Αφρική, αρχές της δεκαετίας του ’70.
Ο τελευταίος Αυτοκράτορας της Αιθιοπίας, ο Χαϊλέ Σελασιέ, καθαιρείται και η χώρα παίρνει την ανεξάρτητη πορεία της. Σε σχέση με τις υπόλοιπες Aφρικανικές χώρες άλλωστε δεν αποτέλεσε ποτέ αποικία κανενός κράτους, εκτός από την ιταλική κατοχή της πενταετίας 1936-1941.
Ελάχιστη σημασία είχαν όλα αυτά στο Ασέλ, ένα χωριό 175 χιλιόμετρα μακριά από την Αντίς Αμπέμπα, την πρωτεύουσα με τις 80 εθνότητες και τις 80 γλώσσες. Τα ζητούμενα ήταν το ζην, η καθημερινότητα, η επιβίωση. Στο χωριό, έναν χρόνο πριν ο Αυτοκράτορας παραδώσει τα όπλα, η εργασία στα χωράφια ήταν ο μοναδικός τρόπος διατροφής, η μοναδική διέξοδος στις αντιξοότητες.
Ο Χαϊλέ Γκεμπρεσελασιέ έχει να αφηγηθεί μια ζωή κατά την οποία πάντοτε έτρεχε. Περπατούσε και έτρεχε. Υπό οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, με ή χωρίς παπούτσια, με νόημα ή χωρίς.
Από τον καιρό που έπρεπε να τρέχει 10 χιλιόμετρα κάθε πρωί για να πάει στο σχολείο του. Κουβαλώντας τα βιβλία του, με το χώμα να σκληραγωγεί τα γυμνά πόδια του.
Δρόμος. Ο δρόμος παρέχει διεξόδους, προσφέρει τη δυνατότητα της απομόνωσης, της παράδοσης στις σκέψεις που μοιραζόμαστε μονάχα με τον εαυτό μας. Το έδαφος, το σώμα και ο νους. Όλα μόνα τους κι όλα μαζί στο μίξερ των στιγμών και των δρασκελισμών. Ο Χαϊλέ Γκεμπρεσελασιέ ήταν αυτό ακριβώς: έδαφος, σώμα και νους.
Πολύ μακρύς κατάλογος μεταλλίων, δεκάδες επιτυχίες, Χρυσά ολυμπιακά μετάλλια, παγκόσμιοι τίτλοι, ρεκόρ. Σε όλα τα εδάφη, σε όλες τις αποστάσεις, με αντιπάλους και “κόντρα” τους θρυλικούς Κενυάτες δρομείς της καλύτερης γενιάς όλων των εποχών. Από τα 1.500 μέτρα μέχρι το Μαραθώνιο, έγινε «ο δρομέας». Σε κλειστό και ανοικτό στίβο, στο δρόμο, παντού.
Μοιάζει να μην αποσύρθηκε ποτέ, να είναι ακόμη εκεί, τίμιος, ένδοξος, χαμογελαστός και αειθαλής. Οι τένοντες στο τέλος δύσκολα τον υποστήριζαν, ειδικά σε συγκεκριμένους ρυθμούς και με τα δεδομένα που ο ίδιος έθεσε για τους κώδικες της πειθαρχίας του, αλλά ο Χαϊλέ άντεχε. Σαν να τον σπρώχνει εκείνη η αδιόρατη υποχρεωτικότητα που ένιωθε, όταν έτρεχε για να επιστρέψει από το σχολείο στα χωράφια, με τη χαρακτηριστική στάση με το αριστερό του χέρι λυγισμένο, σαν να κρατάει τα σχολικά του βιβλία.
Μια συνειδητή τρέλα υπηρέτησης των πιο υψηλών ιδεωδών του αθλητισμού, μια αυτογνωσία για την αποθέωση της επ’ αόριστον μη εγκατάλειψης. Μια από τις ελάχιστες φορές που εγκατέλειψε, το 2010 στο 26ο χιλιόμετρο του Μαραθωνίου της Νέας Υόρκης, βυθίστηκε σε βαριά μελαγχολία, γιατί δεν ήταν συνεπής. Τότε σκέφτηκε πρώτη φορά ότι ίσως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Τι ειρωνεία… Στο 26ο χιλιόμετρο του Μαραθωνίου ο άνθρωπος που κατέρριψε 26 φορές παγκόσμια ρεκόρ.
Έτσι είναι όμως οι άνθρωποι της φυλής των Ορόμο, της πιο πολυπληθούς από εκείνες τις 80 εθνοτικές ομάδες που υπάρχουν στην Αιθιοπία και αντιπροσωπεύουν περίπου το 1/3 των κατοίκων της. Υπήρξε μεγάλος πρεσβευτής της φυλής και της χώρας του ο Γκεμπρεσελασιέ. Κάθε που έκοβε πρώτος το νήμα, χάριζε απλόχερα και την ελπίδα στο λαό του, έκανε όλους εμάς κοινωνούς των προβλημάτων της γης του.
Από το 1993, όταν και ξεκίνησε να τρέχει επαγγελματικά και να κερδίζει αδιάλειπτα, αυτό ήταν το σημαντικότερο από τα κίνητρά του. Έτρεχε και επέστρεφε στη γη του, την πατρίδα του, τη νιότη του. Πριν οι αχίλλειοι τένοντες ξεκινήσουν να ζητούν “εκδίκηση”, πριν τις μαχαιριές σε κάθε βήμα, πριν τους ξεφτισμένους και πρησμένους ιστούς, ο Γκεμπρεσελασιέ ήταν πάντα εκεί.
Φορτία αδρεναλίνης, πατρικό χαμόγελο για τους άλλους δρομείς, ακόμα και τους καλύτερους, τους πιο νεαρούς από εκείνον. Χαμογελούσε, γιατί έτσι ξεχνιέται ο πόνος, έτσι γεννιούνται στον αθλητισμό οι φαινομενικά ανίκητοι κι οι αθάνατοι. Για έναν άνθρωπο που κέρδισε τα πάντα, για έναν αθλητή με το δικό του pedigree, τη δική του ιστορία, τη δική του παραβολή, η ήττα είναι μέρος του παιχνιδιού.
Παράδοξο φαντάζει, αλλά αυτό τον κράτησε δεμένο στην έδρα του ανταγωνισμού, αυτό τον έκανε να αλλάξει την ιστορία των μεσαίων αποστάσεων, αυτό τον έκανε να μην αντέχει άλλο. Αμφίθυμος, περήφανος, “μωρό παιδί”. Απελπισία στο βλέμμα, θυμός ανάμεικτος με βάσανα, προσωρινή χωλότητα με τις αμφιβολίες.
«Δεν ασκούσε ελεύθερα τη βούλησή του», είπαν οι επικριτές του. Λησμόνησαν ότι για ορισμένους ανθρώπους είναι τεράστιο το βάρος να βάλουν παρελθόν και παρόν στο ίδιο επίπεδο. Ο Χαϊλέ δεν μπορούσε να απαγκριστρωθεί από το μύθο του, καλά-καλά δεν μπορούσε να αποσυρθεί από την ενεργό δράση, να κρυφτεί, να φράξει τον εαυτό του σε μια καινούρια ζωή.
Εκείνος ήθελε να τρέχει. Μόνος του, για καθαρή απόλαυση. Χωρίς όμως πόνους, βλέμματα και δεσμεύσεις που πρέπει να τηρηθούν. Μια μορφή ελευθερίας γύρευε, παρόμοια μ’ εκείνη της Σεούλ, όταν στο Παγκόσμιο Νέων του 1992, κατέπληξε τη διεθνή αθλητική κοινότητα και εγεννήθη ο μέλλων ημίν υπεραθλητής.
Η ιστορία μετά έγραψε δύο Ολυμπιακά Χρυσά στην Ατλάντα και το Σύδνεϋ, τέσσερα Παγκόσμια Χρυσά διαδοχικά στη Στουτγκάρδη, το Γκέτεμποργκ, την Αθήνα και τη Σεβίλλη, αμέτρητες πρωτιές σε δρόμους διάφορων αποστάσεων. Δεν είναι οι επιτυχίες το ζητούμενο, δεν χρειάζεται καταγραφή αδηφάγων ρεκόρ για το μέγεθος Γκεμπρεσελασιέ.
Όπου κι αν κληθεί, όπου κι αν πάει, ο κόσμος του στίβου θέλει να ακούσει τις σκέψεις του για το τρέξιμο. Όχι τόσο για τα αγωνίσματα αυτά καθαυτά ή για τα (πολλά) ανδραγαθήματα της καριέρας του. Το κοινό διψάει να μάθει πώς είναι να τρέχει στα χνάρια της ιστορίας, να συμμετέχει στην πιο κλασσική διαδρομή από καταβολής της Ολυμπιακής Ιδέας.
Να νιώσει ότι βρίσκεται στη γραμμή εκκίνησης, να αισθανθεί την ατμόσφαιρα, το εύρος των πολυεπίπεδων αναγκών, σωματικών και πνευματικών. Είτε ανταγωνιστικά είτε ως “δρομείς διασκέδασης”, κάποιοι άνθρωποι διακατέχονται από αυτήν την εσωτερική ανάγκη δοκιμασίας των ορίων του εαυτού τους.
Ο Χαϊλέ συνήθως κάνει “πολιτικές” ομιλίες, εξηγεί το όνειρό του για την αναζωογόνηση του αιθιοπικού στίβου, δεν παραλείπει ποτέ τις αναφορές στην άτυπη κόντρα με την “πατρίδα” των μεγάλων δρομέων, την Κένυα. Ο Γκεμπρεσελασιέ ξέρει τι χρειάζονται οι αθλητές, τι είναι σημαντικό, τι πρέπει να κάνουν οι ομοσπονδίες.
Δεν κρύβεται με γενικολογίες πίσω από το ντόπινγκ, γνωρίζει το πρόβλημα, ξέρει ότι δεν είναι αντιμετωπίσιμο, τουλάχιστον άμεσα. Συνήθως επιμένει ότι το πιο αποτελεσματικό ντόπινγκ είναι το ψυχολογικό, η εσωτερική προετοιμασία, η ψυχική ενδυνάμωση.
Δεν κατόρθωσε να ρίξει τους χρόνους του Μαραθωνίου κάτω από τις δύο ώρες, είναι βέβαιο ότι θα συμβεί μετά από κάποια χρόνια ως φυσικό επακόλουθο της ανθρώπινης εξέλιξης. Αυτό προσπαθεί να προλάβει ο Γκεμπρεσελασιέ από το Μάιο του 2015, όταν σε ηλικία 42 ετών ανακοίνωσε ότι αποχωρεί οριστικά από το στίβο. Την εξέλιξη.
Εξελέγη Πρόεδρος της Ομοσπονδίας της Αιθιοπίας, κατοικοεδρεύει σε ένα μικρό γραφείο σε ένα παλιό κτήριο στην καρδιά της Αντίς Αμπέμπα και τα πρώτα πράγματα που ζήτησε ήταν ένα μικρό γυμναστήριο στο υπόγειο, έναν πάγκο με σνακ στο φουαγιέ.
Του αρέσει να πλασάρεται ως «μακροπρόθεσμος οραματιστής», ούτως ή άλλως οι καιροί έχουν αλλάξει και, όπως παραδέχεται, η Αιθιοπία πλέον ακολουθεί τους Ευρωπαίους, τους Αμερικανούς και τους Ασιάτες. Χάρις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, απέκτησε εύκολα έρεισμα στη νέα γενιά, τα παιδιά πια στην Αιθιοπία θέλουν τον ίδιο τρόπο ζωής, την ίδια στάση, έχουν κοινές απαιτήσεις με τα δικά μας. Γι’ αυτό είναι δυνατή η επιχείρηση “αναστύλωσης” που ξεκίνησε ο Γκεμπρεσελασιέ.
Ο ίδιος, για να προπονηθεί και να ανταγωνιστεί τους καλύτερους στον κόσμο, έπρεπε να περάσει μεγάλο μέρος της 20χρονης καριέρας του στο εξωτερικό, διαμένοντας σε ξενοδοχεία και χρησιμοποιώντας υπηρεσίες που δεν ήταν διαθέσιμες στην Αιθιοπία. Μετά τη συνταξιοδότησή του, αποφάσισε να προσπαθήσει να προσφέρει σε 112 εκατ. Αιθίοπες τις ίδιες ευκαιρίες.
Αρκετά χρόνια μετά, έχει συγκεντρώσει στην κατοχή ή τον έλεγχό του ξενοδοχεία και θέρετρα, μια επιχείρηση ακινήτων, μια φυτεία καφέ και ένα μερίδιο σε ένα εργοστάσιο συναρμολόγησης αυτοκινήτων. Μια συλλογή από επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 3.000 ανθρώπους. Ο στόχος του ήταν να χρησιμοποιούν τα αγαθά άνθρωποι που μέχρι πρότινος δεν είχαν τη δυνατότητα, προκειμένου να βιώσουν την αίσθηση των διακοπών, του πολύτιμου οικογενειακού χρόνου.
Μέχρι πρότινος η Αιθιοπία εθεωρείτο περίπτωση οικονομικού ολέθρου, αλλά γνώρισε υψηλά επίπεδα ανάπτυξης τη δεκαετία που προηγήθηκε της παγκόσμιας πανδημίας. Τα επίπεδα φτώχειας έχουν μειωθεί, οι καταναλωτές ανακάλυψαν ότι είχαν χρόνο και χρήμα να ξοδέψουν. Συνειδητοποιώντας ότι οι καθημερινές πραγματικότητες άλλαζαν, ο Γκεμπρεσελασιέ αποφάσισε να κάνει κάτι που πολλοί άνθρωποι -συμπεριλαμβανομένων των μελών της οικογένειάς του- πίστευαν ότι ήταν απολύτως τρελό.
Το ίδιο τού τόνιζαν, όταν μετά τους Αγώνες της Αθήνας το 2004 αποφάσισε να ανοίξει τον πρώτο ιδιόκτητο κινηματογράφο της πόλης, σε καιρούς που άπαντες τον πολεμούσαν, γιατί «δεν βοηθάει τους φτωχούς». Έχτισε την αίθουσα, τοποθέτησε μια σύγχρονη οθόνη με κατάλληλα ηχεία και σύστημα έκδοσης εισιτηρίων με barcode και ξεκίνησε την αναζήτηση παραγωγών.
Κανείς στην Αιθιοπία δεν έκανε ταινίες εκείνη την εποχή. Δεν ήταν απλώς πολυτέλεια, ήταν ό,τι ακριβώς του έλεγαν, τρέλα. Βρήκε έναν άνθρωπο που ήξερε να γράφει σενάρια, προσέλαβε ηθοποιούς, έγινε ο πρώτος κινηματογραφικός παραγωγός στην ιστορία της χώρας.
Το εγχείρημα πέτυχε, άρχισαν να γεννιούνται Αιθίοπες κινηματογραφιστές, καλλιτέχνες, επαγγελματίες του χώρου, οι οποίοι βαθμηδόν ξεκίνησαν τις πρώτες ταινίες. Κωμωδίες, ιστορίες αγάπης, κοινωνικά δράματα. Φαντάζει περίεργο σε εμάς, για τους ανθρώπους αυτούς ήταν κάτι σαν άνοιγμα σε νέους κόσμους.
Ρωτήθηκε κάποτε εάν η πανδημία επηρέασε τις επιχειρήσεις, εάν οι οικονομικές φθορές θα οδηγήσουν στο μαρασμό. Χαμογέλασε, όπως έκανε πάντα. Η Αιθιοπία μαστίζεται από δεκάδες προβλήματα, βιώνει εμπόλεμες διαμάχες, πείνα, πολιτική αστάθεια, υπαρξιακές απειλές.
Σύμφωνα με έκθεση των Ηνωμένων Εθνών, 400.000 άνθρωποι τελούν υπό καθεστώς πείνας και 1.8 εκατ. ζουν σε κίνδυνο. Ο Γκεμπρεσελασιέ είναι μέλος μιας ομάδας με την επωνυμία «οι Πρεσβύτεροι», η οποία προσπάθησε να διαπραγματευτεί μια ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων και ακολουθεί μια πολύ προσεκτική γραμμή σε αυτό το κατ’ ουσίαν συναισθηματικό ζήτημα, αποκαλώντας το «πόλεμο μεταξύ αδελφών».
Ζητά από τη διεθνή κοινότητα να μην πιέζει την Αιθιοπία, επειδή τα προβλήματά της είναι μεγαλύτερα -και το πολιτικό σύστημα πιο ασταθές- από ό,τι αντιλαμβάνονται οι διπλωμάτες και οι πολιτικοί. Πλέον χαμογελάει πικρά, αναλογίζεται ότι τελικά εκείνη η εποχή που μεγαλούργησε στο στίβο ήταν η καλύτερη απ’ όλες.
Θα ήθελε πολύ να επιστρέψει σε εκείνες τις μέρες, να τρέχει το πρωί δυο ώρες, να κοιμάται για να ξεκουράζει τους μυς του, να προπονείται και να κουβεντιάζει με προπονητές, συναθλητές, φυσικοθεραπευτές.
Η καθημερινότητα είναι απείρως πιο δύσκολη από το στίβο, σίγουρα πιο περίπλοκη.
Ο αθλητισμός δημιουργεί ήρωες, η ζωή φτιάχνει τους μύθους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Σεργκέι Μπούμπκα, Ο Τελευταίος Τσάρος
Πιέτρο Μενέα: Ο Αγώνας δεν τελειώνει ποτέ
Φλόρενς Γκρίφιθ Τζόινερ: Fast and flashy
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro