Ρίο Τερσέρο, Κόρδοβα. Εκεί όπου οι άνθρωποι δεν γίνονται ήρωες, παρά μόνον όταν δεν έχουν άλλη επιλογή.
Τόπος δύσκολος, άνθρωποι στριφνοί αλλά καθαροί, σταράτοι. Εκεί μεγάλωσε ένα από τα εκλεκτά μέλη της χρυσής γενιάς των Αργεντινών, ο λιγότερο προβεβλημένος απ’ όλους, εκείνος που δοξάστηκε στα στερνά του, όταν το ποτάμι είχε στερέψει και δεν διέλυε ορμητικά τα πάντα στο διάβα του.
Τζινόμπιλι, Σκόλα, Ομπέρτο, Νοσιόνι, Ντελφίνο κι αυτός. Ο Πάμπλο Πριχιόνι.
Ο πιο ταπεινός απ’ όλους, με “παράσημα” το ξεκίνημα από τον τόπο του, πιο μετά τη στάση στην πρωτεύουσα, αργότερα τη βόλτα από τη Μπελγκράνο και τους Όμπρας Σανιτάριας. Βήμα-βήμα, σκαλί-σκαλί, με ατέλειωτη υπομονή και απίθανη αυτοδιάθεση.
Περίμενε μέχρι τα 35, επέμενε να κυνηγάει το όνειρο, όταν οι υπόλοιποι το είχαν εκπληρώσει.
Ανώνυμος μεταξύ αγνώστων στην Endesa League (η Β’ κατηγορία της Ισπανίας) με την Φουενλαμπράδα, μετά στο Αλικάντε, στα 25 για πρώτη φορά στο “μπάσκετ που μετράει”, στην ACB. “Μέτριο” τον λόγιζαν, τον ξεχώριζαν για την ψυχή του, την εμμονή του να αναδεικνύει τους συμπαίκτες του και να κρατάει τον εαυτό του στη σκιά. Ένας play maker “μετρονόμος”, με ολίγη από άγνοια κινδύνου, δίχως ψήγματα ατομισμού.
Επικουρικός του Λουίς Σκόλα, ως τέτοιος μεταγράφηκε στη Μπασκόνια, στη χώρα των Βάσκων, όπου στο τέλος της διαδρομής διαφάνηκε ότι τον κατάλαβαν περισσότερο από οπουδήποτε αλλού. Έξι σεζόν, τίτλοι, αναγνώριση, συναισθηματισμός. Στη Βιτόρια πέτυχε τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της καριέρας του, εκεί ξεπέρασε τις προσδοκίες.
Η Ρεάλ αργότερα ήταν απλώς το επιστέγασμα του μεγαλείου, η παραδοχή ότι ο κόσμος του μπάσκετ έκανε λάθος που τον κρατούσε μακριά απ’ τα φώτα.
Όταν επέστρεψε στη Βιτόρια, άπαντες στοιχημάτιζαν ότι κλείνει την καριέρα στην ομάδα όπου δοξάστηκε, ότι γύρισε για τη θαλπωρή των πιστών του, την ατμόσφαιρα των αποδυτηρίων, το leadership και την παράδοση της σκυτάλης στους νεότερους.
Πόσο λίγο τον ξέραμε τον Πριχιόνι, πόσο λάθος κρίθηκε;
Όταν τον κάλεσαν οι Νικς ήταν πατημένα 35. Ο γηραιότερος rookie στην ιστορία του ΝΒΑ, ο μοναδικός “βετεράνος” που τόλμησε στη δύση της καριέρας του να περάσει τον Ατλαντικό.
Για να γίνουν αντιληπτά τα μεγέθη, ο προηγούμενος ήταν ο ξεχασμένος Μπεν Γκολντφάντεν το μακρινό 1946, ο οποίος έκανε το ντεμπούτο του στο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου με τους Ουάσινγκτον Καπιτόλς σε ηλικία 33 ετών.
Έκανε δικό του και το Garden, το πιο ιστορικό και το πιο απαιτητικό κλειστό στις ΗΠΑ. Τρεις τίμιες σεζόν, τρεις χρονιές λάτιν παραστάσεων στο «Μεγάλο Μήλο», πάντοτε με γνώμονα το καλό της ομάδας.
Κομψός, τόσο κομψός που στη Νέα Υόρκη τον περνούσαν για Ιταλό. Ήταν και το επώνυμο, «Πριτζιόνι» τον αποκαλούσαν οι Αμερικανοί, θεωρώντας ότι κατάγεται από κάποιο γραφικό χωριό της Καλαβρίας.
Τους ανάγκασε να τον “ψάξουν”, να ασχοληθούν ενδελεχώς μαζί του, να αναζητήσουν αίτιο και αιτιατό, όχι μόνο του εξαίσιου ταλέντου τού να αναπτύσσει το παιχνίδι του στο παρκέ αλλά της ίδιας της διαδρομής του, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που τον αναγόρευσαν σε έναν από τους σπουδαιότερους Αργεντινούς αθλητές του σήμερα.
Όλοι απορούσαν γιατί επέλεξε να δοκιμάσει στα στερνά του, όλοι προσπαθούσαν να αναλογιστούν την πορεία του, εάν είχε τολμήσει νωρίτερα. Το έχουν με τα “what if” οι Αμερικανοί, τρελαίνονται να χαράσσουν παράλληλες πραγματικότητες και να ξαναγράφουν την ιστορία.
Ο Πριχιόνι κάθε φορά που τον ρωτούσαν «γιατί», χαμογελούσε και προέτασσε τη γηραιά σοφία του. «Δεν με επηρέασε τόσο πολύ που ήρθα αργά στο ΝΒΑ, γιατί έφτασα γέρος. Δεν εξεπλάγην με τίποτα, γιατί ήξερα από πού ερχόμουν και ήξερα τι θα έβρισκα».
Το ίδιο αισθανόταν, όταν ξεκίνησε το μπάσκετ στο Club 9 de Julio στο Ρίο Τερσέρο, στο «Τρίτο Ποτάμι», όταν ήταν μόλις πέντε ετών. Το ίδιο στα 17, όταν πήγε στο Ραμάγιο στο Μπουένος Άιρες, το ίδιο σε όλους τους σταθμούς της καριέρας του.
Παντρεύτηκε νέος, απέκτησε παιδιά νέος, τη ζωή του την “τακτοποίησε” νέος. Αξιολόγησε το μπάσκετ ως δεύτερη προτεραιότητα, προτίμησε την οικογενειακή γαλήνη σε σχέση με τα χρήματα και την εφήμερη δόξα. Θα μπορούσε πολύ νωρίτερα να μπαρκάρει στην Ισπανία. Ίδια γλώσσα, πάνω-κάτω ίδια ήθη, εύκολη προσαρμογή.
Κι εδώ έξω απ’ το κουτί ο Πάμπλο, κι εδώ η έγνοιά του ήταν η Εθνική και το κοινό καλό που θα ενίσχυε το δικό του. Γαντζωμένος στην πατρίδα, εξαρτημένος από τη χημεία με τη χρυσή γενιά. Πιο πολύ με τον Σκόλα, ένα τοτέμ του αργεντίνικου μπάσκετ που επίσης λατρέψαμε στα στερνά του.
Ο Πριχιόνι είναι ίσως ο τελευταίος μεγάλος που δεν έκοψε δρόμο, πιο σωστά ο τελευταίος που επέλεξε να μην κόψει δρόμο. Όλα τα παιδιά σήμερα, όλοι οι αθλητές της πιο γρήγορης εποχής μέχρι την επόμενη, τα θέλουν όλα αμέσως. Τώρα ή ποτέ. Ο Πριχιόνι τα ήθελε στο χρόνο τους, στη στιγμή που θα ήταν και ο ίδιος έτοιμος να τα απολαύσει. Με τον δικό του τρόπο, τους δικούς του κανόνες, τη δική του θεώρηση.
Το ΝΒΑ ήταν απλώς η κορωνίδα, το ανομολόγητο όνειρο από τότε που ξεκίνησε να χτυπάει τη μπάλα. Ήταν υπέροχος στο ΝΒΑ. Ηγετικός, ψύχραιμος, καλός σουτέρ, άψογος πασέρ, ο καλύτερος βοηθητικός που θα μπορούσαν να έχουν ποτέ οι συμπαίκτες του.
Τεράστιο προτέρημα η ομαδικότητα, ακόμα μεγαλύτερο η τάση να μην κρύβεται, να “βγαίνει μπροστά”. Στην πραγματικότητα το δικό του δεν ήταν ποτέ “άλμα”. Οι φίλοι του, οι κολλητοί του από την Εθνική είχαν ήδη δοκιμάσει και είχε απομυθοποιήσει το “μαγικό κόσμο” που φανταζόμαστε όλοι μας.
Σκόλα, Νοσιόνι, ο ίδιος ο Μανού Τζινόμπιλι επέμεναν ότι το μυστικό είναι στην αντίληψη και τις λεπτομέρειες.
Κι όταν έφτασε ο Πριχιόνι στη Νέα Υόρκη, δεν εντυπωσιάστηκε από τίποτα. Σκεφτόταν το παρόν, ζούσε τις στιγμές, παρέμενε σταθερός στο κέντρο του. Συγκέντρωση, αναψηλάφηση των αγώνων, επεξήγηση της ήττας. Μια ψύχραιμη φωνή, ένα καθαρό μυαλό σε πολύ δύσκολα αποδυτήρια. Και στη Νέα Υόρκη και στο Χιούστον και στο Λος Άντζελες.
Σωστά, γιατί ο Πριχιόνι στα 38 (!) συνέχισε στους Ρόκετς και στα 39 στους Κλίπερς. Σε υψηλό επίπεδο, με μοναδικό στόχο να βοηθήσει την ομάδα να σπάσει τον τοίχο των δυνατοτήτων της. «Η σκέψη πρέπει να σταματά στο αύριο. Εάν ξωκείλει πιο πέρα, χάνεται, πνίγεται στο άγχος».
Η φιλοσοφία τού “σκαλί-σκαλί” εφαρμοσμένη στο “αγώνα με τον αγώνα”. Με τους Νικς κατέκτησε τη χαρά της συμμετοχής στην post season μετά από μια ολόκληρη δεκαετία. Η Νέα Υόρκη ξαναζωντάνεψε, έγινε πάλι σημαντική στο “ξεχασμένο” από τους βιαστικούς κατοίκους της μπάσκετ.
Κατηγορήθηκε ότι επελέγη για να ενισχυθεί το απαραίτητο λάτιν στοιχείο, προκειμένου να προσελκύσει ομοεθνείς τους ή/και ισπανόφωνους στην “αγορά”. Ανοησίες. Δεν είναι όλα μάρκετιγγκ στο σύγχρονο αθλητισμό, δεν είναι τα πάντα “λεφτά”.
Το μυαλό και το σώμα του δεν ήταν ανταγωνιστικά για το επίπεδο που έμπλεκε, επέμεναν οι ειδικοί. Τους διέψευσε, παραμένοντας στο υψηλότερο επίπεδο επί μακρόν, διδάσκοντας ότι το μπάσκετ είναι ψυχή, θέληση και κέφι. «Τόσα πολλά απείρως καλά πράγματα, τα οποία καλύπτουν εντελώς τις κακές στιγμές που περνάς σε αυτό το άθλημα». Θετική σκέψη παντού, η φωτεινή πλευρά σε κάθε έκφανση του μπάσκετ και της ζωής της ίδιας.
Μόνο για το γεγονός ότι δεν ήταν στην ομάδα του 2004 στενοχωριέται. Έλειπε στην Αθήνα, δεν πρόλαβε να κεντήσει το Χρυσό στο πέτο του. Ήταν στο Χάλκινο του Πεκίνου τέσσερα χρόνια αργότερα, συμμετείχε με την παλιοπαρέα στη συγκινητική τέταρτη θέση στο Λονδίνο το 2012. Τι παραμύθι εκείνη η Αργεντινή… Εφάμιλλο της ποδοσφαιρικής των καιρών του Κέμπες και του Μαραντόνα, η απτή απόδειξη ότι την ιστορία τη γράφουν οι παρέες, όπως επιμένει ο Σαββόπουλος.
Έκλεισε τον κύκλο στην Εθνική λίγο πριν τους Αγώνες στο Ρίο, σε συλλογικό επίπεδο χαιρέτισε τους πιστούς του πατημένα 40, στο γήπεδο που αγάπησε περισσότερο απ’ όλα τα υπόλοιπα, στο Pabellón Araba που οι νέοι μάθανε ως Fernando Buesa.
Με τίτλο «Ήρθε η ώρα», εξηγεί ότι ποτέ δεν ονειρευόταν την ημέρα που θα έπρεπε να ανακοινώσει ότι θα σταματήσει να παίζει μπάσκετ και παραδέχτηκε ότι δεν ξέρει ποιος είναι ο ιδανικός τρόπος για να αποχωρήσει κάποιος από ένα άθλημα που υπηρέτησε σχεδόν για μια ολόκληρη ζωή. Του το επέβαλαν το κεφάλι και το σώμα του όμως, οι μονάκριβοί του σύμβουλοι σε όλη του την καριέρα.
Αποσύρθηκε με ένα τραγούδι, «todo concluye al fin», «όλα οδηγούν στο τέλος».
Αποχώρησε ήρεμος, όντας βέβαιος πως πάντα έκανε το καλύτερο δυνατό και για τον εαυτό του και για τους άλλους. Απ’ όλες τις ομάδες που πέρασε έκανε κι άφησε, αν όχι μονάχα φίλους, ανθρώπους που αναγνώρισαν τη σημασία του μεγαλείου του.
Ξεχωριστά συναισθήματα ασφαλώς είχε για τη Μπασκόνια, τη μοναδική ομάδα στην οποία ήθελε να έχει δώσει περισσότερα. «Στιγμή», έτσι κατονόμασε το τέλος από την ενεργό δράση. Χάιδεψε το κεφάλι των παιδιών του, τα φίλησε και εξήρε την κατανόηση και την υπομονή τους για όλες τις στιγμές που δεν πέρασε μαζί τους.
Σαν αληθινός στρατηγός αποχώρησε και σαν αληθινός στρατηγός συνεχίζει ως προπονητής. Ήταν νομοτελειακό, σε όλη του την καριέρα υπήρξε προπονητής μέσα στο παρκέ, σε όλη του την καριέρα διεύθυνε τη μπριγάδα πίσω από την κουίντα.
Δεν είχε επιλογή. Έτσι συμβαίνει με τους ήρωες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Λουίς Σκόλα: Το πιο σπάνιο είδος της πάμπας
Adios Muchacho (Μανού Τζινόμπιλι)
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro