Θα μπορούσα να είμαι ποδοσφαιριστής. Ο αθλητισμός έχει κοινά χαρακτηριστικά και, αφού είχα καλά στοιχεία ως αθλητής του στίβου, θα μπορούσα να παίξω και καλό ποδόσφαιρο.
Δεν ξέρω σε ποιο επίπεδο, αλλά σίγουρα θα μπορούσα να παίξω.
Και αυτό που πολλές φορές σε κάνει και ξεχωρίζεις είναι η προσήλωση και η αγάπη που έχεις για ένα πράγμα και το πόσο το κυνηγάς.
Εγώ είμαι και ένα τέτοιος χαρακτήρας, καθώς με ό,τι ασχολούμαι το κάνω όσο καλύτερα γίνεται, συνεπώς πιστεύω ότι θα ήμουν ένας καλός ποδοσφαιριστής.
Αν και είχα πολύ καλό σπριντ, όπως ήταν φυσικό, εγώ ήθελα να παίξω δεξί μπακ, αυτή η θέση μού άρεσε πάντα και σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να αποδώσω εκεί πολύ καλά.
Αλλά, αν ήταν να διαλέξω, και πάλι στίβο θα έκανα.
Μικρός, όσο έπαιζα ποδόσφαιρο, είχαν παρατηρήσει ότι ήμουν πολύ γρήγορος και μου το έλεγαν. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον αποφάσισα κι εγώ να πάω να κάνω αγώνες.
Αλλά ήταν και μεγάλη η αγάπη μου για το τρέξιμο, γιατί από μικρός, ενώ τα άλλα παιδιά μπορούσαν να βγουν έξω να κάνουν οτιδήποτε, να παίξουν με οποιονδήποτε τρόπο, εγώ διάλεγα πάντα να κάνω σπριντ ή να κάνω ανηφόρες ή να κάνω προπόνηση τρεξίματος.
Ξέρω, ήταν παράξενο για παιδί, αλλά εμένα μου άρεσε αυτό το πράγμα.
Ίσως είχα και την πεποίθηση ότι το να τρέχω θα με βοηθούσε να κάνω καλύτερα τα σπορ μου.
Όπως και να ‘χει ήταν ένα τρόπος για να εκτονώνομαι.
Η αγάπη μου για την ΑΕΚ ήταν μεγάλη και παραμένει μεγάλη.
Οι φίλαθλοι της ΑΕΚ με αγαπούσαν πολύ, απ’ όταν έκανα στίβο και ήμουν Πρωταθλητής. Με αποκαλούσαν «Ντέμη του στίβου».
Ήμουν από τα παιδιά που έδειχναν την αγάπη τους στην ομάδα, και μέσω του στίβου τότε, και μου είχε βγει αυτό το παρατσούκλι για ένα διάστημα.
Και ως αθλητής στίβου ήθελα να αγωνιστώ για την ΑΕΚ και τελικά στα 28 μου κατάφερα να πάρω μεταγραφή από την Παναχαϊκή.
Τότε οι μεταγραφές δεν ήταν κάτι τόσο εύκολο όσο είναι τώρα, φεύγαμε πιο δύσκολα από την παλιά μας ομάδα και μόνο από μια ηλικία και μετά.
Και, μόλις μπόρεσα να φύγω, πήγα στην Ένωση.
Θυμάμαι, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αθήνας το 1997, όπου είχα τερματίσει πέμπτος στα 200 μ., είχε σηκωθεί πανό από την Original για εμένα. θυμάμαι πολύ έντονα εκείνην την στιγμή.
Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ, τρομερό συναίσθημα, ήταν το ό,τι ένιωσα σε όλη τη διαδικασία, το ταξίδι που είναι πιο ωραίο από τον προορισμό…
Εκείνην την χρονιά, το 1997, ήταν η χρονιά όπου είχα προετοιμαστεί πάρα πολύ καλά, σε όλους έλεγα ότι «εγώ θα μπω Τελικό σε αυτό το Παγκόσμιο», μου απαντούσαν «καλά τώρα… σε σπριντ δεν έχει μπει ποτέ λευκός σε Τελικό, δεν είναι δυνατόν να προκριθείς, πες μας κάτι άλλο» και εγώ επέμενα ότι «θα μπω στον Τελικό»!
Και αυτό που μου έμεινε βαθιά χαραγμένο είναι ότι την στιγμή του Τελικού είχε πάρα πολύ κόσμο και εγώ κοιτούσα συνέχεια στο έδαφος για να είμαι συγκεντρωμένος.
Αν έκανα ότι σήκωνα το κεφάλι και κοιτούσα προς την κερκίδα, λες και ήταν και τα 80.000 μάτια επάνω μου. Γινόταν πανικός και φώναζαν σαν τρελοί, ήταν ένα απίστευτο συναίσθημα και δεν θα το ξεχάσω ποτέ, δεν θα ξεχάσω αυτήν την αγάπη του κόσμου και αυτήν την παρότρυνση για να τρέξω.
Νιώθω τυχερός που μπόρεσα και έζησα αυτό το συναίσθημα.
Και πριν τον αγώνα αλλά και γενικά, ο αθλητής επικαλείται την βοήθεια του Θεού ή καταφεύγει σε γούρια.
Και την προσευχή μου έκανα συχνά και παρακαλούσα τον Θεό να μπορέσω να πάω καλά.
Όλα αυτά υπάρχουν στον αθλητισμό.
Άλλη μεγάλη ανάμνηση ήταν στον Τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος στο Παρίσι το 1994, όπου βρεθήκαμε τρεις Έλληνες κι εγώ κατέκτησα το Χάλκινο μετάλλιο.
Πολύ ωραία στιγμή…
Μαζί μου στις άλλες διαδρομές ήταν ο Ευγένιος Παπαδόπουλος και ο Γιάννης Ναυπλιώτης.
Ήμασταν μια φουρνιά παιδιών των οποίων η άμιλλα και ο συναγωνισμός μάς βοήθησε να κάνουμε επιδόσεις και επιτυχίες.
Και σε εκείνο το Ευρωπαϊκό ήταν αυτή η ευτυχής συγκυρία να καταφέρουμε τρεις Έλληνες να μπούμε στον Τελικό. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα. Και κατάφερα να πάρω εγώ το μετάλλιο και η χαρά μου ήταν απίστευτη.
Αφού τότε με τον προπονητή μου, τον Θόδωρο Γκάτζιο, γυρίσαμε το βράδυ όλο το Παρίσι, δεν υπήρχε ώρα για ύπνο, πήγαμε σε εστιατόρια, κάναμε βόλτες, παντού-παντού!
Η μια μεγάλη διάκριση ήταν στο Παγκόσμιο, η άλλη στο Πανευρωπαϊκό.
Βέβαια, το βάθρο είναι μεγάλη υπόθεση. Πόσο μάλιστα για μένα, έναν Έλληνα σπρίντερ που μπόρεσε και φόρεσε το Χάλκινο μετάλλιο εκείνη την εποχή.
Είναι σαν να ανοίγαμε τον δρόμο, μετά τη Βούλα Πατουλίδου, καθώς εκείνον τον καιρό άρχισαν οι επιτυχίες και άλλων παιδιών.
Ήταν λοιπόν μεγάλη επιβράβευση της προσπάθειάς μου.
Ήταν πολύ ωραία περίοδος αυτή που έζησα στον πρωταθλητισμό.
Τα πράγματα τότε ήταν λίγο πιο ρομαντικά, πιο “ερασιτεχνικά” αλλά και λίγο πιο δύσκολα.
Τα παιδιά ήμασταν σίγουρα πολύ πιο κοντά ο ένας στον άλλον, μέναμε όλοι μαζί στο Ολυμπιακό Στάδιο, ήμασταν σαν παρέα, αλληλοϋποστηριζόμασταν και μέσα από τις κουβέντες και την καθημερινή προσπάθειά μας υπήρχε εξέλιξη.
Το βάσανο εκείνης της εποχής ήταν ότι έπρεπε να τα συνδυάσω όλα, σπουδές και πρωταθλητισμό, και υπήρχε τότε και οικονομικό πρόβλημα.
Εγώ έζησα και τα «πέτρινα» χρόνια του στίβου και τα καλά.
Ήρθε η “άνοιξη”, άρχισαν να υπάρχουν σπόνσορες, στράφηκαν τα φώτα προς εμάς και ίσως -και- λόγω αυτής της ενίσχυσης να ήρθαν και οι πολλές επιτυχίες στον στίβο, μετάλλια και διακρίσεις.
Ποτέ πάντως ο προπονητικός κύκλος τη καριέρας μου δεν υπερκάλυψε τον αγωνιστικό.
Καταρχήν, την προπονητική την άρχισα, γιατί αγαπούσα τόσο πολύ τον αθλητισμό.
Δεν μπορούσα να κάνω άλλο πρωταθλητισμό και ήθελα να είμαι κοντά στον χώρο.
Και το ίδιο κίνητρο, την ίδια λογική που είχα ως αθλητής, να προσπαθώ να είμαι από τους καλύτερους στον κόσμο και να πηγαίνω σε αγώνες με τους καλύτερους αθλητές, προσπαθούσα να το εκφράσω και πάλι, αυτήν την φορά μέσα από τους αθλητές μου.
Ήθελα να μπορέσω να έχω αθλητές οι οποίοι θα διακριθούν και θα περιληφθούν μεταξύ των καλυτέρων στον κόσμο.
Επίσης, όπως ήθελα να μου φέρεται εμένα ο προπονητής μου, με τον ίδιον τρόπο προσπαθούσα να φέρομαι και εγώ στους δικούς μου αθλητές.
Να είμαι κοντά τους και να έχω την ενέργεια, την όρεξη και τις γνώσεις για να τους τις μεταφέρω.
Στην αρχή τους ζήλευα (με την καλή έννοια) και ήταν σαν να ήμουν εγώ στον αγώνα, άκουγα το «μπαμ» και υπήρχε ένα σκίρτημα, πράγμα που κράτησε για πολλά χρόνια.
Κι αυτό, γιατί ήμουν πάντα ανταγωνιστικός.
Έκαναν βάρη και πήγαινα και έκανα μαζί τους, προσπαθούσα να τους δείξω, «κοιτάξτε εγώ πώς το κάνω, εγώ το κάνω καλύτερα»!
Βέβαια, σκεφτόμουν μετά ότι αυτό δεν ήταν μια σωστή διαδικασία.
Τα πρώτα χρόνια μάλιστα που ήμουν προπονητής συνέχιζα τους αγώνες σκυταλοδρομίας 4×100 με την ΑΕΚ, μέχρι που ο ΣΕΓΑΣ έβγαλε έναν κανονισμό ότι απαγορεύεται να είσαι Ομοσπονδιακός και να κάνεις και αγώνες. Αυτό συνέβη λόγω της δικής μου περίπτωσης, οπότε και σταμάτησα.
Μου έλεγε ο συγχωρεμένος ο Σταματόπουλος «βρε Γιώργο, δεν γίνεται να συνεχίσεις να κατεβαίνεις σε αγώνες και να κερδίζεις και τους αθλητές σου, γι’ αυτό και πρέπει να το σταματήσεις»!
Παλιά, περασμένα-ξεχασμένα, είχα μια κόντρα με τον Γιάννη Ιωαννίδη, προπονητή τότε του Ολυμπιακού, για το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας.
Κι ο ίδιος κοιτούσε να κάνει την δουλειά του όσο το δυνατόν καλύτερα, αλλά και εμείς τότε δεν είχαμε άλλο στάδιο να κάνουμε προπόνηση.
Μας έλεγε «βγείτε έξω» και του είπα μια μέρα εγώ «πού να πάμε, να φύγουμε από το Στάδιο που είναι το σπίτι μας; Το Στάδιο εδώ είναι για όλους τους αθλητές και εμείς θα μείνουμε εδώ».
Δεν φεύγαμε με τίποτα, ειδικά εκείνη την μέρα που έγινε η φασαρία δεν βγαίναμε, δεν υπήρχε περίπτωση να φύγουμε. Μείναμε, κάναμε προπόνηση και μετά τα λέγαμε.
Την θυμάμαι την ιστορία σαν τώρα. Κάναμε ήδη προπόνηση και μπήκε ο Ολυμπιακός να προπονηθεί κι αυτός. Ήρθε κάποιος και μας είπε να βγούμε έξω, εμείς δεν βγήκαμε, ήρθε ο Ιωαννίδης, μας το είπε ξανά και τότε έγινε η “μανούρα”.
Όλα βέβαια πέρασαν, όλα καλά.
Ο μεγάλος σταθμός της καριέρας μου ήταν η Φανή Χαλκιά.
Μιλάμε συνέχεια ακόμα και τώρα, τουλάχιστον τρεις-τέσσερεις φορές την εβδομάδα.
Την ημέρα του Τελικού των 400μ. με εμπόδια στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, είχα πολύ άγχος και μάλιστα είχα πει τότε ότι μετά από αυτό δεν θα ξαναέχω ποτέ…
Βέβαια το άγχος πάντα συνεχίζει να υπάρχει, όταν έχεις άλλους αθλητές και στοχεύεις σε άλλες διακρίσεις, αυτό δεν σταματάει.
Η Φανή ήταν τέτοιο παιδί που σου ενέπνεε σιγουριά. Ok, είχες ένα άγχος, αλλά στο πίσω μέρος του μυαλού σου είχες τη σιγουριά και την ησυχία ότι όλα θα πάνε καλά, γιατί μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη σε αυτήν την αθλήτρια. Ακόμα και ο τρόπος που μιλούσε, ακόμα και ο τρόπος που συζητούσαμε για την κούρσα και τον αγώνα με καθησύχαζε.
Αυτό που προσπαθούσαμε ήταν να μην το βλέπουμε ως τον Τελικό των Ολυμπιακών Αγώνων.
Λέγαμε ότι είναι ένας αγώνας σαν τον οποιονδήποτε και κάναμε τα πράγματα όπως τα κάναμε κάθε μέρα στην προπόνηση.
Δηλαδή η Φανή είχε το λαστιχάκι για τα μαλλιά στα χέρια της, έκανε το ζέσταμα που έκανε κανονικά για να πάμε να κάνουμε μια προπόνηση σε έναν μικρό αγώνα και είχαμε αποβάλει ότι πάμε να κάνουμε αγώνα για τους Ολυμπιακούς στην χώρα μας μπροστά σε χιλιάδες κόσμο.
Το είχαμε στο μυαλό μας ότι πηγαίνουμε να κάνουμε αυτό που κάνουμε καθημερινά.
Και το ‘χαμε καταφέρει τελικά.
Ήταν πολύ μεγάλη και πολύ δυνατή στιγμή για εμένα η στιγμή της Φανής.
Ήμουν πολύ τυχερός ως αθλητής που μετείχε σε ένα Παγκόσμιο Πρωτάθλημα μπροστά σε τόσο πολύ κόσμο και ήταν ένα παρόμοιο συναίσθημα που αθλητής μου κέρδισε Ολυμπιακούς Αγώνες στη χώρα μου.
Είμαι τυχερός που έζησα δυο τόσο μεγάλα γεγονότα στην Ελλάδα, με τους συμπατριώτες μου, με όλον αυτόν τον κόσμο.
Σταθμός στη ζωή μου είναι και η συνεργασία με τη Μαρία Σάκκαρη, την οποία έχω αναλάβει από μικρό παιδάκι ως fitness coach.
Έβλεπα γενικά ότι υπήρχε ένα κενό στους αθλητές του τένις, ότι πολλά παιδιά έχουν το ταλέντο και δεν αναπτύσσουν το αθλητικό κομμάτι όσο θα έπρεπε, ίσως για λόγους τεμπελιάς ή ιδιοσυγκρασίας.
Από την αρχή, όταν την ανέλαβα, είδα ότι ήταν μια πολύ καλή αθλήτρια και πίστευα ότι όσο καλύτερη αθλήτρια είναι τόσο καλύτερο τένις θα παίξει. Ότι θα μπορέσει να ενισχύσει αυτό το κομμάτι της εκγύμνασης, έτσι ώστε να διακριθεί.
Δεν είχα πίεση ούτε από τους γονείς της ούτε από κανέναν άλλον.
Αυτό που κάναμε είναι ότι εξαντλήσαμε τα περιθώρια της κάθε ηλικίας. Δηλαδή στη μικρή ηλικία την έμαθα να τα κάνει όλα σωστά, χωρίς να την επιβαρύνω, χωρίς να έχει ακουμπήσει βάρη, χωρίς να κάνει πράγματα τα οποία θα τη έφθειραν. Και σιγά-σιγά στην κατάλληλη ηλικία προσθέσαμε τα πράγματα που έπρεπε.
Στην Ελλάδα λείπει αυτό: να υπάρχει δηλαδή ένας σχεδιασμός για τον αθλητή στην κάθε ηλικία και να κάνει τα πράγματα που πρέπει κάθε στιγμή. Βλέπω και τώρα νέα παιδιά 18-19 ετών και δεν ξέρουν να κάνουν πράγματα βασικά.
Έχω παιδιά που παίζουν μπάσκετ, που παίζουν τένις, έχω πολλούς αθλητές οι οποίοι φτάνουν σε μια ηλικία όπου πρέπει να τους επιβαρύνεις, πρέπει να κάνουν περισσότερη προπόνηση. Είναι μεγάλο πρόβλημα αν πρέπει τότε να τους μάθεις πράγματα από την αρχή.
Όταν πρωτοσυνάντησα τη Μαρία, ήταν ένα ισχνό και αδύνατο κοριτσάκι με μεγάλα και όμορφα μάτια, το οποίο με κοίταζε παράξενα, όταν την έφερε η μάνα της εκεί, στο Ολυμπιακό Στάδιο, και θα έλεγε μέσα της «τι είναι αυτός»;
Είναι ένα χαρισματικό παιδί, έχει το DNA και έχει και αυτό το σώμα που “το παίρνει”, είναι “δεκτικό” στην προπόνηση που κάνουμε.
Και “φαίνεται” και περισσότερο, έχει αυτό το DNA που “φαίνεται”. Δηλαδή θα μπορούσε να έχει μια σωματοδομή η οποία δεν θα “φαινόταν”.
Δουλεύουμε αρκετά με τα πόδια, αλλά στα χέρια κάνουμε μόνο λάστιχα, δεν κάνουμε ποτέ βάρη.
Είναι επίσης πολύ γρήγορη.
Όταν είχαμε την καραντίνα, κάναμε, όπως πάντα, καθημερινά προπόνηση. Έκανε με τα υπόλοιπα παιδιά του στίβου, είχε φτάσει και έτρεχε τα 100 μέτρα σε 12 δευτερόλεπτα και της έλεγα «αν δεν γίνουν αγώνες τένις φέτος και γίνουν στίβου, θα βάλουμε καρφιά, θα πάμε Πανελλήνιο Πρωτάθλημα και θα μπούμε Τελικό».
Το πιστεύω ότι θα τα κατάφερνε και θα ήταν και πολύ ωραία εικόνα: μια τενίστρια, από τις καλύτερες στον κόσμο, να κάνει 100 μέτρα και να πρωταγωνιστεί.
Αλλά μας τα “χάλασαν” οι αγώνες τένις που τελικά… ξεκίνησαν!
Το σημαντικότερο είναι ότι πρόκειται για ένα παιδί πολύ συγκεντρωμένο, το οποίο αγαπάει πάρα πολύ αυτό που κάνει και το fitness κομμάτι, το δικό μου κομμάτι, το κάνει με πολύ μεγάλη χαρά.
Επειδή προπονώ και προετοιμάζω αθλητές πολλών αθλημάτων, με μεγάλη διαφορά το πιο απαιτητικό και δύσκολο είναι με τους αθλητές του στίβου.
Να γυμνάσεις έναν τενίστα, για παράδειγμα, είναι απαιτητικό και είναι και παράξενο, γιατί είναι μεγάλη η διάρκεια της αγωνιστικής περιόδου και πρέπει να τον κρατάς σε φόρμα συνέχεια για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Αλλά ο αθλητής του στίβου, ειδικά για να μπορέσει να γίνει από τους καλύτερους του κόσμου, για να πει ότι πηγαίνει σε Ολυμπιακούς και διακρίνεται, είναι πάρα πολύ δύσκολη υπόθεση. Χρειάζεται πολύ δουλειά, πολύ λεπτομέρεια και πολύ προσπάθεια.
Οι σχέσεις και οι φιλίες μου είναι -και- από τον χώρο του στίβου.
Με τον Κώστα Κεντέρη έχουμε σχέσεις.
Όταν εγώ ολοκλήρωνα ως αθλητής, ο Κώστας ξεκινούσε και τον έζησα και λιγάκι.
Τώρα μιλάμε συχνά και είναι πολύ φίλος μου. Πηγαίνω συχνά στο Πάπιγκο και έρχεται και εκείνος στο σπίτι μου, όταν είμαι στην Αθήνα.
Τον αγαπάω πολύ και τον εκτιμώ απεριόριστα.
Είναι πάρα πολύ σημαντικό που ο Κώστας επανήλθε, αποφάσισε να ασχοληθεί με τον στίβο και να είναι κοντά στα παιδιά.
Δεν έχουμε πολλούς ανθρώπους να σπαταλάμε, όπως ο Κώστας, γιατί εκτός από γνώση αυτοί που ασχολούνται με τον αθλητισμό πρέπει να έχουν και ποιότητα και να αγαπούν τον χώρο. Γιατί πολλές φορές μπορεί να υπάρχουν άτομα που έχουν γνώσεις, αλλά δεν έχουν την ψυχή που χρειάζεται για να ασχοληθείς με τον αθλητισμό.
Πρέπει να είσαι κοντά στους αθλητές και τα παιδιά, χωρίς ζήλιες, χωρίς κακίες, και να δείχνεις πάνω απ’ όλα την αγάπη σου.
Ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος είναι προπονητής στίβου, fitness coach και πρώην Πρωταθλητής στα 200μ..
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιώργος Πομάσκι: Στη ζωή μου έμαθα τρία πράγματα / Άγγελος Παυλακάκης: Ο πιο γρήγορος Έλληνας
Μιρέλα Μανιάνι: Καινούργια Εγώ
Πηγή Δεβετζή: Δέκα Χρόνια Μετά
Ελένη Κλαούντια Πόλακ: Άλμα Πάνω Από Τον Πήχη
Ελίνα Τζένγκο: Ιδρώτας και κόπος!
Κατερίνα Στεφανίδη: Βαθιά Ανάσα
Νικόλ Κυριακοπούλου: Το Άγγιγμα του Θεού
Αθανασία Τσουμελέκα: Περπατώντας Στην Άγρια Πλευρά / Ο Άλλος Εαυτός