Τα λάθη επαναλαμβάνονται στην ιστορία, όχι μόνο επειδή υπερεκτιμάται η εξέλιξη της νοημοσύνης του ανθρώπου, αλλά γιατί κάποια είναι απλώς αναπόφευκτα.
Όπως αναπόφευκτος είναι και ο χρόνος.
Ο Χαβιέρ Ερνάντες Κρέους ή απλώς Τσάβι, λάθη στην καριέρα του έκανε λίγα και ο χρόνος υπήρξε γενναιόδωρος μαζί του. Όχι επειδή συν τω χρόνω γινόταν καλύτερος, αλλά γιατί με την ασφάλεια της απόστασης και την κατάσταση, στην οποία βρέθηκε μετά από εκείνον ένας ολόκληρος οργανισμός, όπως η Μπαρσελόνα, έγινε αντιληπτό ότι υπήρξε ο σημαντικότερος παίκτης των τελευταίων τριάντα ετών για το ισπανικό ποδόσφαιρο.
Έδωσε ταυτότητα σε ένα ολόκληρο ποδοσφαιρικό κίνημα, ξεπέρασε τα όρια ενός τεράστιου συλλόγου και κατέληξε να μην υπάρχει άλλος πιο επιδραστικός απ’ αυτόν, απλούστατα γιατί κανείς σαν αυτόν δεν κατόρθωσε να εκπροσωπήσει μια τέτοια ποδοσφαιρική ιδέα στο γήπεδο. Είναι ο πιο σημαντικός κι ας έπαιζαν άλλοι καλύτερα.
Όλοι τους κινήθηκαν ή κινούνται στο πλαίσιο, το οποίο δημιουργήθηκε από εκείνον και δεν υπήρχε πριν από εκείνον. Και το μεγαλύτερο παράδοξο έγκειται στο γεγονός ότι ο παίκτης, ο οποίος επηρέασε περισσότερο από κάθε άλλον την ταυτότητα της ομάδας, ήταν ένας παίκτης που δεν θα υπήρχε χωρίς την ομάδα.
Ο Τσάβι εξαρτάτο απόλυτα από την κίνηση των συμπαικτών μπροστά του, διηύθυνε το πιο νευραλγικό υποσύνολο στο χορτάρι με κίνδυνο να κατηγορηθεί και να εκτεθεί μόνον ο ίδιος.
Κατά καιρούς, κατακρίθηκε ως πολύ “οριζόντιος”, ελάχιστα ριψοκίνδυνος, “προβλέψιμος”. Κάποια εποχή, κατά τη διάρκεια της μεγάλης κρίσης στη Μπάρσα επί Ράικαρντ, ειπώθηκε και γράφτηκε κατά κόρον στα καταλανικά και ισπανικά Μέσα ότι επρόκειτο «για το πιο μεγάλο ψέμα στην ιστορία».
Θεωρείτο υπερεκτιμημένος με κύριο επιχείρημα πως όλες οι λαμπρές παραστάσεις του είχαν γραφτεί από άλλους. Η Μπαρσελόνα, άλλωστε, ήταν πάντα η ομάδα του Ροναλντίνιο, του Ντέκο, του Ινιέστα, του Μέσι. Ποτέ δική του. Ο πυρήνας ολόκληρου αυτού του πλαισίου, ωστόσο, υπήρξε ο Τσάβι.
Η ιδέα, η ταυτότητα, η ιδεολογικά επαναλαμβανόμενη φιλοσοφία του παιχνιδιού, είχε ως κλειδί τη δική του ερμηνεία. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής ήταν η ικανότητά να σκέπτεται, πριν παίξει. Είχε ένα συγκεκριμένο ποδόσφαιρο στο μυαλό του, το οποίο δεν μπορούσε και δεν γινόταν να βασίζεται στο ταλέντο ή την ατομική απόδοση. Αυτός ήταν ο βασικός νεωτερισμός του.
Η σκέψη και η ανάλυση του παιχνιδιού, πριν γίνει.
Η ανάγνωση της φάσης, πριν συμβεί.
Η εξέλιξη της επίθεσης, πριν ξεδιπλωθεί.
Η πρόβλεψη της κατάληξης, πριν το εκάστοτε λάθος.
Οι νεωτεριστές μένουν στην ιστορία, οι πιονέροι είναι τα παραδείγματα προς μίμηση. Ο Κρόιφ, ο Σάκι, ο Φέργκιουσον, ο Γκουαρντιόλα, ο Κλοπ. Ασχέτως αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε μαζί τους και με το ποδόσφαιρο, το οποίο λάνσαραν.
Ο Τσάβι επαναπροσδιόρισε τη σημασία της τοποθέτησης και του προβλέπειν, με κύριο και βασικό μέλημα στο μυαλό του την κατοχή της μπάλας. Πιθανότατα, κάποια στιγμή να του είχε γίνει και έμμονη ιδέα, να λάτρευε, όπως και οι Ισπανοί δημοσιογράφοι και σχολιογράφοι, τα απόλυτα ποσοστά κατοχής στην καρτέλα των στατιστικών του αγώνα. Αυτή, όμως, είναι μια πολύ πεζή και εύκολη θεώρηση.
Πριν καν σταματήσει την καριέρα του, σκεπτόταν σαν προπονητής. Στο μυαλό του ήταν πάντοτε ο χώρος, η εκμετάλλευση του κενού χώρου για την ακρίβεια, ως αποτέλεσμα ακόμα και της πίεσης του αντιπάλου.
Το συγκεκριμένο ποδόσφαιρο, της αντεπίθεσης, της κόντρα επίθεσης, του πρέσινγκ πολλαπλών ζωνών, είναι το ποδόσφαιρο που διδάχτηκε κατά κόρον την προηγούμενη δεκαετία. το ποδόσφαιρο, στο οποίο βασίστηκε και εξελίχθηκε η ιδέα των μεσοχώρων και των επαναλαμβανόμενων τριγωνικών σχημάτων.
Το συγκεκριμένο είδος ποδοσφαίρου είτε λατρεύεται είτε απορρίπτεται συλλήβδην. Για τους πολέμιούς του είναι πολύ επιστημονικό, πολύ τακτικό, πολύ κουραστικό, πολύ επαναλαμβανόμενο, ακόμα και απάνθρωπο, επειδή απαιτεί από τους αθλητές τεράστια προσήλωση και σπατάλη φυσικών δυνάμεων.
Σημασία έχει ότι το βασικό αξίωμα της καθολικής κατοχής, αποβάλλει σχεδόν τον αντίπαλο από το γήπεδο, του αφαιρεί το δικαίωμα, όχι να πάρει τη νίκη, αλλά ακόμα και να δημιουργήσει ευκαιρία. Το παιχνίδι παύει να είναι τέτοιο, τα συναισθήματα αναβάλλονται, αναστέλλονται, παγώνουν. Ο συγκεκριμένος εγκεφαλικός χαρακτήρας του παιχνιδιού το μετέτρεπε σε ψυχολογικό βασανιστήριο για τον αντίπαλο, ο οποίος κάποια στιγμή αναγκαζόταν να λυγίσει από την πίεση.
Ο Τσάβι δεν είχε το ταλέντο ή την ικανότητα να πάρει τη μπάλα και να τριπλάρει τρεις και τέσσερεις αντιπάλους. Συνεπώς, έπρεπε να βρει τον τρόπο να εξουθενώσει τον αντίπαλο, να τον εκνευρίσει, να τον κάνει να απελπιστεί.
Έχοντας μεγάλο όπλο στη φαρέτρα το χαμηλό κέντρο βάρους, ο Καταλανός τελειοποίησε την περιστροφική αλλαγή κατεύθυνσης, προστατεύοντας τη μπάλα με το σώμα, και, χρησιμοποιώντας την περιφερειακή του όραση, “άδειαζε” τον αντίπαλο μέσο, οδηγώντας τον σε απόγνωση.
Το είπαν «pelopina» στα καταλανικά, στα ισπανικά είναι η «media vuelta» («η μισή στροφή»). Είναι η παρακαταθήκη του Τσάβι στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, ένας μεγαλοφυής τρόπος αποφυγής του πρέσινγκ με ταυτόχρονο ξεμαρκάρισμα και δημιουργία ενός μικρού χρονοπαραθύρου για άμεσο σχεδιασμό επίθεσης.
Οι ειδικοί λένε πως όλα ήταν επινοήσεις του Κρόιφ. Ο Ολλανδός διείδε στον ποδοσφαιριστή Γκουαρντιόλα τον κύριο εκφραστή της πρώτης ποδοσφαιρικής επανάστασης, τοποθετώντας τον πλέι μέικερ μπροστά από την τριάδα της άμυνας. Κατά συνέπεια, ο Πεπ “καθρέφτισε” στον Τσάβι τον εαυτό του και απλώς εξέλιξε την ιδέα.
Το παιχνίδι θέσεων του Γκουαρντιόλα (και του Φαν Χάαλ, για να μην αδικείται ο έτερος δάσκαλος) απαιτούσε, όμως, και αύξηση των ορίων κατοχής. Τα τρίγωνα έγιναν περισσότερα, η κατοχή έπρεπε να αγγίξει τα επίπεδα του 70%. Η αλλαγή δεν ήταν μόνο ποσοτική, αλλά και άκρως ποιοτική.
Η έμφαση, την οποία προσέδωσε ο Γκουαρντιόλα, επιζητώντας ασφαλή μεταφορά της μπάλας με ταυτόχρονη δημιουργία αριθμητικού πλεονεκτήματος, είχε επιτακτική ανάγκη από έναν φάρο, μια κορυφαία φιγούρα στο κέντρο. Η φιγούρα αυτή μπορούσε να είναι μόνο ο Τσάβι.
Η περίφημη θεωρία των 15 προκαταρκτικών φάσεων πάσας, το κοινώς λεγόμενο «build up», δεν θα ήταν ποτέ τόσο αξιόπιστη, ούτε θα είχε γίνει αντικείμενο αντιγραφής από χιλιάδες προπονητές παγκοσμίως, εάν ο ποδοσφαιριστής που εξέφραζε το πλάνο, δεν ήταν ο Τσάβι.
Εκτός του γεγονότος ότι διέθετε τα πνευματικά κυρίως προσόντα, για να διαδραματίσει τον συγκεκριμένο ρόλο, ο Καταλανός πάνω απ’ όλα πίστευε και ήταν γοητευμένος από το πλάνο, από τον καιρό του Ράικαρντ ακόμα, όταν είχε κληθεί να αλλάξει θέση στο γήπεδο και να επωμιστεί τον ρόλο του μετρονόμου.
Ήταν το μακρινό 2003, πρόεδρος της ομάδας ήταν ο Λαπόρτα, προπονητής ο Ράικαρντ και σημείο αναφοράς της Μπαρσελόνα ο καλύτερος Ροναλντίνιο, τον οποίον είδαμε ποτέ. Η Μπάρσα έξυνε τον πάτο, είχε φτάσει σε σημείο να διασύρεται με 5-1 από τη Μάλαγα, το 4-2-3-1 δεν απέδιδε.
Τον Ιανουάριο καταφθάνει στο Καμπ Νου ο Έντγκαρ Ντάβιντς, η Μπάρσα αλλάζει σε εκείνο το ασύμμετρο 4-3-3 και ο Τσάβι ανεβαίνει κάποια μέτρα πιο μπροστά, έχοντας πια την μπαγκέτα στα χέρια του. Ή καλύτερα στα πόδια του. Μάλλον ακόμα καλύτερα, στο μυαλό του.
Αρχής γενομένης από τη νίκη στο Μπερναμπέου με δικό του υπέροχο γκολ μετά την απίστευτη ασίστ του Ροναλντίνιο, η Μπάρσα αποκτά την απαιτούμενη αυτοπεποίθηση και βάζει τα θεμέλια για τις δυο συνεχόμενες κατακτήσεις της Liga που ακολούθησαν.
Τότε, πρωτοακούσαμε τον όρο «interior de posesiòn» («εσωτερικός μέσος κατοχής»). O πλέι μέικερ δεν ήταν πια ο παίκτης μπροστά από την άμυνα, δεν χρειαζόταν να “χαραμίζεται” μια θέση, για να εφαρμοστεί το πλάνο.
Ως «σέντερ χαφ», όπως έλεγαν οι πολύ παλιοί, έπαιζε πια ένας πιο δυνατός και όχι εγκεφαλικός παίκτης, σίγουρα αμυντικογενής. Στον δεύτερο θριαμβευτικό κύκλο της Μπάρσα, αυτός ο παίκτης ήταν ο Ράφα Μάρκεζ, ο Εντμίλσον, ο προσαρμοσμένος Τουρέ, ο Μπουσκέτς. Κύριο μέλημά τού εκάστοτε ήταν να αποτελεί τη “σπόντα” του Τσάβι, να υποβοηθά στο άτυπο ροτέισον της μπάλας.
Ο Τσάβι σχεδόν πάντα κατέβαινε ορισμένα μέτρα προκειμένου να “ανοίξει” λίγο ο αντίπαλος που έπαιζε πολύ πίσω και άλλαζε δεκάδες πάσες με τη “σπόντα” του. Με αυτόν τον τρόπο, έδινε τον απαιτούμενο χρόνο στους συμπαίκτες του να ανέβουν, διατηρώντας, όμως, τις αποστάσεις και την αρχική διάταξη, η οποία επέτρεπε πάντα την ενδεχόμενη ανάκτηση της μπάλας.
Κάντε εικόνα μια σκακιέρα με τα πιόνια ξαφνικά να ανεβαίνουν μια θέση προς τα μπροστά και αναλογιστείτε πόση πίεση μεταφέρεται στον αντίπαλο από μια τέτοια εξέλιξη. Όταν πια ο αντίπαλος ήταν κλεισμένος στο μισό γήπεδο, αλλά είχε να αντιμετωπίσει σχεδόν όλους τους κατά τεκμήριο ανώτερους τεχνικά παίκτες τής Μπαρσελόνα, ήταν αδύνατον να γλυτώσει.
Αυτή ήταν η ειδοποιός διαφορά και η εξέλιξη, την οποία έφερε ο Γκουαρντιόλα στην ομάδα. Χρησιμοποίησε τον Τσάβι ως πυρήνα, γύρω από τον οποίο κινείτο όλη η υπόλοιπη ομάδα και, εκμεταλλευόμενος την οξυδέρκεια και τη διαύγεια του ποδοσφαιριστή, απέκτησε πλήρη ισορροπία και στο επιθετικό παιχνίδι και τις αμυντικές μεταβάσεις. Μια αλυσίδα με “λουκέτο” τον Τσάβι, μια επιθετική αμυντική γραμμή που κέρδιζε βαθμηδόν μέτρα, μέχρι να πνίξει τον αντίπαλο μέσα στην ίδια του την περιοχή.
Αυτήν την ισορροπία η Μπάρσα δεν την είχε ποτέ. Ούτε με τις “τρελές” ομάδες του Κρόιφ, ούτε με τις καλοκουρδισμένες μηχανές του Φαν Χάαλ. Πάντοτε υπήρχε η αχίλλειος πτέρνα της άμυνας, πάντοτε η ομάδα έμενε εκτεθειμένη και ήταν βορά στην αντεπίθεση του αντιπάλου.
Κι αν ορισμένοι βιάζονται να ισχυριστούν ότι όλη η φιλοσοφία βασίζεται στο σχήμα και την ιδέα και όχι στον κύριο εκφραστή της εντός αγωνιστικού χώρου, η πλήρης αποτυχία του ίδιου του Γκουαρντιόλα να το επαναλάβει στην Μπάγερν και την Σίτυ είναι η πιο αποστομωτική απάντηση! No Xavi – No party!
Ειδικά στην Μπάγερν, ο Γκουαρντιόλα απέτυχε τόσο πολύ και τόσο οικτρά, με αποτέλεσμα η μαγική φόρμουλα να αμφισβητηθεί σε τεράστιο βαθμό, ώστε να του κοστίσει την ίδια τη δουλειά του. Όλο το πλάνο εξελίχθηκε σε μια παρατεταμένη αλλαγή της μπάλας, σε ένα ατέρμονο πάσινγκ γκέιμ, χωρίς απολύτως νόημα.
Ο Τσάβι ήταν τόσο κομβικός, τόσο απαραίτητος για την πραγμάτωση του πλάνου, γεγονός το οποίο δυσκόλευε τον αντίπαλο προπονητή, ώστε να τον απομονώσει, ακόμη και όταν δεν βρισκόταν στην καρδιά της διάταξης ή και όταν δεν ακολουθούσε τη μπάλα. Πολλώ δε, όταν τα χρόνια πέρασαν και το σώμα δεν ακολουθούσε πια τις επιταγές του νου.
Δεν υπήρχε μεγαλύτερη απόδειξη για το πόσο πολύτιμος ήταν στο παιχνίδι της Μπαρσελόνα από τη δυστυχία των ομάδων τού Βιλανόβα, τού Μαρτίνο, τού Λουίς Ενρίκε και τού Βαλβέρδε. Ακόμα και ο παρακμάζων Τσάβι ήταν υπερ-απαραίτητος σε αυτές τις ομάδες.
Τα καλύτερα χρόνια τού Μέσι δεν θα ήταν τόσο εντυπωσιακά, δίχως το μαγικό δίδυμο Τσάβι και Ινιέστα πίσω του. Ναι, ο Τσάβι διέθετε την απίστευτη τύχη να βρει έναν σπουδαίο μέσο, ο οποίος τον συμπλήρωνε απόλυτα.
Δεν μειώνονται τα ανδραγαθήματα τού Μέσι με τη διαπίστωση, ούτε η αξία του Ινιέστα ή του ίδιου του Τσάβι. Αναδεικνύεται η σημασία της εύρυθμης λειτουργίας της ομάδας, η σπουδαιότητα της χημείας μεταξύ των μονάδων, ο σπουδαίος ρόλος της συλλογικής προσπάθειας.
Ομάδα, όπως εκείνη της τριετίας 2009-2011, πολύ δύσκολα θα ξαναδούμε. Με τα μέλη της στο πικ τής απόδοσης και την τέλεια φυσική κατάσταση. Είναι κομμάτι της ζωής και η ακμή και η παρακμή. Ο χρόνος είναι αμείλικτος, ακόμα και με τους καλύτερους. Τα καταστροφικά αποτελέσματα είναι ευδιάκριτα και στην Μπαρσελόνα και την Εθνική Ισπανίας, η οποία εδώ και χρόνια έκλεισε τον κύκλο της.
Δεν βρέθηκε ο επόμενος Τσάβι, απλούστατα διότι δεν μπορεί να υπάρξει τέτοιος. Κι όσο η μνήμη θα παραμένει φρέσκια και οι εικόνες ζωντανές, κανένας δεν θα μπορέσει να παίξει το ρόλο του. Το ποδόσφαιρο από το 2015, όταν ο Τσάβι αποφάσισε να δεχτεί τα πετροδόλαρα του Κατάρ, έπαψε να είναι το ίδιο.
Η τάση ήταν οι μέσοι να απομακρυνθούν από τη μπάλα, αντί να κατεβαίνουν πιο κοντά στην άμυνα, για να την πάρουν και να ξεκινήσει το επιθετικό πλάνο.
Η έννοια του οργανωτή έχει αλλάξει πολλάκις στην ιστορία. Τα παλιά χρόνια το “δεκάρι” ήταν ο απόλυτος σταρ. Αργότερα, έγιναν οι κεντρικοί μέσοι, πιο μετά οι αμυντικοί χαφ.
Πλέον, τείνει να καταργηθεί η έννοια του αμυντικού χαφ, διότι αναζητούνται διαρκώς τρόποι κάθε ποδοσφαιριστής, κάθε μέλος της ενδεκάδας να είναι σε θέση να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις τριών διαφορετικών θέσεων στο ίδιο παιχνίδι. Για να γίνουν αντιληπτά τα μεγέθη, αυτό, το οποίο ζητείται και είναι δυσεύρετο σήμερα (και πληρώνεται με απίθανα ποσά), ο Τσάβι το έκανε από το 2005! Ήταν το κεντρικό σημείο, από το οποίο ξεκινούσαν και εκτείνονταν όλα τα τρίγωνα, το σημείο «Α».
Δεν αναφέρθηκε εσκεμμένα ούτε ένας τίτλος που κατέκτησε, ούτε μια ατομική διάκριση. Κι ας τα έχει κερδίσει όλα, κι ας έσπασε κάθε ρεκόρ. Η σημασία του ποδοσφαιριστή Τσάβι στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο δεν υποβιβάζεται σε αριθμούς και νούμερα. Αυτό, το οποίο έκανε και άφησε πίσω του, είναι πολύ μεγαλύτερο και από την κατάκτηση ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου ή ενός Τσάμπιονς Λιγκ.
Γύρισε πίσω, πήρε τη μπάλα και την πήγε μπροστά. Κι όταν κάποιος μας πηγαίνει μπροστά, είναι ηγέτης και σημείο αναφοράς στην ιστορία.
Αυτήν την ιστορική και συναισθηματική αλληλουχία αναζήτησε η Μπαρσελόνα το Νοέμβριο του 2021 και κίνησε γη και ουρανό για να τον επαναφέρει στον τόπο που μεγαλούργησε. Το πείραμα Κούμαν είχε αποτύχει παταγωδώς, ο Τσάβι είχε προλάβει να δείξει κάποια – ισχνά – δείγματα γραφής ως μάνατζερ στην Αλ Σαντ, αλλά κακά τα ψέματα, η μοίρα του ήταν εξ ορισμού προδιαγεγραμμένη αφ ης στιγμής αποφάσισε να συνεχίσει στο ποδόσφαιρο και ως προπονητής.
Ήταν πολύ δύσκολο μετά από μια εξαετία μακριά από το κουκούλι να αναγνωρίσει το περιβάλλον. Επέστρεψε σε μια κατάσταση πολύ δύσκολη για την ομάδα, τον οργανισμό ολόκληρο. Η συντριπτική πλειοψηφία των ποδοσφαιριστών της Μπάρσα πλέον, δεν αναγνωρίζει τακτικά το ποδόσφαιρο που πρεσβεύει το club, τους μηχανισμούς που ο ίδιος ο Τσάβι είχε αφομοιώσει από τα έντεκά του χρόνια.
Ως ποδοσφαιριστής όλα είναι πιο εύκολα, ο ρόλος του προπονητή, οι απαιτήσεις και η πίεση απείρως πιο υψηλά. Η τροχιά είναι καθοδική, το peak ανήκει πια στο μακρινό παρελθόν. Αυτή η εμμονή στο παρελθόν και στην εξιδανίκευση ενός επιτυχημένου μοντέλου στην εποχή του, είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για ενδεχόμενο εγκλωβισμό του Τσάβι Ερνάντεθ.
Τα επιτεύγματα, οι επιτυχίες, η ιστορία η ίδια είναι και θα βρίσκονται για πάντα εκεί. Όταν δεν μας ικανοποιεί το παρόν, γοητευόμαστε από το παρελθόν. Και ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να χάσουμε το μέλλον.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro