συνθήκες του ΝΒΑ. Ακόμη και πριν από το ραντεβού, επειδή είχα ταξιδέψει στην Αμερική, ο Φάνης με ρωτούσε πώς είναι τα πράγματα εκεί.
Τον είχα προϊδεάσει» πως εκεί παίζουν διαρκώς και είναι συνεχώς σε ένα αεροπλάνο. Εκεί δεν υπάρχουν πρωινές και απογευματινές προπονήσεις -όσο κι αν εκείνος δεν συμπαθούσε αρκετά τις πρωινές προπονήσεις(!)- και ομολογώ πως δεν περίμενα ότι θα δεχθεί.
Ο Μάικ Φρατέλο μού είχε πει κατ’ ιδίαν πως οι Ατλάντα Χοκς τον ήθελαν διακαώς και όταν ο Φάνης αρνήθηκε, σχεδόν «κατέρρευσε».
Οι Αμερικανοί είχαν συνηθίσει πως όποιον προσκαλούσαν στο ΝΒΑ, έτρεχε σαν τρελός… Ξαφνικά, υπήρξε ένας Έλληνας που ανέτρεψε αυτό το δεδομένο.
Πού να φανταστούν ότι υπήρχε ένας τόσο ταλαντούχος παίκτης που δεν θα είχε όνειρο να παίξει στο πρωτάθλημά τους;
Ο Φάνης ήταν άνθρωπος-βέρα καρδιά. Δεν ήταν παιδί που ήθελε να «κλέψει» στις προπονήσεις. Απλώς ήταν τύπος που δεν επιθυμούσε να τον καθορίζει το μπάσκετ και ήθελε να γλεντήσει και τη ζωή του.
Πρόκειται για μοναδική περίπτωση ατόμου που εκείνη την εποχή αντέδρασε αρνητικά στην προοπτική του ΝΒΑ.
Θυμάμαι το 1992, όταν πήγα να πάρω τον Πι-Τζέι Μπράουν από το αεροδρόμιο, στο Ελληνικό, όταν συνάντησε εμένα και τον κόσμο που περίμενε για τις αποσκευές, μου είπε «είστε πολλοί κοντοί εδώ στην Ελλάδα!».
Από την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι του στην Αθήνα, μου έλεγε πως «εγώ μία μέρα θα παίξω στο ΝΒΑ».
Το κατάφερε από την επόμενη σεζόν και αγωνίστηκε στο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου για 15 χρόνια, σε Νιου Τζέρσεϊ, Μαϊάμι, Σάρλοτ/Νέα Ορλεάνη, Σικάγο και Βοστόνη και κατέκτησε και τον τίτλο με τους Σέλτικς, το 2008.
Ο Μπράουν ήταν τόσο συγκεντρωμένος στο μπάσκετ που είτε του μιλούσε ο προπονητής είτε ο φροντιστής, η ευγενική απάντησή του ήταν πάντα «yes, sir» (=«μάλιστα, κύριε»).
Τον Πι-Τζέι, αν και έζησε στην Ελλάδα μόνο έναν χρόνο, τον αγαπήσαμε και μας αγάπησε και όταν αναχωρούσε για την πατρίδα του, μου είπε πως «σε όποια ομάδα και να παίξω στην πορεία, θα μείνω για μία ζωή Πανιώνιος και δεν θα ξεχάσω την εμπειρία να παίζω με τον Φάνη!».
Ο Πανιώνιος είχε παραδοσιακά μεγάλη επιτυχία στην απόκτηση καλών ξένων παικτών, παρότι δεν είχε τις οικονομικές δυνατότητες άλλων συλλόγων.
Ψάχναμε για μήνες. Ταξίδευα στις Η.Π.Α. και είχα έναν φίλο που ζούσε εκεί και γνώριζε καλά το κολεγιακό μπάσκετ.
Τον Χένρι Τέρνερ τον παρακολουθούσαμε καιρό και τον φέραμε στην Ελλάδα δίχως να γνωρίζει κανένας τίποτε. Θυμηθείτε πόσοι ξένοι του Πανιωνίου έκαναν στη συνέχεια μεγάλη καριέρα στην Ευρώπη ή το ΝΒΑ.
Ο μάνατζερ του Έντι Στόουκς μάς έλεγε ότι τα χρήματα που ζητούν είναι μεν πολλά, όμως αυτά αντιστοιχούν κυρίως στην εντυπωσιακή σωματοδομή του.
Ο Έντι, όμως, ήταν ένα πλουσιόπαιδο από καλή οικογένεια και αποδείχθηκε πως το μπάσκετ δεν ήταν το πρωταρχικό ενδιαφέρον του και γι’ αυτό δεν έκανε την καριέρα που θα μπορούσε να κάνει, με βάση το προσόντα που είχε.
Το συμπέρασμα, πάντως, όσο καλοί και αν ήταν οι Αμερικανοί που είχαμε, ήταν ότι ο Φάνης υπήρξε τόσο σπουδαίος παίκτης που εκείνος είχε πάντα τον ρόλο του ηγέτη.
Από εκείνον ξεκινούσαν όλα και οι υπόλοιποι τον ακολουθούσαν.
Ο Φάνης ήταν ηγέτης μέσα στις τέσσερις γραμμές, λόγω του αστείρευτου ταλέντου και των ικανοτήτων του. Εκτός γηπέδου, όμως, ήταν το εντελώς αντίθετο.
Δεν ήταν βεντέτα, ο χαρακτήρας του παρέμενε σεμνός. Τον αποκαλούσαν αντί-σταρ.
Σε εμάς ήταν ο αρχηγός αλλά στην Εθνική, παίζοντας από τα 19 του, δεν μπορούσε να διεκδικήσει άμεσα πολλά πράγματα, αγωνιστικά, από τους «παλιούς».
Του άρεσε να κάνει τα «μικρά» πράγματα και τον ενδιέφερε μόνο η νίκη. Ποτέ δεν παραπονιόταν, ποτέ δεν θα καυχιόταν για την ατομική επίδοσή του όσο καλή και να ήταν και έπαιζε για την ομάδα.
Ήταν ένα πάντα ένα αγνό παιδί, δεν ξεστόμιζε κακή κουβέντα για κανέναν και δεν έχω συναντήσει στη ζωή μου τέτοιον χαρακτήρα! Σπάνιος άνθρωπος. Στο γήπεδο ήταν ανταγωνιστικός. Αλλά αν σε συναντούσε στον δρόμο, θα παίζατε σφαλιάρες!
Δεν θα τον έλεγα ούτε καν αντί-σταρ, γιατί δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμη η λέξη που αντικατοπτρίζει τον Φάνη Χριστοδούλου.
Όπως δεν έχει βρεθεί και ακόμη, τόσα χρόνια αργότερα, ο λεγόμενος «αντί-Φάνης» στο ελληνικό μπάσκετ.
Αν ήταν άλλος στη θέση του, με τόση αξία και επιτυχίες, ενδεχομένως να χρειαζόταν να κάνεις αίτηση για να του μιλήσεις… Το πόσο αγαπητός ήταν αποδεικνύεται και από το γεγονός πως σπάνια οπαδοί αντιπάλων ομάδων είχαν καταφερθεί εναντίον του.
Για τα προσόντα του, πάντως, δεν πέτυχε όσα μπορούσε να πετύχει. Όποιον κι αν ρωτούσες την εποχή που αγωνιζόταν, ή ακόμη και στις μέρες μας, θα πει ότι ήταν ο μοναδικός που είχε τα φόντα και το πλήρες πακέτο να αγωνιστεί στο ΝΒΑ.
Το ταλέντο και η έφεση που είχε στην άμυνα θα του έδιναν χρόνο συμμετοχής στην Αμερική.
Ο Φάνης, όμως, ήταν μία ξεχωριστή προσωπικότητα.
Κάτι που αποδείχτηκε και λίγο πριν από τη σπουδαιότερη πρόκληση της θητείας του στον Πανιώνιο.
Στις 10 Απριλίου 1991, Τετάρτη του Πάσχα, θα αντιμετωπίζαμε στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, τον ΠΑΟΚ, ο οποίος είχε κατακτήσει μερικές ημέρες νωρίτερα το Κύπελλο Κυπελλούχων.
Οι προετοιμασίες ήταν, εύλογα, εντατικές και ο τότε προπονητής μας, Βλάντο Τζούροβιτς, αποφάσισε να ορίσει προπόνηση ακόμη και την Κυριακή του Πάσχα.
Ο Φάνης δεν ήθελε με τίποτα να προπονηθεί μία τέτοια μέρα.
Επιθυμούσε να φύγει και να πάει στα Ροζενά Κορινθίας, από όπου κατάγεται.
Εκτός της ημέρας του Πάσχα, επιθυμούσε να επισκεφτεί τον μακαρίτη πια πατέρα του, τον Παναγιώτη, ο οποίος βρισκόταν εκεί και επέβλεπε τις εργασίες στο σπίτι που έφτιαχνε.
«Μία φορά τον χρόνο έχουμε Πάσχα», είπε στον Τζούροβιτς, ο οποίος του απάντησε: «Ναι, αλλά μία φορά στη ζωή σου μπορείς να παίξεις σε έναν τελικό». Ο Φάνης ήθελε να πάει και δεν υπήρχε περίπτωση άλλος παίκτης να έλεγε κάτι τέτοιο στον Τζούροβιτς. Το μπάσκετ δεν τον καθόριζε σαν άνθρωπο και ήθελε να δει την οικογένειά του.
Ο τελικός ήταν το τελευταίο ματς του διαιτητή Σταύρου Δουβή, ο οποίος τιμήθηκε.
Η νίκη με 73-70 και η κατάκτηση του Κυπέλλου ήταν δικαίωση όλων μας! Ο Πανιώνιος ήταν δύναμη στο ελληνικό μπάσκετ και άξιζε έναν τίτλο.
Καταλυτικό ρόλο στη νίκη επί του ΠΑΟΚ έπαιξε φυσικά ο Χριστοδούλου, ο οποίος πέτυχε 19 πόντους, ενώ 20 είχε ο Γιώργος Γάσπαρης και 18 ο Τζον Χάτσον.
Ο Φάνης είχε εκπληρώσει το «καθήκον» του να φέρει έναν τίτλο στον Πανιώνιο, όμως ενώ πολλοί αναφέρουν ότι από εκείνη τη στιγμή σκεφτόταν να φύγει, έκαναν λάθος… Πολλά από όσα γράφονταν δεν ήταν αλήθεια, διότι ο Φάνης είχε στην Νέα Σμύρνη μία δεύτερη οικογένεια.
Μέχρι να αποχωρήσει το 1997, για τον Παναθηναϊκό, δεν μιλούσε για το θέμα της πιθανής μετεγγραφής του.
Δεν έφυγε πικραμένος, όπως έλεγαν, ενώ δεν σκέφτηκε ποτέ να «συμμαχήσει» σε σύλλογο με άλλους σταρ, όπως για παράδειγμα με τον Νίκο Γκάλη και τον Παναγιώτη Γιαννάκη.
Δεν άκουγε και δεν διάβαζε όσα έλεγαν ότι «τον θέλει ο Ιωάννίδης στον Άρη» ή κάτι άλλο.
Στον Πανιώνιο είχε βρει μία οικογένεια που τον αγαπούσε και την αγαπούσε και εκείνος.
Ήθελε τίτλους και πίστευε ότι μπορεί να τους κατακτήσει μαζί μας.
Όταν έφυγε, στεναχωρηθήκαμε όλοι και φυσικά ο ίδιος. Όμως ήταν για εκείνον μία ευκαιρία και περισσότερα χρήματα να κερδίσει και ένα πρωτάθλημα να κατακτήσει, όπως και έγινε.
Ως τις μέρες μας, πάντως, έμεινε ίδιος και απαράλλαχτος. Ένας αγαπητός παίκτης και χαρακτήρας, που είχε τη δική του φιλοσοφία γύρω από το μπάσκετ.
Θυμάμαι, σε ένα ταξίδι στο Ισραήλ, όπου κερδίσαμε με 77-74 τη Μακάμπι στο Τελ Αβίβ, για τα προημιτελικά του Κόρατς, είχαμε μία κουβέντα την παραμονή του ματς, μαζί και με τον Γιαννάκη.
Όταν κάποια στιγμή ο Παναγιώτης έφυγε για να κοιμηθεί, ο Φάνης μου είπε χαμογελώντας ότι «τον Παναγιώτη λατρεύουμε όλοι, όμως μόνο για μπάσκετ μιλάει, όλη την ώρα!».
Ως παράγοντας της ΕΣΚΑΝΑ εδώ και χρόνια, παρατηρώ ότι, πλέον, στο ελληνικό μπάσκετ υπάρχει μία νέα πάστα παιδιών.
Νεαροί παίκτες με μία «βιομηχανία» από πίσω, με μάνατζερ, διατροφολόγους και γυμναστές και δεν έχουν τη νοοτροπία του Χριστοδούλου.
Και θα θυμάμαι πάντα μία ατάκα του πρώην προέδρου της ΕΣΚΑΝΑ, Γιάννη Παλλάτου, ο οποίος σε μία ανύποπτη στιγμή μού είχε πει κάτι που μου προκαλεί ακόμη σύγκρυο: «Ούτε σε 100 χρόνια δεν θα βγει άλλος Φάνης!».
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Νίκος Λινάρδος: «Φάνης, Μπέμπης Για Μία Ζωή»