Ο μπαμπάς μου είναι Πόντιος, γεννήθηκε σε ένα χωριό της Καβάλας, τον Κεχρόκαμπο.
Ο παππούς μου είναι από την Τραπεζούντα, η γιαγιά από κάποιο μέρος της παλιάς Σοβιετικής Ένωσης με ποντιακό στοιχείο, μάλιστα ο παππούς, απ΄ ό,τι μου έχει πει ο πατέρας μου, σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της Τραπεζούντας.
Δεν ξέρω εάν η καταγωγή μου έχει επηρεάσει τη φύση μου, αλλά ο χαρακτήρας μου έχει επηρεαστεί καθοριστικά από τον πατέρα μου, το ίνδαλμά μου.
Ήταν οικοδόμος, γυψαδόρος, απλός άνθρωπος, αγωνιστής, πάλευε για την οικογένειά του για τα παιδιά του, δεν μας έλειψε τίποτα.
Μεγάλωσα μαγικά παιδικά χρόνια και έπαιζα πολύ μικρός, γιατί τότε ήταν αλλιώς τα πράγματα.
Αλλά δεν ήμουν και παιδί που ζητούσε, πχ παπούτσια, άλλοι έπαιζαν με τα Nike, εγώ με τα Ζίτα Hellas.
Και το λέω στα παιδιά μου τώρα, ο παίκτης παίζει μπάλα, όχι τα παπούτσια.
Χάσμα γενεών και… προπονητών
Εκείνα τα χρόνια στην καριέρα ενός ποδοσφαιριστή, άρα και στη δική μου, ίσχυαν άλλοι νόμοι, το πρώτο μου επαγγελματικό συμβόλαιο ήταν το 1991, το ’90-’91 έπαιξα ως ημιεπαγγελματίας και στη συνέχεια έπρεπε να μας κάνουν υποχρεωτικά επαγγελματίες με πενταετία, οπότε εγώ έπαιξα ποδόσφαιρο, ενώ ήμουν ήδη Γ’ Λυκείου.
Λέω καμιά φορά στους παίκτες μου επίσης ότι δεν θυμάμαι να ασχολούμουν τόσο πολύ με τον προπονητή μου και να τον αναλύω, όπως γίνεται τώρα, «φταίει, γιατί με έβγαλε και έβαλε άλλον», «πήρε το παιχνίδι, γιατί ακολούθησε την τάδε τακτική».
Στις μέρες μας ασχολούμαστε πάρα πολύ με τους προπονητές, φυσικά και η τεχνογνωσία έχει πάει πολύ μπροστά, αλλά η αλήθεια είναι κάπου στη μέση, υπάρχει άλλη γνώση σε σχέση με τότε, αλλά έχουμε ξεφύγει από το όριο.
Στη δική μου περίπτωση, οι προπονητές μου ήταν άνθρωποι που σφράγισαν την καριέρα μου.
Για παράδειγμα, τον πρώτο προπονητή που σε έβαλε να παίξεις τον θυμάσαι πάντα, εγώ έπαιξα με τον Αντώνη Τζανετουλάκο.
Αλλά, και πριν γίνω επαγγελματίας, γνώρισα πολλούς τεχνικούς, καθώς τότε άλλαζαν πολύ συχνά οι προπονητές και στη Γ’ και στη Β’ Εθνική, στην οποία ήταν τότε η Καλλιθέα.
Αισθανόσουν σεβασμό γι’ αυτούς, ήταν κυρίως άνθρωποι που είχαν παίξει σε μεγάλες ομάδες, πχ ο Αντώνης είχε παίξει στον Ολυμπιακό, ο Στάθης Χάιτας στον μεγάλο Πανιώνιο, ο Χρήστος Ζαντέρογλου επίσης στον Ολυμπιακό, ο Γιώργος Στολίκας το ίδιο.
Με βάση δηλαδή το ποδοσφαιρικό παρελθόν τους, τους αντιμετώπιζες με πολύ μεγάλο σεβασμό.
Ταυτόχρονα όμως, ποιος ήμουν εγώ για να κρίνω κάποιον που ήταν 50 χρόνια στο γήπεδο; Οι σημερινοί παίκτες κρίνουν τους προπονητές τους, ενώ καλά-καλά δεν έχουν παίξει έναν μήνα ποδόσφαιρο.
Τότε τα αποδυτήρια ήταν τακτοποιημένα, υπήρχε πειθαρχία, υπήρχε ο μικρός, υπήρχε ο μεγάλος και οι μικροί ήταν όπως στον στρατό. για παράδειγμα, επειδή παίζαμε σε ξερό γήπεδο και τα παπούτσια λερώνονταν με χώμα, αυτά μετά, όταν έμπαινες να παίξεις, ακόμα και σε προπόνηση, έπρεπε να είναι καθαρά, οπότε τα βάφαμε και πιο συγκεκριμένα έπρεπε οι μικροί να βάφουν τα παπούτσια των μεγαλυτέρων, κάτι όμως που γινόταν με προθυμία, σαν να ήταν μία ιεραρχία που έπρεπε να τηρηθεί.
Στον Ιωνικό, για παράδειγμα, πήγα επί Όλεγκ Μπλαχίν, ο οποίος ξαναήρθε, διότι με αυτόν παίξαμε Τελικό Κυπέλλου Ελλάδος το 2000, και στη συνέχεια ήρθε ο Γιάτσεκ Γκμοχ.
Ο Μπλαχίν είχε διαπρέψει τότε ως Σοβιετικός, άρα οι επιδράσεις από εκείνη τη “σχολή” και την κουλτούρα ήταν μεγάλες.
Τον συνάντησα στα 22 μου, επρόκειτο για έναν άνθρωπο που μπορούσε να θεωρηθεί αυταρχικός.
Τότε στην ομάδα έπαιζαν πολύ καλοί παίκτες που έκαναν και στη συνέχεια καριέρα, όπως και εγώ, αλλά αγωνίζονταν και ποδοσφαιριστές όπως ο Παχατουρίδης, ο Τσιαντάκης, ο Σταματής, ο Γεωργούσης, από ξένους ο Μπρούστερ, ο Αντριόλι, ο Ότιτζι.
Ήμασταν με τέτοιους παίκτες στα αποδυτήρια λοιπόν και η πειθαρχία ήταν το κάτι άλλο!
Αυτά που τώρα βλέπουμε, που οι παίκτες έχουν λόγο, θα πουν την άποψή τους και θα συζητήσει ο προπονητής μαζί τους, δεν ίσχυαν επί Όλεγκ Μπλαχίν, ήταν μια τεράστια προσωπικότητα, δεν μπορούσε κανείς να πει κάτι περισσότερο και, όταν καμιά φορά οι μεγάλοι παίκτες μπορεί και να το έκαναν, ερχόταν σε σύγκρουση μαζί τους.
Σε έναν “διάλογο” δηλαδή η λογική ήταν «εγώ είμαι ο Όλεγκ Μπλαχίν, εσύ ποιος είσαι;»!
Ήταν όμως και ένας τεχνικός που έδινε χώρο στα μικρά παιδιά, στους νεαρούς, του άρεσε να δουλεύει μαζί τους, δεν κολλούσε στα ονόματα, δεν ήθελε να λες πολλά, ήθελε να κάνεις πολλά, ήθελε τον σεβασμό και εκείνος τον απέδιδε, εγώ πχ λέω σήμερα στους παίκτες μου «είστε όλοι ίσοι, αλλά δεν είστε όλοι ίδιοι», ενώ εκείνος μάς έβλεπε όλους και ίσους και ίδιους.
Και στη συνέχεια έρχεται ένας προπονητής τον οποίον έβλεπα στην τηλεόραση και του οποίου την ιστορία και την καριέρα γνώριζα, σε ομάδες όπως η ΑΕΚ, ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός, η καλή Λάρισα από τα παιδικά μου χρόνια, έρχεται ο Γιάτσεκ Γκμοχ, τεράστιο όνομα, ειδικά για τον Ιωνικό.
Επίσης αυστηρός, ωστόσο ο Ιωνικός ήταν μια πολύ ιδιαίτερη ομάδα, δεν ήταν εύκολη η πειθαρχία, έπαιζε καλά, γιατί υπήρχε πολύ μεγάλη ελευθερία, δύσκολο να τη βάλεις σε καλούπι, κάτι που το κατάλαβα κι εγώ και με επηρέασε κι εμένα.
Ήρθε λοιπόν ο Γκμοχ με την πειθαρχία του και σε έναν μήνα στα αποδυτήρια ήταν πανηγύρι, γλεντούσαμε, γέλιο, πλάκες, φάρσες, τι να πω, του ανοίγανε την πόρτα και του πετάγανε δυναμιτάκια μες στο γραφείο, μπαμ μπουμ!
Ήταν πολύ έξυπνος, κατάλαβε πού είχε έρθει, προσαρμόστηκε, ενσωματώθηκε στο κλίμα και ήταν πρώτος μέσα σε αυτό το πανηγύρι!
Από την άλλη, ο Σέρτζιο Μαρκαριάν ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος, κύριος, πολύ σοβαρός, από τους πλέον μοντέρνους προπονητές που συνάντησα στην καριέρα μου, με πολύ μεγάλη έμφαση στην τεχνική και την ποιότητα, ο οποίος προσπαθούσε να πάρει το 100% από τον παίκτη και όχι να τον φοβίσει, δεν ήθελε φοβικούς παίκτες και αυτό φάνηκε και μες στο γήπεδο.
Κάποιοι συμπαίκτες μου τον λοιδορούσαν βέβαια στη διάρκεια της προετοιμασίας, ότι δεν κάναμε τίποτα και ότι θα πέφταμε, τελικά η ομάδα βγήκε στην Ευρώπη και κέρδισε επτά παιχνίδια μετά το 85′.
Στη σχολή Προπονητών που παρακολούθησα, όταν επρόκειτο να πάρουμε το δίπλωμά μας, ακούγαμε την ατάκα «εδώ που ήρθατε πρέπει να σκοτώσετε τον ποδοσφαιριστή, για να γίνετε προπονητές».
Από την πρώτη στιγμή που το άκουσα, με ξένισε, διότι το γεγονός ότι υπήρξα ποδοσφαιριστής, οι εμπειρίες μου, οι σχέσεις που είχα, οι σκέψεις που έκανα, τα συναισθήματά μου, οι κατηγοριοποιήσεις των παικτών, όλα αυτά με βοηθούν σήμερα απίστευτα σε καταστάσεις όπως η διαχείριση των αποδυτηρίων της ομάδας μου ή, βλέποντας πλέον παίκτες, τη συμπεριφορά τους, το πώς αντιδρούν, να καταλαβαίνω αμέσως πού ανήκουν περίπου.
Θεωρώ ότι κάτι τέτοια τα λένε άνθρωποι που δεν έπαιξαν ποδόσφαιρο σε υψηλό επίπεδο, άνθρωποι που είναι περισσότερο θεωρητικοί και δεν έχουν “νιώσει” το ποδόσφαιρο, αντίστοιχα λοιπόν εγώ θα τους έλεγα «ακούστε εσείς που τα διαβάζετε και τα μελετάτε τι έχουμε να πούμε εμείς που τα έχουμε βιώσει».
Δεν έπαιξα ποδόσφαιρο σε μεγάλη ομάδα αλλά σε μια μικρομεσαία, οι γνώσεις δεν ήταν μεγάλες, οπότε αυτό με έκανε κάθε εβδομάδα, όταν παίζαμε με τον Παναθηναϊκό, τον Ολυμπιακό τον ΠΑΟΚ, την ΑΕΚ, τον Άρη, τον καλό Ηρακλή, να σκέφτομαι πώς θα παίξω, ποιος είναι ο αντίπαλός μου, πώς παίζει, τι κάνει καλά.
Επίσης, τότε δεν υπήρχαν βίντεο και αναλύσεις, συστήματα, τεχνικοτακτικές οδηγίες, εξειδικευμένες προσεγγίσεις, υπήρχε μια απλή καθοδήγηση και οι παίκτες προχωρούσαμε περισσότερο με το ταλέντο και τη χημεία της ομάδας.
Αυτό, και ας πλάσω μια λέξη, με έκανε να “προπονητίζω”, την ώρα που έπαιζα, σκεφτόμουν την παραμονή ενός αγώνα πώς θα αντιμετωπίσω τον αντίπαλο, πώς θα γίνω εξυπνότερος, μιλούσα το βράδυ με τους συμπαίκτες μου, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού σκεφτόμουν κι έπαιρνα πρωτοβουλίες.
Και, επειδή, παίζοντας με πολύ καλούς αντιπάλους, τα επτά-οκτώ απ’ τα δέκα παιχνίδια τα χάναμε, ήμασταν μαχητές, σκεφτόμασταν θετικά, παίζαμε θαρραλέα, ήμασταν γενναίοι, καμιά φορά έλεγα στους συμπαίκτες μου «δεν τους βλέπετε; Αυτοί παίζουν στον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ, δεν μπορούν, έχουν πεθάνει, έχουν κουραστεί, μας παρακαλάνε!»
Όλο αυτό λοιπόν ήταν σαν μια μίνι προπονητική διαδρομή και το γεγονός ότι ως παίκτης δεν φοβήθηκα και δεν παραιτήθηκα ποτέ με βοήθησε πάρα πολύ.
Το επόμενο βήμα
Σταμάτησα την καριέρα μου το 2008 στον Αστέρα Τρίπολης και δεν ήθελα να φύγω, ήταν τόσο ωραία εκεί, δεν ήθελα επίσης να παίξω αλλού ποδόσφαιρο, ούτε σε Β’ Εθνική, δεν ήθελα να το ψάξω καν.
Ένιωθα καλά και σκεφτόμουν «καλύτερα να σε θυμούνται με αξιοπρέπεια, χωρίς να έχεις φθαρεί, τότε σε θυμούνται και λίγο περισσότερο», ήταν και η πρώτη χρονιά του Αστέρα Τρίπολης στην Α’ Εθνική, προπονητής ήταν ο κύριος Καρβαλιάλ, ο οποίος φάνηκε ότι δεν με υπολόγιζε μόνο και μόνο λόγω ηλικίας, ήμουν 35, οπότε αποφάσισα να σταματήσω ως ποδοσφαιριστής.
Μάλιστα, με τίμησαν και με ένα φιλικό με την Μπριζ.
Μου πρότειναν εκεί οι άνθρωποι «αν, Σωκράτη, έχεις τη διάθεση να σταματήσεις, μπορείς να συνεχίσεις να εργάζεσαι εδώ, να ξεκινήσεις το επόμενο βήμα σου» και μπήκα αρχικά στο σκάουτινγκ, ξεκίνησα να βλέπω παιδιά για την ομάδα.
Από τη στιγμή που σταμάτησα να αγωνίζομαι, δεν κατέρρευσα, μια μίνι κατάθλιψη βέβαια την πέρασα, έτσι για να επιβεβαιώσω τον κανόνα, εκείνο το καλοκαίρι δεν ήμουν καλά, αλλά, όταν ξεκίνησα να βλέπω παίκτες, συνήλθα και το πέρασα ανώδυνα.
Πλέον, από τη θέση του πάγκου, δεν αγχώνομαι καθόλου, παρά μόνο όσο είμαι εκτός προπόνησης και εκτός αγώνα, στη διαδικασία της προετοιμασίας.
Έχω ένα εσωτερικό άγχος, μέχρι να δημιουργήσω τις σωστές συνθήκες. Όταν τις βρω και πάρω τις αποφάσεις μου, σταματάω να αγχώνομαι, αυτό το μεγάλο που είχα ως παίκτης, γιατί η σωστή προετοιμασία μού δημιουργεί αυτοπεποίθηση, την οποία μεταφέρω με τη σειρά μου και στους παίκτες μου, οπότε στη διάρκεια των παιχνιδιών είμαι ήρεμος.
Είμαι από τους ανθρώπους που λένε «δεν υπάρχει τελειότητα», εξάλλου αυτό είναι και κάτι υποκειμενικό.
Σε ό,τι λοιπόν αφορά σε εμένα, θεωρώ ότι στο παρελθόν δυσκολεύτηκα περισσότερο ώστε να είμαι ένας πολύ καλός και ανταγωνιστικός παίκτης απ’ ό,τι τώρα ώστε να είμαι ένας πολύ καλός προπονητής, έχω πλέον ζήσει τα δύσκολα, την αδικία, την ήττα, να μην ευνοούμαι, έμαθα να παλεύω με όλες τις συνθήκες.
Στην Ελλάδα επίσης υπάρχει ξενομανία και, για να μπει ένας προπονητής στη βιτρίνα του ποδοσφαίρου, για να ξεκινήσει, η αφετηρία είναι πολύ δύσκολη.
Το θέμα είναι, όπως έλεγε και ο Βουτσάς, «να τρουπώσεις», αυτό ήταν το δύσκολο, «να τρουπώσω», οπότε κάποια στιγμή πήρα τα διπλώματά μου, ένιωσα ικανός, δούλεψα με UEFA Pro, όχι με UEFA A και με νοικιασμένο δίπλωμα, και είπα «θα μπω».
Αλλά πού να μπω; Στην Α’ Εθνική δεν γίνεται, μου είπαν οι άνθρωποι από τον Άλιμο να πάω εκεί για λίγο, δεν πολυήθελα, ήταν Β’ Εθνική, αλλά σκέφτηκα «Σωκράτη, πρέπει από κάπου να ξεκινήσεις», εξάλλου έπρεπε να μετρήσω τον εαυτό μου, αν μπορώ, αν έχω τις ικανότητες.
Στον Άλιμο πήρα μια καλή γεύση, κάθισα για πέντε παιχνίδια σε δύσκολες συνθήκες και σε μια ομάδα που υπολειτουργούσε, φέραμε τέσσερεις ισοπαλίες και παίξαμε με τον Απόλλωνα Αθηνών στη Ριζούπολη, χάσαμε 2-0 και την επόμενη ημέρα μού είπαν να λύσουμε το συμβόλαιο, «γιατί είσαι πιο επαγγελματίας από ό,τι είμαστε εμείς».
Προπονητής ένιωσα το 2016 στην Παναχαϊκή, πήγα σε μια μεγάλη ομάδα, έστω και αν είχε πέσει κατηγορία λόγω οικονομικών καταστάσεων.
Σε όποια κατηγορία και αν είναι η Παναχαϊκή, κάτι που το λέω σε φίλους μου νέους προπονητές, όποιος παίκτης ή προπονητής πάει εκεί θα περάσει από το μεγαλύτερο σχολείο πριν την Α’ Εθνική, καθώς η ομάδα έχει κόσμο απαιτητικό, έχει πίεση, έχει το brand name και, αν τα καταφέρεις εκεί, είσαι ικανός.
Το 2016 λοιπόν λόγω των οικονομικών προβλημάτων ανέλαβαν την ομάδα 15 ντόπιοι επιχειρηματίες, με Τεχνικό Διευθυντή τον Κώστα Κατσουράνη.
Έως τότε δεν τον γνώριζα, απλώς παίζαμε αντίπαλοι και τα έφερε έτσι η συγκυρία που έψαχνε έναν προπονητή πιο νέο, διαφορετικό, με τα δικά του στάνταρ, τα περίεργα που έχει ο Κώστας, οπότε με επέλεξε, ήμασταν μαζί από το 2016 έως το 2019, χτίσαμε μια εξαιρετική σχέση, όχι μόνο επαγγελματική αλλά και φιλική, η οποία διατηρείται ακόμη.
Στη συνέχεια, μαζί με τον Κώστα σκεφτόμασταν για έναν ακόμα άνθρωπο στην ομάδα.
Ο Ηλίας Κυριακίδης, όταν πήγαμε στην Παναχαϊκή, έπαιζε ακόμη ποδόσφαιρο στον Ιωνικό, τον βοηθούσε στην Γ’ Εθνική, ήταν συμπαίκτης μου, τον είχα στο δωμάτιό μου, όταν πρωτοήρθε για προετοιμασία, αλλά υπήρξε και συμπαίκτης του Κώστα στην ΑΕΚ, ήταν κοινός γνωστός, ένα εξαιρετικό παιδί, κύριος, είχε τις εμπειρίες, οπότε ήρθε μαζί μας. Μάλιστα στη συνέχεια τον συνάντησα και στην ΑΕΚ.
Έζησα πολύ ωραία πράγματα στην Παναχαϊκή, το 2016-2017 ανεβήκαμε από τη Γ’ στη Β’ Εθνική, την επόμενη χρονιά κάναμε πρωταθλητισμό με Άρη και ΟΦΗ, τρίτοι εμείς, και έναν χρόνο μετά ήμασταν σε θέση μπαράζ.
Η διαδρομή μου δηλαδή εκεί ήταν εξαιρετική και ουσιαστικά τότε ακούστηκε το όνομά μου.
Όταν ανέλαβα την ΑΕΚ Β’, θεώρησα ότι μου γινόταν το μεγαλύτερο δώρο, ένιωσα κολακευμένος, ένιωσα την αναγνώριση, ήταν ένα δώρο από μόνο του αλλά και σημείο καμπής για το επόμενο βήμα της καριέρας μου.
Τεράστιο το brand name, αλλά πίστευα στον εαυτό μου, έλεγα ότι θα πάω μεν σε ένα νέο πρότζεκτ αλλά σε μια κατηγορία την οποία γνωρίζω, θα κάνω “αυτό”, θα δείξω τις ικανότητές μου και, αν τα καταφέρω, αυτό μετά κάπου θα απλωθεί, ποδόσφαιρο είναι.
Ειλικρινά δεν ξέρω ούτε ποιος με πρότεινε στην ΑΕΚ ούτε ποιος με ήθελε εκεί, ένα τηλέφωνο μού έγινε.
Είχε προσληφθεί ο Βασίλης Τσιάρτας, αλλά λόγω των αντιδράσεων από την «Original» δεν προχώρησε η συνεργασία και στη συνέχεια έγινε σε εμένα η πρόταση.
Εικάζω ότι έψαξαν για κάποιον προπονητή νέο που να έχει την εμπειρία στη Super League 2, να έχει δουλέψει με νέα παιδιά, όπως είχε συμβεί στην Παναχαϊκή, ήταν ένα “πακέτο” που θεωρητικά το είχα. Η πρόταση με έκανε πολύ χαρούμενο και ανυπομονούσα να δείξω τη δουλειά μου.
Εξαιρετική η σχέση μου με τον Πρόεδρο, τον Δημήτρη Μελισσανίδη, τον εκτιμώ και τον σέβομαι πολύ, τον σέβομαι διπλά λόγω της κοινής ποντιακής μας καταγωγής, με τίμησε από την πρώτη έως και την τελευταία ημέρα που έφυγα, όπως έκανε και το διάστημα που είχα αναλάβει την Α΄ ομάδα, τρεις μήνες που αποτελούσαν ό,τι μεγαλύτερο είχα κάνει στην καριέρα μου.
Με τον Ματίας Αλμέιδα κάναμε στην αρχή δύο συναντήσεις, ήθελε να ενημερωθεί για τους παίκτες που υπήρχαν στο τέλος εκείνης της σεζόν, μου έκανε μεγάλη εντύπωση, επρόκειτο για έναν άνθρωπο ανοιχτό, με χιούμορ, προσεγγίσιμο, καθόλου σνομπ, ο οποίος ήξερε τι ήθελε να κάνει και τελικά το έκανε.
Θέλει “savoir vivre” η Super League
Όταν πήγα στην Α’ ομάδα της ΑΕΚ ήταν όλα πιο εύκολα, πέρασα και ξόδεψα τα ποδοσφαιρικά μου χρόνια σε τέτοιου είδους αποδυτήρια, οπότε ήταν σαν να επανήλθα στις “εργοστασιακές μου ρυθμίσεις”.
Ένιωσα πολύ οικεία και μου φάνηκαν όλα πιο απλά, διότι πλέον είχα υπό την καθοδήγησή μου ποιοτικούς παίκτες, πολύ πιο επαγγελματίες, και αναγνώριζα απόλυτα το περιβάλλον, το οποίο ήταν πιο κοντινό σε εμένα.
Έως τότε, για να ξεκινήσω την καριέρα μου, έπρεπε εγώ να προσαρμοστώ στη Super League 2. Εκεί άλλοι παίκτες, άλλοι πρόεδροι, άλλοι δημοσιογράφοι, άλλα γήπεδα, άλλοι ατζέντηδες, όλα άλλα. Είναι μια κατηγορία κατώτερου θεού. Είναι ελάχιστες οι ομάδες στην κατηγορία αυτή στις οποίες μπορείς να πας και να νιώσεις ότι είσαι πραγματικά καλά, όπως πχ ο Λεβαδειακός.
Μόλις πήγα στην ΑΕΚ, αισθάνθηκα ωραία, η προπόνηση ήταν γρήγορη, ήταν κατανοητή, οι συμπεριφορές ήταν αλλιώς, θέλει ιδιαίτερο “savoir vivre” στη Super League και, αν δεν το έχεις, είναι πρόβλημα. Εγώ ήμουν ok.
Το μεγαλύτερο μάθημα αφορούσε στην προπόνηση, την τακτική, είναι πολύ εύκολα, όταν έχεις μια ξεκάθαρη άποψη για το πώς θα παίξεις και απλώς διαχειρίζεσαι τον τρόπο που θα βγάλεις την προσωπικότητά σου, το ήθος σου, την ακεραιότητά σου απέναντι σε τεράστιους παίκτες με τεράστιες προσωπικότητες.
Ο κάθε παίκτης είναι διαφορετικός και δεν έχεις κανένα μαγικό ραβδί να αλλάξεις μέσα σε τρεις μήνες, όσο δηλαδή έμεινα εγώ στην ΑΕΚ, τα πάντα.
Με τους παίκτες που συνεργαστήκαμε εγώ και ο Ηλίας Κυριακίδης είχαμε μια ξεκάθαρη σχέση και μέχρι το τέλος της χρονιάς ακολουθήσαμε μια σταθερή πολιτική απέναντι σε όλους, με το δεδομένο φυσικά ότι η ΑΕΚ είναι πάνω απ’ όλους και απ’ όλα.
Το ότι κάποιες φορές τυχαίνει να αλλάξεις κάτι ή να κάνεις κάτι στους τρεις μήνες, ναι, σου προσδίδει.
Έτυχε πχ να βάλουμε τον Λιβάι Γκαρσία σέντερ φορ και με τα προσόντα του απογείωσε τη θέση του φορ στην ΑΕΚ.
Επίσης, κάτι που δεν είναι πολύ γνωστό, πολύ σημαντικό όμως για εμένα, είναι το γεγονός ότι, επειδή κι ο Ηλίας Κυριακίδης έπαιζε στη θέση του αμυντικού χαφ, καθοδηγήσαμε τον Σιμάνσκι προς τα εκεί, πράγμα που (μας) το αναγνώρισε κι ο ίδιος και χαιρόμαστε που το εξέφρασε.
Όσοι θυμούνται προηγουμένως τον Σιμάνσκι, τόσο μαζί μας αλλά και αργότερα με τον κύριο Αλμέιδα, επρόκειτο για έναν παίκτη που οι οπαδοί της ΑΕΚ αλλά και ο ποδοσφαιρικός κύκλος δεν ήξεραν αν είναι “6άρι”, “8άρι”, αν παίζει επιθετικό χαφ, αν παίζει ψηλά, χαμηλά, ήταν συγκεχυμένη η θέση του.
Με τον Ηλία λοιπόν του δώσαμε τις βασικές αρχές και οδηγίες για να αγωνίζεται ως “6άρι”, πέντε πράγματα που συζητήσαμε και μέσω αυτών καθοδηγήθηκε τα ένιωσε και τα έκανε πάρα πολύ καλά, δεν του αλλάξαμε θέση, απλώς συζητήσαμε πώς πρέπει να παίζει στη θέση αυτή.
Με τον Ηλία είχαμε στα πλέι οφ 13 παίκτες, οι αλλαγές μας ήταν περιορισμένες λόγω αριθμού, ποιότητας αλλά και θέλησης που (δεν) έδειχναν κάποιοι, παρόλ’ αυτά χαίρομαι πάρα πολύ σήμερα, γιατί βλέπω ότι εκείνοι στους οποίους στηριχτήκαμε ήταν εν τέλει και αυτοί που έμειναν και συνέχισαν να παίζουν, ενώ και όσοι απέτυχαν τότε πέτυχαν στη συνέχεια, κάτι που αποτελεί ένα καλό μάθημα για όλους μας.
Ένας προπονητής που έχει υπάρξει στην οικογένεια της ΑΕΚ, που πήρε πράγματα από αυτήν και βλέπει την ομάδα στην οποία εργάστηκε να διακρίνεται χαίρεται πολύ, έτσι κι εγώ με το Νταμπλ της σεζόν 2022-2023, μάλιστα χάρηκα διπλά για τη διοίκηση, για τους παίκτες, για τον προπονητή της.
Αν μου τύχαινε μια καλή ευκαιρία στο εξωτερικό, θα πήγαινα.
Ακόμα και στη Βουλγαρία, αν και μπορεί να επικριθεί από κάποιους, γιατί θεωρούμε ότι η Βουλγαρία είναι ποδοσφαιρικά υποδεέστερη από εμάς, αλλά ίσα-ίσα εκεί έχει τέσσερεις-πέντε ομάδες πολύ καλές.
Κάτι πήγε να γίνει, βρέθηκα στους επικρατέστερους σε μια λίστα, τελικά δεν έγινε, αλλά, ναι, θα πήγαινα, ήταν και Α’ Εθνική και καλή ομάδα.
Εξάλλου, το εξωτερικό είναι μια πρόκληση, μια εμπειρία και μια καλή παρακαταθήκη για να επιστρέψεις πίσω.
Μετά την ΑΕΚ, σκέφτηκα πως ό,τι έχω κάνει το έχω καταφέρει με την προσπάθεια και τη δουλειά μου, φυσικά και με έχουν βοηθήσει άνθρωποι, δεν γίνεται αλλιώς, αλλά, αν δεν κουνήσεις κι εσύ το δάχτυλό σου, δεν θα σε βοηθήσει κανείς ποτέ.
Το εργαλείο μου για να κάνω βήμα-βήμα το κάτι παραπάνω λοιπόν είναι η ίδια η δουλειά μου, πώς να παραγάγω έργο, σε όλες τις εργασίες συμβαίνει αυτό, πρέπει να παραγάγεις έργο, από όπου κι αν βρίσκεσαι, απ’ τα χαμηλά για να προχωρήσεις ψηλότερα, από εκεί ακόμα ψηλότερα, το ίδιο ξανά, ώσπου κάποια στιγμή να μπορείς να χτυπήσεις μια μεγάλη πόρτα, έχοντας πλέον πίσω σου προϋπηρεσία.
Μετά την ΑΕΚ λοιπόν, είπα «θα περιμένω, έφτασα εδώ, έχω κάνει αυτά που έχω κάνει, τώρα πρέπει να κάνω μια καλή επιλογή», η οποία για μένα θα μπορούσε να είναι μια ομάδα Super League από τη μέση και κάτω ή μια ομάδα της Super League 2 που θα πρωταγωνιστεί με στόχο την άνοδο.
Τελικά ήμουν πολύ τυχερός!
Πριν καταλήξω, είχα κάνει μια προεργασία για τις ομάδες της Super League 2 που πιθανώς θα μπορούσα να αναλάβω, αναφέρομαι στα φαβορί για άνοδο, πχ τον Λεβαδειακό, τη Λάρισα, την Καλλιθέα, τα Χανιά, την Καλαμάτα, τις παρακολουθούσα, προφανώς δεν θα πήγαινα σε όλες αυτές αλλά, αν μου τύχαινε, σε μια- δυο.
Ο Λεβαδειακός όμως ήταν η πρώτη που είχα στο μυαλό μου και το μεγαλύτερο φαβορί για άνοδο.
Κι αυτά, λόγω της στιβαρής και με γνώση διοίκησης, λόγω του πλούσιου ρόστερ, λόγω της εμπειρίας από Super League που διαθέτει η ίδια η ομάδα.
Είμαι ευτυχισμένος λοιπόν που μου έτυχε ο Λεβαδειακός!
Κι εκεί, έχοντας πια την εμπειρία και την ωριμότητα τόσων χρόνων, έχοντας κάνει και τα λάθη μου, ήμουν πλέον έτοιμος 100% για να κάνω αυτό που κλήθηκα να κάνω.
Τελικά δεν έφυγα από τις “εργοστασιακές ρυθμίσεις” στις οποίες βρέθηκα στην Α΄ ομάδα της ΑΕΚ, μπήκα στα αποδυτήρια με πολλούς και καλούς παίκτες, με ένα ρόστερ που κατά 70% ήταν το ρόστερ της Super League 2022-2023 με λίγες προσθήκες, προετοιμασμένο, έτοιμο για να επανέλθει, ουσιαστικά δηλαδή συνεργάζομαι με παίκτες της Super League στη Super League 2.
Έπρεπε να περάσουν κάποιοι μήνες υπομονής και προσαρμογής, να πάρεις το Πρωτάθλημα και να επανέλθεις.
Κοιτάζω τους παίκτες μου στα μάτια με εμπιστοσύνη, θαυμασμό και πίστη. Αν με κοιτάζουν κι εκείνοι όπως εγώ, είμαστε καλά. Τους πιστεύω, τους το λέω, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι πιστεύουν εκείνοι τους εαυτούς τους. Φυσικά, πιστεύω και στην ίδια την ομάδα!
Όσο γίνεται, προετοιμάζομαι και για σενάρια δύσκολα, πράγματα που συναντάμε, ακούμε ή διαβάζουμε τα καταγράφω και λέω «αν μου συμβεί αυτό, τι θα κάνω», προσπαθώ να είμαι προετοιμασμένος και να έχω έναν μπούσουλα, ώστε να αντεπεξέλθω σε κάτι που μπορεί να συμβεί.
Όλες αυτές οι επιδράσεις έχουν γίνει πλέον μέρος μου και τις εκμεταλλεύομαι, ώστε να αντιμετωπίσω οτιδήποτε τύχει με φυσικότητα.
Δεν ενθουσιάζομαι, καταφέρνω κάτι και αμέσως σκέφτομαι το επόμενο βήμα, προφανώς ικανοποιούμαι, όταν ικανοποιηθούν η ομάδα, οι παίκτες, η διοίκηση, αλλά αμέσως σβήνω και ξεκινούν οι σκέψεις και η προετοιμασία για τον επόμενο στόχο, δεν είναι ότι είμαι ανικανοποίητος, απλώς νιώθω τόσο μεγάλη υπευθυνότητα που νιώθω ότι δεν πρέπει να αφήσω την ομάδα να αρκεστεί σε κάτι και να επαναπαυθεί.
Ταυτόχρονα, έχω πολλές απαιτήσεις και από τον εαυτό μου, ανεξάρτητα δηλαδή από το αποτέλεσμα ενός αγώνα θα βρω να πω «δεν έκανα αυτό και αυτό καλά».
Νομίζω ότι είμαι καλύτερος ως προπονητής παρά ως παίκτης, σίγουρα πάντως με ό,τι καταπιάνομαι το κάνω πάντα με πολλή αγάπη, με πολύ μεράκι, με πολύ πάθος και… όπου με πάει, εγώ τουλάχιστον το προσπαθώ.
Άλλωστε, δεν μπορούμε να γραφτούμε όλοι με λαμπρά γράμματα στα βιβλία του ποδοσφαίρου, θα ήταν βαρετό!
Θέλω λοιπόν να περνάω όμορφα, να απολαμβάνω τη ζωή, να κάνω ό,τι μου αρέσει περισσότερο, ώστε να νιώθω χαρούμενος και ολοκληρωμένος, γιατί έτσι θα είναι χαρούμενοι και οι γύρω μου.
Ο Σωκράτης Οφρυδόπουλος είναι προπονητής ποδοσφαίρου.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: