Ο Γιάννης ασχολείται με την προπονητική, από το 1988. Νωρίτερα έπαιζε μπάσκετ, αλλά σύντομα αντιλήφθηκε πως δεν ήταν αυτή η κλίση του. Τον ενδιέφερε περισσότερο το εκπαιδευτικό κομμάτι.
Σε αυτά τα τριάντα χρόνια, αν μη τι άλλο, τις έχει ζήσει τις εμπειρίες του. Καλές και κακές. Από αυτές που μαθαίνεις, όχι μόνο επί της δουλειάς, αλλά και επί της ανθρώπινης υπόστασης. Δοκιμάζεσαι, τεστάρεις την αγάπη, το πάθος που έχεις για ό,τι έως εκείνη την ώρα χαρακτηρίζεις ως χόμπι.
Ο Γιάννης δεν είναι από τους celebrities προπονητές. Είναι όμως, εκείνος που πέρασε ένα μήνα, τον Οκτώβριο του 2017, με τον Mike Krzyzewski (ναι, τον Σιζέφσκι). Kαι μάλλον, δεν ξέρεις πολλούς τέτοιους. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχουν πολλοί σαν και τον Γιάννη Αντωνόπουλο.
Αν και εκείνος επιμένει πως: “τα ταξίδια Ελλήνων προπονητών, σε πανεπιστήμια, για σεμινάρια, ξεκίνησαν από τον ΣΕΠΚ, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, και ήταν από τους λόγους που είχε τέτοια άνθηση το μπάσκετ, στη χώρα μας. Γύρισαν εκείνοι οι κόουτς πίσω, μετέφεραν όσα είχαν δει, όσα είχαν μάθει, “άνοιξε” η κάνουλα της πληροφόρησης και ο ζήλος των Ελλήνων -που ‘χουμε το μπάσκετ στην κουλτούρα μας- έφτασε στο πικ. Όλα, φυσικά, τα χρωστάμε στον κύριο Γκάλη”.
Πάμε όμως, να μιλήσουμε για τον Γιάννη και το πώς έφτασε στο σημείο να περάσει ένα μήνα δίπλα στον Krzyzewski, στο πεντάκις πρωταθλητή NCAA πανεπιστήμιο του Duke.
“Όταν ήλθε η ώρα να αποφασίσω τι θέλω να κάνω στη ζωή μου, δεν υπήρχε τίποτα άλλο, πέραν της αγάπης μου για το μπάσκετ και της επιθυμίας μου να διδάξω. Δεν με ενδιέφερε κάτι άλλο. Δεν σπαταλούσα το χρόνο ή τη σκέψη μου οπουδήποτε αλλού”.
Έκανε focus στο να μάθει, να γίνει καλύτερος. “Τότε δεν υπήρχαν στην Ελλάδα διαθέσιμα βιβλία, όπως δεν υπήρχε Internet. Όλοι στηρίζονταν στο ταλέντο τους. Παίκτες και προπονητές. Θέλω να πω ότι οι πηγές γνώσης ήταν περιορισμένες και μόνο αν κάποιος βετεράνος ήθελε να μεταδώσει τις δικές του, μπορούσες να προχωρήσεις, να εξελιχθείς”.
Ο Δημήτρης Τζιάλλας έγινε ο πρώτος του μέντορας. Εκείνος που είχε δομημένη προσωπικότητα, στο βαθμό που να θέλει να περάσει σε άλλους όσα είχε μάθει, καταβάλλοντας προσωπική δουλειά και πολύ χρόνο. “Είναι αυτός που μου δημιούργησε το πάθος για την προπονητική”. Έως τότε, απλά, του άρεσε το μπάσκετ. “Ήταν μια διέξοδος, αλλά στόχος μου ήταν οι σπουδές -καθώς ήμουν αριστούχος μαθητής. Ήθελα να ασχοληθώ με τη διοίκηση επιχειρήσεων και για την ακρίβεια τουριστικών επιχειρήσεων. Ο πατέρας μου ήταν στα τουριστικά επαγγέλματα. Ήταν εκ των καλύτερων σεφ που είχε η Ελλάδα τότε. Από μικρός, λοιπόν, μετά το τέλος του σχολείου, τον συνόδευα στα ξενοδοχεία, όπου εργαζόταν το καλοκαίρι. Όταν δούλεψα με τον Τζιάλλα, άλλαξα κατεύθυνση. Είχα την τύχη και δούλεψα κοντά σε μπασκετικά προπονητικά μεγαθήρια. Τον Νίκο Λινάρδο και τον Γιώργο Μπαρτζώκα. Δεν χρειάζονται συστάσεις.
Τότε, διαπίστωσα πως το μπάσκετ είναι ένα τρομερά σύνθετο, αν και απλό, σπορ. Ότι οφείλεις να ‘χεις πολλές γνώσεις και να ενημερώνεσαι διαρκώς για τις εξελίξεις. Να μη μένεις στάσιμος. Να μη θεωρείς σε κανένα σημείο πως τα ξέρεις όλα”.
Συμφωνεί πως ο χώρος της προπονητικής είναι πάρα πολύ δύσκολος, όχι μόνο σε επίπεδο κατάρτισης, αλλά γενικότερα. Αν δεν ξέρεις τους σωστούς ανθρώπους, αν δεν βρεθείς στο κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη στιγμή δύσκολα μπορείς να βρεις τη θέση σου -αν δεν έχεις μεγαλουργήσει ως παίκτης.
“Είναι πολύ σκληρός ο χώρος. Οι σφαλιάρες είναι πολλές, αλλά η αγάπη για αυτό, το οποίο έκανα, ήταν πάντα πολύ μεγαλύτερη. Στο μυαλό μου, ανέκαθεν, ήταν πολύ σημαντικό να καταφέρω να κάνω το χόμπι μου, επάγγελμα. Όταν αγαπάς κάτι ξεπερνάς σχετικά εύκολα και ανώδυνα όλα τα κακώς κείμενα, εν συγκρίσει με το πώς αντιδράς όταν κάνεις κάτι που δεν αγαπάς. Δεν με ενδιέφεραν όσα δεν είχαν να κάνουν καθαρά με το μπάσκετ. Τα προσπερνούσα”.
Και ζούσε, βιοποριζόταν από αυτήν τη δουλειά. Όχι με χαρακτηριστική άνεση, αλλά είχε λόγους να επιμένει, να προσπαθεί ακόμα πιο σκληρά.
Είχε και την ευλογία να ερωτευτεί, να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια με μια πρώην μπασκετμπολίστρια, την Γιούλη Πώποτα. “Οι ώρες που αφιέρωνα στο μπάσκετ ήταν τόσες που μου στοίχισαν στις κοινωνικές-φιλικές σχέσεις. Σε αυτήν τη δουλειά, μαθαίνεις από νωρίς ότι δεν υπάρχουν Χριστούγεννα ή Πρωτοχρονιά ή γενικά γιορτές, γενέθλια κλπ. Υπήρξα λοιπόν, τυχερός που η γυναίκα μου γνώριζε το χώρο, τις υποχρεώσεις και τις ανάγκες. Τα είχε ζήσει η ίδια. Με την ανοχή και την κατανόηση που έδειξε, έχω ξεπεράσει πολλά”.
Μαζί απέκτησαν τρία κορίτσια, ηλικίας 13, 11 και 9 χρόνων: “τα οποία μέχρι πριν 2 χρόνια δεν είχαν ασχοληθεί με το μπάσκετ. Την τελευταία διετία έρχονται και κάνουν προπονήσεις μαζί μου. Επειδή ήξερα πως… έχω ψώνιο, δεν τους είχα πει ποτέ να κάνουν μπάσκετ. Ποτέ δεν τους το ζήτησα. Κάθε Σεπτέμβριο ωστόσο, συζητάμε, με τη γυναίκα μου, μαζί τους για τις δραστηριότητες που θέλουν να κάνουν μέσα στη σχολική χρονιά. Το 2016, μας είπαν “μπάσκετ”. Από μόνες τους. Δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι αυτό γίνεται, γιατί τους αρέσει το σπορ. Έχω την αίσθηση πως ασχολούνται για να περνάμε μαζί περισσότερες ώρες. Εκεί το αποδίδω (γελάει)”.
Από όταν θυμάται τον εαυτό του, εντός των τεσσάρων γραμμών του γηπέδου “με ενδιέφερε να πάω στις ΗΠΑ και να παρακολουθήσω προπονήσεις. Ήμουν φαν του πανεπιστημιακού μπάσκετ, από μικρός. Δεν έχανα τα παιχνίδια που είχε η τηλεόραση -τότε… Είχα στείλει άπειρα emails, σε πανεπιστήμια διαφορετικής δυναμικής, θεωρώντας πως κάποιο θα με δεχθεί. Δυστυχώς, δεν τα είχα καταφέρει ποτέ, κυρίως γιατί ενεργούσα μόνος μου και όχι με τη βοήθεια άλλων ανθρώπων”. Παρ’ όλα αυτά, δεν σταμάτησε την προσπάθεια. Και έτσι, το 2017, με τις συστάσεις του Νίκου Λινάρδου, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο υπερατλαντικό του ταξίδι, έστειλε το βιογραφικό του στο Duke “περισσότερο για διασκέδαση. Για να πω ότι το έκανα. Δεν περίμενα τίποτα. Τελικά, το βιογραφικό μου κίνησε το ενδιαφέρον του κόουτς Krzyzewski”.
Του γνωστού, των 9 εκατ. δολαρίων για ετήσιο μισθό, των πέντε πρωταθλημάτων στο NCAA, των 12 Regional, των δεκάδων “καλύτερος προπονητής της χρονιάς” από διάφορους φορείς και των 11 μεταλλίων, με την Team USA, εκ των οποίων τα 9 είναι χρυσά.
Ακολούθησε επικοινωνία “με τη βοήθεια του Νίκου Λινάρδου, ο οποίος είχε περάσει από εκεί και έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο, ώστε να καταφέρω να πάω. Xρωστάω πολλά στον Νίκο, χωρίς τη βοήθεια του, δεν θα είχα καταφέρει να κάνω πράγματικοτητα ένα όνειρο ζωής…”. Θυμάται σαν χθες εκείνη τη στιγμή, που έλαβε το email από το Duke.
“Στην αρχή πίστευα πως με έχουν απορρίψει. Όταν το “άνοιξα” και διάβασα ότι με προσκαλούν στο Durham, της North Carolina, ήμουν βέβαιος πως φίλος μου, μου έχει κάνει χοντρή πλάκα. Σκεφτόμουν ποιος μπορεί να είναι. Μετά συνέχισα να διαβάζω το email, διαπίστωσα πως μου γράφει ο κόουτς και με καλεί στις ΗΠΑ, ως απάντηση σε δικό μου email. Τότε, άρχισα να συνειδητοποιώ τι γίνεται. Έκανα ένα τέταρτο να απαντήσω. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω”. Στα μέσα Μαρτίου έβλεπε ματς στην TV και μια εβδομάδα μετά “με ενημέρωνε ο κόουτς Krzyzewski πως θέλει να με δει. Δεν είναι τρελό;”.
Aυτό που είδε ο Krzyzewski και τον εντυπωσίασε, στα όσα είχε σημειώσει ο Γιάννης στο βιογραφικό, ήταν τα βιβλία που είχε στη βιβλιοθήκη του. “Αυτό ήταν το διαφορετικό από όλα τα άλλα emails-αιτήσεις που είχα κάνει. Στο διάστημα 1990-94, στην Ελλάδα κυκλοφορούσαν πολύ λίγα βιβλία σχετικά με το μπάσκετ. Θυμίζω ότι τότε δεν υπήρχαν Internet και YouTube. Κυκλοφορούσαν μόνο όσα έβγαζε ο διευθυντής της Γυμναστικής Ακαδημίας. Πήγαινα λοιπόν, στο βιβλιοπωλείο “Αθλότυπο”, καθώς ο συνιδιοκτήτης Αιμίλιος Γολέμης έφερνε ό,τι καλύτερο υπήρχε εκείνη την εποχή στην αμερικανική αγορά. Μου στοίχησε αρκετά χρήματα γιατί αγόρασα ολόκληρες σειρές και στρώθηκα στο διάβασμα, ακόμα κ σήμερα διαβάζω πάρα πολλές ώρες. Τα έβλεπα ωστόσο, ως επένδυση. Όταν ο κόουτς είδε τι είχα εξασφαλίσει, μου είπε πως τα έχει όλα και εκείνος και μου έδωσε συγχαρητήρια. Του εξήγησα πώς περιήλθαν στην κατοχή μου και ενθουσιάστηκε. Όπως μου είπε, για να φτάσει κάποιος σε αυτήν την κατάσταση, να αναζητήσει και να βρει τρόπους, ώστε να εξασφαλίσει τα καλύτερα της μπασκετικής βιβλιογραφίας, προφανώς και έχει τεράστια επιθυμία να μάθει”.
Του έκανε και κάτι ακόμα εντύπωση. “Μολονότι δεν “έπαιξα” σε μεγάλες κατηγορίες, ο κόουτς Krzyzewski μου είπε πως εστίασε και στις ανόδους που είχα ως παίκτης: ήταν οκτώ σε 10 χρόνια και όπως μου είπε “αυτό δεν το ‘χουν πετύχει πολλοί”. Με κάλεσε λοιπόν, για τον Οκτώβρη”.
Οι αιτήσεις που ‘χε δεχθεί ο Krzyzewski, από προπονητές, παίκτες, agents, scouts, φυσικοθεραπευτές, γυμναστές κλπ, για το 2017, ήταν περισσότερες από 2000, κατά δήλωση του εκπροσώπου του. Ο μόνος που δέχθηκε για όλη την προετοιμασία -το μήνα της προετοιμασίας- ήταν ο Γιάννης.
“Το Σάββατο κάνει “ανοιχτές” προπονήσεις, οπότε εκεί έρχονταν όσοι άλλοι ενδιαφέρονταν. Προπονητές από την Αμερική, από άλλα κολέγια και Ευρωπαίοι, κυρίως από την πρώην Γιουγκοσλαβία”. Εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να γνωριστεί με προπονητές από όλο τον κόσμο. Οι υπόλοιπες προπονήσεις γίνονταν κεκλεισμένων των θυρών, παρουσία μόνο του Γιάννη.
Τι ρώτησε ο Krzyzewski τον Γιάννη (ναι, ρώτησε)…
Προς το τέλος της παραμονής, έκαναν μια συζήτηση για ώρα. “Με ρώτησε διάφορα για την Ελλάδα, τους Έλληνες προπονητές και παίκτες, γενικά για το ελληνικό μπάσκετ. Με ρώτησε για τη γνώμη μου επί του μπάσκετ στη χώρα μας. Του είπα, ευθαρσώς, πως θεωρώ ότι είμαστε καλύτεροι από τους Αμερικανούς, γιατί εκεί υπάρχει ένα τρομερά οργανωμένο σύστημα. Μπορούν να επιλέγουν τι θέλουν να κάνουν και έχουν τις συνθήκες να το κάνουν.
Του εξήγησα πως εμείς έχουμε παιδιά που μια πηγαίνουν στην προπόνηση, μια δεν πηγαίνουν, άλλα δεν μπορούν να είναι συνεπείς λόγω των οικογενειών τους και τυχόν προβλημάτων που αντιμετωπίζουν, άλλες φορές δεν υπάρχουν όσα χρειάζονται για τις προπονήσεις ή τα παιχνίδια και παρ’ όλα αυτά, καταφέρνουμε να συγκροτήσουμε ομάδα -με… πατέντες. Όταν λοιπόν, με αυτές τις συνθήκες, φτάνουμε στο σημείο να νικήσουμε την άρτια οργανωμένη δομή του αμερικανικού μπάσκετ, και μάλιστα με 100 πόντους, προφανώς και είναι άθλος. Δεν είναι μία νίκη 55-54, όπου όλα συμβαίνουν. Δεν μπορούν πολλοί να βάλουν εκατό πόντους στην Dream Team, ούτε μπορείς να τους βάλεις τυχαία. Το επιστέγασμα της επιτυχίας για τους αθλητές και τους προπονητές. Κατέληξα στο ότι 100 φορές να παιζόταν αυτό το ματς, πάλι 100 πόντους θα έβαζε η Ελλάδα”.
Ο Krzyzewski του αποκάλυψε πως: “πριν τη Σαϊτάμα, αντιπαθούσα το pick n roll κ στο Πανεπιστήμιο δεν έπαιζα καθόλου. Μετά το μάθημα από την Ελλάδα, παίζω μόνο pick n roll”. Τον ρώτησα πότε θα ερχόταν στην Ελλάδα, να τον φιλοξενήσω. Μου απάντησε, γελώντας πως “δεν θέλω να σας βλέπω στα μάτια μου. Μου κάνατε μεγάλο χουνέρι κ με αγκάλιασε”. Μετά πρόσθεσε ότι “δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορούσατε εσείς οι Έλληνες να λειτουργήσετε στο δικό μας σύστημα και κατά πόσο εμείς θα καταφέρναμε να λειτουργήσουμε στο ελληνικό σύστημα”. Οι διαφορές είναι τεράστιες. Η αλήθεια είναι πως είναι απίστευτη πηγή γνώσεων”.
Κράτησα ότι ο εκ των καλύτερων προπονητών στον πλανήτη, ρωτούσε τον Γιάννη για διάφορα. Θυμάμαι όταν με πρωτοείδε, άφησε την προπόνηση στους βοηθούς του , διέσχισε το γήπεδο κ ήρθε να με χαιρετήσει με ενθουσιασμό κ με μεγάλο ζήλο με ρωτούσε διάφορα πράγματα. Θυμάμαι ότι είχα μείνει στήλη άλατος. Δεν το πίστευα.
“Στο τέλος κάθε ημέρας με ρωτούσε και τι δεν μου άρεσε στην προπόνηση του Duke, τι θα έκανα διαφορετικά. Τι θα άλλαζα”. Και όταν αφελέστατα τον ρώτησα: “Κόουτς, εμένα ρωτάς;”, μου απάντησε με μια απορημένη έκφραση: “Γιατί Giannis; Συνάδελφοι είμαστε”… Ναι, ο Krzyzewski. Γιατί προφανώς και αυτός είναι ένας από τους λόγους που είναι ο Krzyzewski. “Ξεκάθαρα πρόκειται για έναν άξιο, ικανό, άκρως επιτυχημένο, αλλά και ταπεινό προπονητή. Για αυτό και είναι μεγάλη προσωπικότητα. Στην Ελλάδα, όταν ένας κάνει μια επιτυχία, πιστεύει πως είναι ο καλύτερος κόουτς στον κόσμο”. Και δεν σου μιλάει. Πόσo μάλλον, να σε ρωτήσει κάτι -οτιδήποτε- που αφορά τη δουλειά του.
Θυμάμαι στην τελευταία μου προπόνηση, ήρθε όλη η ομάδα να με αποχαιρετήσει και τελευταίος ο Coach K. Είπαμε διάφορα και στο τέλος, με θράσος, του είπα “Coach, θα ήθελα δύο πολύ μεγάλες χάρες. Θα ήθελα αν μπορείς να μου δώσεις το πινακάκι σου (Tactic Board) για ενθύμιο και παρόλο που γνωρίζω ότι δεν θες να βγάζεις φωτογραφίες, θα ήθελα να σου ζητήσω να βγάλεις μία selfie μαζί μου”…
Περίμενα ότι θα με βρίσει… Αυτός ξέσπασε σε γέλια και μου είπε: “Το πινακάκι θα στο δώσω, γιατί συνέχεια το σπάω από τα νεύρα μου. Ίσως αυτό γλυτώσει. Κράτησέ το μου για καβάτζα. Όσο για την φωτογραφία… θα ήταν τιμή μου να βγάλουμε selfie μαζί… “ Λιποθύμησα!!!
Επίσης, δεν θα ξεχάσω όταν μου έδωσαν μία πρόσκληση, για να παρακολουθήσω το πρώτο τους exhibition game (φιλικό παιχνίδι) με το Northwest Missouri State. Ήταν η μεγαλύτερη γιορτή μπάσκετ που έχω βρεθεί. Ένα τεράστιο πάρτυ. Οι φίλαθλοι των δύο Πανεπιστημίων κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλο κ ενώ επευφημούσαν τις ομάδες τους, όταν γινόταν κάποιο πείραγμα από την εξέδρα προς τους παίκτες της αντίπαλης ομάδας, είχε τόσο χιούμορ, που όλοι όσοι ήταν στο γήπεδο γέλαγαν, ακόμα κ οι ίδιοι οι παίκτες οι οποίοι ήταν αποδέκτες του πειράγματος. Στην Ελλάδα, το παιχνίδι δεν είναι γιορτή. Είναι πόλεμος”.
Τι ήταν αυτό που του έκανε εντύπωση; “Κάθε φορά, όταν τελείωνε η προπόνηση όλοι οι αθλητές έρχονταν να με χαιρετήσουν και να με ευχαριστήσουν που παρακολούθησα την προπόνησή τους. Δεν είναι εύκολο ένας Grayson Allen να είναι τόσο ταπεινός. Ακόμα περισσότερη φιλοξενία δέχθηκα από την Γυναικεία Ομάδα Μπάσκετ του πανεπιστημίου. Θυμάμαι όταν ζήτησα να παρακολουθήσω και τις γυναίκες εκτός από την αντρική ομάδα, το team του γυναικείου τμήματος ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που κάθε φορά στο τέλος της προπόνησης η Coach Joanne P. MacCallie, μία τεράστια προσωπικότητα για το Πανεπιστημιακό μπάσκετ, μου ζητούσε να μιλάω στα κορίτσια κ να τους λέω τη γνώμη μου για την προπόνηση τους… Απίστευτα πράγματα”.
Το ημερήσιό μου πρόγραμμα του Γιάννη ήταν αρκετά απαιτητικό: “Έπρεπε να ξυπνάω κάθε μέρα στις 4.30 το πρωί για να μπορώ στις 7 να είμαι στο γήπεδο να παρακολουθήσω την πρωινή προπόνηση των γυναικών. Τελείωνα γύρω στις 10 και μετά πηγαίναμε για βάρη. Λίγο ξεκούραση στους τεράστιους χώρους της απίστευτης αυτής πανεπιστημιακής έκτασης και στις 2 το μεσημέρι προπόνηση με την ομάδα των αντρών. Κανονικά κρατούσε ως τις 4, αλλά ποτέ δεν τελείωνε πριν τις 5. Έφτανα στο ξενοδοχείο κατά τις 8 και, μετά από λίγη ξεκούραση. Έπρεπε να τακτοποιήσω όλες μου τις σημειώσεις, που δεν ήταν και λίγες, ώστε να έχω μία σωστή σειρά και δομή, γιατί η ποιότητα αλλά και ο όγκος των πληροφοριών ήταν τεράστιος”.
Αυτό που κρατά ο Γιάννης από όσα είδε στην Αμερική είναι: “η απίστευτη οργάνωση, στην παραμικρή λεπτομέρεια. Σε όλα. Σκέφτονται οτιδήποτε μπορεί να κάνει τη δουλειά του παίκτη και του κόουτς πιο εύκολη. Δηλαδή, κρατούν στατιστικά κάθε προπόνησης, βιντεοσκοπούν κάθε προπόνηση και την επομένη βλέπουν το feed με τους παίκτες, ώστε να πουν εκείνοι τι έκαναν λάθος ή τι θα μπορούσαν να κάνουν καλύτερα”.
Για κάντο αυτό στην Ελλάδα. “Δεν υπάρχει κάποιος που είναι του χώρου και δεν θα το ήθελε”. Μην ορκίζεσαι.