Ο Avvocato εκείνο το βράδυ είχε μεγάλα κέφια.
Ήπιε την τελευταία γουλιά από το Sauvignon blanc του, έβαλε το δάχτυλο στον κρόταφο όπως έκανε πάντα όταν ξεστόμιζε τις σοφίες του και με εκείνο το σαγηνευτικό ύφος απευθύνθηκε στους συνδαιτημόνες του:
«Ο Μαρτσέλο Λίπι είναι ό,τι πιο όμορφο έβγαλε το Viareggio μετά τη Στεφάνια Σαντρέλι».
Όλο το τραπέζι συμφώνησε με τον πατρόνο της Γιούβε, ο Μαρτσέλο άλλωστε εκείνη την εποχή ήταν το πιο εξαγώγιμο ιταλικό προϊόν μετά την pasta. Νέος, ωραίος, πλούσιος και επιτυχημένος. Με μια ιστορία που συγκινούσε άνδρες και γυναίκες, φιλάθλους και μη.
Μπορεί να ήταν η αύρα της Τοσκάνης, το πούρο, η ομοιότητα με τον Πωλ Νιούμαν, τα σοφιστικέ γυαλιά. Σίγουρα ήταν η προσωπικότητα και αυτή η αίσθηση του «χορτασμένου» που απέπνεε ο γιος του ζαχαροπλάστη Σαλβατόρε από το Viareggio.
Δυο χαρακτηριστικά είχε ο πατέρας Λίπι: ήταν φανατικά αντι-καπιταλιστής και αντι-γιουβεντίνος. Ορκισμένος κομουνιστής και ποδοσφαιρόφιλος, έγραψε το γιο του στον τοπικό Ερυθρό Αστέρα, μια ομάδα που στο πούλμαν των ταξιδιών της, το Bella Ciao και το Fischia il Vento έπαιζαν στο repeat.
Δεν τον επηρέασε στον υπερθετικό βαθμό η κατήχηση, αλλά δεν παύει να είναι ένας άνθρωπος που μεγάλωσε με το μύθο της Αντίστασης, της Resistenza όπως τη λένε στην Ιταλία. Δεν έγινε φανατικός, όπως ο πατέρας του, αλλά εξακολουθεί να θεωρεί εαυτόν σοσιαλιστή, αντιφασίστα, να μην θέλει να βλέπει τον κόσμο να διασπάται.
Κατά βάση ο Μαρτσέλο ήταν από πολύ νεαρός ένας cool τύπος με άποψη. Πάντοτε όμως διπλωμάτης, πάντοτε με την «αόρατη» υποχρέωση να ικανοποιήσει όλο του το ακροατήριο.
Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι η αγαπημένη του ομάδα είναι η Μίλαν. Το όνομά του συνδέθηκε κατά κύριο λόγο με την Γιουβέντους και τη Squadra Azzurra, στον πάγκο της Μίλαν δεν κάθισε ποτέ. Απεναντίας, είχε ένα άκρως αποτυχημένο πέρασμα από την Ίντερ του Μοράτι.
«Έγινα Μίλαν, γιατί εκείνη την εποχή ζούσαμε κοντά στο ξενοδοχείο που κατέλυε η ομάδα όταν επισκεπτόταν την πόλη για το τουρνουά του Viareggio. Όταν πήγαιναν για προπόνηση στο γηπεδάκι της Pineta, έπαιρναν εμένα και τους φίλους μου για ball boys. Στο τέλος μας χάρισαν φανέλες και κάπως έτσι αγαπήσαμε το Μιλάνο», θυμάται γελώντας.
Δεν είναι παρεξηγήσιμος. Τα συγκεκριμένα λόγια τα είπε σε φιλάθλους της Γιουβέντους, με την ομήγυρη να ακούει χαμογελώντας.
Η προσωπικότητα πολλές φορές αν όχι πάντα, επιβάλλεται του λόγου. Και δίχως αυτήν, ο Μαρτσέλο δεν θα γινόταν ούτε ποδοσφαιριστής, ούτε προπονητής.
Ξεκίνησε σαν μέσος, όταν στα 16 μετακόμισε στις ακαδημίες της Σαμπντόρια, τον μετέθεσε στην άμυνα ο θρυλικός “Fuffo” Μπερναρντίνι. Διέπρεψε σαν λίμπερο, έπαιζε μυαλωμένα, με σαφές προτέρημα την κατεύθυνση των συμπαικτών του στην άμυνα.
Εννέα ολόκληρες σεζόν συμπλήρωσε στη «Σαμπ». Πρόλαβε και έγινε και δυο φορές διεθνής με την Ελπίδων της Ιταλίας (του Έντσο Μπέαρτζοτ), αλλά δεν είχε χαρακτηριστικά και ταλέντο για κάτι περισσότερο.
Έκλεισε αθόρυβα στα 34 την καριέρα του στην Πιστοϊέζε και την Λουκέζε, δυο ομάδες της Τοσκάνης που του επέτρεπαν να βρίσκεται κοντά στο αγαπημένο του Viareggio. Πολύ καιρό πριν, είχε ήδη αποφασίσει ότι δεν θα αφήσει το ποδόσφαιρο και θα γίνει προπονητής.
Έτσι ήταν η φτιαξιά του, ήταν από τους ποδοσφαιριστές που όσοι τον έβλεπαν στο γήπεδο ήταν βέβαιοι ότι θα γίνει προπονητής. Η φυσιολογική ροή των πραγμάτων ήταν να επιστρέψει στα γνώριμα αποδυτήρια της Σαμπντόρια στη Γένοβα.
Μετά από μια τριετία στις ακαδημίες της Σαμπ, ξεκίνησε την περιοδεία του στα ξερά της Τοσκάνης. Ποντεντέρα, Σιένα, Πιστοϊέζε, Καραρέζε. Αρκούσαν για να περάσει τα Απέννινα και να πάρει την ευκαιρία του στην Τσεζένα, στα σαλόνια της Serie A.
Έσωσε από υποβιβασμό μια ομάδα που άπαντες την είχαν ξεγραμμένη μετά το καταστροφικό πέρασμα του γνωστού στα μέρη μας από τη βραχύβια θητεία στον Ολυμπιακό, Αλμπέρτο Μπιγκόν. Στην Τσεζένα όμως πρωτόμαθε ότι το ποδόσφαιρο είναι μόνο αποτελέσματα και από ήρωα σε κάνει μοιραίο σε μια στιγμή.
Επέστρεψε στις χαμηλότερες κατηγορίες, έκανε το λάθος να πάει στη Λουκέζε, τους «πρωτευουσιάνους» που τον αποκαλούσαν «το παιδί για τις ομπρέλες» λόγω της καταγωγής από το Viareggio. «Σας βάζουμε τις ομπρέλες, αλλά ξεχνάτε ότι μαζί με σας έρχονται να κάνουν ηλιοθεραπεία και οι γυναίκες σας», δεν άντεξε και απάντησε ο Λίπι.
Η Lucca εξακολουθεί να είναι η μοναδική πόλη στην Ιταλία που είναι ανεπιθύμητος. Δεν του συγχώρεσαν ποτέ εκείνη την άσχημη δήλωση. Πρέπει να είναι και η μοναδική «εκτός ορίων» σε ολόκληρη την καριέρα του Λίπι.
Το τραίνο ξαναμπήκε στις ράγες στο Μπέργκαμο. Επιστροφή στη Serie A και επί της ουσίας η πρώτη φορά που τον «προσέχουν» ομάδες που δεν ξύνουν τον πάτο της βαθμολογίας. Ανέλαβε την αποστολή αυτοκτονίας όπως έλεγαν όλοι τότε, να καθοδηγήσει τη Νάπολι στη μετά-Μαραντόνα εποχή.
Τον πατρονάριζε ο Οτάβιο Μπιάντσι, αλλά οι Partenopei είχαν ακόμα βενζίνη για μεγάλα πράγματα παρά την αποχώρηση του «θεού». Εκμεταλλευόμενος το momentum Καρέκα και Τζόλα, ο Λίπι οδηγεί τη Νάπολι σε μια απροσδόκητη έκτη θέση στη βαθμολογία με μεγάλο παράσημο την προώθηση νεών παιδιών.
Ένα από τα παιδιά αυτά, ίσως το πιο αγαπημένο παιδί του Μαρτσέλο Λίπι, είναι ο Φάμπιο Καναβάρο, ο οποίος έκτοτε δεν έπαψε ποτέ να τον ακολουθεί πιστά και να υπηρετεί δογματικά τις εντολές του. Το είχε αυτό το ταλέντο ο Λίπι, να δημιουργεί στους ποδοσφαιριστές την αίσθηση της προστασίας, να αναλαμβάνει μόνο και μόνο με τη συμπεριφορά και την παρουσία του τις ευθύνες, αποφορτίζοντας τους ποδοσφαιριστές από την πίεση.
Αυτό διέκρινε ο Ουμπέρτο Ανιέλι πριν τον προτείνει στον αδερφό του τον Τζιάνι και επί αυτής της βάσης η τριπλέτα Μότζι, Μπέτεγκα, Τζιράουντο, αποφάσισε να χτίσει μαζί του τη Γιουβέντους. Σημειωτέον ότι εκείνη την εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, η Μεγάλη Κυρία παρέπαιε και αδυνατούσε να παρακολουθήσει την εξέλιξη που είχε φέρει ο τυφώνας Αρίγκο Σάκι στο ιταλικό ποδόσφαιρο.
Στο συγκεκριμένο περιβάλλον, ο Λίπι άλλαξε. Όχι απαραίτητα προς το καλύτερο όσον αφορά τη συμπεριφορά, γιατί έγινε πολύ πιο αλαζόνας και απέκτησε εκείνο το μόνιμα συνοφρυωμένο και ανέκφραστο προσωπείο. Στοιχεία που έπαψαν να τον κατατάσσουν στους κομψούς και ευγενικούς Ιταλούς προπονητές, αλλά του επέτρεψαν να βελτιωθεί σαν μάνατζερ.
Από τον Ιούλιο του ’94 μέχρι το Φεβρουάριο του ’99 που απολύθηκε μετά την ήττα από την Πάρμα του επίσης «δικού μας» Αλμπέρτο Μαλεζάνι, ο Λίπι καθιερώθηκε στις συνειδήσεις των απανταχού ποδοσφαιρόφιλων ως «μεγάλος προπονητής».
Η Γιουβέντους της πρώτης θητείας του κατέκτησε τρία πρωταθλήματα, ένα κύπελλο και δυο σούπερ καπ, πάνω απ’ όλα όμως επέστρεψε στην Ευρώπη και ξανάγινε παγκόσμιο brand. Το Τσάμπιονς Λιγκ, το Διηπειρωτικό και το ευρωπαϊκό σούπερ καπ, ήταν και είναι τίτλοι που η οικογένεια Ανιέλι θεωρεί απείρως σημαντικότερους ακόμη κι από συνεχόμενους εγχώριους.
Το ισοζύγιο του Λίπι για οποιονδήποτε άλλον προπονητή θα ήταν άκρως επιτυχημένο. Στην Γιουβέντους, οι απώλειες δυο τελικών με την Μπορούσια και την Ρεάλ, θεωρήθηκαν αποτυχίες και λόγοι απόλυσης.
Τα αίτια είναι πολύ βαθύτερα και το πιθανότερο σενάριο με την απόσταση των ετών, είναι πως ο Λίπι δεν πλήρωσε μονάχα εκείνους τους δυο χαμένους τελικούς, αλλά τις βαριές σκιές από τις κατηγορίες για ντόπινγκ και ελέγχου του παρασκηνίου από τους διοικούντες το σύλλογο.
Ένα εξιλαστήριο θύμα, του οποίου η απόλυση σηκώνει αρκετή σκόνη, ήταν πολύ βολικό προκειμένου να απομακρυνθεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης από τις σκιές. Ούτως ή άλλως η εποχή Μότζι παραμένει πάρα πολύ ομιχλώδης και εκτιμώ ότι πολύ δύσκολα μπορεί να κριθεί αδέκαστα από την ίδια την ιστορία.
Ο Λίπι απάντησε στην έμμεση προσπάθεια σπίλωσης με μια ιστορική συμφωνία με το Μάσιμο Μοράτι, αναλαμβάνοντας την Ίντερ. Την πιο «τρελή Ίντερ» όλων των εποχών. Ο ίδιος ο Μοράτι είχε χαρακτηρίσει εκείνον τον οργανισμό ένα κοτέτσι γεμάτο κόκκορες που τον ξεγελούσαν πατώντας στη γενναιοδωρία και το φλέγμα του.
Ο Λίπι στο «κοτέτσι» άντεξε ένα ημερολογιακό έτος. Έφυγε με μια ατάκα που θύμισε εποχές Λουκέζε και εξακολουθεί να στενοχωρεί πολύ κόσμο στην Ιταλία: «Αν ήμουν στη θέση του Μοράτι, θα με έδιωχνα κι εγώ. Θα έπιανα όμως και τους παίκτες, θα τους έστηνα στη σειρά και θα τους τις έριχνα όπως οι μαμάδες στους μικρούς γιους τους».
Δεν αναφερόταν σε παιδάκια, απεναντίας μιλάμε για ποδοσφαιριστές παγκόσμιου βεληνεκούς. Ζανέτι, Βιέρι, Περούτσι, Γιούγκοβιτς, Μπλαν, Ζέεντορφ, Μούτου, Ζαμοράνο, Ρεκόμπα, Ντι Μπιάτζο, Κόρντομπα. Και βέβαια ο Ρονάλντο και ο Ρομπέρτο Μπάτζο. Ένα διαγαλαξιακό ρόστερ, ό,τι εγγύτερο σε μεικτή κόσμου είδε ποτέ το ιταλικό πρωτάθλημα εκείνη την εποχή.
Κι όμως, ο «πολύς» Λίπι απέτυχε. Και απέτυχε οικτρά, χωρίς να καταφέρει να χτίσει feeling ούτε στιγμή, δίχως να αφήσει το παραμικρό σαν ανάμνηση.
Το απέδωσε στο γεγονός ότι είχε τη στάμπα του «γιουβεντίνου», ότι δεν του επετράπη η «εκκαθάριση». Παρά τις γενναίες δηλώσεις, τα λεφτά του φαραωνικού συμβολαίου του δεν τα αρνήθηκε ποτέ.
Σαν να μην έφτανε αυτό, την επόμενη σεζόν υπέγραψε ξανά στην Γιουβέντους. Ένας δεύτερος, ακόμα πιο γλυκός κύκλος στην αγκαλιά των Ανιέλι, με δυο τίτλους πρωταθλητή (εις εκ των οποίων στο πιο έντονο campionato όλων των εποχών), αλλά και έναν ακόμα χαμένο τελικό στο Τσάμπιονς Λιγκ, εκείνον του Μάντσεστερ εναντίον της Μίλαν.
Οι σκιές από το κορμί της Γιούβε δεν είχαν φύγει ποτέ, εκείνος που πρόλαβε να ξαναφύγει, πριν ξεσπάσει η θύελλα ήταν ο Λίπι.
Έκλεισε στην Εθνική ομάδα, «απομάκρυνε τον εαυτό του από τη Γιουβέντους» ενόσω κατά τη διάρκεια μιας έρευνας με αντικείμενο τη βιομηχανικοπολιτική κατασκοπεία προέκυπταν στοιχεία ύπαρξης εγκληματικής οργάνωσης που λυμαίνετο το ιταλικό ποδόσφαιρο.
Στην αρχή η υπόθεση είχε λάβει τον κωδικό “offside” και βαθμηδόν αποκαλύφθηκε ένα απίστευτο γαϊτανάκι διαπλοκής και αδικοπραξιών, με υποκλαπείσες συνομιλίες τόσο σοκαριστικές που υπερέβαιναν τα όρια και των πιο ευφάνταστων σεναρίων ταινιών του Σκορσέζε.
Την ημέρα που η ομοσπονδιακή αθλητική εισαγγελία ξηλώνει τους πάντες και τα πάντα και υποδεικνύει το Λουτσιάνο Μότζι ως εγκέφαλο της εγκληματικής οργάνωσης, ο Μαρτσέλο Λίπι αναχωρεί με την αποστολή της Εθνικής ομάδας για τα γήπεδα της Γερμανίας στο Μουντιάλ του 2006.
Η κοινή γνώμη παρακολουθεί άφωνη τις αβάστακτες ποινές, ενώ η Squadra Azzurra δίνει το δικό της αγώνα στα γήπεδα της Γερμανίας. Δίχως το έπος του Βερολίνου, κανείς δεν θα ήταν σε θέση να προσδιορίσει τη θέση του ιταλικού ποδοσφαίρου στο ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό στερέωμα.
Ο Λίπι βγήκε «στεγνός», δεν ήταν δυνατόν να αγγίξει κανένας Εισαγγελέας τον άνθρωπο που οδήγησε την Εθνική ομάδα στον τίτλο της Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας και περιέσωσε την όποια τιμή του ιταλικού ποδοσφαίρου.
Ο Μαρτσέλο Λίπι μετά από εκείνη την επιτυχία έγινε σύμβολο, νέος «πατέρας» του calcio και δεν επέτρεψε να λερωθεί το όνομά του από μια ιστορία που τελεσιδίκησε πολλά χρόνια αργότερα και μάλιστα με ανατροπές δεδομένων.
Αποχώρησε από την Εθνική όντας στην κορυφή, απολαμβάνοντας τις δάφνες της τεράστιας επιτυχίας σε μια άτυπη πρόωρη συνταξιοδότηση στο Viareggio, κάνοντας βόλτες τον εγγονό του στο σκάφος του. Δεν μίλησε και εξακολουθεί να αποφεύγει να μιλήσει για εκείνη τη ζοφερή περίοδο, έμαθε να προστατεύει τον εαυτό του και να αποφεύγει τις επικοινωνιακές στενωπούς.
Το ανέκφραστο πρόσωπο και η τακτική του απόμακρου και δυσπρόσιτου χαρακτήρα, είχε βοηθήσει να μην συνδεθεί το όνομά του με πολύ δύσκολες κουβέντες και καταστάσεις.
Εάν δεν είχε κάνει το λάθος να επιστρέψει για το Μουντιάλ του 2010, μετά την καταστροφική διετία Ντοναντόνι, σήμερα θα ήταν κάτι σαν τον Μπέαρτζοτ, ένας «λευκός» και αγνός εθνικός ήρωας που φέρνει στο νου μονάχα θετικές αναμνήσεις.
Ήττα από τη Σλοβακία, ισοπαλίες με την Παραγουάη και τη Νέα Ζηλανδία και η Ιταλία του Λίπι σπίτι της, πνιγμένη στον ήχο της βουβουζέλας των γηπέδων της Νοτίου Αφρικής. Πλήγωσε πολύ και το προφίλ και το πρεστίζ του η συγκεκριμένη αποτυχία, είναι κηλίδα στην καριέρα του, δίχως αστερίσκους και δικαιολογίες όπως φερειπείν στο πέρασμά του από την Ίντερ.
Για να θεραπεύσει την πληγή της Αφρικής, αποδέχθηκε την πρόταση από την Κίνα και σαν ήρωας των δυο κόσμων, πήγε να διδάξει ποδόσφαιρο στο Γκουανγκζού. Εννοείται με το αζημίωτο. Τον υποδέχθηκαν όπως ήθελε. Σαν «Πωλ Νιούμαν», σαν αυθεντία, σαν το καλύτερο όλων των εποχών.
Μπορεί στους Ευρωπαίους οι τρεις τίτλοι στην Κίνα να μην είναι αξιοσημείωτοι, για το παλμαρέ του Μαρτσέλο όμως, είναι παράσημα που μετρούν. Όπως μέτρησε και η τιμή να γίνει εκλέκτορας της εθνικής ομάδας της Κίνας.
Είναι πάντοτε όμορφο να κερδίζεις, πολλώ δε μακριά από την πατρίδα και με όλους τους πρώην διεθνείς πρόθυμους να διαφημίσουν τις επιτυχίες. Δεν το έχασε αυτό ο Μαρτσέλο. Κατόρθωσε τα «παιδιά του» να τα διατηρήσει ενωμένα, ανέγγιχτα από οτιδήποτε. Είναι τεράστια επιτυχία για έναν άνθρωπο που θεωρήθηκε σκληρός και δύσκολος χαρακτήρας, να χαίρει της εκτίμησης προσωπικοτήτων πανευρωπαϊκού βεληνεκούς όπως οι περισσότεροι Ιταλοί ποδοσφαιριστές που προπόνησε.
Δεν είναι τυχαίο ότι όλες του οι επιτυχίες βασίστηκαν στα συμπαγή και ομοιογενή σύνολα, στη δημιουργία καλού κλίματος και στο ψυχολογικό ντοπάρισμα των παικτών του. Οι διάφοροι Ιουλιάνο, Μπιριντέλι, Πεσότο κ.ά. είχαν ρόλους το ίδιο σημαντικούς με τον Ζιντάν, τον Ντελ Πιέρο και τον Νέντβεντ, όλοι τους αισθάνονταν ξεχωριστοί και χρήσιμοι.
Είναι ταλέντο αυτό για έναν προπονητή, ειδικότερα όταν η πρακτική του αγαπάει περισσότερο το μαστίγιο από το καρότο. Οι πολέμιοί του, κάνουν λόγο για έναν προπονητή που αποδίδει μόνο με φυλαγμένα τα νώτα και απεριόριστη κάλυψη από διοικητικές ομπρέλες. Ο Μαρτσέλο απαντά με το έπος του Βερολίνου και την Γιούβε της πρώτης του θητείας.
Στην πραγματικότητα, ο Λίπι είναι ο καλύτερος δυνατός εκφραστής της μετάβασης του ιταλικού ποδοσφαίρου από τη μια εποχή στην επόμενη. Είναι ο σύνδεσμος της παλιάς ιταλικής σχολής με την καινούρια, ο άνθρωπος που μεταποίησε το κοστούμι που έραψε ο Σάκι και αποτέλεσε το φάρο του calcio για δεκαετίες.
Ο Λίπι «ευθυγράμμισε» τακτικά τις ομάδες, ενέπνευσε και έπεισε τους ποδοσφαιριστές να υπηρετήσουν ένα πλάνο σκληρό και πειθαρχημένο, χωρίς διαμαρτυρίες και επαναστάσεις εντός αποδυτηρίων.
Είχε έναν «χαμαιλεοντικό» τρόπο να πείθει και να ελίσσεται τακτικά και ψυχολογικά. Μπορούσε να πάρει το καλύτερο από ποδοσφαιριστές του ταλέντου ενός Ζινεντίν Ζιντάν, αλλά και από πολεμιστές στο στυλ του Μορένο Τοριτσέλι.
Ό,τι κι αν έκανε, όπου κι αν αποτύγχανε, θα υπάρχει πάντα το τακτικό αριστούργημα στη Γερμανία το 2006, όταν κατόρθωσε να μας μαγέψει όλους, μασκαρεύοντας την αμυντικογενή διάθεση με τις ιδέες του Πίρλο, την τέχνη του Ντελ Πιέρο, τον ηρωισμό του Καναβάρο, την αυταπάρνηση του Γκρόσο.
Ήταν λίγο απ’ όλα ποδοσφαιρικά, αλλά υπερκάλυπτε τα πάντα με την πολυσχιδή προσωπικότητα, την οξυδέρκεια και την αισθητική του.
Πολυπράγμων ήταν από παιδί και με πλείστα ενδιαφέροντα. Είχε ταλέντο στο σχέδιο, τον συνάρπαζε η ιατρική, ερωτεύτηκε το ποδόσφαιρο. Με τον τρόπο του όμως και όχι με τρόπους που του επέβαλαν άλλοι.
Συνδύασε τη Μίνα και τον Τσελεντάνο με τους Beatles και τους Rolling Stones, τα ακριβά πούρα και την πολυτελή διαβίωση με το σοσιαλισμό.
Βρήκε τον τρόπο να πλασάρεται ως εκκεντρικός γόης και «Πωλ Νιούμαν» όντας παντρεμένος από το 1974 με την αγαπημένη του Σιμονέτα.
Και παρόλα ταύτα, δεν είναι αμφιλεγόμενος.
Γιατί έχει το χάρισμα.
Κι όταν έχεις το χάρισμα τα πάντα επιτρέπονται.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro