«Οι Άνδεις δεν δίνουν πίσω αυτό που παίρνουν» (χιλιανό γνωμικό).
Πόσο εύκολα μπορεί να προσαρμοστεί ο άνθρωπος σε ακραίες συνθήκες;
Μέχρι πού μπορεί να φτάσει για να επιβιώσει και τι αποφάσεις πρέπει να πάρει για να το κάνει αυτό;
Πώς αναδύονται ηγέτες και ποια είναι τα κίνητρα που τους ωθούν;
Κρατήστε αυτές τις ερωτήσεις στο πίσω μέρος του μυαλού σας, καθώς θα διαβάζετε την παρακάτω εκπληκτική ιστορία επιβίωσης…
12 Οκτωβρίου 1972: Μια ερασιτεχνική ομάδα ράγκμπι από την Ουρουγουάη έχει ναυλώσει ένα τσάρτερ για ένα φιλικό αγώνα με ομάδα της Χιλής, στην άλλη πλευρά των Άνδεων.
Το πρόγραμμα περιλαμβάνει τον αγώνα και μερικές μέρες διακοπών, οπότε στο τσάρτερ επιβαίνουν και φίλοι και συγγενείς των παιχτών, συνολικά 45 επιβάτες.
Το τσάρτερ σταματά στην Μεντόζα της Αργεντινής λόγω ισχυρών ανέμων και μια μέρα μετά, Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 1972, αποφασίζεται από τους πιλότους να ξεκινήσει για την Χιλή.
Για λόγους ασφαλείας η καθορισμένη πορεία προέβλεπε μια πορεία που μοιάζει με ανεστραμμένο Π.
Η ατμόσφαιρα στο αεροπλάνο είναι χαρούμενη, ακόμα και όταν ενημερώνονται για αναταράξεις. Μέχρι που κάποιος επιβάτης κοιτώντας έξω αναφωνεί «Τα βουνά δεν παραείναι κοντά μας»;
Ο πιλότος έχει κάνει ένα θανάσιμο λάθος: Έχει στρίψει το αεροπλάνο πολύ νωρίτερα νομίζοντας ότι έχει περάσει την οροσειρά των Άνδεων.
Κατεβαίνοντας από τα σύννεφα, κατάλαβαίνει το τραγικό λάθος του και προσπαθεί απεγνωσμένα να πάρει ύψος. Μάταιος κόπος. Το αεροπλάνο προσκρούει σε ένα βουνό και το πίσω μέρος μαζί με το αριστερό φτερό αποκόπτονται. Οι επιβάτες που επιβαίνουν στο πίσω μέρος χάνονται.
Το αεροπλάνο, ύστερα, χάνει και το δεξί φτερό και προς απίστευτη τύχη των επιβατών -όσο ειρωνικό και αν ακούγεται κάτι τέτοιο- δεν ανατινάζεται στον αέρα με τις προσκρούσεις, αλλά αντιθέτως πέφτει στην πλαγιά ενός βουνού και σαν τεράστιο σκι γλιστράει μέχρι τον πάτο της πλαγιάς.
Ακολουθεί ένα πανδαιμόνιο, καθώς οι ζωντανοί και σχετικά σώοι αναλαμβάνουν να ανασύρουν τραυματίες και νεκρούς από τα συντρίμμια του αεροπλάνου.
Ταυτόχρονα, γίνεται μια πρώτη ανάγνωση της κατάστασης που μοιάζει απελπιστική: πολλοί είναι ήδη νεκροί, άλλοι βαριά τραυματισμένοι, δεν υπάρχει καταφύγιο, ενώ τα τρόφιμα είναι ελάχιστα.
Κανένας δεν ξέρει πού ακριβώς βρίσκονται, ενώ δεν υπάρχει και τρόπος επικοινωνίας με τον έξω κόσμο.
Δώδεκα από τους 45 επιβαίνοντες είναι νεκροί, ανάμεσά τους και ο κυβερνήτης, ενώ ο και ο συγκυβερνήτης που θα μπορούσε να πει πού ακριβώς βρίσκονται είναι θανάσιμα τραυματισμένος και παγιδευμένος στο πιλοτήριο. Οι πληροφορίες που δίνει είναι αντιφατικές και παραληρηματικές.
Η πρώτη νύχτα είναι η χειρότερη εμπειρία που είχαν ζήσει ως τότε οι επιζήσαντες. Απίστευτο κρύο, με θερμοκρασίες να φτάνουν μέχρι και -30 βαθμούς κελσίου και σχεδόν καμία προστασία.
Οι νεκροί έχουν στοιβαχτεί στην ανοιχτή άκρη της ατράκτου, λίγο πιο πέρα κείτεται ένας επιβάτης που δείχνει να έχει εγκεφαλική βλάβη λόγω πρόσκρουσης, ο Νάντο Παράδο, ενώ πιο μέσα είναι οι ζωντανοί και οι τραυματίες ώστε να έχουν μια κάποια προστασία.
Μετά από 15 εφιαλτικές ώρες ψύχους και σκότους, ο ήλιος εφανίζεται και μια πρώτη εκτίμηση της κατάστασης γίνεται.
Όπου και να κοιτάξουν βλέπουν πάγο, χιόνι και μαύρους βράχους. Οι προμήθειες είναι ελάχιστες (λίγο λικέρ και κάποιες μπάρες σοκολάτας) άρα η μόνη λύση είναι αυστηρή κατανομή.
Ό,τι μπορεί να χρησιμεύσει ως μέσο ζεστασιάς αναζητείται (καθίσματα, ρούχα, βαλίτσες).
Αεροπλάνα περνάνε από ψηλά σποραδικά και οι αγνοούμενοι προσπαθούν να κάνουν γνωστή την παρουσία τους, νιώθοντας σιγουριά ότι τους είδαν και ότι είναι θέμα ημερών να στείλουν διασώστες (στην πραγματικότητα επειδή η άτρακτος ήταν λευκή ήταν αδύνατον να εντοπιστούν παρά τις προσπάθειες που έγιναν).
Την τρίτη μέρα, ένα ευχάριστο γεγονός συμβαίνει. Ο Νάντο Παράδο συνέρχεται από το κώμα του! Απ’ ότι φαίνεται, οι χαμηλές θερμοκρασίες βοηθούν τον οργανισμό του να επανέλθει.
Ωστόσο, πληροφορείται για τον θάνατο της μητέρας του και την βαριά τραυματισμένη αδελφή του στης οποίας το πλευρό θα μείνει ώσπου να υποκύψει στα τραύματά της μερικές μέρες αργότερα.
Ο Παράδο δεν έχει χρόνο να θρηνήσει κανέναν τους. Είναι αποφασισμένος να επιζήσει.
Δέκα μέρες μετά το δυστύχημα, οι επιζήσαντες, στα όρια της λιμοκτονίας πλέον, άκουσαν από ένα τρανζιστοράκι ότι οι προσπάθειες διάσωσης εγκαταλείπονται. Οι ελπίδες τους για διάσωση εξανεμίζονται.
Σε αυτό το σημείο καμπής είναι που οι ανθεκτικοί, πολυμήχανοι και ηγετικοί χαρακτήρες αναδύονται. Ο Παράδο, αντί να απελπιστεί, δηλώνει ότι αυτά τα νέα ουσιαστικά είναι ευχάριστα, γιατί από εκεί που οι επιζήσαντες απλώς περίμεναν την διάσωση από έξω, πλέον η επιβίωση τους εξαρτάται μόνο από τους ίδιους.
Όσο για την τροφή;
Σχεδόν ταυτόχρονα στο μυαλό όλων ήρθε μια φριχτή, αλλά αναπόφευκτη πηγή τροφής: οι νεκροί φίλοι τους.
Κάποιοι αντιστάθηκαν λίγο σε αυτήν την ιιδέα, ωστόσο, σε αυτήν την ακραία κατάσταση που βρίσκονταν, η απόφαση ήταν εύκολη και η ανταπόκριση του σώματός τους στην πηγή ενέργειας που κατανάλωσαν ήταν άκρως θετική.
Οι επιζήσαντες έδωσαν έναν όρκο: όποιος από αυτούς πέθαινε, έδινε το ελέυθερο στους υπόλοιπους να τραφούν από το σώμα του αν χρειαζόταν.
Πλέον, το πρόβλημα της τροφής είχε λυθεί, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα (είχαν ήδη ανακαλύψει έναν τρόπο να μαζεύουν και να αποθηκεύουν νερό). Μια ελπίδα αναδύθηκε.
Όμως, οι Άνδεις δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη. Την νύχτα της 18ης μέρας, ενώ όλοι κοιμούνταν, ένας υπόκωφος ήχος τους ξύπνησε και τους ανησύχησε.
Δευτερόλεπτα αργότερα, η χιονοστιβάδα τους χτύπησε και ξαφνικά η άτρακτος γέμισε με ορμητικό χιόνι. Οι επιζήσαντες πλακώθηκαν και θάφτηκαν από τεράστιες ποσότητες χιόνι.
Το ρολόι της επιβίωσης ξεκίνησε να χτυπά. Ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει μόλις τρία λεπτά χωρίς οξυγόνο πριν πάθει ασφυξία.
Ο Κάρλος Παεζ Ροντρίγκεζ καταφέρνει να απελευθερωθεί και αμέσως προσπαθεί να βοηθήσει τους θαμμένους συντρόφους του, κάτι δύσκολο αφού ενώ απομάκρυνε χιόνι από μια περιοχή ουσιαστικά έθαβε ακόμα περισσότερο κάποιους άλλους συντρόφους του, ενώ δεν ήξερε καν πού έπρεπε να σκάψει.
Ο απολογισμός ήταν 8 νεκροί και 19 ζωντανοί. Για τρεις μέρες οι επιζήσαντες δεν μπορούσαν να βγουν στην επιφάνεια, ενώ δεν ήξεραν καν αν το οξυγόνο που είχαν στην άτρακτο ανανεωνόταν.
Σιγά σιγά, μικρές εξερευνητικές αποστολές οργανώνονταν, δοκιμάζοντας πράγματα, αντοχές και επιφάνειες, ώστε να δημιουργηθούν αργότερα αυτοσχέδια βοηθητικά εργαλεία (μπαστούνια, χιονοπέδιλα, γυαλιά κτλ).
Σε μια από αυτές τις αποστολές, ο Παράδο (που ωθείται από την σκέψη να ξαναδεί τον πατέρα του) μαζί με τον Ρομπέρτο Κανέσα (που αρνείται πεισματικά να παραδοθεί στην νωθρότητα και την αδράνεια) και τον Αντόνιο Βιζιντίν βρήκαν την άκρη του αεροπλάνου που είχε αποκοπεί την στιγμή της πρόσκρουσης.
Εκεί βρήκαν ελάχιστη τροφή (σοκολάτα), μια φωτογραφική μηχανή καθώς και μπαταρίες που τους έδωσαν την ιδέα να τις συνδέσουν με το ράδιο στο πιλοτήριο για να στείλουν μήνυμα βοήθειας.
Αφού μετέφεραν το ράδιο στην άκρη του αεροπλάνου, διαπίστωσαν ότι ήταν αδύνατο να συνδέσουν τα δεκάδες καλώδια του ράδιοπομπού στις μπαταρίες. Και πάλι η απόγνωση έκανε την εμφάνιση της πιο ισχυρή από ποτέ.
Στις 60 μέρες πλέον από το δυστύχημα, μόλις 16 έχουν επιζήσει, ενώ η τροφή λιγοστεύει.
Στο μυαλό του Παράδο κλωθογυρίζει η απέλπιδα ιδέα της πεζοπορίας μέχρι να βρουν σωτηρία. Αλλά προς τα πού;
Ο συγκυβερνήτης, λίγο πριν πεθάνει, επιβεβαίωνε ότι είχαν περάσει το μεγαλύτερο μέρος των Άνδεων. Άρα, η σκέψη ήταν ότι προς τα δυτικά ήταν η σωτηρία.
Ωστόσο, ενώ η πλειοψηφία των επιζήσαντων συμφωνεί απρόθυμα με την ιδέα αυτή (ίσως από φόβο ότι τελικά θα αποτύχει και κάθε ελπίδα θα εξανεμιστεί), σχεδόν κανείς δεν προσφέρεται να πάει μαζί του.
Ο Κανέσα όμως δέχεται. Ο Παέζ μηχανεύεται ένα αυτοσχέδιο σλίπινγκ μπαγκ που αποδεικνύεται απαραίτητο για την επιβίωση των πεζοπόρων στο ανοιχτό χιόνι την νύχτα.
Όμως, ακόμα και έτσι, ο εξοπλισμός είναι απίστευτα ελλιπής.
Τελικά, Παράδο, Κανέσα και Βιζιντίν ξεκινάνε με προμήθειες τριών ημερών προς τα δυτικά. Μετά από τρεις μέρες και μεγάλες δυσκολίες, φτάνουν στην κορυφή του βουνού στα δυτικά.
Όμως, αντί για πράσινες κοιλάδες, από την άλλη πλευρά είδαν κορυφές, βράχια και πάγο.
Εκεί, ο Παράδο πήρε μια απόφαση: θα συνέχιζε να περπατά μέχρι να έβρισκε σωτηρία ή μέχρι να πέθαινε.
Ο Βινζιντίν στάλθηκε πίσω να πληροφορήσει τους υπόλοιπους για την απόφαση αυτή.
Ο Παράδο και ο Κανέσα συνέχισαν την πορεία τους. Μετά από συνολικά δέκα μέρες και πορεία σχεδόν 65 χιλιομέτρων κάτω από απίστευτα αντίξοες συνθήκες, χωρίς γνώσεις, χωρίς εξοπλισμό και χωρίς εκπαίδευση, επιτέλους -αντί για πάγο και χιόνι- είδαν πρασινάδα και λίγο πιο πέρα ένα ποτάμι.
Στην απέναντι όχθη εντοπίζουν έναν άνθρωπο και, παρόλο που δεν μπορούν να περάσουν απέναντι ούτε να ακουστούν λόγω της βουής του ποταμού, επικοινωνούν μέσω ενός κομματιού χαρτιού που τους πέταξε δεμένο σε μια πέτρα ο χωρικός.
Ο χωρικός τους πετά τρόφιμα και φεύγει να φέρει βοήθεια.
Η σωτηρία είχε επιτευχθεί. Στις 21 Δεκεμβρίου 1972, μετά από 70 μέρες επιτέλους η οδύσσεια τους πήρε τέλος.
Τις επόμενες δυο μέρες, ελικόπτερα στάλθηκαν και έσωσαν τους υπόλοιπους.
Λίγο αργότερα, οι επιζήσαντες, θέλοντας να προλάβουν τις εξελίξεις (φοβούμενοι μήπως κατηγορηθούν ότι σκότωναν συντρόφους τους για να τραφούν), έδωσαν συνέντευξη τύπου όπου εξήγησαν τα πάντα, αποκαλύπτοντας την πηγή τροφής τους και ζητώντας συγχώρεση από τις οικογένειες των θυμάτων, την οποία και έλαβαν ομόφωνα.
Ο φριχτός όρκος που είχαν δώσει στην άτρακτο του αεροπλάνου μεταμορφώθηκε.
Κάθε χρόνο, την ημέρα της διάσωσης τους, οι επιζήσαντες συναντώνται με σκοπό να τιμήσουν έτσι την μνήμη των φίλων τους που απλώς δεν είχαν την τύχη που είχαν οι ίδιοι…
Ένα πραγματικά απίστευτο παράδειγμα και πηγή έμπνευσης για το τί είναι ικανό το ανθρώπινο πνεύμα, σε ακραίες συνθήκες, όταν υπάρχει αποφασιστικότητα και θέληση για ζωή.
Η ιστορία τους απέκτησε μεγάλη δημοσιότητα, όπως είναι φυσικό, λόγω της ανθρωποφαγίας στην οποία κατέφυγαν για να επιβιώσουν, αλλά επίσης αποτέλεσε πηγή έμπνευσης με πολλαπλές εκφάνσεις: βιβλία, άρθρα, μουσικά άλμπουμ, ντοκιμαντέρ και ταινίες μεταξύ άλλων…
Αντί επιλόγου, νομίζω ότι αξίζει να καταγραφούν οι σκέψεις των ίδιων των πρωταγωνιστών της ιστορίας:
«Ο μόνος λόγος για τον οποίο προχωρούσαμε μπροστά ήταν επειδή, πολύ απλά, δεν γινόταν να γυρίσουμε πίσω», Νάντο Παράδο.
«Βρήκα νερό, χορτάρι να τραφώ, και τότε συνειδητοποίησα τί απλά πράγματα χρειάζεται ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος και πως εμείς οι άνθρωποι, δυστυχώς απαιτούμε πολλά περισσότερα από όσα χρειαζόμαστε στη ζωή», Ρομπέρτο Κανέσα.
Ο Αλέξανδρος Μανιάτογλου είναι κάτοχος πτυχίων προπονητικής ποδοσφαίρου UEFA A, B, C.