Η Île de la Cité (το Νησί της Πόλης) είναι η μια από τις δυο φυσικές νησίδες του Σηκουάνα, στην καρδιά του Παρισιού.
Εκεί, στο κέντρο της αρχαίας ρωμαϊκής Λουτετίας, υψώνεται επιβλητικά ο μητροπολιτικός ναός της γαλλικής πρωτεύουσας, ένα από τα πιο ξακουστά αρχιτεκτονικά μνημεία οξυκόρυφου ρυθμού της ανθρωπότητας.
Είναι η περίφημη Notre-Dame, η Παναγία των Παρισίων.
Στο ομώνυμο δραματούργημα του Ουγκώ, ο αρχιδιάκονος Κλοντ Φρολλό βρήκε στο πλατύσκαλο της εκκλησίας παρατημένο ένα τερατόμορφο βρέφος που αποφάσισε να περισυλλέξει και να φροντίσει σαν παιδί του.
Μεγαλώνοντας, το παιδί έγινε το τέρας του μοναστηριού, έμαθε να ζει με τη χλεύη, τα περίεργα και τρομαγμένα βλέμματα, την απόκοσμη συμπεριφορά των γύρω του.
Η απάντηση του παιδιού, το οποίο φώναζαν «Κουασιμόδο», ήταν η σιωπή και το γοερό του κλάμα στις γωνίες που δεν μπορούσαν να το δουν ούτε οι πιστοί ούτε οι μοναχοί.
Έγινε ο κωδωνοκρούστης της Παναγίας των Παρισίων, ο άνθρωπος που χτυπούσε την καμπάνα του ναού.
Η απομόνωση επέφερε και τη βεβαιότητα πως ό,τι καταφέρνουμε στη ζωή μας είναι προϊόν μιας διαρκούς μάχης, πάνω απ’ όλα εσωτερικής και με τον ίδιο μας τον εαυτό.
Ο Φρανκ Ανρί Πιέρ Ριμπερί από πολύ μικρός άκουγε τους περισσότερους γύρω του να τον αποκαλούν «Κουασιμόδο».
Τον πλήγωνε πολύ, αργότερα αντιλήφθηκε πόσο τον βοήθησε για να διοχετεύσει όλη τη συσσωρευμένη οργή σε εκείνο που έκανε καλύτερα απ’ όλα τα παιδιά στο Chemin Vert της Βουλώνης, στο ποδόσφαιρο.
Χωρίς τις τεράστιες ουλές, δίχως τις εκατό χαρακιές στο πρόσωπο, θα ήταν ένα ακόμα σχεδόν φυσιολογικό παιδί που ήρθε από το ghetto.
Δεν θα είχε χτίσει έναν τόσο ισχυρό χαρακτήρα, δεν θα είχε το πείσμα, τη θέληση, την υπερηφάνεια γι’ αυτά που κυνήγησε και εν τέλει πέτυχε στη ζωή του.
Πολλές φορές προσπαθεί να γυρίσει το χρόνο πολύ πίσω, προσπαθεί να βρει έναν μαγικό τρόπο και να θυμηθεί τις στιγμές που καθόρισαν το υπόλοιπο της ζωής του.
Παρά το γεγονός ότι και στην πρώιμη παιδική ηλικία οι μνήμες αποθηκεύονται, ως ενήλικες αδυνατούμε να τις ανακαλέσουμε, συνήθως επειδή πρόκειται για μνήμες που καταστέλλονται σε ασυνείδητο επίπεδο.
Όσο κι αν φαντάζει απίστευτο όμως, όλα είναι για πάντα κάπου κρυμμένα στο μυαλό μας, υπάρχουν και ασκούν επιρροή επάνω μας ασυνείδητα.
Εγκαταλελειμμένος από τους φυσικούς του γονείς, ενώ ήταν ακόμη μωρό, ο Ριμπερί υιοθετήθηκε από ένα ζευγάρι, το οποίο εξ αρχής προσπάθησε να του μεταφέρει την αγάπη που οι γεννήτορές του σκόπιμα επέλεξαν να μην του δώσουν.
Ο Φρανσουά και η Μαρί Ριμπερί ήταν δυο πολύ απλοί άνθρωποι, ένας χτίστης και μια παραμάνα, που ζούσαν στην πιο λαϊκή από τις συνοικίες του ούτως ή άλλως προλεταριακού λιμανιού της Βουλώνης.
Σαν άλλοι Φρολλό, ο Φρανσουά και η Μαρί περισυνέλλεξαν το βρέφος, το φρόντισαν και το αγάπησαν σαν να ήταν δικό τους παιδί.
Παρά τη δέσμευση και την ατέλειωτη φροντίδα, οι νέοι γονείς κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν πολύ γρήγορα ένα γεγονός που σημάδεψε τη ζωή τους και πολύ περισσότερο τη ζωή του μικρού Φρανκ.
Λίγο μετά τη συμπλήρωση των πρώτων δυο ετών της ζωής του, ήρθε το παρ’ ολίγον μοιραίο τροχαίο.
Ο Φρανκ έχει προσπαθήσει πολλές φορές να θυμηθεί τα δευτερόλεπτα της σύγκρουσης με το φορτηγό, τη στιγμή που εκσφενδονίστηκε από το πίσω κάθισμα και διαπέρασε το παρμπρίζ του αυτοκινήτου.
Το παιδί σώθηκε από την έγκαιρη επέμβαση των γιατρών, το μείζον ήταν να ζήσει, να είναι λειτουργικό, να μην έχει πειραχτεί ο εγκέφαλός του.
Έραψαν εκατό φορές το κεφάλι του, σε σημείο εμφανές και περαιτέρω μη χειρουργήσιμο. Όταν ανένηψε, η πληγή είχε κλείσει. Αυτό που δεν μπορούσε να φανταστεί και να λογαριάσει τότε ήταν μια άλλη πληγή, εκείνη που τον ακολούθησε στο υπόλοιπο της ζωής του. Ο πόνος που ένιωθε από τα βλέμματα και τα λόγια των γύρω του.
Ο Φρανκ έμαθε να ζει με τον πόνο, κατάλαβε ότι η εικόνα ενός ανθρώπου μπορεί να επιφέρει και έλλειψη σεβασμού, να κλείσει πόρτες, να προδιαγράψει το μέλλον.
Οι πιο βαθιές χαρακιές δεν μένουν ποτέ στο πρόσωπο ή στο σώμα, είναι εκείνες που χαράζονται στην ψυχή.
Πολλά, πάρα πολλά γεγονότα από τη μετέπειτα διαδρομή και πορεία του Ριμπερί εξηγούνται από αυτές τις χαρακιές.
Αλλόκοτες συμπεριφορές, έκνομες ενέργειες, η ροπή στην παραβατικότητα, η εμμονή με πράγματα και καταστάσεις που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με έναν ποδοσφαιριστή.
Πολλώ δε με έναν σταρ που έβγαλε εκατομμύρια και απέκτησε φήμη και δόξα.
Η βύθισή του σε μια κατάσταση έξω από κάθε πλαίσιο τον μετέτρεψε ουσιαστικά σε παρθένο στο ποδοσφαιρικό και αθλητικό περιβάλλον. Και, όπως διδάσκει ο Ρολάν Μπαρτ, το παρθένο είναι το δυνατό επ’ άπειρον.
Ο Φρανκ γεννήθηκε το 1983, τη χρονιά του «Scarface», της αριστουργηματικής ταινίας που σκηνοθέτησε ο Μπράιαν ντε Πάλμα και πρωταγωνίστησε ο Αλ Πατσίνο, ενσαρκώνοντας έναν από τους πιο pop χαρακτήρες όλων των εποχών, τον Τόνι Μοντάνα. Ο Ριμπερί είναι σημαδεμένος εξ ορισμού, το αναπόφευκτο ψευδώνυμο τού δόθηκε από την ίδια του τη μοίρα.
Στην παιδική του ηλικία ήταν ένα περιφρονημένο τέρας, ένα παιδί που τρόμαζε τα άλλα, με μια ψυχοσύνθεση υποχρεωμένη μονίμως να μειονεκτεί.
Μέχρι που κλώτσησε την μπάλα στους απροστάτευτους δρόμους του Pas de Calais, μιας περιοχής μαγικού ρεαλισμού, παρεξηγημένων ηρώων, πολύτιμων τρελών.
Ήταν καλός, πάνω απ’ όλα ήταν πολύ γρήγορος. Η ταχύτητα έγινε και το κύριο χαρακτηριστικό του παιχνιδιού του, το τεχνικό γνώρισμα που εξηγεί καλύτερα απ’ όλα την εξέλιξη της καριέρας του.
Δεν πρόκειται για ταχύτητα με τη φυσική έννοια της σχέσης μεταξύ του χώρου και του χρόνου που χρειάζεται να διανύσει αλλά για ταχύτητα σχετική με την ικανότητα της δράσης σε ένα ερέθισμα που οδηγεί σε αντίδραση, παρόλο που δεν ακολουθεί λογικές γραμμές.
Είχε διαφανεί πόσο “αλλόκοτος” είναι από τα πρώτα του βήματα ως ποδοσφαιριστής στην Ουνιόν Σπορτίφ Κοτ ντ’ Οπάλ, την ομάδα της γειτονιάς του.
Είχε από πολύ μικρός “κάτι”, αλλά δεν στέριωνε πουθενά. Κάποτε το έσκασε από την προπόνηση για να πάει να βοηθήσει τον πατέρα του στην οικοδομή, χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν. Ατίθασος, περήφανος, από εκείνα τα παιδιά που ήταν “δύσκολο να τα καταλάβεις”.
Στα 13 του δοκιμάστηκε στη Λιλ, εντάχθηκε στις ακαδημίες της, σε δυόμισι χρόνια όμως τον επέστρεψαν στη Βουλώνη. Η αιτιολογία ήταν πως επρόκειτο για “δύσκολο” χαρακτήρα. Όταν ενηλικιώθηκε, ταξίδεψε στο Αλές, έπαιξε έναν χρόνο στην τοπική Ολιμπίκ, αλλά και πάλι περίσσευε.
Άργησε πολύ να πείσει ειδικούς και μη ο Ριμπερί. Δεν ήταν το “υλικό για Χρυσή Μπάλα” που έγινε αργότερα.
Για να γίνουν αντιληπτά τα μεγέθη, το 2004, όταν στα 21 του γιόρταζε τον προβιβασμό στη Ligue 2 με τη Μπρεστ, μικρότεροί του, όπως ο Μέσι και ο Ρονάλντο, επιδείκνυαν ήδη τίτλους Πρωταθλητή και κατακτήσεις Champions League.
Λίγα χρόνια αργότερα θα βρισκόταν δίπλα τους στην τελετή για τον καλύτερο ποδοσφαιριστή της χρονιάς σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ούτε ο ίδιος περίμενε την έκρηξη της καριέρας του. Δεν είχε κλείσει έξι μήνες στη Μετζ και σε επίπεδο πρώτης κατηγορίας, όταν τον εμπιστεύθηκε η «Γαλατά».
Ποδοσφαιρικά ήταν “κάτι σαν 10άρι”, στην πραγματικότητα ήταν ο κινητήριος μοχλός κάθε επιθετικού ελιγμού της ομάδας, αλλά με όρους μιας άτακτης επίθεσης Ινδιάνων σε western.
Οι Τούρκοι ήταν οι πρώτοι που τον κατάλαβαν γι’ αυτό που είναι και, επειδή την υπερβολή τη λατρεύουν, ήταν εκείνοι που τον βάπτισαν «Ferrari-bery» και τον σύστησαν στο ευρύ κοινό. Όλα έκτοτε πήραν το δρόμο τους.
Η μεταγραφή στη Μαρσέιγ έφερε και την αναγνώριση εντός Γαλλίας, την παραδοχή από την πατρίδα του που πάντοτε επιζητούσε, κι ας μην το ομολογούσε μέχρι τότε. Στη Μασσαλία ήρθε και η πρώτη κλήση από την Εθνική ομάδα, η πρώτη γνωριμία και με το διεθνές επίπεδο.
Ήρθαμε αντιμέτωποι με ένα “ωμό” ποδόσφαιρο, με ό,τι κοντινότερο στο ποδόσφαιρο του δρόμου.
Βρεθήκαμε ενώπιον ενός σειριακού ντριμπλέρ, μπροστά σε ένα ακούραστο εκκρεμές που ταλαντεύεται και υπνωτίζει τους αντίπαλους αμυντικούς, που πρώτα επιβραδύνει, χαϊδεύοντας τη μπάλα με τη σόλα, και μετά εκρήγνυται και καταπίνει το χώρο σε ασύλληπτες ταχύτητες.
Για τον Ριμπερί, η σύγκρουση με τον αντίπαλο είναι πρόκληση, σκοπός, ηδονή. Δεν θέλει απλώς να τον περάσει, θέλει να τον ευτελίσει με κώδικες του δρόμου, σε λογικές αλάνας.
Το ποδόσφαιρο, όταν συνδυάζεται με την αλάνα, 9/10 φορές είναι τρόπον τινά παιδαγωγικά αντιδεολογικό.
Ο Ριμπερί, ακριβώς επειδή προέρχεται από συγκεκριμένο περιβάλλον, έχει απορροφήσει ασυνείδητα μόνον τις θετικές πτυχές αυτού του συνδυασμού. Στο δρόμο έμαθε την πίστη, την αποφασιστικότητα, την παραγωγική “αλητεία”.
Θα περίμενε κανείς ότι τη Μασσαλία και την «ΟΜ» δεν θα τις άφηνε ποτέ, ακριβώς λόγω των πολλών κοινών γνωρισμάτων με το χαρακτήρα και τις καταβολές του.
Σίγουρα δεν θα στοιχημάτιζε πάντως ο οποιοσδήποτε ότι θα επέλεγε την πιο τετράγωνη ομάδα στην πιο τετράγωνη χώρα του κόσμου για να συνεχίσει την καριέρα του.
Το 2007 στα 24, ηλικία της καθιέρωσης και της οικονομικής αποκατάστασης, ο Ριμπερί κόντρα στο ρεύμα και σε κάθε λογική υπέγραψε στην Μπάγερν Μονάχου.
Φτάνει στη Βαυαρία ως ένας ποδοσφαιριστής που τα παίρνει όλα στην πλάκα. Ο Ριμπερί που στήνεται σε βιτρίνες υποδυόμενος την κούκλα και φοβίζει περαστικούς.
Ο Ριμπερί που μπαίνει στο Vélodrome οδηγώντας τη μηχανή του γκαζόν και χαιρετάει το πέταλο. Ένας γελωτοποιός πολυτελείας. Δεν πτοείται ούτε μπροστά σε ατσαλάκωτες και φοβιστικές φιγούρες όπως ο Όλιβερ Καν.
Στα ιερά αποδυτήρια της Μπάγερν ρίχνει έναν κουβά στο κεφάλι του θηριώδους τερματοφύλακα, αλλάζει το παιδάκι που τον συνοδεύει στην είσοδο του αγώνα με τον Τόμας Μούλερ, επειδή «φαίνεται κοντός» δίπλα στο δικό του.
Οι Γερμανοί τον βρίσκουν φολκλόρ, δεν υποκρίνονται ότι τον καταλαβαίνουν, αλλά συνθηκολογούν.
«Είναι σαλτιμπάγκος αλλά χαριτωμένος», είπε ο Φραντς Μπεκενμπάουερ. Και συμπλήρωσε ότι η μεταγραφή του Ριμπερί για την Μπάγερν ήταν σαν να βρέθηκε στο παντελόνι το χαμένο τυχερό δελτίο του τζόκερ. Σημειωτέον ότι είχε κοστίσει στη Μπάγερν 25 εκατ. ευρώ.
Έμεινε 11 χρόνια στο Μόναχο. Δεν μπορώ να θυμηθώ άλλον ξένο επιθετικό με τόσα χρόνια καριέρας πρώτης γραμμής στη Μπάγερν.
Προσαρμόστηκε, δούλεψε και πρόσφερε και με τον Χίτσφελντ και με τον Φαν Χάαλ και με τον Χάινκες και με τον Γκουαρντιόλα και με τον Αντσελότι. Με όλους.
Βρήκε στον τρόπο παιχνιδιού του Ρόμπεν τον ιδανικό συμπαίκτη, στο πρόσωπο του Αλάμπα τον ιδανικό φίλο.
Σήκωσε όποια κούπα μπορούσε να κατακτηθεί. Πρωταθλήματα, Κύπελλα, League Cup, Super Cup, το πολυπόθητο Champions League το 2013, το Διηπειρωτικό την ίδια χρονιά.
Τα πήρε όλα και το ευχαριστιόταν, με “γεμάτες” σεζόν, πολλά γκολ, αξέχαστες στιγμές τόσο στο χόρτο όσο και έξω απ’ αυτό.
Στους δρόμους του Μονάχου δέσποζε για πολύ καιρό μια αφίσα του: «Bayern hat wieder einen könig», «Η Μπάγερν έχει και πάλι έναν βασιλιά».
Ο Ριμπερί σαν άλλος Λουδοβίκος της Βαυαρίας, πατώντας μια μπάλα και με σκήπτρο ένα σημαιάκι του κόρνερ, να σφίγγει τη γροθιά και να κραυγάζει τη νίκη.
Στον μοναδικό τόπο που δεν περίμενε κανείς να δοξαστεί, εκεί τα κατάφερε ο Ριμπερί!
Όταν πέρασε χαμογελαστός την πύλη του Φόρουμ Γκριμάλντι στο Μόντε Κάρλο για να παραλάβει το βραβείο του καλύτερου ποδοσφαιριστή της χρονιάς το 2013, ήταν πιο χαμογελαστός από ποτέ.
Κι ας μην έχει το πιο ωραίο χαμόγελο, κι ας αρνείται πεισματικά να φτιάξει τα δόντια του από σεβασμό στον πατέρα του που δεν είχε λεφτά να πάει στον οδοντίατρο.
Τον είχαν ψηφίσει 36 από τους 53 εκλέκτορες. Οι υπόλοιποι 13 είχαν ψηφίσει τον Μέσι και μόνο τέσσερεις τον Κριστιάνο Ρονάλντο.
Ο προφήτης από το Ροζάριο ήταν στην αίθουσα και σηκώθηκε όρθιος να τον χειροκροτήσει, ο Κριστιάνο δεν παρέστη στην τελετή.
Στην πιο ευτυχισμένη στιγμή της καριέρας του είχε δίπλα του τον μοναδικό μόνιμο πυλώνα της ζωής του, την αλγερινής καταγωγής σύζυγό του, Ουαϊμπά Μπελχαμί.
Σταθερά και στήριγμά του από τα δύσκολα χρόνια της περίπλοκης εφηβείας και του bullying. Κοινές καταβολές, κοινές παραστάσεις.
Έγινε Μουσουλμάνος για χάρη της γυναίκας του, άλλαξε όνομα, για το Ισλάμ είναι ο «Μπιλάλ Γιουσούφ Μοχάμεντ».
Η αγάπη της Ουαϊμπά ήταν το γιατρικό για να ξεπεραστεί το σκάνδαλο της απιστίας που έγινε μέχρι και βιβλίο στη Γαλλία. «Το κρυμμένο πρόσωπο του Φρανκ Ριμπερί», best seller των δημοσιογράφων-συγγραφέων Ματιέ Σικ και Ζιλ Βερντέζ. Μια ροζ ιστορία σκοτεινή, γεμάτη όνειδος σε κάθε πτυχή της.
Η γυναίκα του ήταν εκεί για εκείνον και τον στήριξε. Πάντα τον στήριζε. Ήταν η μόνη που κατανόησε και την αλλόκοτη απόφασή του να μην σταματήσει το ποδόσφαιρο το 2019, σε ηλικία 36 ετών.
Η Μπάγερν δεν του ανανέωσε το συμβόλαιο, ο Φρανκ ήταν βέβαιος ότι είχε ακόμη παραγωγικά χρόνια ποδοσφαίρου στα πόδια του.
Η αντιφατική του προσωπικότητα δεν του επέτρεψε να πάρει τη σωστή απόφαση και να αποχωρήσει στο απόγειο της δόξας του, στην ομάδα που μεγαλούργησε.
Υπέγραψε στη Φιορεντίνα, πήγε στην Ιταλία, για να αποδείξει ότι ακόμη μπορεί. Είχε δίκιο. Και στο απαιτητικό Πρωτάθλημα της Serie A ο Ριμπερί έκανε τη διαφορά.
Μπορεί να μην ήταν πια ο πυραυλοκίνητος πλάγιος επιθετικός της Μπάγερν και της Εθνικής Γαλλίας του Μουντιάλ του 2006, αλλά και η ταχύτητα και το ταμπεραμέντο ήταν παρόντα.
Του αρέσει η Φλωρεντία, το πάθος που αναβλύζει η πόλη, του θύμισε τη Μασσαλία, τον ξαναγύρισε πίσω.
Άλλωστε, αυτό κυνηγάει πάντα ενδόμυχα, να γυρίζει πίσω.
Μόνο που τώρα δεν έχει να θυμάται μόνο πόνο και άσχημες, κακές στιγμές.
Γιατί η μνήμη εν τέλει δεν είναι ποτέ ανόθευτη.
Κάθε ανάμνηση χρωματίζεται πάντα από τη ζωή που ζήσαμε μετά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Το φως του Άριεν Ρόμπεν
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro