Στις όχθες του ποταμού Καζαμάνς στη δυτική Αφρική υπάρχει το Μπαμπαλί, ένα απομονωμένο από την υπόλοιπη Σενεγάλη χωριό με ένα ολόκληρο κράτος (τη Γκάμπια) να το χωρίζει από την πρωτεύουσα Ντακάρ.
Οι δυο χιλιάδες άνθρωποι του χωριού ζουν κυρίως από το ψάρεμα και τις φυτείες μπανάνας, τα μέσα και οι δυνατότητες απέχουν παρασάγγας από τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής όπως τον έχουμε στο νου μας.
Ο Σαντιό Μανέ από μικρό παιδί στο συγκεκριμένο περιβάλλον, επέμενε ότι θα γίνει ποδοσφαιριστής και ότι θα παίξει ποδόσφαιρο σε μεγάλη γαλλική ομάδα.
«Υποσχόταν» στο θείο του που γελούσε με την αφέλεια του ανηψιού, ότι εάν τον πάει να δει την κοντινότερη επαγγελματική ομάδα στο κοντινό λιμάνι του Ζίγκινσορ, θα γίνει μεγάλος και τρανός.
Τα περισσότερα παιδιά από την περιοχή, θαμπώνονταν από την Casa Sports, τη μεγάλη ομάδα του λιμανιού, και είχαν το ίδιο όνειρο: να μάθουν να παίζουν ποδόσφαιρο και να πάρουν μεταγραφή.
Ο Σαντιό όμως είχε το δικό του σχέδιο, το δικό του όραμα, τη δική του περπατησιά.
Από μικρός μιλούσε λίγο, για την ακρίβεια ελάχιστα. Μιλούσε μόνο για να εκφράσει συναισθήματα, ποτέ για να αντιπαρατεθεί ή να διεκδικήσει.
Ακόμα και τώρα, σαν επαγγελματίας και κορυφαίος Αφρικανός ποδοσφαιριστής του καιρού μας, εξακολουθεί να πορεύεται βασιζόμενος στη δική του σταθερά.
Ντροπαλός στο όριο της παρεξήγησης, με μια σεμνότητα στο χαρακτήρα που σκλαβώνει το ίδιο και το θαυμαστή και το συμπαίκτη.
Ο Μανέ είναι άνθρωπος που θα διακόψει ό,τι κάνει για να φωτογραφηθεί με ένα μωρό στην αγκαλιά του, δεν θα αρνηθεί τη χιλιοστή selfie στο δρόμο, στο σούπερ μάρκετ, έξω από το σπίτι του. Είναι πάντοτε ευγενικά διαθέσιμος, πάντοτε προσηνής, πάντοτε συγκαταβατικός. Δεν διαμαρτύρεται ποτέ ακόμα και όταν απομακρύνεται από το comfort zone ή τις αγωνιστικές συνήθειές του.
Με ένα νεύμα συμφώνησε όταν ο Κλοπ τον πλησίασε για να του εξηγήσει ότι θα ήθελε να τον μετακινήσει στο -προβληματικό- αριστερό άκρο της Λίβερπουλ προκειμένου να κάνει χώρο στο αστέρι από την Αίγυπτο, τον Μο Σαλάχ.
«Ποδοσφαιριστής ήθελα να γίνω, όχι ντίβα», ήταν η αποστομωτική απάντησή του Σαντιό στους δημοσιογράφους όταν πήγαν να «σκαλίσουν» εκείνη την τακτική μετακίνηση, προκειμένου να «γίνει θέμα» στα αποδυτήρια και να πουλήσουν τα tabloids.
Ο Μανέ είναι το μεγαλύτερο αντιπαράδειγμα στο σύγχρονο περιβάλλον «τσίρκου» που έχει κατακλύσει το ποδόσφαιρο, ο χειρότερος ποδοσφαιριστής για ίντριγκα, σκάνδαλα, Instagram και εύκολο κλικ.
Ακόμα και στους καλύτερους προσομοιωτές του παιχνιδιού στις παιχνιδομηχανές, ο Μανέ είναι εκνευριστικά «γραμμικός», τόσο μοναχικός που «καταντάει» αδιάφορος.
Κάποτε ρώτησαν τον Σαλάχ ποιος είναι ο καλύτερος φίλος του Μανέ στην ομάδα, με ποιον κάνει παρέα, με ποιον τα βρίσκει περισσότερο.
Ο εξωστρεφής και επικοινωνιακός Αιγύπτιος κοντοστάθηκε και αφού ακούμπησε το μούσι του απάντησε πιθανόν χιουμοριστικά, αλλά απολύτως ειλικρινά: «Κανένας. Ο Σαντιό ζει μόνος του, περπατάει μόνος του, τρώει και πίνει μόνος του».
Από τα τέλη του 2016, ο Μανέ μιλούσε εξαιρετικά αγγλικά, επέμενε όμως να μιλάει στα γαλλικά.
Συχνά, μέσα στην ίδια συνέντευξη, μπορεί να πετούσε και μερικές φράσεις στα αγγλικά και αμέσως ζητούσε συγνώμη.
Όχι επειδή έκανε λάθος ή άγγιζε τα όρια του κωμικού (συμβαίνει με πολλούς αλλοδαπούς ποδοσφαιριστές στην Premiership) αλλά γιατί παύει να είναι ανασφαλής μόνον όταν τελειοποιεί το οτιδήποτε με το οποίο καταπιάνεται.
Ακολουθεί υγιεινή διατροφή στα όρια της εμμονής, κοιμάται νωρίς, ακούει το σώμα του και προσέχει την παραμικρή σταγόνα ιδρώτα. Το μυαλό του δεν ξεχνά το παραμικρό, μπορεί να περάσουν χρόνια αλλά θα περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να αποτινάξει το σαράκι, το ανεκπλήρωτο γραμμάτιο, την ερινύα.
Το βράδυ της 25ης Μαΐου του 2005, ο Σαντιό Μανέ ήταν 13 ετών. Παρακολουθούσε μαζί με έναν φίλο του στο Μπαμπαλί τον ευλογημένο για τους οπαδούς της Λίβερπουλ τελικό της Κωνσταντινούπολης.
Και οι δυο πιτσιρικάδες υποστηρίζουν τη Λίβερπουλ, αλλά στο 3-0 του ημιχρόνου, ο φίλος του τσαντισμένος αποφασίζει να φύγει. Επέστρεψε αργότερα, όταν ο Ντούντεκ έκανε το θαύμα του και όλοι μας κοιτούσαμε τις οθόνες αποσβολωμένοι.
Το βράδυ της 26ης Μαΐου του 2018, τα δυο παιδιά είναι 26, έχουν τα διπλά χρόνια του τελικού της Κωνσταντινούπολης.
Η διαφορά είναι ότι ο Σαντιό δεν παρακολουθεί το παιχνίδι στην τηλεόραση όπως ο φίλος του και έχει μόλις ισοφαρίσει. Η Ρεάλ κέρδισε εκείνο το τρόπαιο, αλλά δεν είχε σημασία από τη στιγμή που στο Μπαμπαλί όλοι φορούσαν την κόκκινη φανέλα με το όνομά του και πίστευαν.
Όπως πίστεψε κι εκείνος, όπως δεν σταμάτησε να πιστεύει ποτέ εκείνος.
«Έχει πολλή σημασία να μην χάνεις την πίστη σου. Επιστρέφω πολύ συχνά στο Μπαμπαλί, είμαι κομμάτι αυτού του περιβάλλοντος, δεν σταμάτησα ποτέ να πιστεύω ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Οι αλλαγές όμως πρέπει να είναι πάντα φυσιολογικές, με σεβασμό στον τόπο και στην παράδοση».
Αλήθεια λέει. Επιστρέφει στη Σενεγάλη και περπατάει στους δρόμους του χωριού με κοντά παντελονάκια, δεν συνοδεύεται από σωματοφύλακες, δεν καμαρώνει για την καριέρα και τα πλούτη του.
Σταθερά στο μυαλό του είναι η επαφή με τις ρίζες του, η επιστροφή στην κοινότητα που τον διαμόρφωσε ως άνθρωπο.
Η οικογένειά του ζει ακόμα εκεί, ο ίδιος ορίζει την επιτυχία του ως κάτι εντελώς διαφορετικό από έναν κοινό Αφρικανό ποδοσφαιριστή.
Δεν είναι από τους ανθρώπους που θα υποχρεώσουν την οικογένειά τους να μετακομίσει σε ένα ακριβό προάστιο του Λίβερπουλ μακριά από τον τόπο τους, στη δική του κοσμοθεωρία επιτυχία είναι να βελτιωθεί ο τόπος του και όχι τα άτομα.
«Το μεγαλύτερο κίνητρο στη ζωή μου, αυτό που με ώθησε περισσότερο στην καριέρα μου, από πολύ νέος, ήταν η επιθυμία να δώσω κάτι στον τόπο μου. Όσο και ό,τι μπορούσα, δεν έχει σημασία».
Στη μετάβαση από Σαουθάμπτον σε Λίβερπουλ, πλήρωσε από την τσέπη του την ανακαίνιση του τζαμιού στο Μπαμπαλί, πλήρωσε για τη δημιουργία και του καινούριου.
Μέχρι σήμερα πληρώνει ένα είδος μηνιαίας επιδότησης στους κατοίκους της περιοχής, το 2019 χρηματοδότησε εξ ολοκλήρου την οικοδόμηση του κτηρίου που στεγάζει το γυμνάσιο.
Θα αρκούσαν οι εκατοντάδες φανέλες που στέλνει για να είναι ευτυχισμένοι οι πιτσιρικάδες στο χωριό, όπως το 2018 όταν έστειλε 300 φανέλες για να κάνει τον τόπο κατακόκκινο, δεν είναι όμως αυτός ο Μανέ.
«Τι να τις κάνω τις δέκα Ferrari, τα είκοσι ακριβά ρολόγια, τα πανάκριβα διαμάντια και τα ιδιωτικά αεροπλάνα; Τι θα μου δώσουν εμένα αυτά τα άψυχα αντικείμενα και τι θα δώσουν και στον κόσμο; Αλήθεια προτιμώ ο λαός μου να λαμβάνει λίγο απ’ αυτό που μου έδωσε η ζωή. Γιατί εγώ ήμουν ο τυχερός».
Αυτοαποκαλείται τυχερός και ξεχνάει ότι στο Ντακάρ γελούσαν μαζί του και τον κορόιδευαν όταν μαζί με διακόσια-τρακόσια παιδιά πήγε να δοκιμαστεί σε ένα απλό τουρνουά ακαδημιών.
Ήταν 15 χρονών, ένα παιδί χωρίς την παραμικρή ποδοσφαιρική παιδεία που είχε μάθει να παίζει ποδόσφαιρο στο δρόμο και είχε πει ψέματα στους γονείς του για να κυνηγήσει την υπόσχεση στον εαυτό του.
Φορούσε μια εντελώς ακατάλληλη βερμούδα, παπούτσια μισοσκισμένα, το μπλουζάκι του ήταν ξαναραμμένο. Γύρω του γελούσαν, τα παιδιά είναι τα πιο σκληρά απ’ όλους μας και δεν καταλαβαίνουν από bullying.
Για τον Σαντιό όμως δεν είχε σημασία.
Ο πατέρας είναι ο ιμάμης του μεγαλύτερου τζαμιού σε μια χώρα που κατοικείται στη συντριπτική της πλειοψηφία από μουσουλμάνους.
Ο Σαντιό μεγάλωσε με τεράστιο ζήλο όσον αφορά τη θρησκευτική πρακτική του, αλλά ουδέποτε φανατίστηκε παρά την περί του αντιθέτου εικασία. Ο καλύτερός του φίλος είναι χριστιανός, από πιτσιρικάδες μεγάλωσαν μέσα στο αντικρουόμενο διαφορετικό, σεβόμενοι τις συνήθειες των άλλων.
Όλα έχουν τη σημασία τους, όλα παίζουν το ρόλο τους στη διαμόρφωση ενός χαρακτήρα.
Ο Μανέ θα ήταν ένας διαφορετικός άνθρωπος εάν είχε φίλο έναν φανατικό μουσουλμάνο, εάν ακολουθούσε πιστά τις ταγές του πατρός ή τα πρέπει του περιβάλλοντός του.
Ο πατέρας του απαγόρευσε να γίνει ποδοσφαιριστής, επειδή ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του. Η μητέρα του τον κυνηγούσε κάθε φορά που τον έβρισκε να παίζει ποδόσφαιρο.
«Μέσα μου ήξερα ότι έπρεπε να ξεφύγω από τη σκιά του arbre à palabres (το μεγάλο δέντρο κάτω από το οποίο παραδοσιακά γίνονται κοινωνικές συνάξεις στους αφρικανικούς αγροτικούς κύκλους) και να με δει ο ήλιος. Με κίνδυνο ακόμα και να καώ. Ήταν δύσκολο, αισθάνθηκα πολύ μόνος. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι δικοί μου δεν μου επέτρεπαν να ζήσω το όνειρό μου».
Οι δικοί του δεν τον άφηναν να πάει ούτε στα τουρνουά επιλογής των ακαδημιών. Γι’ αυτό, όταν ήταν 15, φρόντισε να κρύψει μια τσάντα στο ψηλό χορτάρι έξω απ’ το σπίτι και να πάει σε εκείνο το τουρνουά που τον κορόιδευαν.
Κανείς δεν ήξερε ότι ο Σαντιό είχε ξυπνήσει τα χαράματα, έφυγε «σκαστός» και περπάτησε πολλή ώρα για να φτάσει στο φίλο του που θα του δάνειζε τα λεφτά του λεωφορείου για να πάει στο Ντακάρ.
Το κίνητρο είναι πολλές φορές το άπαν και παρά το bullying, τα σκισμένα παπούτσια και τα ακατάλληλα ρούχα, ο Σαντιό ξεχώρισε σε εκείνο το τουρνουά με τα εκατοντάδες παιδιά.
Κατέληξε στη φημισμένη Académie Génération Foot του Ντακάρ, μια ακαδημία με προνομιακή συνεργασία με τη γαλλική Μετς, από την οποία έχουν ξεπηδήσει ποδοσφαιριστές όπως ο Παπίς Σισέ, ο Σακχό, ο Σαρ.
Ήταν πια θέμα χρόνου να τον προσέξουν στη Λωρραίνη.
Το χειμώνα του 2011, ο Σαντιό άφησε την Αφρική για ένα από τα μεγαλύτερα σύμβολα της Ευρώπης στον προηγούμενο αιώνα. Η Λωρραίνη βρίσκεται στην καρδιά της άλλοτε ιστορικής Φραγκίας και είναι από τις πλέον ιστορικές περιοχές της ηπείρου μας.
Πρόκειται για ένα θέατρο σκληρών μαχών κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, για μια πολιτισμική πρόσμιξη γαλλογερμανικών παραδόσεων με ένα πολύ βαρύ αρχαϊκό επισκοπικό βλέμμα. Είναι αδύνατον αυτός ο τόπος να μην επηρεάσει την αύρα και το χαρακτήρα του καθενός.
Ο Μανέ σεβάστηκε τον τόπο και ο τόπος τον Μανέ. Μετά από έναν χρόνο στην εφηβική ομάδα, ήρθε το επαγγελματικό ντεμπούτο τον Ιανουάριο του 2012 στη Ligue 2.
Όταν η Μετς την επόμενη σεζόν υποβιβάστηκε στην τρίτη κατηγορία, ο Μανέ είχε ήδη ντεμπουτάρει με την εθνική ομάδα της χώρας του. Πωλήθηκε με 4 εκατ. ευρώ, είναι η τρίτη πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία του συλλόγου μετά τον Ρομπέρ Πιρές και τον Μίραλεμ Πιάνιτς.
Τον αγόρασε η Σάλτσμπουργκ, η πόλη με την τόση σημαντική Αρχιεπισκοπή που ντύνει καρδινάλιους πριν καν οριστούν. Στο έμβλημα δεσπόζει το κόκκινο χρώμα, στην πόλη, στην ομάδα, το κόκκινο επισκιάζει τα πάντα. Το κόκκινο αποτέλεσε και το κισμέτ του Μανέ.
Στην Αυστρία ο Σαντιό σπάει τα κοντέρ. Πρωτάθλημα, κύπελλο, 45 γκολ και 32 ασίστ σε 87 παιχνίδια. Έμοιαζε ανικανοποίητος, εκείνο που ήθελε ήταν η καταξίωση με την εθνική ομάδα. Κι εκεί υπήρχε λόγος.
Το Νοέμβριο του 2018, σε ένα παιχνίδι για τα προκριματικά του Κόπα Άφρικα εναντίον της Γουινέας είχε χάσει μια ευκαιρία από εκείνες που δεν χάνονται. Σε όλο το υπόλοιπο παιχνίδι ο κόσμος της Σενεγάλης τον αποδοκίμαζε και τον πρόσβαλε σκαιότατα. Στο τελευταίο σφύριγμα σωριάστηκε στο έδαφος και ξέσπασε σε λυγμούς. Χρειάστηκαν τρεις συμπαίκτες να τον σηκώσουν και να τον μεταφέρουν στα αποδυτήρια.
Η εθνική ομάδα, η έγκριση της χώρας του, είναι πολύ σημαντική. Το είχε ξεκαθαρίσει από το ντεμπούτο του στα 20 το Μάιο του 2012.
Στην πρώτη εντός έδρας εμφάνισή του, στο Léopold Sédar Senghor του Ντακάρ, είχε ανατριχιάσει, η καρδιά χτυπούσε σε τρελούς ρυθμούς και όταν σκόραρε πήγε να σπάσει.
Έχει βιώσει χειρότερα από κάθε συμπαίκτη του τον αποκλεισμό του 2015 και του 2017 στο Κόπα Άφρικα, φέρει βαρέως την απογοητευτική παρουσία στο Μουντιάλ του 2018, δεν έχει ξεπεράσει ακόμα την ήττα στον τελικό του 2019 από την Αλγερία.
Ζήτησε και πήρε το περιβραχιόνιο όταν έλειψε ο Κουγιατέ, το θεωρεί μέγιστο χρέος στην πατρίδα του να δίνει ό,τι έχει κάθε που φοράει το εθνόσημο.
Με την εθνική του ομάδα τον πρόσεξε άλλωστε και ο Κλοπ. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012, όταν η Σενεγάλη είχε φτάσει στα προημιτελικά και ο Γιούργκεν ήταν ακόμα στην Ντόρτμουντ.
Ο Γερμανός είχε διαστάσει τότε, εκτίμησε ότι ο Μανέ δεν ήταν ακόμα στο επίπεδο ενός απαιτητικού πρωταθλήματος όπως η Bundesliga.
Δεν δίστασε καθόλου ο Ρόναλντ Κούμαν, τότε νεοπροσληφθείς προπονητής στη Σαουθάμπτον. Έπεισε τους διοικούντες να δαπανήσουν 23 εκατομμύρια ευρώ για να φέρουν στο επόμενο λιμάνι τον Σαντιό.
Ακόμα μια καθολική ένωση ενοριών στο δρόμο του Μανέ, ακόμα μια θρησκευτική σύμπτωση. Οι «Άγιοι».
Τάντιτς, Κλάιν, Γουανιγιάμα, Μανέ. Ένας τρομερός συνδυασμός φαντασίας και ταλέντου.
Οι «Άγιοι» τερμάτισαν πέμπτοι και έκτοι, στις υψηλότερες θέσεις της τελευταίας τριακονταετίας σε ένα πρωτάθλημα που τέτοιες ομάδες έχουν προσαρμοστεί πλέον και στοχεύουν από την όγδοη θέση και κάτω.
Το καλοκαίρι του 2016 ο Κλοπ είχε πια καταλάβει ότι έκανε λάθος εκτίμηση. Η Λίβερπουλ επένδυσε πάνω από 40 εκατομμύρια ευρώ για το ψηλόλιγνο αγόρι από τη Σενεγάλη. «Θα κάνει την κάθε λίρα που ξοδεύετε να αξίζει δυο φορές», είπε ο Γιούργκεν στον τεχνικό διευθυντή της ομάδας πριν μπει στο συμβούλιο «σοφών» μεταγραφών των Reds.
Η απόφαση ήταν δύσκολη, κανένας Αφρικανός ποδοσφαιριστής δεν είχε κοστίσει τόσα πολλά μέχρι τότε. Οι «σοφοί» πείστηκαν και από τον Κλοπ και από τα τέσσερα γκολ του Σαντιό στα τρία μεταξύ τους παιχνίδια.
Όταν ο πανούργος Γερμανός τους είπε ότι ο Σαντιό είναι και ο ποδοσφαιριστής που «άρπαξε» το ρεκόρ του ταχύτερου χατ-τρικ στην ιστορία της Premier από τον μύθο για το Kop, Ρόμπι Φάουλερ, οι αμφιβολίες των «σοφών» κάμφθηκαν.
Ο Σαντιό στην ανατολική πλευρά του ποταμού Μέρσεϋ βρήκε τρόπον τινά τη σύνθεση των τόπων της ίδιας του της ζωής.
Ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της βιομηχανικής επανάστασης στην Αγγλία, έναν ποταμό που έκοβε στα δυο τα Βασίλεια της Νορθουμβρίας και της Μερκίας και μια Αρχιεπισκοπή -σημείο αναφοράς για την ιρλανδική καθολική μετανάστευση.
Στην πόλη δεσπόζει και ένα αρχαίο και σημαντικό τζαμί, το Al Rahma, το οποίο παρακολουθεί και επισκέπτεται συχνότατα ο Σαντιό.
Ήταν αδύνατον στο συγκεκριμένο περιβάλλον να μην λάμψει το άστρο του Μανέ.
Η συμβολή του στην αλματώδη ανάπτυξη της Λίβερπουλ υπήρξε και εξακολουθεί να είναι εντυπωσιακή. Από τότε που φόρεσε την κόκκινη φανέλα και για περισσότερα από τρία χρόνια, η ομάδα δεν έχασε ποτέ παιχνίδι με εκείνον στη σύνθεσή της στην Premier League.
Κατέκτησε το Champions League, είχε την προσωπική ικανοποίηση να αναδειχθεί πρώτος σκόρερ στο πιο δύσκολο πρωτάθλημα του κόσμου με 22 γκολ, ξεχωρίζει σε μια ομάδα με τρομακτικές μονάδες και ποδοσφαιριστές που άλλαξαν τον τρόπο που παρακολουθούμε ποδόσφαιρο.
Μο Σαλάχ, Τρεντ Αλεξάντερ Άρνολντ, Βέρτζιλ Βαν Ντάικ, Ρομπέρτο Φιρμίνο, Άλισον και τόσοι ακόμα που υπό την καθοδήγηση του Κλοπ έδωσαν επιτέλους αγωνιστική υπόσταση στο μύθο της Λίβερπουλ.
Όταν ήταν παιδί, ο Μανέ ισχυριζόταν ότι θα «σπάσει» εκείνη την υπόσχεση στο θείο του μόνο όταν εκπληρώσει το μεγαλύτερο μέρος της δέσμευσής του. «Ακόμα και ντους θα κάνω μόνο όταν έχω τα χρήματα για να αντέχω να σπαταλάω το νερό».
Δεν είναι εύκολο να καταλάβει κανείς τον Σαντιό Μανέ. Μετά από ένα lunch match εναντίον της Λέστερ το Σεπτέμβριο του 2018 και αφού είχε αγωνιστεί -σκοράροντας μάλιστα το καθοριστικό γκολ- ολόκληρο το 90λεπτο, έφυγε απευθείας από το γήπεδο χωρίς να κάνει ντους.
Πήγε στο τέμενος του Al Rahma, προσευχήθηκε και κατόπιν σταμάτησε να βοηθήσει στον καθαρισμό των χώρων του γουδού (μουσουλμανικό πλύσιμο για προσευχή). Τα θεωρεί φυσιολογικά πράγματα αυτά, μέρος της ιδιοσυγκρασίας και του εαυτού του.
Είναι η πρώτη φορά στη ζωή του που συμπληρώνει τέταρτη σεζόν στην ίδια ομάδα.
Πάντοτε θεωρούσε ότι ποδοσφαιρικά πρέπει να πορεύεται σαν «νομάδας», να βελτιώνεται υπηρετώντας μια προοδευτική δυναμική προσαρμογής σε νέα δεδομένα.
Το πρόσωπό του φωτίζεται όταν του αναφέρουν ότι τα πιτσιρίκια στο Μπαμπαλί τρέχουν πίσω από μια μπάλα και φωνάζουν «είμαι ο Σαντιό Μανέ».
Πιθανόν δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι έχει ήδη επηρεάσει γενιές ολόκληρες στην πατρίδα του, γιατί θεωρεί ότι δεν έχει καταφέρει τίποτα πριν κατακτήσει ένα κύπελλο Αφρικής με την εθνική Σενεγάλης.
Θα θυσίαζε ακόμα και το Champions League για ένα Κόπα Άφρικα με τη Σενεγάλη.
«Σε μας εναπόκειται να πετύχουμε κάτι σπουδαίο».
Όταν μιλάει δεν είναι ξεκάθαρο αν αναφέρεται στη χώρα του ή στον άνθρωπο.
Ποτέ δεν θα είναι ξεκάθαρο, γιατί οι άνθρωποι που χαράζουν μόνοι τους το δρόμο τους είναι πάντα δυσνόητοι και μοναχικοί.
Και συνήθως δεν τους καταλαβαίνει κανείς.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro