Ο Άγιαξ της δεκαετίας του ’70 είναι ο εκφραστής του «Total football», αρχιτέκτονας στον πάγκο του ο Ρίνους Μίχελς, καλλιτέχνης στην ενδεκάδα του ο καλύτερος Ευρωπαίος παίκτης όλων των εποχών: ο Γιόχαν Κρόιφ.
Άλλαξε οριστικά και αμετάκλητα τον τρόπο αντίληψης της τακτικής στο ποδόσφαιρο, τις μεθόδους κατάρτισης και ανάπτυξης των ποδοσφαιριστών και κατά συνέπεια του αθλήματος.
Πίσω στη δεκαετία του ’70, όταν τα μέσα ήταν ελάχιστα και η πληροφορία μπορούσε να μεταφερθεί με καθυστέρηση, οι Ιταλοί αποφάσισαν ότι η τομή του Γιόχαν στο σπορ έπρεπε με κάθε τρόπο να διαδοθεί. Κι ας μην ήταν “δικός τους”, κι ας έβγαζε την αυθάδεια και το μη πολιτικά ορθό που δυσκόλευε την εισαγωγή του στο “συστημικό” ποδόσφαιρο της εποχής.
Ανέλαβε ο πατριάρχης των Ιταλών αθλητικογράφων, ένας πολυτάλαντος άνθρωπος με παιδεία και αγάπη για κάθε μορφή τέχνης, ο Σάντρο Τσότι. Σκηνοθέτης και ραδιοφωνικός παραγωγός/ηθοποιός από τον καιρό που τα σήριαλ έπαιζαν στο ραδιόφωνο, ο Τσότι ξεκίνησε τον δικό του ανένδοτο, όταν αποφάσισε (με δικά του έξοδα και ελάχιστη βοήθεια από συμπαραγωγούς και κράτος) να γυρίσει μια ταινία-ωδή στον Γιόχαν Κρόιφ και το απόλυτο ποδόσφαιρο του Άγιαξ της δεκαετίας του ’70.
Ο Σάντρο φρόντισε την κάθε λεπτομέρεια, αναζήτησε και πέτυχε τη συνεργασία με τον πολύ γνωστό και ποιοτικό μουσικοσυνθέτη, Μπρούνο Μαρτίνο, πατέρα της ιταλικής jazz και διάσημο πιανίστα που μέχρι τότε είχε επιμεληθεί δεκάδες παραγωγές παγκοσμίως.
Προέκυψε ένα δίωρο φιλμ 110 λεπτών, βιογραφικού χαρακτήρα, με πολλές νουάρ επιρροές και μια ατμόσφαιρα πατρικής αφήγησης.
Ο Τσότι ήθελε η ιστορία του Γιόχαν Κρόιφ να περάσει από πατέρα σε γιο, αποζητούσε να γεννηθεί ένας αθλητής-σούπερ ήρωας, ο πρώτος Ευρωπαίος που θα παραδέχονταν όλοι.
Η γέννηση του μύθου, η ένταξή του στις ακαδημίες του Άγιαξ σε ηλικία 10 ετών, το “σημείο μηδέν” με την πρώτη του συμμετοχή στην ανδρική ομάδα στην ηλικία των 17.
Ο μικρός σηκώθηκε, έστρωσε τη φανέλα και σκόραρε. Στο ντεμπούτο, στην πρώτη επίσημη συμμετοχή. Ήταν η εκκίνηση ενός παραμυθιού που συζητείται μέχρι σήμερα, μια ιστορία τοτέμ που καθόρισε όλη τη φιλοσοφία των «wonderkids», όπως μάθαμε να τους αποκαλούμε στις μέρες μας.
Ο Τσότι παρουσιάζει τα γκολ του μικρού Γιόχαν ντυμένα με τζαζ μουσική. η ιταλική ένρινη γλώσσα είναι από μόνη της ερωτική, βγάζει αισθησιασμό και μια -αν θέλετε- υπερφίαλη υπερβολή.
Μετά την απόλυση του Βικ Μπάκιγχαμ και τον ερχομό του 38χρονου τότε Ρίνους Μίχελς, ο Κρόιφ μονιμοποιήθηκε στην αρχική ενδεκάδα του Άγιαξ. Η ήπια τζαζ έδωσε τη θέση της σε πιο “σκληρό” ήχο, απέκτησε στοιχεία και πειθαρχία Whiplash.
Τότε, ξεκίνησε η επανάσταση στον χώρο του ποδοσφαίρου, τότε άλλαξε ο τρόπος με τον οποίον ο πλανήτης αντιλαμβάνεται το παιχνίδι.
Ο Τσότι αποθέωσε το «Total football» του αρχιτέκτονα Μίχελς, ανακήρυξε σε αρχιερέα του και κύριο εκφραστή του εκείνον τον ξερακιανό και απόλυτα arrogant Ολλανδό «επιθετικό». Τα εισαγωγικά δεν είναι δικά μου, είναι του ίδιου του δημιουργού, διότι ο ίδιος επιλέγει και προτιμά να τον αποκαλεί «Προφήτη». Αυτόν τον τίτλο έδωσε και στην ταινία: «Κρόιφ, ο προφήτης των γκολ».
Ο Τσότι δεν έπεσε έξω σε καμία πρόβλεψη. Ο Άγιαξ σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά του, σε 8 χρόνια κατέκτησε 6 Πρωταθλήματα Ολλανδίας, σήκωσε 3 Κύπελλα Πρωταθλητριών σε 4 συμμετοχές σε Τελικούς, ένα Διηπειρωτικό, αλλά πάνω απ’ όλα άλλαξε την κοσμοθεωρία του ποδοσφαίρου παγκοσμίως.
Στο παλιακό φιλμ αποτυπώνεται η γένεση του «Total football», ενός ποδοσφαίρου στο οποίο έχουν απόλυτη συμμετοχή όλα τα μέλη της ομάδας σε όλο το μήκος και πλάτος του γηπέδου, σε όλο τον διαθέσιμο χώρο. Στην οθόνη περνούν μπροστά απ’ τα μάτια μας τέρατα του αθλήματος. Από τους πλάγιους μπακ Κρολ και Ζούρμπιερ, τον εγκεφαλικό Νέεσκενς, τους αέρινους ακραίους Ρεπ και Κάιζερ, τον οδοστρωτήρα Άρι Χάαν, όλοι τους μια ιστορία από μόνοι τους.
Μόνο σε έναν, ωστόσο, σταματά ο χρόνος και χρειάζεται η αργή κίνηση, ώστε να αντιληφθεί ο θεατής το μέγεθος της επιρροής στο παιχνίδι: τον Γιόχαν.
Σε αντίθεση με τους μέχρι τότε καλύτερους του παιχνιδιού, ο Κρόιφ δεν ήταν ούτε ο τυπικός επιθετικός, ούτε ένας τυπικός μέσος.
Για την ακρίβεια, τα χαρακτηριστικά του ήταν ένα κράμα όλων των θέσεων (!) και τα σημαντικότερα προσόντα του ήταν η σκέψη και η αντίληψη του παιχνιδιού. Νεωτερισμοί σε τρίπλες-κινήσεις-πάσες-εμπνεύσεις, το εκπληκτικό ξεπέταγμα, η εύρεση λύσεων σε καταστάσεις που έμοιαζαν μη αναστρέψιμες, το “διάβασμα” της τακτικής του αντιπάλου και η σωστή επιλογή την κατάλληλη χρονική στιγμή, είτε σε θέση άμυνας είτε σε θέση επίθεσης. Αυτή ακριβώς είναι η περιγραφή που αντικατοπτρίζει πλήρως τη φιλοσοφία του «Ολοκληρωτικού Ποδοσφαίρου» που δίδασκε ο Μίχελς και έφτασε παραπέρα, με την ερμηνεία που της προσέδωσε ο Κρόιφ με τη βοήθεια από τους συμπαίκτες του.
Ο Τσότι τον αποκαλεί «papero d’ oro» (=«χρυσό παπί»), χαρακτηρισμός που στην Ιταλία προσδίδεται μόνο στους πραγματικά ξεχωριστούς.
Δεν είναι το γκολ, δεν είναι τα πλασέ ή οι πάσες, είναι η απίστευτη φινέτσα με τη συνοδεία αυτού του περιττού που μετατρέπει μια ενέργεια από εντυπωσιακή σε μοναδική.
Το φιλμ εξιστορεί τις 276 εμφανίσεις με τη φανέλα του Άγιαξ, τα 204 γκολ, τις ατέλειωτες ασίστ και διατηρεί στην αιωνιότητα μερικά από τα εντυπωσιακότερα highlights που ακόμα και σήμερα φαίνονται σύγχρονα και αφήνουν το θεατή με ανοικτό το στόμα.
Ο Τσότι κάνει μνεία στη χρυσή εποχή των «Οράνιε», στις 48 συμμετοχές με την Εθνική Ολλανδίας, με την οποία ο Γιόχαν σημείωσε 33 γκολ.
Πιθανότατα, ούτε ο Τσότι δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο ποδοσφαιρικός του έρωτας θα “έκλεινε” την καριέρα του συνολικά με 10 πρωταθλήματα (9 με τον Άγιαξ και 1 με τη Μπαρσελόνα), 3 Κύπελλα Πρωταθλητριών, 1 Διηπειρωτικό και 3 «Χρυσές Μπάλες», το 1971, το 1973 και το 1975.
To τελευταίο μέρος του φιλμ, επικεντρώνεται στην τριετία ’71-’74, από το ματς-σταθμό στον Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1972 με τη μεγάλη Ίντερ του Ερρέρα και των Φακέττι, Ματσόλα, μέχρι τις κόντρες των Ολλανδών με την πολύ δυνατή Εθνική Ιταλίας και ασφαλώς τον μεγάλο Τελικό του 1974 με τους Γερμανούς του Μπεκενμπάουερ, του Μέλλερ κλπ.
Μιλούν για τον Γιόχαν Κρόιφ τεράστιες μορφές του ιταλικού ποδοσφαίρου της εποχής, όπως ο Ριβέρα, ο Μπουλγκαρέλι, ο Φακέττι, ο Κινάλια, ο Ντε Σίστι, ο Κόρντοβα, ο Ματσόλα.
Ο επίλογος είναι ακριβώς, όπως έπρεπε. Ο Τσότι επιχειρεί να εξηγήσει στοιχεία του χαρακτήρα του ήρωά του, τους λόγους, για τους οποίους ένας πολύ καλός ποδοσφαιριστής χρειάζεται και την εκτός γηπέδου ισορροπία, προκειμένου να διαπρέψει και να εξελιχθεί σε μύθο.
Περιγράφει τον Κρόιφ ως ευφυέστατο άνθρωπο, εκκεντρικό -στον βαθμό, στον οποίο του επιτρέπει το ταλέντο και η επίγνωση της ανώτερότητάς του-, αλλά και οικογενειάρχη με ανθρώπινες πτυχές άγνωστες στο ευρύ κοινό. Ο Γιόχαν από πολύ νεαρός ξεσήκωνε θύελλα αντιδράσεων μεταξύ των ειδικών. Δημοσιογράφοι της εποχής ενοχλούντο από τη συμπεριφορά του, δεν μπορούσαν να αποδεχτούν τον ποδοσφαιριστή-σταρ, είχαν συνηθίσει σε παιδιά χωρίς άποψη. Οι μεγαλοφυείς άνθρωποι, όπως ο Κρόιφ, ήταν πολύ εύκολα παρεξηγήσιμοι. Η “ενοχλητική” οξυδέρκεια και το arrogance ενοχλούσαν πολλούς και διάφορους, απλώς επειδή δεν μπορούσαν να καταλάβουν.
Αυτό είναι και το επιμύθιο: ο Γιόχαν Κρόιφ μας βοήθησε να καταλάβουμε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιόχαν Κρόιφ: Πέναλτι στα τρία. Μια ακόμα στιγμή διάνοιας
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro