Ήταν η πρώτη Παρασκευή του Ιουλίου του 2019 όταν στο Διεθνές Αεροδρόμιο των Σπάτων κατέφθασε άνευ βαΐων και κλάδων ένας 32χρονος Μαροκινός που προαλείφετο για βασικός φορ του Ολυμπιακού.
Κοινό και Τύπος τον υποδέχθηκαν με σκεπτικισμό, είχε μόλις ναυαγήσει η μεταγραφή του Σουηδού Μάρκους Μπεργκ και ένας άγνωστος Αφρικανός από την Αλ Ντουχάιλ δεν «έψηνε» κανέναν.
Ο Γιουσέφ Ελ Αραμπί δεν ήταν όνομα, δεν έφερε κόσμο στο αεροδρόμιο, δεν είχε μεταπωλητική αξία, δεν διέθετε καν αξιοζήλευτο βιογραφικό σε κάποιο από τα κορυφαία πρωταθλήματα της Ευρώπης.
Συστατική του επιστολή ήταν τα (πολλά) γκολ που συνόδευαν τις σεζόν του σε Σαουδική Αραβία και Κατάρ και ελπιδοφόρο μήνυμα η πολύ καλή παρουσία στην Ανδαλουσία με τη φανέλα της Γρανάδα για μια σκάρτη τετραετία. Πέραν αυτών, ουδέν.
Πολλοί έκαναν λόγο για μια εναλλακτική στον Γκερέρο «που έκανε τη δουλειά», ακόμα περισσότεροι θεωρούσαν την υπογραφή του ποδοσφαιριστή ως το πολλοστό στοίχημα της εποχής Μαρινάκη με τους δεκάδες ποδοσφαιριστές να έρχονται και να παρέρχονται.
Λίγους μήνες μετά, ο Μαροκινός οδοστρωτήρας σχεδόν εξανάγκασε τον Ολυμπιακό να δανείσει τον Γκερέρο για να βρει λεπτά συμμετοχής, θεωρείται μακράν ο καλύτερος φορ του ελληνικού πρωταθλήματος και ένας από τους πιο φορμαρισμένους στην Ευρώπη.
«Ένας Θεός, ένας Βασιλιάς. Μία Πίστη, ένας Νόμος», έγραφε η επιγραφή στο le Châtelet, το δημαρχιακό Μέγαρο της πόλης της Καέν στο Καλβαντός της ιστορικής κάτω Νορμανδίας.
Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Γιουσέφ, στο μικρό και γραφικό Ερουβίλ Σεν Κλαιρ (Hérouville Saint Clair) των 25 χιλιάδων ανθρώπων πρωτοκλώτσησε την μπάλα.
Γιος Μαροκινών μεταναστών που έφυγαν από την Ουαζαρζάτ, το προπύργιο της ερήμου στο Μαρόκο, για να ψάξουν μια καλύτερη ζωή στη φιλική Γαλλία.
Πολλοί Μαροκινοί εντάσσονται στην κατηγορία των ανθρώπων που παλαιόθεν διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με τη γαλλική κουλτούρα και επιρροή.
Ο Ελ Αραμπί ουδέποτε εξέφρασε παράπονο -πολλώ δε μένος- για τη χώρα που κάποτε έκανε προτεκτοράτο την πατρίδα των γονιών του.
Ο Γιουσέφ είναι και αισθάνεται Μαροκινός, αλλά αγαπά και εκείνη τη Γαλλία που σεβάστηκε και την καταγωγή και τη θρησκεία του.
Πριν αποφασίσει να αγωνίζεται με τη Σφραγίδα του Σολομώντα στο στήθος, είχε χριστεί ακόμα και αρχηγός της ομάδας Νέων της Γαλλίας στο futsal, σε ένα τουρνουά της ιστορικής Stade Malherbe Caen, της γνωστή μας Καέν, που είναι και η γενέτειρά του.
Πριν κλείσει τα 15 άλλωστε είχε αποφασίσει ότι θα ασχοληθεί σοβαρά με το ποδόσφαιρο και η Καέν ήταν το πεπρωμένο του.
Περιπλανήθηκε στα προάστια, έπαιξε στην τοπική ομάδα του Ερουβίλ, λίγο πριν ενηλικιωθεί τον δοκίμασαν -και τον πήραν- στη νεοσύστατη Μοντεβίλ, γενικότερα είχε προλάβει να φτιάξει ένα μικρό όνομα στη Νορμανδία.
Η μεγάλη ομάδα της περιοχής ωστόσο, ήταν και παραμένει η Καέν. Αυτός ήταν ο μεγάλος του στόχος και κάθε καλοκαίρι όταν οι φίλοι του χάνονταν στις παραλίες, στα κορίτσια και στα σφηνάκια, ο Γιουσέφ έκανε προπόνηση. Είχε φτάσει το 1μ. και 83 εκ., είχε σταθεροποιήσει τα κιλά του, μυϊκά ήταν ταύρος.
Όνειρό του ήταν να μοιάσει στο Ροναλντίνιο, ήταν ο ποδοσφαιριστής που θαύμαζε από μικρός και ούτως ή άλλως ο Βραζιλιάνος είχε αφήσει εποχή με την παρουσία του στη Ligue 1 με τη φανέλα της Παρί.
Ο Μαροκινός τρελαινόταν να ξεπατικώνει τις τρίπλες του Ροναλντίνιο, ειδικά στο futsal έβρισκε την ευκαιρία να αποθεώνει την τέχνη του «περιττού» στο ποδόσφαιρο.
Τον βοήθησε πάρα πολύ τεχνικά και στην αντίληψη του παιχνιδιού η ενασχόληση με το ποδόσφαιρο σάλας. Έμαθε να εκμεταλλεύεται το μικρό χώρο, να επιλέγει σωστούς χρόνους, να τοποθετεί με αποτελεσματικό τρόπο το κεφάλι και τα πόδια του.
Με τις καταπληκτικές εμφανίσεις στη Μοντεβίλ επί της ουσίας εξανάγκασε τους υπευθύνους της Καέν να ασχοληθούν ξανά μαζί του και το 2007 υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο.
Πλέον δήλωνε «επαγγελματίας ποδοσφαιριστής», είχε κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, παρόλα αυτά εξακολουθούσε να μένει στο Grand Parc του Ερουβίλ Σεν Κλαιρ με τους γονείς του.
Δεν έφυγε από το πατρικό του μέχρι το 2010 που ήρθαν να τον αγοράσουν οι Άραβες κι αυτό λέει πολλά για τη σχέση του με την οικογένειά του.
Είχε προλάβει να κάνει ντεμπούτο στη Ligue 1 με την Καέν, το Δεκέμβρη του 2008, στην εντός έδρας ήττα από τη Λυόν. Είχε αγωνιστεί ένα τέταρτο μαζί με τις καθυστερήσεις αντικαθιστώντας τον Αργεντινό μπακ Πάμπλο Μπαρθόλα.
«Εξερράγη» ως φορ περιοχής τη σεζόν 2009/10 αγωνιζόμενος ως βασικός επιθετικός της Καέν στη Ligue 2, τη δεύτερη κατηγορία της Γαλλίας. Παρθενικό γκολ παραμονή 15αύγουστου στο παιχνίδι με την Μπαστιά και έκτοτε δεν ξαναβγήκε από την ενδεκάδα.
Ολοκλήρωσε τη σεζόν με 13 γκολ και 8 ασίστ, η ομάδα ανέβηκε κατηγορία, επέστρεψε στη Ligue 1 και ο Γιουσέφ ήταν τρισευτυχισμένος.
Ήταν 22 στα 23, είχε όλο το μέλλον μπροστά του κι όταν στην πρεμιέρα στο Βελοντρόμ σκόραρε και το παρθενικό του γκολ, αισθάνθηκε βασιλιάς. Ονειρεμένο ντεμπούτο ως βασικός: γκολ και νίκη της Καέν μέσα στη Μασσαλία.
Είπαμε: «Ένας Θεός, ένας Βασιλιάς. Μία Πίστη, ένας Νόμος».
Ο Γιουσέφ Ελ Αραμπί είχε θεό του το ποδόσφαιρο, έγινε βασιλιάς στις Κάνες και ακολούθησε την πίστη του όταν είχε στα χέρια του μια πρόταση της Αλ Χιλάλ από τη Σαουδική Αραβία, απ’ εκείνες που ανήκουν στην κατηγορία των προτάσεων «που δεν μπορείς να αρνηθείς».
Οι Σαουδάραβες πρόσφεραν 7μισι εκατομμύρια στους Νορμανδούς και το κυριότερο, άπλωσαν 13 εκατομμύρια στα πόδια του Ελ Αραμπί για συμβόλαιο διάρκειας τεσσάρων ετών.
Για έναν άνθρωπο που δεν είχε ξαναδεί ποτέ τόσα χρήματα στη ζωή του, η πρόταση της Αλ Χιλάλ ήταν κάτι περισσότερο από δελεαστική.
Ήταν μια επιλογή καριέρας που ξένισε πολλούς, στηλιτεύτηκε από ακόμη περισσότερους εκείνη την εποχή στη Γαλλία, πάντοτε όμως είναι πιο εύκολο να κάνουμε σχέδια με τα χρήματα των άλλων.
Δεν προέταξε μόνο τα χρήματα ο Ελ Αραμπί. Εάν ήταν μόνον αυτό το κύριο ζητούμενό του, δεν επρόκειτο να μην εξαντλήσει το συμβόλαιό του με τους Σαουδάραβες.
Περνούσε καλά στο Ριάντ, αμείβετο πλουσιοπάροχα, είχε γύρω του ανθρώπους να καταλαβαίνουν και τη θρησκεία και την κουλτούρα του.
Ουδέποτε μπήκε στη διαδικασία να απολογηθεί για τις επιλογές του, ουδέποτε κακολόγησε εκείνους που στράβωσαν το πρόσωπό τους όταν το 2010 επέλεξε την εθνική του Μαρόκο, ενώ βρισκόταν ήδη στο national pool της εθνικής Γαλλίας. Έτσι αισθανόταν, έτσι έκανε.
Το ίδιο έκανε κι όταν μόλις έναν χρόνο μετά την υπογραφή εκείνου του «τρελού» συμβολαίου με τους Σαουδάραβες, ήρθε η πρόταση της Γρανάδα.
Μετακόμισε στην Ανδαλουσία με λιγότερα χρήματα, πήρε μαζί του προίκα τα 16 του γκολ σε 27 αγώνες με την Αλ Χιλάλ και εξακολούθησε να σκοράρει κατά ριπάς (και) στην Ισπανία, σε ένα πρωτάθλημα απείρως πιο απαιτητικό.
Τέσσερα χρόνια δεν βγήκε ποτέ από την ενδεκάδα. Σκόραρε με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο, στην πιο ώριμη ηλικία της καριέρας του συγκαταλέγετο στους κορυφαίους Αφρικανούς επιθετικούς των καιρών μας.
Η επιλογή του να (ξανα)υποβαθμίσει την καριέρα του συμφωνώντας με τη Λεχβίγια του Κατάρ ξένισε και πάλι τους ειδικούς που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν επ’ ουδενί την επιλογή του.
Αυτό το τακτοποιημένο χάος στην καριέρα του είναι τελικά «ο νόμος του Γιουσέφ Ελ Αραμπί».
Αλλόκοτες φαινομενικά επιλογές, οι οποίες ωστόσο συνοδεύονται πάντοτε από άκρως επιτυχημένες σεζόν με γκολ. Πολλά γκολ.
Στη Ντόχα ολοκλήρωσε την πρώτη του χρονιά με 27 γκολ σε 23 ματς, βγήκε με συνοπτικές διαδικασίες πρώτος σκόρερ και πρωταθλητής.
Την επόμενη σεζόν που ο σύλλογος συγχωνεύτηκε και άλλαξε όνομα (τότε «γεννήθηκε» η Αλ Ντουχάιλ, το 2017) για τον Ελ Αραμπί δεν άλλαξε απολύτως τίποτα: 103 γκολ σε 89 συμμετοχές. Γκολ, γκολ και ξανά γκολ. Ακριβώς ότι έκανε και στον Ολυμπιακό.
Ο Μαροκινός έσπασε όλα τα κοντέρ. Μας ανάγκασε να θυμηθούμε ιερά τέρατα του πρωταθλήματος και του Ολυμπιακού, όπως ο Λάγιος Ντέταρι, να τον συγκρίνουμε με τεράστιους φορ του παρελθόντος.
Ο Μαροκινός χρειάστηκε ένα πολύ σπουδαίο γκολ για να επιβάλει το νόμο του και στην Ελλάδα, στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Κι ας σκόραρε συνεχώς και μετά, κι ας έχει ξεχαρβαλώσει σχεδόν κάθε αντίπαλη άμυνα, κι ας ξεπεράσει ακόμα και τον Αναστόπουλο.
Ό,τι κι αν γίνει, όσα ρεκόρ και να σπάσει, όσο κι αν μας εκπλήξει στο μέλλον, η παρακαταθήκη του θα είναι πάντοτε εδώ για ένα συγκεκριμένο γκολ: για εκείνο της 27ης Φεβρουαρίου 2020 στο Emirates.
Ο Ολυμπιακός είχε στη διάθεσή του 7 λεπτά συν τις καθυστερήσεις για να ανατρέψει τα δεδομένα. Για 113 λεπτά είχε σταθεί όρθιος, είχε διεκδικήσει τις πιθανότητές του, τις είχε σχεδόν εξαντλήσει. Αποκλειόταν από τη διοργάνωση, αλλά κανείς δεν θα καταμαρτυρούσε τίποτα και στον Μάρτινς και στους ποδοσφαιριστές του.
Τα μάτριξ του Emirates δείχνουν το 118ο λεπτό. Σε ένα διαδικαστικό γύρισμα, ο τερματοφύλακας της Άρσεναλ χάνει την ψυχραιμία του, πανικοβάλλεται και αντί να τη διώξει μακριά, τη στέλνει κόρνερ.
Είναι η τελευταία σταγόνα ελπίδας που απομένει στον Ολυμπιακό. Τόσο δραματική που για την εκτέλεση του κόρνερ ανεβαίνει και ο Σα.
Το κόρνερ περνά ανεκμετάλλευτο, η ελπίδα δείχνει να σβήνει. Ο Μασούρας που είχε μπει ως αλλαγή έχει τη μπάλα στα πόδια του κοντά στη γραμμή του πλαγίου άουτ. Κοντοστέκεται για ελάχιστα δευτερόλεπτα, επιλέγει μια σέντρα με εσωτερικά φάλτσα.
Στοχευμένη, όχι «γιόμα», ούτε απ’ εκείνες που αρκεί απλώς να στείλουν τη μπάλα μέσα στην περιοχή.
Η μπάλα ίπταται και περνάει πάνω απ’ όλους. Χάνει απότομα ύψος και είναι έτοιμη να προσγειωθεί λίγο έξω από τη μικρή περιοχή. Ο Ελ Αραμπί έχει παρακολουθήσει την πορεία, έχει πάρει τη σωστή θέση και τεντώνει το πόδι όσο περισσότερο γίνεται.
Τη βρίσκει με τη σόλα, με τις τάπες. Η μπάλα ταξιδεύει ευθύβολα προς το δεξί δοκάρι. Το γλείφει και μπαίνει.
Ο Γιουσέφ σαστίζει.
Στην αρχή ψάχνει με το βλέμμα το βοηθό, έχει έναν αδιόρατο φόβο μήπως είναι οφσάιντ, μήπως του στερήσουν το μεγαλύτερο του γκολ μέχρι το επόμενο.
Σε δευτερόλεπτα βλέπει το βοηθό με τη σημαία κάτω, το διαιτητή να δείχνει σέντρα. Ντελίριο. Τρέχει στο πέταλο και απασφαλίζει.
Ο κλασσικός πια πανηγυρισμός με το αόρατο αυτόματο.
Αυτός που ο Κόκκαλης κάποτε είχε «απαγορεύσει» στον Κώστα Μήτρογλου.
Αντιλαμβάνεται ότι με αυτό το γκολ ο κόσμος του Ολυμπιακού δεν πρόκειται να τον ξεχάσει ποτέ.
«Ένας Θεός, ένας Βασιλιάς. Μία Πίστη, ένας Νόμος».
Ο Νόμος του Ελ Αραμπί.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro