Ο Επίγονος είναι ο άξιος συνεχιστής του έργου, ο διάδοχος των πρωταγωνιστών μιας σημαντικής περιόδου της αυτοκρατορίας.
Για παραπάνω από μισό αιώνα υπάρχει ένας Μαλντίνι στη Μίλαν.
Εν προκειμένω δεν μιλάμε για απλό κληροδότημα, για υπερβολή που τονίζει την αλήθεια. Μιλάμε για το πρώτο είδος «δημοκρατικής δυναστείας» στο ποδόσφαιρο.
Εν αρχή ήταν ο Τσέζαρε. Ο αρχηγός, ο πρώτος που σήκωσε το Κύπελλο Πρωταθλητριών στο Wembley το 1963.
Σημαία, υπηρέτης του συλλόγου σε διαφορετικές περιόδους, εμβληματική φιγούρα ολόκληρου του ιταλικού ποδοσφαίρου, αφού βρέθηκε και στον πάγκο της εθνικής ομάδας, της περίφημης Squadra Azzurra. Μεγάλη προσωπικότητα, κορυφαία.
Μέχρι που αναδείχθηκε ο υιός, ο Πάολο.
Επί 26 ολόκληρα χρόνια στο Μιλάνο, μια ολόκληρη ζωή πέριξ του «διαβόλου». Παρέλαβε ένα όνομα βαρύ σαν ιστορία και το έκανε ασήκωτο, το έφτασε πέρα από τα στενά όρια της μπότας, το έκανε διεθνές.
Πιστός στη συνέχεια της δυναστείας του «στέμματος» Μαλντίνι, ο Πάολο εκκολάπτει του δυο δικούς του γιους, τον νεαρό Κρίστιαν της Pro Sesto και τον Ντάνιελ που ντεμπουτάρισε με τη φανέλα του παππού και του πατέρα του, τον Φεβρουάριο του 2020.
Ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει εάν ο Κρίστιαν και ο Ντάνιελ κατορθώσουν να ξεπεράσουν το μύθο, για την ακρίβεια ουδείς είναι σε θέση να προσδιορίσει εάν ο μύθος είναι προσπελάσιμος.
Γιατί ο Πάολο Μαλντίνι έχει καταγράψει μια από τις συγκλονιστικότερες σταδιοδρομίες στην ιστορία του ποδοσφαίρου και πλέον λογίζεται σαν μνημείο ανάλογο της Madonnina. Και με πάσα ειλικρίνεια, δεν είναι υπερβολικό να ισχυριστεί κανείς, ότι ο υπέροχος κύριος Πάολο Μαλντίνι είναι ο καλύτερος αμυντικός στην ιστορία του αθλήματος.
Πιτσιρίκος ακόμα, εντάχθηκε στα 10 του στις ακαδημίες της Μίλαν το 1978.
Στα 16 του έπαιζε ήδη στην πρώτη ομάδα. Πάτησε για πρώτη φορά χορτάρι στις 20 Ιανουαρίου του 1985, το San Siro τον υποδέχθηκε μεν θερμά, αλλά με συγκρατημένη επιφύλαξη.
Δεν ήταν ακόμη ξεκάθαρο εάν θα ξεκολλούσε από επάνω του την ετικέτα του «γιου του μπαμπά».
Χρειάστηκε ελάχιστο χρόνο για να το καταφέρει και μάλιστα το έκανε σε υψηλότατο επίπεδο για ένα τέταρτο του αιώνα: 902 φορές φόρεσε αυτή τη φανέλα, έκανε τρεις γεμάτες καριέρες, κέρδισε, έχασε, πόνεσε, χάρηκε, πανηγύρισε, δάκρυσε κι από χαρά κι από λύπη, γιατί πάνω απ’ όλα έμαθε να ελίσσεται.
Εν κατακλείδι αυτό ήταν θεωρώ το κύριο χαρακτηριστικό της διαδρομής του, ότι προσάρμοσε την τεράστια κλάση του στις ανάγκες κάθε είδους ποδοσφαίρου που κλήθηκε να υπηρετήσει, έχοντας όμως πάντοτε ως σταθερά την κομψότητα.
Ο Μαλντίνι υπήρξε ένας ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε σε όλες τις θέσεις της άμυνας και σε όλες τις διατάξεις. Υπήρξε κολώνα της άμυνας της Μίλαν είτε σε διάταξη των τριών είτε των τεσσάρων είτε των πέντε, αντιλαμβανόμενος πλήρως τις τακτικές επιταγές του εκάστοτε προπονητή του.
Άπαντες στέκονται στο ρεκόρ των πέντε κατακτήσεων του Champions League (ρέκορντμαν μαζί με τον Μαδριλένο Χέντο), στους οκτώ τελικούς ή στις συμμετοχές με την εθνική σε τελικά παγκοσμίων κυπέλλων. Αλλά ο Πάολο Μαλντίνι είναι κάτι (πολύ) περισσότερο απ’ αυτό.
Ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος για να κατανοήσει κανείς την επίδρασή του στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, είναι να σταχυολογήσει τα λόγια και τις κουβέντες που του έχουν αφιερώσει οι ίδιοι οι συνοδοιπόροι και οι αντίπαλοί του, οι πραγματικοί πρωταγωνιστές.
Εμβληματικότερη ένδειξη εκτίμησης από το γράμμα του Κάρλες Πουγιόλ, το 2014, όταν αποσύρθηκε από το ποδόσφαιρο, εκτιμώ πως δεν υπάρχει.
«Θαύμαζα την αμυντική σου αντίληψη, την άτεγκτη στάση σου, τις ιδέες σου για το άθλημα. Ακόμα και την επιθετικότητα στο παιχνίδι ή τη σκληράδα, την έβγαζες με τεράστια κλάση και πάντα στο πλαίσιο του ευ αγωνίζεσθαι.
Θαύμαζα και θαυμάζω την ευελιξία και τον τρόπο που αναχαίτιζες τον αντίπαλο, όποιος κι αν ήταν αυτός.
Σχεδόν ζήλευα την απίστευτη προσαρμοστικότητά σου στα χαρακτηριστικά των αντίπαλων επιθετικών και τον ευγενή τρόπο που τους εξουδετέρωνες, με εκείνη την τεράστια αίσθηση ανωτερότητας που σε διέκρινε».
Ο αυθόρμητος και ακομπλεξάριστος θαυμασμός του Πουγιόλ καταδεικνύει και το δέος που ένιωθαν οι περισσότεροι για τον Μαλντίνι.
Εξίσου σημαντικά και τα λόγια ενός εκ των ιστορικών συμπαικτών του, του Αντρέι Σεβτσένκο: «Ο πιο προικισμένος και επιμελής παίκτης που έχω δει ποτέ. Ένας εξαιρετικός ποδοσφαιριστής και άνθρωπος, ένας αυθεντικός ηγέτης που ενέπνεε σπάνια αξιοπιστία στην άμυνα και ταυτόχρονα επεδείκνυε και μοναδική δημιουργικότητα και στην επίθεση».
Όχι τυχαία επελέγησαν ως παραδείγματα δυο «αντίθετοι» πόλοι ποδοσφαιρικά.
Ο ίδιος ο Μαλντίνι εξέφραζε αντιθέσεις, στην πραγματικότητα ήταν σαν δυο ποδοσφαιριστές στο κορμί ενός. Ο aggressive Μαλντίνι στην άμυνα μετατρέπετο σε έναν ντελικάτο ποδοσφαιριστή σε φάση επίθεσης. Κοινή συνισταμένη των δυο, η οξυδέρκεια, η απόλυτη ποδοσφαιρική οξύνοια.
Από το ξεκίνημα της καριέρας του, ο Πάολο ήταν ένας «ορθολογικός» αμυντικός. Προτιμούσε να διαβάζει τη φάση, να βγαίνει πρώτος στη μπάλα, να προλαμβάνει.
Εξηγεί ο ίδιος: «Στο μυαλό μου στόχος ήταν η μπάλα. Όχι μόνο πού βρίσκεται, κυρίως που επρόκειτο να πάει. Όταν λειτουργούσε το μυαλό, είχα και τον πλήρη έλεγχο του σώματός μου.
Ακόμα και σε κάποιο δύσκολο ή πολύ σκληρό τάκλιν, σε μια σφοδρή σύγκρουση με τον αντίπαλο, χρησιμοποιούσα κάθε μέρος του σώματός μου για να διατηρήσω την ισορροπία μου, έχοντας κατά νου να κερδίσω την μπάλα και να δημιουργήσω, όχι να καταστρέψω».
Εν ολίγοις, ακόμα κι όταν επεδίωκε την επαφή, ο στόχος ήταν η ανάκτηση της μπάλας για να ξαναμπεί η ομάδα σε φάση επίθεσης.
Σημασία σε αυτές τις περιπτώσεις έχει ο χρονισμός και η κατάλληλη στιγμή που επιλέγεται για την αλλαγή κατοχής. Είναι μια λογική που συνήθως έχουν οι επιθετικοί και κυρίως οι δημιουργικοί μέσοι. Σε αμυντικό ήταν πρωτοεμφανιζόμενο το χαρακτηριστικό. Και ειδικά με την κομψότητα που το έκανε ο Μαλντίνι.
Συνήθως οι αμυντικοί είναι αποτελεσματικοί όταν είναι τραχείς και επιβάλλονται με τα φυσικά τους προσόντα. Θυμηθείτε τον Σταμ, τους τρομερούς λατίνους, τους άλλους «σκληρούς Ιταλούς» όπως ο Τζεντίλε.
Ο Πάολο παρά τα 186 εκατοστά του ύψους του, προέτασσε το χάρισμα της πρόληψης, ως γνήσιος υπηρέτης του ρητού «το διοικείν εστί προβλέπειν».
Σε πρώτη φάση, ο Μαλντίνι φρόντιζε να οδηγήσει τον αντίπαλο στην αδύναμη πλευρά του, να τον απομονώσει στο χώρο και κατόπιν να τον «πνίξει» αφήνοντάς του μόνο συγκεκριμένες -συνεπώς προβλέψιμες- επιλογές.
Παρότι αριστερό μπακ ή αριστερό στόπερ, έβγαζε μπροστά το δεξί πόδι αναγκάζοντας τον προσωπικό του αντίπαλο να στραφεί στην εξωτερική και να μην έχει χώρο στη διάθεσή του.
Οι επιλογές μοιραία γίνονταν συγκεκριμένες, αφού ο επιτιθέμενος είτε έπρεπε να πάει στο ένας εναντίον ενός με ντρίπλα σε πολύ μικρό χώρο είτε θα γύριζε τη μπάλα πίσω.
«Όσοι καθυστερούσαν και μου χάριζαν πολύτιμα δευτερόλεπτα ήταν πάντοτε βούτυρο στο ψωμί μου. Οι ενοχλητικοί ήταν κάποιοι τύποι όπως ο Κρις Γουώντλ (σ.σ. Άγγλος βετεράνος ντριμπλέρ) που ελίσσονταν με αλλεπάλληλες προσποιήσεις και δεν με άφηναν σε χλωρό κλαρί», είπε κάποτε με εμφανή διάθεση χιούμορ, εξηγώντας τον τρόπο παιχνιδιού που του ταίριαζε.
Μεταξύ σοβαρού και αστείου ωστόσο, ειπώνονται οι μεγαλύτερες αλήθειες. Οι «ζογκλέρ» και όσοι διατάρασσαν το «πλάνο» που είχε ο Πάολο στο μυαλό του, ήταν ανέκαθεν και οι πιο δύσκολοι αντίπαλοί του.
Εκεί ο Ιταλός άλλαζε τη συμπεριφορά του, γινόταν πιο «επιθετικός» και άλλαζε τακτική προσέγγιση.
Γενικότερα οι ανοιχτοί χώροι είναι εφιάλτης για τον αμυντικό, ακόμα και για τους κορυφαίους του είδους. Ο Μαλντίνι ήταν από εκείνους που φρόντιζαν να μπαίνουν στη μάχη πολυεπίπεδα, ρίχνοντας πολύ μεγάλο βάρος και στην ψυχολογική προετοιμασία.
Η κυριαρχία περνούσε από ένα άτυπο διανοητικό φίλτρο, από ένα σημείο και μετά ο επιθετικός και όποιος ήταν απέναντί του, έμπαινε από μόνος του στη διαδικασία να σκεφτεί «πώς θα αντιμετωπίσει το Μαλντίνι», γιατί η φήμη του Ιταλού προηγείτο.
Έτσι έστελνε σε κρίση ακόμα και πολύ μεγάλους επιθετικούς ή ταλαντούχους εξτρέμ ο Μαλντίνι. Με το «παράστημα» και τη φήμη που τον ακολουθούσε.
Ακόμα και όταν η φυσική του κατάσταση είχε φθίνει στη δύση της καριέρας του, η απέραντη κλάση και η εμπειρία τού επέτρεπε να επιβάλλεται και να φοβίζει τους αντιπάλους σαν άλλος El Cid.
Το ταλέντο του ακόμα και στα στερνά του, ήταν τόσο ατόφιο, τόσο συντριπτικό, που παρατηρούσες τον γκρίζο κρόταφο και απλώς αυξανόταν η γοητεία.
Το στυλ, ο τρόπος που έκοβε, η μαθητεία δίπλα στον τεράστιο Φράνκο Μπαρέζι, τα δεκάδες χρόνια εμπειρίας στο δυσκολότερο τακτικά πρωτάθλημα του κόσμου, τον είχαν μετατρέψει σε κάτι άυλο ποδοσφαιρικά.
Πήγαινε ο κόσμος στο San Siro και συμπεριφερόταν όπως οι επισκέπτες στην πινακοθήκη της Brera, το αρχιτεκτονικό στολίδι στην πιο ατμοσφαιρική συνοικία στην καρδιά του Μιλάνου.
Ο Πάολο ήταν κάτι σαν ορόσημο, κάθε κόψιμο και κάθε elegant πάσα του ήταν σαν πινέλο στον καμβά. Αρμονία, ισορροπία, χρονισμός, χειρουργικότητα στις κινήσεις. Εκρηκτικότητα με έναν σπάνιο καταμερισμό των δυνάμεων, ένδειξη ανθρώπου που γνώριζε άριστα τι και πότε το μπορεί το σώμα του.
Δεν είναι μόνο θεόσταλτο ταλέντο όλα αυτά. Είναι βαθιά αυτογνωσία, άπειρη προπόνηση, απίστευτη οξυδέρκεια.
Ο συγχρονισμός στις κινήσεις του σε συνδυασμό με την έμφυτη διαίσθηση ερχόταν στο αποκορύφωμα, όταν ο συγκεκριμένος ποδοσφαιριστής αποφάσιζε να κόψει.
Μέχρι να εμφανιστεί ο Πάολο δεν υπήρχε καν «αισθητική» στο τάκλιν. Δεν είχε καν επινοηθεί ο όρος «κομψό κόψιμο». Στην Ιταλία, όπου η αμυντική προσήλωση και εκτιμάται και αναγνωρίζεται, ένα τάκλιν του Μαλντίνι ήταν εφάμιλλο ενός βολ πλανέ του Φαν Μπάστεν ή μιας through pass του Πίρλο.
Κάθε τάκλιν του Πάολο έμοιαζε με επαναφορά της τάξης στο σύμπαν, με διόρθωση της ανορθογραφίας. Πόση κλάση μπορεί να χωρέσει σε ένα τάκλιν;
⏪ Legendary defender Paolo Maldini & the art of tackling 👏#UCL | #FlashbackFriday pic.twitter.com/rC3NxgDos8
— UEFA Champions League (@ChampionsLeague) March 20, 2020
Ένας απίθανος συνδυασμός αποτελεσματικότητας και κομψότητας, μια μίξη Μπαρέζι, Νέστα και Καναβάρο μόνο σε ένα τάκλιν. Δεν μπορεί να είναι προϊόν προπόνησης αυτό, δεν διδάσκεται σε καμία ακαδημία, όσο άξιος και να είναι ο δάσκαλος.
Ο Μαλντίνι είχε τόσο βαθιά γνώση του παιχνιδιού, τόσο ταλέντο που ξέφυγε από τους κανόνες διδασκαλίας και εκμάθησης.
Στη σχολή του Coverciano, σε μια άσκηση για τις διαγώνιους στην άμυνα, είναι γραμμένο στον πίνακα «εδώ παίρνετε τη διαγώνιο, εάν δεν είστε ο Πάολο Μαλντίνι».
Δεν είμαστε όλοι ίδιοι, δεν είναι όλοι οι παίκτες ίδιοι, δεν είναι όλοι οι αμυντικοί σε θέση να υπολογίσουν πορεία και ταχύτητα μπάλας και σώματος ταυτοχρόνως. Δεν είναι υπολογίσιμα τα μεγέθη, είναι τεράστιο το ρίσκο ακόμα και για τον αμυντικό με την περισσότερη αυτοπεποίθηση του κόσμου.
Η ζώνη που αποφάσισε να λανσάρει ο Σάκι τη δεκαετία του ’80 δεν θα έβρισκε ποτέ εφαρμογή δίχως συγκεκριμένους ποδοσφαιριστές, χωρίς το ταλέντο και το γνωστικό επίπεδο του Μαλντίνι, του Μπαρέζι του Κοστακούρτα.
Ο Πάολο στην καριέρα του man to man πήρε μόνο στην Εθνική επί της ουσίας. Και με τον πατέρα του προπονητή, μάλιστα, το 1986/88 στην εθνική Νέων και ακριβώς δέκα χρόνια αργότερα στην Ανδρών.
Λάτρευε να παίζει στο χώρο. Αυτόν που δεν άφηνε ποτέ στους αντιπάλους του γιατί τους στερούσε όλο το οξυγόνο.
Υπήρχε και υπάρχει πάντοτε εξήγηση. Ο Πάολο ξεκίνησε εξτρέμ στις ακαδημίες, πέρασε δεξιός χαφ, κατέληξε αριστερός μπακ λίγο πριν ανέβει στην πρώτη ομάδα.
Ελάχιστοι γνωρίζουν ή θυμούνται ότι υπήρξε αμφιδέξιος. Χρησιμοποιούσε με χαρακτηριστική άνεση και τα δυο πόδια, κάποτε θεώρησε απόλυτα φυσιολογικό να απαντήσει ότι καθιερώθηκε ως αριστερός μπακ «επειδή εκεί είχε το κενό η ομάδα και ήταν ελεύθερη η θέση».
Με λίγα λόγια θα έπαιζε παντού, θα ήταν καλός σε όλες τις θέσεις στα τρία τέταρτα του γηπέδου.
Δεν είναι καν αριστεροπόδαρος και είμαι βέβαιος ότι οι περισσότεροι που διαβάζουν αυτό το κείμενο εκπλήσσονται. Έγινε και αριστεροπόδαρος, γιατί του έβγαινε φυσικά, γιατί διέγνωσε ότι αποκτά πλεονέκτημα σε σχέση με τις δυνατότητες που του παρείχε το δεξί του πόδι.
Είναι αδιανόητη η διαπίστωση αν συνυπολογιστεί η υψηλότατη τεχνική του και ο διαβολεμένα σωστός τρόπος που τοποθετούσε το πόδι του ανά περίσταση.
Είναι αδύνατον να αντιμετωπιστεί ένας τέτοιος παίκτης ή να προβλεφθεί η κίνηση / αντίδρασή του είτε είναι σε φάση άμυνας είτε σε φάση επίθεσης.
Μόνο σε δυο περιπτώσεις γινόταν διακριτό ότι υπήρξε φυσικός δεξιοπόδαρος: όταν βρισκόταν στην αντίθετη πλευρά με «ανάποδο πόδι» και όταν έφευγε κάθετα στην αντεπίθεση και χρησιμοποιούσε το δεξί εξωτερικό για να επιτεθεί κατά μέτωπο.
Το μοναδικό που πιθανόν θα μπορούσε να στηλιτεύσει κάποιος στην προσέγγισή του, είναι η αδυναμία να «ανοίξει» το παιχνίδι με δημιουργικό τρόπο, όπως φερειπείν κάνει ο Βαν Ντάικ ή ο Σέρχιο Ράμος με τις μεγάλες πάσες που αλλάζουν τις γραμμές.
Ο Μαλντίνι ανέκαθεν αγαπούσε τις μικρές πάσες και το ρίσκο μιας τρίπλας στον επιθετικό που πιθανόν τον πίεζε.
Το πλήρωσε κάποιες φορές, αλλά τις περισσότερες με μια κίνηση έσπαγε την πρώτη γραμμή πίεσης και δημιουργούσε ανισορροπία και αριθμητικό πλεονέκτημα από την αρχική φάση επίθεσης. Είναι τεράστια η διαφορά του Μαλντίνι αμυντικού από τον δημιουργό.
Άλλη φιλοσοφία, διαφορετική προσέγγιση, άλλη τεχνοτροπία. Η αναλυτική σκέψη και ο λελογισμένος υπολογισμός ήταν πάντοτε παρόντα, αλλά στο δημιουργικό τομέα του παιχνιδιού ήταν ικανός να κινήσει τον αντίπαλο χωρίς καν να αγγίξει την μπάλα. Αλλεπάλληλες προσποιήσεις, αδιανόητες παρακάμψεις.
«Είναι θέμα στιγμής, δεν μπορώ να σας το αποτυπώσω ακριβώς. Η τεχνική επιτρέπει στη σκέψη να μεταδώσει πιο γρήγορα την πληροφορία στο σώμα και το πόδι ή το κεφάλι υπακούν», έχει εξομολογηθεί ο ίδιος.
Πολλές φορές έπαιζε με πλάτη, γυρνούσε το κορμί του για να κρύψει την μπάλα, στην πραγματικότητα απέκρυπτε τις προθέσεις του, γιατί ξαφνικά έκανε περιστροφή στο σώμα του και άδειαζε τον αντίπαλο και κέρδιζε τα πολύτιμα δευτερόλεπτα που του επέτρεπαν την ξεμαρκάριστη πάσα ή σέντρα.
Η αίσθηση του χώρου και του χρόνου στο αντίπαλο pressing, ήταν ανάλογη της αίσθησης ενός κορυφαίου επιθετικού σε σχέση με το πού βρίσκεται το τέρμα όταν είναι εκτός οπτικού πεδίου.
Η κλασσική και πιο αναγνωρίσιμη κίνησή του, η ξαφνική περιστροφή και το στρώσιμο της μπάλας με το τακούνι ή με το εξωτερικό, κατέληγε στις κορυφαίες εκφάνσεις της σε ένα εντυπωσιακό sombrero ανάλογο ενός Ρικέλμε ή μιας ντρίπλας ανάμεσα από τα πόδια ενός Νεϊμάρ.
🔴⚫️ Paolo Maldini 😎#UCL | #ThrowbackThursday | @acmilan pic.twitter.com/vR5dOIFPdf
— UEFA Champions League (@ChampionsLeague) April 25, 2019
Έχουμε ξεχάσει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του, πιθανότητα επειδή στα τελευταία χρόνια της καριέρας του γύρισε σε θέση στόπερ, προκειμένου να επιμηκύνει την παρουσία του σε κορυφαίο επίπεδο στην άμυνα της Μίλαν.
Μέχρι τα 33-34 που άντεχαν τα πόδια όμως, ήταν ό,τι πλησιέστερο στο νεωτερισμό «αριστερός μπακ – δεκάρι» που λάνσαρε ο Κλοπ στην Λίβερπουλ με τους ακραίους μπακ του και τα half–spaces.
Η ευελιξία του ανά τα χρόνια άγγιξε τα όρια του αρχιτεκτονικού εκλεκτικισμού, επιβίωσε σε διαφορετικές εποχές, σε ποικιλία ρυθμών και στοιχείων του παιχνιδιού που για κάθε άλλον ποδοσφαιριστή θα φάνταζε αδύνατον.
Ο Μαλντίνι εμφανίστηκε και πρώτευσε στο «παλιό» ποδόσφαιρο, αφού έγινε βασικός με τον Σουηδό Νιλς Λίντχολμ. Συμμετείχε ως πρωταγωνιστής στην επανάσταση του Αρίγκο Σάκι που με τη σειρά του δανείστηκε ιδέες και μετεξέλιξε βασικές αρχές του total football του Κρόιφ.
Ήταν ακρογωνιαίος λίθος των θεμελίων που χτίστηκαν στην Εθνική Ιταλίας και διατήρησε απαράλλακτα ο Φάμπιο Καπέλο όταν διαδέχτηκε τον Αρίγκο.
Για χρόνια η τετράδα Τασσότι – Μπαρέζι – Κοστακούρτα – Μαλντίνι, ήταν η κορυφαία αμυντική τετράδα όλων των εποχών, στο δικό μου προσωπικό ταμείο ακόμα είναι. Με κεντρική ιδέα την παγίδα του οφσάιντ, εκείνη η άμυνα οδήγησε το παιχνίδι ένα βήμα παραπέρα, το έκανε πιο γρήγορο, πιο έξυπνο, πιο κάθετο.
Αυτή η άμυνα ακύρωνε ακόμα και τα πιο ετερογενή και δυσεπίλυτα επιθετικά σχήματα. Αυτή η τετράδα προεξεχόντων των θρυλικών πια Μπαρέζι και Μαλντίνι, εξαφάνισε Ρομάριο, Στόιτσκοφ και Μπεγκιριστάιν στις επικές μάχες με τη Μπάρσα στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Δεν αναφέρεται τυχαία πολλάκις το όνομα του Φράνκο Μπαρέζι. Είναι η αιτία που ο Πάολο γύρισε στόπερ, ο βασικός λόγος που ο Μαλντίνι έμαθε ότι ο χώρος είναι απείρως σημαντικότερος από τη μπάλα.
Το ’94 που ο τεράστιος Φράνκο άρχισε να δύει χτυπημένος από τον ύπουλο τραυματισμό του, ο Μαλντίνι έγινε στόπερ. Ασυζητητί και στη Μίλαν και στην Εθνική.
Σε μια χώρα που έχει μάθει να παραγάγει σωρηδόν κορυφαίους αμυντικούς και ειδικά στόπερ, η επιλογή ενός μέχρι πρότινος αριστερού μπακ για αντικαταστάτη του κορυφαίου που είχαν δει ιταλικά μάτια, καταδεικνύει και το εύρος, το μέγεθος του Μαλντίνι.
Κι όταν στα 34 ήρθε στο πλάι του ο Αλεσάντρο Νέστα, ο Πάολο ντύθηκε Φράνκο και πέρασε το μυστικό στην επόμενη γενιά, σαν να επρόκειτο για τη συνταγή του μαγικού φίλτρου.
Ο Αντσελότι του δημιούργησε νέα κίνητρα, τον απενοχοποίησε μετά το σκληρό και ολίγον αναχρονιστικό 3-4-3 του Τζακερόνι και ο Πάολο ανταπέδωσε με τρίτη καριέρα.
Κρατούσε τη μπαγκέτα του πιο στρατοσφαιρικού δίδυμου στόπερ στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, σε μια ομάδα που τρόπος του λέγειν αμύνετο με χαφ τον Αντρέα Πίρλο, τον Κλάρενς Ζέεντορφ και τον Ρούι Κόστα αρχικά -τον Κακά μετέπειτα.
Και έχοντας ήδη τη δυάδα Σεβτσένκο – Ιντζάγκι στην επίθεση γίνεται αντιληπτή η κεφαλαιώδης σημασία των τεσσάρων της άμυνας.
Εάν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη σύνθεση στην άμυνα, η συγκεκριμένη Μίλαν δεν θα κατακτούσε την κορυφή της Ευρώπης το 2003 στο Old Trafford και το 2007 στην Αθήνα.
Κράτησε ψηλά την περηφάνια της τελευταίας μεγάλης Μίλαν σπαταλώντας και την τελευταία σταγόνα του ιδρώτα του στο ματς της αποκαθήλωσης με την Άρσεναλ στο Champions League του 2008.
Ήταν ο κορυφαίος των rossoneri, ο μοναδικός που έμεινε όρθιος όταν οι υπόλοιποι κατέρρεαν. Το έκανε λίγο πριν σβήσει τα 40 κεράκια, έχοντας ζήσει κάθε πιθανό συναίσθημα εκτός από το «πνίξιμο» της αποχώρησης από την ενεργό δράση.
Αποχώρησε 31 Μαΐου του 2009, λίγο πριν τα κεράκια γίνουν 41. Στο δεύτερο σπίτι του, στο San Siro, 72 χιλιάδες άνθρωποι όρθιοι, να αποθεώνουν ξανά και ξανά το είδωλο.
Τρεις γενιές οπαδών στις κεντρικές θύρες. Ο παππούς που δάκρυζε γιατί θυμόταν το ντεμπούτο, ο γιος που βούρκωνε επειδή του ήρθε στο νου η βραδιά με την Στεάουα, ο εγγονός που ανατρίχιαζε επειδή δεν μπορούσε να ξεχάσει το γκολ με την Λίβερπουλ στον τελικό της Αθήνας.
Στο πέταλο δυο τεράστια πανό: «Στο χορτάρι παντοτινός πρωταθλητής, έξω απ’ αυτό δεν σεβάστηκες εκείνους που σε λάτρεψαν» και «Άπειρα ευχαριστώ για τα ένδοξα 25 χρόνια καριέρας από εκείνους που χαρακτήρισες μισθοφόρους και επαίτες». Μην σας προξενεί εντύπωση το «αντίο» των οργανωμένων οπαδών.
Πάντοτε η σχέση των Μαλντίνι με το σκληροπυρηνικό κομμάτι του κόσμου, με την πάλαι ποτέ “fossa dei leoni” υπήρξε αμφιλεγόμενη. «Είμαι περήφανος που δεν είμαι σαν κι αυτούς», επανέλαβε ακόμα και στο αντίο του ο Πάολο.
«Είναι απορίας άξιο γιατί εμμένουμε στην αντίδραση των 2 από τους 72 χιλιάδες στο γήπεδο, αλλά με την πάροδο του χρόνου συνειδητοποιώ ότι ακόμα και αυτό είναι επιτυχία και παράσημο της καριέρας μου. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που μετά την καταστροφική ήττα της Κωνσταντινούπολης μας έστησαν καρτέρι και μας απειλούσαν.
Κόλλησε στο πρόσωπό μου ένας 20χρονος και με εγκαλούσε τη στιγμή που εγώ έπαιζα 20 χρόνια στη Μίλαν. Δεν θέλω να έχω καμία σχέση με αυτό το ποδόσφαιρο, δεν με αφορά».
Πιθανότατα γι’ αυτό χρειάστηκαν δεκάδες τηλεφωνήματα εκ μέρους της Μπάρμπαρα Μπερλουσκόνι, του Αντριάνο Γκαλιάνι, του Λεονάρντο και του Ζέεντορφ, προκειμένου να τον πείσουν να βοηθήσει από άλλο πόστο το club.
Επέστρεψε γιατί δεν γινόταν αλλιώς, γιατί η Μίλαν δίχως έναν Μαλντίνι δεν ήταν πια Μίλαν.
Δεν έχει κλονιστεί ούτε μια ίντσα της κληρονομιάς του. Ούτε πρόκειται.
Είναι και θα παραμείνει ανεξίτηλος στο θυμικό και στη συλλογική συνείδηση όλων εκείνων που αγαπούν την αφοσίωση, το ταλέντο και την κομψότητα στο ποδόσφαιρο.
Ήταν και είναι κύριος σε όλα του. Κύριος του εαυτού του, κύριος στη συμπεριφορά του εντός κι εκτός αγωνιστικού χώρου, κύριος στις απόψεις του.
Δεν είναι απλώς ένας από τους καλύτερους αμυντικούς όλων των εποχών, είναι ένας από τους ελάχιστους που επέβαλαν ένα πρακτικά ανέφικτο πρότυπο και έναν ανυπέρβλητο πήχη σε όλους εκείνους που τον διαδέχθηκαν.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Φράνκο Μπαρέζι, ο Τελευταίος Μεγάλος
Η σιωπηλή τελειότητα του Αλεσάντρο Νέστα
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro