Στην αργκό του Λάτιο, της επαρχίας όπου υπάγεται η Ρώμη, τo «Pallocca» παίζει να είναι από τις πλέον υποτιμητικές λέξεις.
Ειδικά για τους πιτσιρικάδες που αναζητούν ακόμη τη διαμόρφωση της πρώιμης προσωπικότητάς τους, το να τους φωνάζουν έτσι στο σχολείο και τους δρόμους βρίσκεται μέσα στα πολύ αυστηρά όρια του bullying. Σε ελεύθερη μετάφραση, το «Pallocca» σημαίνει «μπαλόνι από λίπος» και ήταν αυτό που ο Πάολο Ντι Κάνιο άκουγε σε κάθε έξοδο από το σπίτι του. Εκεί, στο Κουαρτίτσολο, μία φτωχή εργατική γειτονιά της πρωτεύουσας, τα παιδιά ήταν σκληρά και δεν αστειεύονταν, όταν ήταν να μειώσουν έναν συνομήλικό τους.
Εκείνο το παιδί, το οποίο ήταν εθισμένο στην κόκα κόλα και τα αναψυκτικά, υπήρξε κάθε άλλο από ιδανικός αθλητής. Παχύς, με τα γόνατα του στραβά και φορώντας ορθοπεδικά παπούτσια για να ανακουφιστεί από τα σωματικά του προβλήματα, δεν αποτελούσε το κλασικό πρότυπο του τύπου που θα μπορούσε να ονειρευτεί ότι θα γινόταν διάσημος ποδοσφαιριστής.
Κι όμως, αντί να κρυφτεί ή να αποδεχτεί τη μοίρα του, ανέβασε τον πήχη και δημιούργησε τη δική του απάντηση στις δυσκολίες.
«Από την πρώτη στιγμή που απέκτησα συνειδητότητα, δεν κρύφτηκα ποτέ. Η απάντησή μου ήταν να γυμνάζομαι, να προσπαθώ να γίνω ο άνθρωπος και ο αθλητής που έγινα στην πορεία».
Και κάπως έτσι, μάθαινε, πάλευε, ανέβαινε.

Αύγουστος 2003: Ο Πάολο Ντι Κάνιο σε ηλικία 35 ετών / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Το ποδόσφαιρο δεν ήταν μόνο ένας τρόπος να ξεφύγει από τη μοίρα του αλλά η έκφραση του ίδιου του πάθους για τη ζωή. Παρά την αρχική του αρνητική εικόνα, έφερε το δικό του στίγμα στο παιχνίδι, γεμάτο δύναμη, αποφασιστικότητα και τεχνική.
Η αλλαγή του από το παιδί που γελούσαν όλοι σε ποδοσφαιρικό icon ήταν μια διαδικασία που ενσωμάτωσε την ψυχή του. Κάθε απόφαση, κάθε κίνηση στο γήπεδο ήταν ένα μήνυμα ότι καμία δυσκολία, καμία κοινωνική αναφορά δεν μπορούν να περιορίσουν την ανθρώπινη θέληση.
Το ατσούμπαλο σώμα αποκτούσε ακόμα χειρότερη διάσταση για τον μικρό Πάολο, καθώς κινούνταν στα στενά της συνοικίας του σχεδόν όλοι είχαν μάθει να αγαπούν τη Ρόμα. Εκείνος όμως, από την πρώτη στιγμή που ήρθε σε επαφή με τον κόσμο του ποδοσφαίρου, βρέθηκε γοητευμένος από τη μεγάλη αντίπαλο, τη Λάτσιο. Η διαφοροποίηση αυτή, η έλξη του για την ομάδα που ήταν αντίπαλος ακόμα και της δικής του οικογένειας, αποτύπωσε από νωρίς τις αντιφάσεις της πιο βαθιάς του ψυχικής υπόστασης.
Από το ξεκίνημα της ζωής του έδειξε ότι δεν θα άφηνε τις κοινωνικές προτροπές να τον καταπιέζουν και πως δεν είχε καμία απολύτως διάθεση να ακολουθήσει τη ροή. Αντίθετα, διαμόρφωσε τον εαυτό του σε κάτι μοναδικό, με τον ίδιο τρόπο που θα διαμόρφωνε το ποδόσφαιρο γύρω του. Και αυτό το «μοναδικό» θα περιελάμβανε και τον διάβολο και τον άγγελο. Κυρίως όμως τον γνήσιο μπαλαδόρο έξω από τις βασικές νόρμες του παιχνιδιού…

Δεκέμβριος 2004: Ο Πάολο Ντι Κάνιο με τη φανέλα της Λάτσιο / Photo by: INTIME.
Το όνειρο της Λάτσιο
Καθώς διορθωνόταν το σώμα και απελευθερωνόταν ο ποδοσφαιριστής από μέσα του, βρέθηκε το 1985, στα 17 του, να φοράει τη φανέλα της Β’ ομάδας των «Laziali». Τότε το club βίωνε πέτρινα χρόνια και πάλευε περισσότερο να αποφύγει τον υποβιβασμό στη Serie C παρά να ανέβει στη Serie A. Ωστόσο, θα καταφέρει να επιστρέψει στα… σαλόνια το 1988 κι εκείνος θα είναι βασικός. Μάλιστα, σε ένα κρίσιμο για την παραμονή ντέρμπι με τη Ρόμα, θα σκοράρει το νικητήριο γκολ και θα γίνει ήρωας για τους tifosi.
Η αλήθεια είναι ότι δεν βρίσκει δίχτυα συχνά. Έχει όμως δυναμική παρουσία, επηρεάζει τους αγώνες και μπορεί να αγωνιστεί με άνεση σε όλες τις θέσεις της επίθεσης. Αυτό είναι αρκετό ώστε να τραβήξει την προσοχή του γίγαντα.
Η Γιουβέντους τον κάνει δικό της το 1990, μα στην ουσία δεν υπάρχει τόσος χώρος για εκείνον. Η γραμμή κρούσης είναι πηγμένη από ταλέντο και “δολοφόνους”. Ρομπέρτο Μπάτζο, Τζανλούκα Βιάλι, Σαλβατόρε Σκιλάτσι, Πιερλουίτζι Καζιράγκι, Φαμπρίτσιο Ραβανέλι, ακόμα και ο Άντι Μέλερ θα βρεθούν σταδιακά πάνω από εκείνον στην επετηρίδα.
Στην τρίτη του σεζόν στο Τορίνο θα παίξει περισσότερο, θα κατακτήσει το Κύπελλο UEFA, αλλά θα μαλώσει με τον Τζοβάνι Τραπατόνι και εκείνος θα τον διώξει. Αφού τα έχει βάλει με τον Ιταλό θρύλο των πάγκων, κανείς προπονητής στο μέλλον δεν θα αποφύγει κάποια επίθεση από τον Πάολο, ο οποίος δεν θα βάλει ποτέ νερό στο κρασί του.

Ο Πάολο Ντι Κάνιο σε ηλικία 20 ετών με τη φανέλα της Λάτσιο και σε ηλικία 24 ετών με τη φανέλα της Γιουβέντους.
Τσαμπουκάδες
Την επόμενη τριετία θα την περάσει στη Νάπολι και τη Μίλαν. Και πάλι θα έχει εκλάμψεις του δυναμισμού του, αλλά δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει βασικός. Οι «Rossoneri» θα τον ξεφορτωθούν έπειτα από απαίτηση του Φάμπιο Καπέλο, ο οποίος εξοργίζεται, όταν του ζητάει να μπει αλλαγή κι εκείνος αρνείται, βρίζοντας μπροστά του.
Είναι εμφανές ότι δεν μπορεί να κάνει ούτε την υποτυπώδη διαχείριση θυμού, κάτι που θα γίνει ξεκάθαρο στην περιπέτειά του στη Σκωτία. Η Σέλτικ θα τον αποκτήσει το 1996 και θα τρίβει τα χέρια της, βλέποντάς τον να σκοράρει 15 φορές στην πρώτη του σεζόν. Αμέσως όμως τα γκολ θα τα ακολουθήσουν περιστατικά συναισθηματικών εκρήξεων και οξύθυμης συμπεριφοράς.
Σε ένα ντέρμπι με τη Ρέιντζερς θα επιτεθεί στον Ίαν Φέργκιουσον, θα δεχτεί κάρτα και θα κάνει χειρονομίες στον πάγκο των αντιπάλων. Στο ημίχρονο ο διαιτητής θα τον καλέσει στο δωμάτιό του και θα τον αποβάλει εκεί μέσα. Το καλοκαίρι θα απαιτήσει αύξηση αποδοχών και, όταν του το αρνηθούν, αποφασίζει να μην ακολουθήσει την ομάδα στην προετοιμασία.
Ο επόμενος προορισμός, λίγο πιο νότια, θα αποτελέσει και την ταυτόχρονη αφετηρία για τα πιο σπουδαία και για τα χειρότερά του. Η Σέφιλντ Γουένσντεϊ τού έδωσε την ευκαιρία να βρεθεί στην Αγγλία κι εκείνος το ανταπέδωσε ως πρώτος σκόρερ της (14 γκολ για το 1997-’98). Τη δεύτερη χρονιά του όμως ο “άλλος του εαυτός” εμφανίστηκε νωρίς.
Στα μισά της σεζόν διαφώνησε με τον διαιτητή και τον έριξε στο χορτάρι με μία σπρωξιά, για να τιμωρηθεί αυστηρά και να μην αγωνιστεί για το υπόλοιπο. Η Σέφιλντ δεν τον ήθελε πια και κανείς δεν τον αναζητούσε, με την καριέρα του να μοιάζει μπλοκαρισμένη.
Ώσπου του τηλεφώνησε ο Χάρι Ρέντναπ. «Ξέρω ότι αποκτήσαμε έναν ζόρικο τύπο, αλλά με την μπάλα κάνει πράγματα που άλλοι δεν τα έχουν καν ονειρευτεί», θα πει ο κόουτς, καθώς τον υποδέχεται στη Γουέστ Χαμ το καλοκαίρι του 1998. Είναι η αφετηρία της απογείωσης.

Ο Πάολο Ντι Κάνιο με τη φανέλα της Σέφιλντ Γουένσντεϊ.
Σφυρί και αμόνι
Σε πλήρη ποδοσφαιρική ωριμότητα, θα βγάλει στο Λονδίνο έναν υπέροχο εαυτό στο χορτάρι. Ως δεύτερος επιθετικός θα γίνει ό,τι πιο φανταχτερό έχουν δει εκείνη την εποχή οι φίλοι των «Hammers».
Θα σουτάρει από οπουδήποτε. Και θα τα βάζει με τους πιο φανταστικούς και ευφάνταστους τρόπους. Βολίδες και με τα δύο πόδια, λόμπες, αδειάσματα στους τερματοφύλακες και αμέτρητες προσποιήσεις. Θα περνάει την μπάλα πάνω από τους αμυντικούς με το ένα πόδι, για να πυροβολήσει με το άλλο στον αέρα.
Τα πιο διάσημά του όμως είναι τα “βόλεϊ”. Και τον Μάρτιο του 2000 θα βάλει το πιο εμβληματικό του. Στον αέρα, όπως του ήρθε η μπάλα, από διαγώνια δύσκολη θέση. Θα απογειωθεί και, κάνοντας ένα χορευτικό χωρίς να αγγίζει το έδαφος, θα σκοράρει αυτό που αργότερα θα ψηφιστεί το γκολ της δεκαετίας στην Premier League.
Την επόμενη χρονιά θα λάβει ακόμα ένα ξεχωριστό βραβείο, καθώς η FIFA θα του δώσει το αγαλματάκι για το Fair Play. Είναι η στιγμή που θα κερδίσει τον παγκόσμιο σεβασμό, καθώς ο τερματοφύλακας της Έβερτον, Πολ Τζέραρντ, τραυματίζεται στη φάση. Κι ενώ ο Ντι Κάνιο βρίσκεται με την μπάλα σε κενή εστία, θα σταματήσει και θα αρνηθεί να την βάλει στα δίχτυα. Πρόκειται για το πιο αντιφατικό στιγμιότυπο του χαρακτήρα του.
Είναι τόσο κάλος που εντυπωσιάζει ακόμα και τον Άλεξ Φέργκιουσον, ο οποίος κάνει πρόταση το 2002. Τότε είναι που ο Ιταλός επιθετικός θα βγάλει ακόμα μία ιδιαίτερη σταθερά του χαρακτήρα του. Την πίστη. «Δεν σκοπεύω να φύγω από τη Γουέστ Χαμ. Είναι η ομάδα που έδωσε ένα χέρι να σηκωθώ, τότε που ήμουν πεσμένος κάτω, στα πιο δύσκολά μου».
Δυστυχώς, η συνέχεια μεταξύ τους δεν θα είναι εξίσου καλή. Εκείνος θα μαλώσει και πάλι με τον προπονητή και θα βρεθεί εκτός πλάνων. Θα επιστρέψει, όταν ο κόουτς Γκλεν Ρέντερ θα αποσυρθεί για να δώσει μάχη με τον καρκίνο. Θα μπει στο τέλος της σεζόν 2002-2003, θα βάλει κάποια σημαντικά γκολ, αλλά η ομάδα θα υποβιβαστεί κι εκείνος θα αποδεσμευτεί.

Απρίλιος 2002: Ο Πάολο Ντι Κάνιο με τη φανέλα της Γουέστ Χαμ σε αναμέτρηση με την Τσάρλτον / Photo by: Eurokinissi (EPA).
Μουσολίνι
Θα βοηθήσει την Τσάρλτον να τερματίσει στην υψηλότερη θέση της από το 1953 (έβδομη), αλλά το 2004 θέλει τόσο πολύ να επιστρέψει στη μεγάλη του αγάπη. Θα κάνει τεράστιες περικοπές στις απολαβές του, μιας και η Λάτσιο έχει αφήσει πίσω της τις χρυσές εποχές και ζορίζεται τρομερά οικονομικά.
Στα δύο χρόνια που θα μείνει εκεί, ένα πράγμα θα μείνει ως ανάμνηση. Και είναι αυτό που θα τον στιγματίσει για πάντα, ως ποδοσφαιριστή, κυρίως ως άνθρωπο. Οι σχέσεις του με τους ακροδεξιούς ultras είναι ήδη γνωστές και έπειτα από ένα γκολ θα τρέξει και θα τεντώσει το χέρι μπροστά τους. Είναι ο φασιστικός χαιρετισμός, με τον ίδιον να βγαίνει και να το επιβεβαιώνει: «Είμαι φασίστας, όχι ρατσιστής. Πιστεύω ότι ο Μουσολίνι ήταν ένας πολύ σπουδαίος Ιταλός!».
Αυτό σε συνδυασμό με τα προβλήματα που είχε ταυτόχρονα με συμπαίκτες, προπονητή αλλά και τον ίδιο τον Πρόεδρο, Κλαούντιο Λοτίτο, τον στέλνουν στην έξοδο.
Θα κάνει ένα διετές πέρασμα από τη Σίσκο Ρόμα στις πιο χαμηλές κατηγορίες και το 2008 θα σταματήσει, με το κοντέρ να καταγράφει 126 γκολ σε 534 αγώνες Πρωταθλήματος. Η ιδιαιτερότητά του όμως δεν βρισκόταν στη συχνότητα και την ποσότητα αλλά περισσότερο στο ότι το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών των τερμάτων ήταν υπέροχα. Κι αυτά όμως, παραδόξως, δεν στάθηκαν ικανά να του δώσουν ούτε καν μία συμμετοχή με την Εθνική.
Λίγα χρόνια αργότερα θα προσπαθήσει να γίνει προπονητής. Αυτό δεν θα έχει καμία επιτυχία. Στη Σουίντον κάπως θα το παλέψει για ενάμιση χρόνο, αλλά στη Σάντερλαντ θα απολυθεί εξαιτίας του bullying που κατηγορείται ότι κάνει στους παίκτες του, ενώ και οι οπαδοί διαδηλώνουν κατά του ρατσιστή τεχνικού τους.
Θα δοκιμάσει και λίγο στον ρόλο του παρουσιαστή, αλλά κι εκεί θα τον πάψουν εξαιτίας των πολιτικών φρονημάτων του. Το τατουάζ στο δεξί χέρι του θα αποκαλυφθεί σε μία εκπομπή. Στο μπράτσο βρίσκεται χαραγμένο το λατινικό «DUX», με αναφορά στον «Ντούτσε». Και στην πλάτη του βέβαια έχει το πρόσωπο του Μουσολίνι κι άλλα φασιστικά σύμβολα, τα οποία γενικότερα θα τον αποβάλουν άτσαλα από το ποδόσφαιρο.

Δεκέμβριος 2005: Ο Πάολο Ντι Κάνιο απευθύνει φασιστικό χαιρετισμό προς τους οπαδούς της Λάτσιο / Photo by: INTIME (Omega).
Να ζει κανείς ή να μην ζει;
Έκτοτε θα μείνει μακριά από το άθλημα και, κοιτάζοντας προς τα πίσω, ο καθένας μπορεί να επιλέξει την πλευρά που θέλει να δει την πορεία του. Στην πραγματικότητα όμως ο Πάολο Ντι Κάνιο έμοιαζε πάντα με τον Άμλετ. Ο ήρωας του Σέξπιρ, ένας Βασιλιάς της Δανίας, κατακλυσμένος από εσωτερική σύγκρουση, αμφισβητώντας το τι είναι σωστό και ποιο είναι το καθήκον του. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από το έργο που αντικατοπτρίζει την αντιφατική φύση του είναι το διάσημο «Να ζει κανείς ή να μην ζει;». Μονοπάτι που αναρωτιέται αν αξίζει να βιώσει σε έναν κόσμο γεμάτο αδικία και ψεύδη ή αν η ζωή του πρέπει να τελειώσει για να αποφύγει τα βάσανα.
Ο Ντι Κάνιο, όπως και ο Άμλετ, ήταν γεμάτος από πάθος και προσωπική τιμή, αλλά οι πράξεις του δεν ήταν ποτέ καθαρές ή προβλέψιμες. Από το fair play έως τον θαυμασμό για τον Μουσολίνι, υπήρξε μία φιγούρα γεμάτη με εκ διαμέτρου αντίθετα χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος παίκτης που μπορούσε να είναι καλλιτέχνης αλλά ταυτόχρονα και θυμωμένος στην κάθε προσωπική του στάση. Όταν ισχυριζόταν ότι δεν κρύβεται από τις δυσκολίες του, ακολουθούσε την ίδια τακτική με τον Άμλετ, επιλέγοντας να προχωρήσει σύμφωνα με τη δική του ηθική. Ακόμα και όταν αυτή δεν ταίριαζε με τις κοινωνικές ή αθλητικές παραδοχές.
Λες και κουβαλούσε μέσα του ακόμη εκείνο το «Pallocca». Λες και πάντα έτρεχε στα στενά της Ρώμης να γλυτώσει απ’ όσα τον καταδίωκαν. Και την ίδια στιγμή καταδίωκε όσα πάλευαν να γλυτώσουν από εκείνον. Και κάπου εκεί γινόταν ξεκάθαρο. Ότι ο μπαλαδόρος και ο τραμπούκος συμβίωναν. Σαν δυο εχθροί που ήταν πάντοτε ερωτευμένοι μεταξύ τους…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Φαμπρίτσιο Ραβανέλι, Ο «Λευκός Ιππότης»
Η μαγεία της μελαγχολίας του Ρομπέρτο Μπάτζο