Ο προπονητής της Πόρτο είναι από τις νέες μεγάλες ελπίδες της πορτογαλικής σχολής.
Παρουσιάζεται ως «σοβαρός και απαιτητικός», με συγκεκριμένες και ξεκάθαρες ιδέες στο μυαλό του για το ποδόσφαιρο, αλλά και τον απαραίτητο χαμαιλεοντισμό να προσαρμόζεται στο υλικό του.
Με τη διαφορά ότι εμείς στην Ελλάδα γνωρίζουμε πολύ καλά ποιος είναι ο Σέρτζιο Κονσεϊσάο.
Η παρουσία του ως παίκτης στον ΠΑΟΚ του Φερνάντο Σάντος, η βραχύβια και ξεχασμένη θητεία του ως τεχνικός διευθυντής, το γεγονός ότι βρέθηκε παραπάνω από δυο φορές κοντά σε συμφωνία με την ΑΕΚ και τον ΠΑΟΚ για να αναλάβει την τεχνική ηγεσία τους, τα άπειρα περιστατικά που άφησε στην πατρίδα μας και καταδείκνυαν το χαρακτήρα του.
Η ιστορία του τα δικαιολογεί όλα.
Ο Κονσεϊσάο μεγάλωσε γρήγορα. Είχε μια παιδική ηλικία σύντομη που έληξε στα 15 του χρόνια, την ημέρα που ο πατέρας του έχασε τη ζωή του σε τροχαίο δυστύχημα καβαλώντας τη μοτοσικλέτα του. Έξω απ’ το μπαρ του χωριού, του Ribeira de Frades των δυο χιλιάδων κατοίκων που τίποτα δεν μπορούσε να μείνει κρυφό.
Οι δυνατότητες ήταν συγκεκριμένες. Ο πατέρας ήταν οικοδόμος, η μάνα νοικοκυρά. Η ζωή στην επαρχία της Coimbra όπως ακριβώς τη φαντάζεστε. Κι όμως, η κληρονομιά του πατέρα στο γιο ήταν αξίας ανεκτίμητης, γιατί πριν πεθάνει είχε πειστεί και συναίνεσε προκειμένου ο γιος του να ενταχθεί στους «δράκους».
Ο μικρός έπαιζε στην τοπική Κοΐμπρα. Ήταν καλός, «φώναζε» ότι μπορούσε και σε υψηλότερο επίπεδο. Ο μύθος των Κονσεϊσάο εξιστορεί ότι ο πατέρας συνόδευσε το μικρό στο παλιό στάδιο της ομάδας, το Das Antas για να υπογράψει, μια μέρα πριν το δυστύχημα. Με την ίδια μοτοσικλέτα.
Ο Σέρτζιο αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι στο ποδόσφαιρο. Κλείστηκε στον εαυτό του, έγινε πολύ δύσκολος χαρακτήρας όταν μετά από λίγο καιρό έχασε και τη μητέρα του. Ορφανός, νέος, μακριά από το χωριό του και με πόνο έπρεπε να βρει επειγόντως μια σταθερά, ένα σημείο αναφοράς.
Η παρηγοριά του έγινε η θρησκεία, έκτοτε είναι βαθύτατα θρησκευόμενος και εκκλησιάζεται τακτικότατα. Το βράδυ που οι φίλοι του χαζολογούσαν, εκείνος κλεισμένος στο δωμάτιό του διάβαζε και αποστήθιζε τη Βίβλο. Έτσι βρήκε ισορροπία και έτσι κατόρθωσε να βγει από το τούνελ του πόνου.
Νωρίς γνώρισε και το κορίτσι του που σήμερα εξακολουθεί να είναι η σύζυγός του. Εκείνος 17, η Λιλιάνα 14. Παντρεύτηκαν πολύ γρήγορα, εξελίχθηκαν σε πυλώνα ο ένας της άλλης. Σήμερα, όταν ο Σέρτζιο μιλά για τη ζωή του, δεν παραλείπει ποτέ τη μνεία στη θρησκεία και στη Λιλιάνα.
Είναι το ασφαλές καταφύγιο που τον προστατεύει από την καταιγίδα, η μοναδικές σανίδες σωτηρίας στο διάβα του. Έκανε μεγάλη καριέρα ως ποδοσφαιριστής, εξακολουθεί να κάνει καριέρα και ως προπονητής, αλλά ποτέ δεν είναι εκατό τοις εκατό ευτυχισμένος.
«Έχω μια πολύ μαύρη πλευρά μέσα μου και θα πεθάνω έτσι. Δεν θα αλλάξει ποτέ αυτό. Όσο μου λείπουν οι γονείς μου και δεν θα πάρω ποτέ πίσω τα χρόνια που έχασα, η ευτυχία μου δεν μπορεί να είναι ποτέ καθολική».
Είναι σκληρά λόγια, διαπιστώσεις στενόχωρες αλλά ειλικρινείς. Ό,τι περνάμε όμως μας καθορίζει. Σημασία δεν έχει από πού προέρχεσαι. Σε καθορίζουν οι πράξεις και οι επιλογές σου.
Τον Σέρτζιο Κονσεϊσάο τον καθόρισαν οι δυσκολίες και το κενό μέσα του. Τον έκαναν απείρως ανταγωνιστικό, τον «εξανάγκασαν» να βυθιστεί εξ ολοκλήρου στο ποδόσφαιρο, να το διαχειριστεί ως μοναδική επιλογή κοινωνικής και οικονομικής επιβίωσης.
Η Πόρτο υπήρξε και εξακολουθεί να είναι διαρκής παρουσία στη ζωή του. Στην πραγματικότητα είναι η μοναδική ομάδα της πατρίδας του με την οποία συνέδεσε το όνομά του, εκείνη που του έδωσε τη δυνατότητα να προπονήσει σε διεθνές επίπεδο και να εξασφαλιστεί στη σκοτεινή μετάβαση που καλείται ο κάθε ποδοσφαιριστής να αντιμετωπίσει όταν ολοκληρώνεται η καριέρα του.
Θα είναι πάντα “portista“, θα κουβαλάει πάντα τις ευλογίες του Πίντο ντα Κόστα στη φαρέτρα του, θα συνδέεται πάντα το όνομά του με τις μέρες δόξας του συλλόγου. Ανταπέδωσε ο Κονσεϊσάο. Όταν το 2017 κλήθηκε να καθίσει στον ηλεκτρικό πάγκο του Dragao, η Πόρτο αντιμετώπιζε τις κυρώσεις του FFP, είχε χάσει το πρωτάθλημα και τα αστέρια της ήταν ο Τζέιμς Ροντρίγκεζ και ο Τζάκσον Μαρτίνεζ.
Δεν υπήρχαν διαθέσιμα χρήματα για ανοικοδόμηση της ομάδας, δεν υπήρχε προοπτική και τα μοναδικά αξιόλογα projects, ο Αντρέ Σίλβα και ο Ρούμπεν Νέβες ήταν στη βιτρίνα, διαθέσιμα για τον καλύτερο πλειοδότη.
Ο Κονσεϊσάο υπό αυτές τις πολύ δύσκολες συνθήκες επιστράτευσε το μεγαλύτερο όπλο στη φαρέτρα του: την ενσυναίσθηση. Πήρε την ομάδα και, έχοντας γνώση του οργανισμού και του περιβάλλοντος, αποφάσισε να χτίσει ένα κράμα ανδρών και ημι-ταλέντων. Με όπλο τη συνοχή και την αυταπάρνηση. Και με στόχο το διαρκές, το μόνιμο overachieving.
Οι τακτικές του ιδέες δεν είναι νεωτεριστικές ή εξεζητημένες. Ομαλό, αλλά διαρκές pressing, πίεση χαμηλά για να αποφευχθεί ο αιφνιδιασμός από τον αντίπαλο. Όσο η μπάλα είναι μακριά από την περιοχή του, είναι ικανοποιημένος. Και μπροστά το πράγμα «θα προκύψει».
Γρήγορο και κάθετο transition, όχι ακριβώς κυριαρχικό ποδόσφαιρο όπως θα περίμενε κανείς από μια ομάδα που ανήκει στην ελίτ όπως η Πόρτο, αλλά αυτό το κλασσικό πορτογαλικό ποδόσφαιρο υπομονής. Το έχουμε βιώσει στο πετσί μας με τον Φερνάντο Σάντος στην Ελλάδα και το είδαμε και στην πιο μοντέρνα εκδοχή του, με την παρουσία του Πέδρο Μάρτινς στον Ολυμπιακό.
Ο Κονσεϊσάο είναι από τους προπονητές που σχηματικά, προτιμούν να κερδίσουν με 1-0 παρά με 4-3. Είναι του δόγματος «δεν χάνεις ποτέ όταν δεν δέχεσαι γκολ». Δόγμα και φιλοσοφία Σάντος και Έκτορ Κούπερ, αμφότερων προπονητών του Σέρτζιο.
Αν θα έπρεπε να χαρακτηριστεί οπωσδήποτε η ποδοσφαιρική του προσέγγιση, θα έλεγα ότι ακολουθεί ένα μείγμα πορτογαλικο-γερμανικού μοντέλου με βάση τον υψηλό ρυθμό και το ελεγχόμενο ρίσκο. Η ομάδα του είναι μοντέρνα, σύγχρονη, τη χαρακτηρίζει η σταθερότητα και κινείται στο όριο της παθητικής στάσης, γιατί δεν αφήνει παραπάνω απ’ όσο πρέπει την κατοχή στον αντίπαλο.
Με μια λέξη, το ποδόσφαιρό του είναι «ρεαλιστικό».
Είναι ένα ποδόσφαιρο δίκαιων συμβιβασμών, το οποίο αναδεικνύεται καλύτερα στα άσχημα παιχνίδια της ομάδας, σε εκείνα που το πλάνο δίνει όσα δεν μπορούν οι ποδοσφαιριστές ή οι συνθήκες του αγώνα.
Το επίτευγμά του αυτό είναι, ότι κατορθώνει να ελέγξει ένα παιχνίδι στην κακή μέρα της ομάδας. Ότι με τη στρατηγική και την πρόληψη «προστατεύει» αγωνιστικά τις αδυναμίες και παίρνει το μάξιμουμ.
Η καλύτερη Πόρτο των ημερών του είναι πίσω, είναι εκείνη της παρθενικής του σεζόν το 2017/18, όταν ακόμα και ο ίδιος ήταν αγνός και «ψαρωμένος». Ήταν μια πληγωμένη μεγάλη ομάδα, με αδυναμίες που βελτιώθηκαν μέσα στη σεζόν μέσα από σκληρή δουλειά και ατελείωτο ψάξιμο εναλλακτικών λύσεων.
Με σημείο αναφοράς τη συγκεκριμένη σεζόν, βαθμηδόν έχτισε το όνομά του. Του πιστώθηκαν οι φανταστικές χρονιές του Αμπουμπακάρ και του Μαρεγκά, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί και προπονητής που «βελτιώνει καριέρες».
Δεν είναι μικρό πράγμα στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο η συγκεκριμένη «στάμπα», εξ ου και το έντονο ενδιαφέρον της Ίντερ το καλοκαίρι του 2020 για τη θέση του υπό κρίση Αντόνιο Κόντε.
Τα σημαντικότερα ωστόσο διαπστευτήρια του Κονσεϊσάο, εκτιμώ ότι είχαν δοθεί νωρίτερα, στην παρουσία του στη Γαλλία με τη Ναντ. Παρέλαβε μια ομάδα στη ζώνη του υποβιβασμού και την έβγαλε έβδομη. Έξω από την comfort zone του, μακριά από την πατρίδα και τις συνήθειές του φάνηκε και η δίψα και οι καθαρές ιδέες του για το ποδόσφαιρο που έρχεται.
Το «μέταλλο» του προπονητή εκεί το σφυρηλάτησε. Είχε περάσει και από ομάδες της πατρίδας του, αλλά ήταν ένας ανώνυμος πρώην βετεράνος με μεγάλο όνομα και παραστάσεις. Δεν αρκεί. Ποτέ δεν αρκεί στις κινηματογραφικές ταχύτητες που κινείται σήμερα το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Πήρε πρωτάθλημα με την Πόρτο, αφού πρώτα έχασε το κύπελλο από την Μπράγκα. Εκεί έκανε το step up και έβαλε στο τραπέζι την προσωπικότητά του.
Με σκληρές δηλώσεις και με το κλίμα εναντίον του «επιβλήθηκε» και στη διοίκηση και στους ποδοσφαιριστές και στον Τύπο.
Γενικά, του αρέσει να λειτουργεί στο όριο, σε τεντωμένο σχοινί. Έτσι διασώζονται καταστάσεις και δεν θάβονται προβλήματα. Με τον τρόπο του στην τριετία εγκαθίδρυσε τη δική του ομάδα, τους δικούς του πολεμιστές. Μιλιτάο, Φελίπε, Ερέρα, Μπραχίμι, Όλιβερ Τόρες, Ίκερ Κασίγιας, Ρικάρντο Περέιρα αποτέλεσαν παρελθόν.
Όλοι τους σημαντικές μονάδες και μεγάλες προσωπικότητες. Συνεπώς και πιο δύσκολο να προσαρμοστούν στις ιδέες του «νέου» τεχνικού και στις διαφορετικές μεθόδους που ενέταξε στο club.
Ο Κονσεϊσάο έχει συγκεκριμένη φιλοσοφία για τους ποδοσφαιριστές του. Δεν περιορίζεται στις τεχνικές αρετές ή στις αθλητικές ικανότητες. Νοιάζεται για την ιστορία του καθενός, θέλει να μάθει τί κουβαλάει, πού ξοδεύει τον ελεύθερο χρόνο του, πώς σκέπτεται.
Οι διάφοροι Λούις Ντίαζ και Ματέους Ουρίμπε που ξαφνικά έγιναν hot ονόματα της αγοράς, δεν είναι απλώς φυντάνια που ξεπετάχτηκαν σε ένα βράδυ. Είναι προϊόντα ενδελεχούς scouting και ιδιαίτερης αντιμετώπισης/φροντίδας από ολόκληρα επιτελεία. Ο συναισθηματικός δεσμός που επιδιώκει ο Κονσεϊσάο είναι και το πρώτιστο συστατικό για το overachieving που αναφέρθηκε προηγουμένως.
Σε συνδυασμό με το σοβαρό και εξαιρετικά απαιτητικό χαρακτήρα του, έχουμε το πλήρες κάδρο αυτού του ποδόσφαιρου «συλλογικότητας» που πρεσβεύει η Πόρτο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ξεπετάχτηκαν και ποδοσφαιριστές σημεία αναφοράς όπως ο Άλεξ Τέγες ή ο Τεκατίτο Κορόνα.
Η επιστροφή του Ζορζ Ζέσους στη Μπενφίκα -σημειωτέον ως νικητής του Λιμπερταδόρες με τη Φλαμένγκο– έδωσε και στον ίδιο τον Κονσεϊσάο το κίνητρο για το κάτι παραπάνω. Ειδικότερα από τη στιγμή που η έλευση Ζέσους είχε και «προίκα» 100 εκατό εκατομμύρια ευρώ από τους «Αετούς».
Τη ίδια στιγμή που η Μπενφίκα αποκτούσε Έβερτον Σοάρες, Νούνιεζ, Βάλντσμιντ, Οταμέντι, Φερτόνγκεν και Πεντρίνιο, η Πόρτο του Κονσεϊσάο, εκτός από τον Τικίνιο, έχανε τους αναντικατάστατους Ντανίλο Περέιρα και Άλεξ Τέγες. Όχι από καπρίτσιο ή ανάγκη, αλλά γιατί η Παρί και η Μάντσεστερ υπέβαλαν προτάσεις από εκείνες που καμία διοίκηση δεν μπορεί να αρνηθεί.
Για τον Κονσεϊσάο οι απώλειες ισοδυναμούν με δώρο.
Λειτουργεί ως αουτσάιντερ, έχει παραχωρήσει τα σκήπτρα στον επανακάμψαντα βασιλιά Ζορζ Ζέσους και για Τύπο και φιλάθλους, η Μπενφίκα είναι το απόλυτο φαβορί. Συνεπώς έχει και την πίεση.
Η Πόρτο έπρεπε να επαναπροσδιορίσει τους στόχους της, να χαράξει νέα φιλοσοφία, να τεθούν επί τάπητος ξανά και ξανά όλοι και όλα. Οι κινήσεις ήταν στοχευμένες: παίκτες από την εγχώρια αγορά που κρίθηκαν έτοιμοι για το βήμα παραπάνω και «χρυσοί» δανεισμοί όπως του Φελίπε Άντερσον και του Γκρούγιτς.
Η Πόρτο «κυνηγάει». Αυτό που ήθελε πάντα να κάνει ο Κονσεϊσάο και αυτό που του άρεσε από τα χρόνια που ύψωνε το ανάστημά του στο Χαριλάου, στο Καραϊσκάκη και στο ΟΑΚΑ.
Ίδιος κι απαράλλακτος με τότε έχει παραμείνει.
Φωνακλάς, εριστικός, έως και αντιπαθητικός, αλλά ρεαλιστής.
Κινείται στο όριο, αλλά ελάχιστες φορές θα το ξεπεράσει.
Κι όταν το κάνει είτε με θετικό είτε με αρνητικό αντίκτυπο, θα το κάνει εμφαντικά.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro